And if we are to die tonight
Is there moonlight up ahead?
I remember the showers
But no one puts flowers
On a flower’s grave
Flower Grave, Tom Waits
εκδ. Μελάνι
Οφηλία
Η Οφηλία επιπλέει
Η Οφηλία αναπνέει
Τι ωφελεί Οφηλία στους νεκρούς η αναπνοή
τι ωφελούν στους τυφλούς τα ανθισμένα βλέφαρα
οι μαργαρίτες στον θάνατο τα χρώματα
δεν ξεγελάνε κανέναν
Θυμήσου Οφηλία τα πρωινά στην εξοχή
στο βασίλειο της Δανιμαρκίας
ο κόσμος ήταν απέραντος
οι δρόμοι όλοι ανοιχτοί
είπα “πατρίδα μου είναι τα χέρια σου”
“τόπος ιερός η Ουτοπία”
είπες “ας ήταν να πεθάνουμε απόψε
που έχει ένα τόσο ωραίο φεγγάρι στον ουρανό”
Οφηλία της νιότης μου παλιά οφειλή
Πού ζεις; άραγε είσαι ευτυχισμένη;
Γιατί δεν πέθανες, ως όφειλες, Οφηλία
τότε που ακόμα ήταν καιρός
Τότε που έπρεπε
Τότε που ορκίστηκες, Οφηλία
– από αγάπη;
Ονειροδόχοι / Οδηγίες σε τέσσερις πράξεις
“Μην εγκαταλείπεις το όνειρό σου – άφησέ το σε εμάς»
Ι.
Βάζεις στην καταπακτή το όνειρο, κλείνεις την πόρτα και το όνειρο γλιστράει : ανώνυμα.
Ένα γράμμα από τις αρχές σε ενημερώνει ότι έχεις δικαίωμα να το διεκδικήσεις εντός 8 εβδομάδων.
Μετά από τον δοσμένο χρόνο το όνειρο κρίνεται ανεπιθύμητο και δίδεται για υιοθεσία.
Ανήκει στο κράτος.
ΙΙ.
Συνωστισμός στις ονειροδόχους.
Εγκαταλείπεις το όνειρο.
ΙΙΙ.
-Είναι δηλαδή οι ονειροδόχοι χώροι υγειονομικής ταφής απορριμμένων επιθυμιών, κάτι σαν χωματερές ή καταπακτές, καταθέτες έκθετων;
-Δεν ξέρω να πω με σιγουριά. Κανένα όνειρο δεν επέστρεψε. είναι ξύλινα κιβώτια. Συρτάρια σε εφηβικά γραφεία. Φέρετρα μικρά. Τις νύχτες, ευωδιάζουν ευχάριστα: κέστρο, ή μάλλον, γιασεμί, γιασεμιά της νύχτας.
ΙΙΙ.
Χρόνια μετά αναρωτιέσαι αν επέζησε. Το αγάπησαν οι ξένοι όπως θα το είχες αγαπήσει; Στολίζεσαι τα παιδικά σου ρούχα και περιφέρεσαι νύχτες στις παιδικές χαρές. Άνοιξη (ω γλυκύ μου έαρ). Βρέχει όπως πάντα βρέχει στην περιφορά. Αιώνες περιφέρεσαι στολισμένος και βρέχει.
Αιώνες βρέχει στην περιφορά της παιδικής ηλικίας σου.
Είκοσι τέσσερις ιστορίες φαντασμάτων
Όσο αδειάζει τόσο μεγαλύτερο γίνεται το δωμάτιο
οι αγαπημένοι φεύγουν
κρατούν την ψυχή τους αναμμένο κερί
στην παλάμη τους
την φρόντισαν την βάσταξαν όπως μπόρεσαν
κίτρινο λουλούδι μαλακό στον ρέοντα κόσμο
σε καιρούς αγονίας
πλημμυρών
ανάχωμα
τώρα περιμένουν καρτερικά
τον μεγάλο κατακλυσμό
το ξερίζωμα
κι η σειρά όλο μικραίνει
οι σκιές εγκαθίστανται
το σκοτάδι κερδίζει
Ο τελευταίος θα διηγηθεί την πιο παράξενη ιστορία
Θα πει για τα παιδιά που τα βρήκε η νύχτα
να παίζουν ξιπόλητα
στους ασπάλαθους
για τις φωνές και τα γέλια τους
που αντηχούσαν δυνατά
μές στους κήπους
θα την αφηγηθεί με φωνή στεντόρεια καθαρή
σα να ναι η πρώτη ιστορία του κόσμου
η ομορφότερη
κι ας ξέρει πως δεν έχει μείνει πια να την ακούσει κανείς
ύστερα θα κλείσει την πόρτα πίσω του
απαλά παίρνοντας μαζί
και το φως του
Το κάλεσμα της νύχτας (L’ appel de la nuit)
Στο σπίτι μας δεν ανθίζουν εποχές
Ανθίζουν τα μαλλιά μας
Συχνά ακούς τριγμούς μες στην σιωπή
φυλλώματα σέρνονται στα δωμάτια
πέπλα ριχτάρια παντού κρέμονται
στα πόδια, στην πλάτη, φίδια ζωντανά στα πλευρά μας
Από τον ήχο στα δάπεδα καταλαβαίνεις αν είναι ξερά
τα φύλλα
ηχούν ξυραφιές σε γυμνά δέρματα στους ώμους μας
μοιάζουνε γλώσσες ερπετών, σαλεύουν ως τους καρπούς των χεριών
χαμηλά ως μέσα στα δάχτυλα
Στο σπίτι μας τα φυτά μπερδεύονται στα βήματα
στις γωνιές, στα παράθυρα, στα κρεβάτια
οι μίσχοι, οι ανθοί πλέκουν, τυλίγονται, σμίγουν σκύβουν
παντού
Η μητέρα λέει πως πρέπει να καθαρίζουμε
Στο σπίτι μας είναι πάντοτε φθινόπωρο
Η μητέρα έχει τον μεγαλύτερο κισσό απ’ όλους το αναρριχητικό
το πιο όμορφο
οι παραφυάδες πέφτουν στα μάτια της -αφέλειες
που μια μέρα θα κρύψουν εντελώς το πρόσωπό της
⁄ Η μητέρα υπήρξε βέβαια αφελής
όμως μεγάλωσε με τον καιρό
Ο μίσχος σκλήρυνε άκαμπτος λαιμός
Το αναρριχητικό ξυλοποιήθηκε/
Την εμποδίζει να δει
Την εμποδίζει να βαδίσει
Στο σπίτι δεχόμαστε σπάνια επισκέψεις
Μια μέρα η μητέρα φώναξε τη νύχτα
(ή ίσως η νύχτα φώναξε τη μητέρα)
Ήρθε αχάραγα με μια λάμπα πετρελαίου/θυέλλης που όλο έσβηνε
κι ένα λιτό σεντόνι λινό ριγμένο στους ώμους
Τη βάλαμε να κάτσει βγάλαμε το ακριβό σερβίτσιο
Έφερε ενα γύρο το δωμάτιο κι έφυγε
χωρίς να πει ούτε λέξη
Από τον καιρό εκείνο τα αναρριχητικά πυκνώσαν ανεξέλεγκτα
το μέσα τοπίο ερήμωσε
σκληρύναμε
Δεν περιμένουμε κανέναν
Μείναμε να κοιτάζουμε την άδεια καρέκλα ακίνητοι
το κενό
μέσα από πλέγματα από φύλλα πυκνά
θέλουμε αλλά δε μπορούμε πια να στρέψουμε αλλού το πρόσωπό μας