Πήρα το στόμα σου
Ιωάνη!

Ένα κριτικό σημείωμα
της Εύης Κουτρουμπάκη 

στη μεταγραφή
της «Σαλώμης» του
Oscar
Wilde

Εισαγωγή,
μετάφραση-μεταγραφή: Θανάσης Τριαρίδης,
Χαρά Σύρου, 

επίμετρο Θανάσης Τριαρίδης. 

 

Μονόπρακτη τραγωδία
με δεκαέξι σχέδια του Ομπρεϊ Μπίρντσλεϊ

εκδ. Gutenberg


Το καθαυτό και βαθύτερο
είναι του ανθρώπου δεν συνίσταται στο
Λόγο αλλά στα πάθη του

Marquis de
Vauvenargues 1746.

Υπάρχουν ίσως πολλοί
τρόποι αλλά και ανάλογοι κίνδυνοι
παρεκτροπής από την ουσία του πρωτοτύπου,
όταν επιχειρείς να μεταγράψεις ένα
καταξιωμένο έργο, στην προκειμένη
περίπτωση τη Σαλώμη του OscarWilde
που πρόκειται για ένα έργο κολοσσιαίων
διαστάσεων και επιδραστικότητας .

Ο θορυβώδης και πλήρης
ιδιοτροπιών Wilde, με τις
ατέλειωτες ημέρες του εξοστρακισμού
του,- ενός εξοστρακισμού που δεν ήταν
τίποτε άλλο παρά μια φυγή, μια κραυγή
απόγνωσης- , που είχε αφεθεί στην τύχη
του ακόμη και στη μοιραία έξοδο του,
ούτως η άλλως τροφοδότησε συστηματικά
τους λογοτεχνικούς προβληματισμούς
των ομοτέχνων του και μη.

Το τιτάνιο έργο της
μεταγραφής ( και όχι μόνον της μετάφρασης)
ανέλαβαν οι Χαρά Σύρου και ο συγγραφέας
Θανάσης Τριαρίδης. Οι μεταγραφείς
καταφεύγοντας εκτός των άλλων σε μια
σοβαρή αρχειακή αναδίφηση , καταπιάστηκαν
με έναν συγγραφέα που έμαθε να αντέχειτον
πόνο του πόθου και της εγκατάλειψης και
να τον καταθέτει γραπτά.

Πριμοδοτημένοι από τα
προτερήματα της οξύνοιας και της
επιδεξιότητας και κρατώντας τον
ενδοδιακειμενικό χαρακτήρα των
μεταφράσεων, κουβάλησαν αυτό το βαρύ
φορτίο, βούτηξαν με χειρουργική
ερμηνευτική εμβέλεια σε ότι αφορά τον
Wilde, στην αρχαία εργαλειοθήκη
του αίματος και το αποτόλμησαν, εκφράζοντας
άλλοτε ρητά και άλλοτε υπόρρητα τη δική
τους κοσμοαντίληψη, αλλά με την απόλυτη
εγκυρότητα της ερμηνευτικής (μεταγραφικής)
μεθόδου. 

Διαβάζοντας τη μεταγραφή
των Τριαρίδη – Σύρου, μια ανάγνωση
πολλαπλά κρίσιμη σε διάφορα επίπεδα
του λογοτεχνικού πεδίου, δημιουργείται
η εύλογη απορία για το αν είναι εφικτό
να μεταγραφεί αυτό το σχοινοτενές
ντόμινο συναισθημάτων.

Πως μπορεί να μετουσιωθεί
γραπτά το βλέμμα του πόθου της Σαλώμης
που είναι καταγωγικός πρόγονος των
παθών μας και πως μπορεί εν τέλει να
μεταγραφεί ένα βιβλίο ορόσημο;

Η μεταγραφή αυτή έχοντας
επιτυχώς αποφύγει τα φουσκωμένα απόνερα
του λυρισμού, σαν δάσος βαθύσκιωτο
δημιουργεί εκείνη τη θερμοκρασία που
επιτρέπει τη δημιουργία ενός συνεκτικού
ιστού που ενώνει όλες τις υπόλοιπες
μεταφράσεις και τα έκδοχα τους. Αποτελεί
μια σύζευξη της ζωής και του θανάτου
μέσα στην καρδιά, με λέξεις και συνειρμούς
που αποκτούν μια εντελώς ξεχωριστή
σημασία.

Ο αναγνώστης βρίσκεται
μπροστά σε ένα κείμενο εμπύρετο που
μεταφέρει τον Wilde από τη
σκοτεινή χλεύη, στο νυχτερινό φως των
παθών και στο διάπλου των αισθημάτων.
Σε μια μεταγραφή με κηλίδες γραμμάτων,
σαν ένα ματωμένος πίνακας, κόκκινος,
αιμάσσωνi
και έμπλεως πάθους.

Μια ασθμαίνουσα μεταγραφή
με εκρηκτικά και χυμώδη ηχητικά μέρη
του λόγου , με λέξεις άλλοτε βαριές (
όταν αναφέρονται στα τετριμμένα) και
άλλοτε να ίπτανται και να χάνουν τη
βαρύτητα τους όταν περιγράφουν τα πάθη
τα άνομα, ναυπηγημένη με τα γνωστά υλικά
του Τριαρίδη, , -κόκκινο και αίμα-,ii
ενσαρκώνει δυο ναυαγούς χωρίς ναυτικούς
χάρτες. 

Μόνο που η Σαλώμη με
τα υγρά νιάτα της αφημένη ερωτικό έρημο
έρμαιο στις όχθες του Πυριφλεγέθοντα
,φλέγεται και κατακαίεται. Δεν επιτρέπει
τίποτε να παρεμβληθεί ανάμεσα στην
ύπαρξη της και τα πάθη της δεν πιάνεται
από σωστικές λέμβους,εξαπολύει τις
τίγρεις του πάθους της, λαχταρά τον
απαγορευμένο καρπό, το κόκκινο μήλο,
και σαν άλλη πρωτόπλαστη το δαγκώνει.

Συναντά τον Ιωάννη
μετατρέπεται σε σκοτεινή Σελήνη και
όχι άστρο της αυγής με τέτοια ομορφιά
και αυτή η συνάντηση στοιχειώνει την
υπόλοιπη ζωή της. Επιθυμεί τον Ιωάννη
που η βαθειά του πίστη σε έναν άλλο Θεό
και όχι σε αυτόν του Έρωτα, τον καθιστά
ένα σακάτικο σάρκινο χνάρι, μια
αραχνιασμένη χαλκομανία που αποστρέφεται
τον πόθο, που προτιμά να μείνει αδιάτρητος,
σιωπηλόςiii
και ασφαλής στα όρια του δικού του
κόσμου, περίκλειστος μέσα στην
‘αναφροδισιακή του απροσιτότητα’iv
και στεφανωμένος με ιερά κλίματα και
βάγια ανεβαίνει κάθιδρος την κλίμακα
του μαρτυρίου του, αφήνοντας τις επιθυμίες
του θαμμένες ‘στην τάφρο των δικών του
λιονταριών’v

Ο Ιωάννης αδυνατεί να
περάσει την κοίτη του θρησκευτικού του
βιώματος και κολυμπά μέσα σ’ αυτήν, ενώ
αντίθετα η Σαλώμη με ‘το χέρι γραπωμένο
στην καρδιά’vi
παίζει στα ζάρια την επιθυμία της και
τη ζωή της, διασχίζοντας τη μελαγχολική
επικράτεια του Έρωτα φορτωμένη με αυτό
το δυσβάστακτο ερωτικό φορτίο και ενώ
έχει διαγράψει μια διαδρομή καθορισμένης
εξέγερσης υφίσταται εν τέλει μίαν
αστρική ήττα.vii

Κι όλα αυτά γιατί
υπακούει στον τυρρανικό χτύπο της
καρδιάς, στην ηδονική ανατριχίλα του
σώματος, γιατί καλά γνωρίζει πως ότι
γράφτηκε στο δέρμα δεν πρόκειται να
σβήσει. Κι όλα αυτά γιατί ο Ιωάννης είναι
η Γη, γήινος, ενώ η Σαλώμη η Σελήνη,
υπέργεια.

Σε αυτήν την ιδιοφυή
μεταγραφή προβάλλονται πλήρως όλα τα
χαρακτηριστικά που προσέδωσε ο Wilde
στη Σαλώμη. Είναι ένας σπασμένος άνθρωπος
μια άχρηστη ομορφιά, που με νου πυρπολημένο
από την επιθυμία, βιώνει έναν μάταιο
πόθο, αυτοεξοντώνεται και αιμόφυρτη
εκδιώκει εαυτόν από τον Παράδεισο. Ως
λογοτεχνική περσόνα δεν ανήκει ούτως
ή άλλως στη σφαίρα του ανώδυνου και της
αοριστίας, σ’ αυτήν όμως την εκδοχή της
προβάλλονται όλα τα επίφοβα χαρακτηριστικά
της, καθώς ‘η αγάπη κραταιά ως θάνατος
τίθεται ως σφραγίδα επί την καρδίαν
και το βραχίονα της’viii
και την αναγκάζει να ζητήσει την κεφαλή
του αντικειμένου του πόθου της επί
πίνακι. 

Η γλώσσα της μεταγραφής
της ‘Σαλώμης’ – αυτού του εξαίσια
βέβηλου μαργαριταριού- των Σύρου ,
Τριαρίδη, ανειμένη και προκλητική,
περισσότερο ίσως από τις άλλες μεταφράσεις
και μεταγραφές δηλώνει ρητά πως μπροστά
στο πάθος είναι όλα μάταια.ix

Η μεταγραφή αυτή
καταφέρνει να μετατρέψει το ερωτικό
παραλήρημα σε ερωτική κυριολεξία,
μετατρέποντας τον Ιωάννη σε ‘ποθητό
βάσανο’ και προβάλλοντας μια Σαλώμη
με δική της περπατησιά, που εκφέρει έναν
λόγο που πηγαίνει πέραν των συμβάσεων
και που βιώνει το πάθος σαν απώλεια που
κατακλύζει το Σύμπαν. Μιας Σαλώμης που
τα πάθη της δεν θα καταγραφούν σαν λέξεις
ορφανές σε ένα κείμενο με κλειστό
ορίζοντα , αλλά με λέξεις που θα
στρογγυλεύουν στο στόμα θα τραγουδηθεί
το αναπότρεπτο του καλέσματος του
βλέμματος και θα τη σώσουν από τη σκόνη
του Χρόνου.x

 

Μια τέτοια μεταγραφή
που εστιάζει στη μαγική ατμόσφαιρα του
ανεπανόρθωτου θα ταίριαζε σε έναν
συγγραφέα που χωρίς αιδημοσύνη μπροστά
στον έρωτα, απέρριπτε όλη του τη ζωή
κάθε λογής κοινωνικές συμβάσεις.

Άλλωστε η μόνη πιστή
μεταγραφή δεν μπορεί παρά να είναι η
δεδηλωμένη και βιωμένη πίστη του Ουάιλντ
στον έρωτα, μια και το πολύ του έρωτα
καταργεί τον καιρό και ο Έρωτας καταργεί
το Θάνατο.

—————————-

i
Γιώργος Λίλλης:Αρλεκίνος: Το αίμα
καταιγίδα του Ισημερινού κεραυνοβολεί
τα δέντρα , γονατίζει τα αδύναμα σπαρτά
, ένα άγριο ποτάμι το αίμα..

ii Γιώργης
Γιατρομανωλάκης : Αίμα.
Ποιητική, τεύχος 17ο σελ 22- 23
Αιμάτων κύκλους το αίμα κάνει. Χέρι που
σβήνει χέρι που γράφει. Χέρι κομμένο
γλώσσα σφαγμένη. Γλώσσα δεν ξέρει το
αίμα, τρέχει..

iii
Λέβη Μπενουζίλιο: Η Σιγή Η σιγή
κρύβει κραυγή. Η σιγή δεν περισπάται.
Η σιγή οξύνεται. Περιοδικό Εντευκτήριο
τεύχος 108 σ. 82

iv
Αλέξανδρος Σχισμένος: Σημειώσεις για
τον Ερωτικό Χρόνο
Περιοδικό Λόγου
και Κριτικής ‘το ‘Ερμα τεύχος 2 σ.138

v
Νίκος Εγγονόπουλος : «Καφενεία και
κομήτες»
ένα πουλί θαλασσινό τανύζει
τα φτερά του, λέει: « εσύ είσαι ο νέος
προφήτης μέσα στην τάφρο των δικών σου
λιονταριών» Ποιητική τεύχος 17ο
σ. 130-131

vi
Έρση Σωτηροπούλου: Ό.τι μένει από τη
νύχτα
σ.135

vii
Χούλιο Κορτάσαρ: Η αντίπερα Όχθη σ.
127

viii
Άσμα
Ασμάτων

234. 6, 5-7

ix
Όσκαρ Ουάιλντ: Σαλώμη. Μετάφραση
μεταγραφή Χαρά Σύρου, Θανάσης Τριαρίδης:
Ώ! .. Πήρα το στόμα σου Ιωάννη… Μέχρι
την άκρη της κόλασης και μέχρι το κέντρο
του μυαλού μου… Το πήρα και μου γλύκανε
το στόμα και μου πίκρανε τα σωθικά.
Να’ναι αυτή η γεύση του αίματος; Ή μήπως
να’ναι η γεύση της αγάπης; Λένε πως η
αληθινή αγάπη είναι ολόπικρη. Τι σημασία
όμως έχει; Εγώ πήρα το στόμα σου, Ιωάννη.
Πήρα το στόμα σου μέχρι το τέλος…

Πρβλ
με το
πρωτότυπο: Ah! I have kissed thy
mouth Jokanaan. I have kissed thy mouth. There was a bitter taste on
my lips. Was it the taste of blood?…Ney… But perchance it was
the taste of love… They say that love hath a bitter taste… But
what matter? What matter
? I have kissed
thy mouth.

x
Χούλιο Κορτάσαρ: Η αντίπερα Όχθη…μη
φοβάσαι Αστάρτη. Η τραγωδία σου θα
ειπωθεί, όπως η θλίψη και η νοσταλγία
σου. Όμως εγώ θα τη διηγηθώ λυρικά ,
καθώς εδώ, στον πλανήτη από τον οποίο
εξαρτάσαι, αξιολογείται περισσότερο
ο τρόπος από την ηθική. Άφησε με να
διηγηθώ πως στα παλιά τα χρόνια η καρδιά
σου ήταν μια ανεξάντλητη πηγή απ’ όπου
έρρεαν οι ποταμοί της φιλήδονης σου
περιφέρειας διαβρώνοντας με αδηφαγία
τα βουνά, τρομοκρατημένοι αλπινιστές,
πάντοτε σε φθίνουσα πορεία, μέχρις ότου
να σμίξουνε όλοι, έπειτα από κενόδοξες
μεταλλάξεις, στο μέγα ρεύμα της πλάτης
σου που τους οδηγούσε στον ΩΚΕΑΝΟ. Στον
πολύμορφο ωκεανό, τον έμπλεο από κεφαλές
και στήθη… σ.124- 125