φίλε Έμμα
Και συ ήρθες
και έφερες τον πανικό
μέσα απ’ τον τάφο
τόση ανάγκη είχες για χαμό
που καταράστηκαν τη μυρωδιά
οι σφήκες
να βγαίνει απ’ τις πέτρες
σαν τα λουλούδια
να σηκώνονται τα σώματα
σαν ζωντανά
και ο αιώνιος ύπνος
παρανυχίδα στο δάχτυλο του κόσμου
να δείχνει διαστημόπλοια
και παιδιά που γελάνε
στα ηφαίστεια της Αφροδίτης
στις 92 ατμόσφαιρες
τροπάρια καμπυλωμένα
και καρφιά που σπάνε
όσο η Βαντ
σε αφήνει να παίζεις
με το φίδι και το μάτι στο φτερό της
ανοιχτός είναι ο τάφος σου
ανοιχτό και το βιβλίο
που σε περιέχει ως αρχή και τέλος
μιας ανάστασης
όριο ταχύτητας
ένα αυτοκίνητο
μία υπόσχεση ταχύτητας
απομακρύνεται
στον δρόμο που η όραση
χάνει για τελευταία φορά
-πόσα είναι τα ιμάτιά σου μητέρα;-
δώσε μου τη σειρά των λέξεων
και κοίμισε το καλό μου δάκτυλο
με την ιστορία για το τέλος των θαλασσών
είσαι καλή εσύ με τα νερά και τα ψάρια
σε ξέρω
προσπαθείς να βρεις την θέση σου
στο αυτοκίνητο
στα καθίσματα που έτριψαν την αγάπη μας
να βρεις το πλάνο
μίας εξερεύνησης που άρχισε παλιά
ίσως τον τρίτο αιώνα
ίσως τον τρίτο μήνα της εγκυμοσύνης
φύλλα και σάλια, δεν θες
καταλαβαίνω
είναι χτύπημα η λευκότητα
όταν ονομάζεται φροντίδα παιδιών
θα πιάσεις την όραση
αρχίζοντας με το αμάξι
και καθετί που εξάρθρωσε τον ώμο του
θα το συνθλίψεις
κάτω από τους 300 ίππους
της κολάσεως
που έρχονται να χαϊδέψουν
το λεοπάρ παντελόνι σου
και να σου χαρίσουν, μητέρα
ένα κείμενο που θα’ ναι
το δικό σου σώμα
χωρίς τίποτα ελάχιστο
από το δικό μου
καθώς, αυτό το δάχτυλο
που έχω
-αφυπνισμένο πια-
θα γράφει
τις πινακίδες
με το όριο
ταχύτητας