Μπαρμπαγιάννης

Ήξερες κ’ αλάργευες
Είχες μάθει να βλέπεις
που χαμηλά πετούσαν τα πουλιά και
το στοργικό τους ν’ ακούς
προμήνυμα. Ήξερες·

Όπου φούντωνε ο ουρανός κ’ ανάβαν
τα νέφια και σκάγαν -μάτια να σε δω
δεν είχα- καθώς η βροντή του μεσοχείμωνου
Κ’ όπου κελάρυζαν κρασιά σε μεθυσμένα ποτήρια
Κ’ όπου λιβάνιζαν μακάμια και χορτάρια
Κ’ όπου σφάζονταν αγροίκοι
και ψευτόμαγκες -χέρια να σου γράψω
δεν είχα- Ήξερες·
Στα έλατα στα πεύκα και στα Βασιλικά
στη Σαλαμίνα για ψάρεμα (έμπαινε τότε
στην πρώτη του εφηβεία το ’22)
Ήξερες κ’ αλάργευες

Κάτι παλιοί ποιητές σ’ ανακρίναν
όμως δεν είχες λόγια όμορφα
όμως δεν είχες εξηγήσεις να δώσεις

-πού πας ταξιδιώτη με τέτοιο καιρό

-για τ’ άστραμμα πάω για τ’ αϊβαλί μου

Τι εξηγήσεις σου γύρευαν, ακριβέ μου Μπαρμπαγιάννη
κάτι παλιοί ζαχαρένιοι ποιητές
που δεν οσμίστηκαν ποτέ δεν ένιωσαν δεν σ’ είδαν
να σημαδεύεις μ’ ένα μπαγλαμαδάκι το Θεό
Τι εξηγήσεις
και τι λόγια όμορφα
από όμορφες ποίησες, εσύ
που μύησες εαυτό στα πουργκατόρια
και ήπιες κάθε υγρό δευτερόλεπτο
απ’ τους τεκέδες του διαόλου
ως που σου γίναν (μια Πέμπτη τ’ Αυγούστου,
χαράματα)
τα ζαλισμένα φρένα ενός Peugeot
ποταμάκι για το ουράνιο παραπέτασμα. Κ’ όμως,
ήξερες·

Ήξερες κ’ αλάργευες, ακριβέ μου Μπαρμπαγιάννη
ας μην είχα χέρια να σου γράψω
ας μην είχα μάτια να σε δω
κ’ ας πρέπει κάθε τώρα
πια όπου τριταυγουστιάζει
να μου ξαναφυτρώνουν μάτια και χέρια
για να σου γράφω γράμματα
που ποτέ δεν θα μπορέσεις να διαβάσεις
για να σου λέω τραγούδια
που ποτέ δεν θα μπορέσεις ν’ ακούσεις
για να σου ζητώ παραγγελιές
που ποτέ δεν θα μπορέσεις να παίξεις

Ήξερες·
Ήξερες κ’ αλάργευες, ακριβέ μου Μπαρμπαγιάννη —

Μα τώρα δεν νυχτώνουν ίδια οι νύχτες