Εμπειρία
Κάθε βράδυ συνήθεια αναπαυτική
σαν τις παντόφλες που φόρεσαν όσοι περπατούσαν πιο πριν, μηχανικά
μες στο σούρουπο –τα μάτια πέρα, στις σκοτούρες της άλλης μέρας-
γνώριμες οδούς:
γιατί πάντα οδηγούν στο σπίτι, κι έπειτα τελευταίες
κινήσεις ανακουφίζουν• οδοντόβουρτσα στο ποτήρι, παντόφλες μια μια
στο πάτωμα σύρσιμο της κουβέρτας
κι οι δείχτες αρχίζουν να περπατούν
τον κάτω μισό κύκλο, τις μικρές τις ώρες, ενώ η σελήνη τον άλλo μισό,πάνω
απ’ όλα τα σώματα• σε μισοσκότεινο κήπο θ’ ανθίσει με το ξημέρωμα,
ολόγυρα, η φρέσκια σοδειά: άστρα σπαρμένα στη γη
και κάποιος
θα σηκωθεί μισοζαλισμένος, και θα πάρει άλλο δρόμο, στενό: πρόσωπα
γνώριμα, μερικά κιόλας τα χαιρετά- ύστερα σκάλες, σκάλες,
πρόσωπα
ρόδινα περνούν γρήγορα πίσω του, και κάποτε σταματούν-ή δεν τα βλέπει,
μόνο πάει και πάει, πέρα σ’ ανθισμένη πλατεία, μαζί τώρα
κι άλλοι πολλοί –μα πώς δεν τους είχε προσέξει αυτούς;
κύκλο θα πιαστούν
απ’ τα χέρια, γύρω πρόσωπα χλωμά το βλέμμα σηκώνουν ν’ αντικρίσουν-
μαύρο ήλιο.
24.10.2015, ξημέρωμα
Καθώς τελειώνει ο χρόνος
Μαύρη φτερούγα τις ανάγγειλε
σιωπηρά
οι τρεις Μοίρες ακροβολίζονται στις γωνιές,
τα όπλα σημαδεύουν
στο κέντρο – ισχνό δέντρο
πολύ αδύναμο για να ξεφύγει: άψυχα ρίχνει
τα τελευταία του φύλλα
ο φόβος•
σε κανένα πλάσμα δεν πρέπει τέτοιο μαρτύριο
μαραίνει το σώμα, νεκρώνει το νου
κι έτσι νιώθει
χέρι ωχρό, φύλλο ξερό
πολύ αδύναμο ν’ αντισταθεί
έστω κι αν
δέντρο πελώριο –καθώς ο χρόνος τελειώνει-
ακόμα δίνει ανάσα, ρίζα και χυμό.
Νύχτα 13-14.11.2015