(01:10) Εξάχνωση πεζοδρομίου
(Exordium)
Τα καναρίνια
εύκολα κίτρινα πουλιά σχεδιασμένα πρόχειρα
φωνάζουν το σκοτάδι
κι οι κόπροι της αλάνας γαβγίζουν και τα πεύκα.
Ο λεγόμενος καιρός, αν ήρθε
θα πέθανε τη νύχτα
όπως πεθαίνουν οι τηλεοράσεις.
Ρέματα με μπαζωμένες βροχές
και μισογδαρμένες κνήμες
σπασμένοι φράχτες ξύλινες κολόνες
μια γειτονιά από συνάψεις τοίχων
και ξεραμένες λάμπες ηλεκτρικού.
Πάνω απ’ τις στέγες η εκπνοή της στάχτης
αναζητεί κάτι ακόμα να κάψει.
~~..~~
(02:33) Η νύχτα ήταν μόνη της κι
απέναντι τα σπίτια
(Argumentatio)
Βέβαια θα πεις
ο Θεός αν υπήρξε
ήταν μεγάλος απατεώνας
κι εμείς που δεν πιστεύαμε
φορούσαμε τα παλτά
και βγαίναμε για τσιγάρο στο μπαλκόνι
με τις πετρωμένες απ’ το κρύο πιπεριές
ενώ εκείνος έμενε στο σαλόνι
και μιλούσε σε όσους θα πέθαιναν.
~~..~~
(02:55) Στη βιτρίνα πάντα το κορνμπίφ
(Recapitulatio)
Το κόασμα της στροφής του βενζινάδικου
με τις λαδιές των τριαξονικών και το ανάχωμα της ερήμωσης
είναι ατέλειωτο και κούφιο.
Τα αδέσποτα που πιάστηκαν οιμώζουν ασταμάτητα
και σέρνουν με τις αλυσίδες τους σχήματα στο χαλίκι.
Ο στύλος της γωνιάς βήχει αποκόμματα αλογόνων.
Η σκιά του διαβάτη αναρριπίζεται στην άσφαλτο
κι ανεβαίνει στον χτισμένο λόφο με τη γη των ευυπόληπτων.
Οι άνθρωποι του τέλους του δρόμου
κλεισμένοι στα σπίτια τους περιμένουν.
Ο φόβος μεγαλώνει τη σημασία της ύλης.