Ο ΛΩΤΟΣ
στη μνήμη της γιαγιάς μου
Βρώμικος ο αφρός. Φουσκοθαλασσιά. Η μόνη μας έγνοια, η στάθμη της θάλασσας. Τα νοτισμένα αλμυρίκια και το στυφό νερό της βρύσης. Τα χταπόδια σφηνωμένα στους τσιμεντόλιθους, τ’ αφρόψαρα κυνηγημένα. Οι ευκάλυπτοι σε συμμετρία. Οι ρίζες τους μπαζωμένες με πεζούλια για τους προσκυνητές. Η μυρουδιά του κάτουρου στη στάση του λεωφορείου. Ο δρόμος για το σπίτι. Εκεί άρχισα να καταλαβαίνω. Ο φράχτης ακίνητος, δίχως ανάσες. Τα πυθάρια με τους κρυμμένους αντάρτες. Η Δωροθέα κοριτσάκι, πιασμένη χέρι χέρι με τις φιλενάδες της. Οι ήχοι από τις μπότες. Οι πυροβολισμοί. Τα ματωμένα φουστανάκια των κοριτσιών. Οι γείτονες που έγιναν γάτες. Μαύρες γάτες που κλαίνε τις νύχτες. Το σημείο όπου έπεσε το δέντρο. Πεδίο μάχης με τραυματίες και νεκρούς ποντικούς. Το μερίδιό μου μαρκαρισμένο πάνω στο κουφάρι τού δέντρου. «Τόσο αποτιμώνται τα παιδικά σας χρόνια». Στο σημείο μηδέν, το μαύρο χώμα το φρεσκοσκαμμένο. Χαράχτηκε νέος φράχτης στο χαρτί. Εκεί που ο λωτός έζησε περισσότερο από τον καθένα μας.
Στάθης Ιντζές