Η κατα-γραφή του ταξιδιού ως οργανική του λειτουργία: η περίπτωση της δεύτερης επίσκεψης της Βιρτζίνια Γουλφ στην Ελλάδα

 

  1. Εισαγωγή

Δεν είναι λίγοι/ες οι στοχαστές/τριες και οι λογοτέχνες/ιδες (ποιητές/τριες και πεζογράφοι) οι οποίοι/ες ζουν όχι με τη γραφή τους αλλά εντός αυτής, είχαν συνάψει δηλαδή με τη γραφή ένα ιδιαίτερό είδος σχέσης στο οποίο τόσο η παρόρμηση προς το γράφειν όσο και η ίδια η πράξη της γραφής καθίσταται το μέσο εκείνο που εντατικοποιεί και ποιοτικοποιεί τη διαλεκτική αισθήσεων και ερεθισμάτων δημιουργώντας μία πολυεπίπεδη και πολυδιάσταση ενότητα μεταξύ του γράφοντος υποκειμένου και του γίγνεσθαι. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι Φραντς Κάφκα, Βάλτερ Μπένγιαμιν,, Ρολάν Μπαρτ, Αλμπέρ Καμύ, Γιώργος Βέλτσος, Κ.Π. Καβάφης, Αντονέν Αρτώ κλ.π. Μεταξύ αυτών, βρίσκουμε χωρίς αμφιβολία και την Αγγλίδα μυθιστοριογράφο και δοκιμιογράφο Βιρτζίνια Γουλφ. Ένας από τους τρόπους πραγμάτωσης της εν λόγω παρόρμησης είναι το (κάθε είδους) ημερολόγιο, σαν αυτό που κράτησε η Γουλφ – και το οποίο αναλαμβάνει να αναλύσει και να σχολιάσει το παρόν κείμενο – κατά τη διάρκεια της δεύτερης επίσκεψής της στην Ελλάδα το έτος 1932.

Η τεχνική που ακολουθείται από το κείμενο αυτό είναι η τεχνική της πολυδιαίρεσης του κειμένου – όπως έγινε εύστοχα για παράδειγμα από τον Μπαρτ στα γνωστά του κείμενα ‘S/Z’ και ‘Κειμενική ανάλυση ενός διηγήματος του Έντγκαρ Άλλαν Πόου’. Η τεχνική αυτή απηχεί την στρουκτουραλιστική οπτική για τη λογοτεχνική κριτική όπου ο/η κριτικός λειτουργεί σαν τεχνοκράτης ως έναν ορισμένο βαθμό θεωρώντας ότι το κείμενο αποτελεί μία δομή, και κατ’ αυτόν τον τρόπο αντιμετωπίζει τα κείμενα ως «συστήματα σημείων» (Σηφάκη, 2015: 99). Επιχειρεί δηλαδή να αποσαφηνίσει την εσωτερική αρχιτεκτονική τους ανακαλύπτοντας και προσδιορίζοντας «την άρρητη γραμματική (το σύστημα κανόνων και κωδίκων) που διέπει τις μορφές και τα νοήματα κάθε λογοτεχνικής παραγωγής» (Abrams, 2020: 96). Από τη στρουκτουραλιστική οπτική λοιπόν απουσιάζει η δράση του υποκειμένου, δηλαδή το άτομο ως δρων και συμμετέχων υποκείμενο, καθώς το ενδιαφέρον εστιάζεται στις δομές και τις συμβάσεις των διαφόρων εκδηλώσεων και εκφάνσεων του πολιτισμού» (Σηφάκη, 2015: 101). Ο/η μελετητής/τριας «προσπαθεί να παραμείνει εντός του σημαίνοντος όγκου, εντός της σημαινότητας […] δεν επιδιώκει να γνωρίσει αυτό που […] καθορίζει το κείμενο, αλλά μάλλον το πώς εκρήγνυται και διασπείρεται το κείμενο», για να δανειστούμε τα λόγια του Barthes (2020: 8), και ως εκ τούτου «δεν ενδιαφέρεται για την ερμηνεία του κειμένου και απορρίπτει τις θεωρίες που προσπαθούν να ερμηνεύσουν το κείμενο με κοινωνιολογικές και ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις» (Γερακίνη, 2016: 238).

Ωστόσο, μπορεί εδώ η τεχνική να είναι στρουκτουραλιστική, η πρόθεση πίσω από αυτήν όμως, ξεπερνά όλη αυτή την στείρα στατικολογία που στεγανοποιεί τα πλαίσια εντός (αλλά και εκτός) των οποίων τα εκάστοτε διερχόμενα ερεθίσματα εμποδίζονται να δημιουργήσουν ρωγμές και τριξίματα στο κοινωνικό (Ντελέζ & Παρνέ, 2022: 42), προσχωρώντας στη λογική του μεταστρουκτουραλισμού. Αναλυτικότερα, εδώ επιχειρείται όχι ένα είδος παθητικού και αδρανούς – και σχετικά επί τούτου – εντοπισμού και αποκωδικοποίησης σημείων και κωδίκων, αλλά μια ανάλυση του τρόπου εκείνου με τον οποίο το υποκείμενο (στην παρούσα πραγμάτευση η Γουλφ) μετασχηματίζει τόσο τη δράση του ίδιου του εαυτού του εντός των δομών που το περιβάλλουν όσο και την προσπάθειά του να επηρεάσει τις ίδιες τις δομές, αφού οι τελευταίες δεν είναι ανεξάρτητες και αποκομμένες από εκείνο. Με άλλα λόγια, εκείνο το οποίο επιδιώκει αυτή η ανάλυση είναι να αναδείξει όχι τη θέση, δηλαδή μία μονόδρομη θέαση για τη δράση του υποκειμένου μέσα στο περιπλεγμένο, πολύπλοκο και ρευστό – κατά την μεταστρουκτουραλιστική προσέγγιση – γίγνεσθαι του κόσμου αλλά τις θέσεις, δηλαδή όλη εκείνη τη συνθετότητα και την ποικιλότητα που χαρακτηρίζει τη δράση και τη ζωή του. Στο πλαίσιο αυτό, θα μελετηθούν οι θέσεις που καταλαμβάνει το συγγραφικό υποκείμενο, η Γουλφ, μέσα από τα ποικίλα (άλλοτε) πρόσωπα και (άλλοτε) προσωπεία της γραφής της.

 

  1. Το ημερολόγιο και η ημερολογιακή γραφή: εννοιολογικές αποσαφηνίσεις

Αρχικά, σκόπιμο είναι να απαντηθούν τυχόν ερωτήματα γύρω από τη φύση και την πρακτική του ημερολογίου και της ημερολογιακής γραφής. Σύμφωνα με τον Abrams (2020: 65), στο ημερολόγιο καταγράφει κανείς/μια συχνά «σε καθημερινή βάση τα γεγονότα της ζωής τους για προσωπική» του/της «χρήση και ικανοποίηση, χωρίς ή με ελάχιστη πρόθεση δημοσίευσης».

Ένα πολύ ενδιαφέρον ερμηνευτικό και πολυδιάστατο πλαίσιο αναφορικά με το ημερολόγιο μας παρέχει ο Maurice Blanchot, ο οποίος θεωρεί το τελευταίο ένα «μνημόνιο» – και όχι μία «εξομολόγηση» και μία «αφήγηση του εαυτού» – όπου κρατώντας το, ο/η συγγραφέας ανατρέχει στον ίδιο του/της τον εαυτό, σε «αυτόν που είναι όταν δεν γράφει, όταν ζει την καθημερινή ζωή, όταν είναι ζωντανός και αληθινός, και όχι όταν χαροπαλεύει και δεν έχει αλήθεια» (2018: 52). Για τον Blanchot, η όποια ουσία κρύβει ένα ημερολόγιο «δεν έγκειται στις ενδιαφέρουσες, λογοτεχνικές παρατηρήσεις που βρίσκονται εκεί μέσα, αλλά στις ασήμαντες λεπτομέρειες που το προσδένουν στην καθημερινή πραγματικότητα»(2018: 53). Με άλλα λόγια,

η προσφυγή στο ημερολόγιο δείχνει ότι αυτός που γράφει δεν θέλει να κόψει τους δεσμούς του με την ευτυχία, την κοσμιότητα των ημερών […] το ημερολόγιο ριζώνει την κίνηση του γράφειν στον χρόνο, στην ταπεινότητα της χρονολογημένης και διαφυλαγμένης με τη χρονολόγησή της καθημερινότητας. Ίσως αυτό που γράφεται εκεί μέσα να μην είναι ήδη παρά ανειλικρίνεια, ίσως να λέγεται χωρίς να νοιάζεται για την αλήθεια, ωστόσο λέγεται προς διάσωση του γεγονότος, ανήκει στις ενασχολήσεις, στα περιστατικά, στη συναλλαγή του κόσμου, σ’ ένα δραστικό παρόν, σε μια διάρκεια ίσως τελείως μηδαμινή και ασήμαντη, τουλάχιστον όμως αμετάκλητη, εργασία εκείνου που υπερβαίνεται, βαίνει προς το αύριο, βαίνει προς αυτό οριστικώς (Blanchot, 2018: 53).

«Κεντρικό  πυρήνα της  ημερολογιακής» γραφής και αφήγησης «αποτελεί  η αυτο-παρατήρηση» η οποία «σε  αντίθεση  με  την  περιγραφή του  εξωτερικού  κόσμου,  δια­κρίνεται από μια δραματική σοβαρότητα» (Μυλωνάκη, 2017: 29). Το ημερολόγιο είναι πλέον κάτι ευρέως διαδεδομένο και συνηθισμένο. Σύμφωνα με τη Μυλωνάκη (2017: 42-43),«η αποσπασματικότητα  του  ημερολογίου,   το  στιγμιαίο […] εντάχθηκαν στον  λογοτεχνικό  κανόνα  του  19ου  αιώνα  με  τη  μορφή  του  ημερολογιακού  μυθιστορήματος», ενώ «το  ημερολόγιο  αυτό καθαυτό  θεωρείται  πια  αυτόνομο  γραμματολογικό  είδος,  η  μελέτη  δε  των  ημερολογίων  στην  εποχή  μας  δεν  περιορίζεται  σε  κείμενα  λογίων,  καλλιτεχνών  και  γενικά επιφανών».

 

  1. Η Βιρτζίνια Γουλφ και το ημερολόγιό της

Τι κάνει η Βιρτζίνια Γουλφ στο σημειωματάριό της και μετέπειτα γνωστό βιβλίο της ‘Ελλάδα και Μάης Μαζί!: Εγγραφές ημερολογίου και γράμματα’;Ποιον ακριβώς ρόλο επιφυλάσσει στην πένα, στο χαρτί, στον/στην αναγνώστη/τρια αλλά και στον ίδιο της τον εαυτό; Μήπως τον ρόλο της πεζογράφου, της ποιήτριας, της αποφθεγματολόγου, της δοκιμιογράφου, της τοπιογράφου ή μήπως της εθνογράφου; Μπορούμε άραγε να ακολουθήσουμε την πεπατημένη του λογοτεχνικού ύφους και να χαρακτηρίσουμε τη Γουλφ ως υποκείμενο με την πρόθεση και τη δράση του ηδονολάτρη των στιγμών, των συγκυριών και των (μικρο- και μακρο-) κινήσεων, και κατά συνέπεια να την αποκαλέσουμε εντυπωσιολόγο τελειώνοντας έτσι εύκολα, γρήγορα, αβίαστα αλλά συνάμα ‘ηθικά’ και ‘δίκαια’ με την ερωτηματολογία;

Για τη Γουλφ, το ταξίδι της στην Ελλάδα δεν είναι μάλλον ένα ταξίδι αναψυχής, μία απόδραση για ξεκούραση, χαλάρωση και ψυχαγωγία. Τουλάχιστον, όχι φαινομενικά. Αντίθετα, όπως μπορεί να διαπιστώσει κάποιος/α από τα λεγόμενά της, η πεζογράφος κατά το ταξίδι της στην Ελλάδα, είναι άμεσα και στενά συνυφασμένη με το ημερολόγιό της, όχι μόνο ως υλικό αντικείμενο αλλά και με την κατα-γραφή συμβάντων και γεγονότων. Η φιγούρα της – μια κειμενική φιγούρα σ’ έναν κειμενικό κόσμο – είναι εμφανώς δισυπόστατη, με την εξωτερική της πτυχή να διαβιεί στα μέρη που επισκέπτεται το σώμα της, ενώ ταυτόχρονα συνομιλεί έντονα και πολύ συχνά διαδραστικά με τη φλυαρία της εσωτερικής ομιλίας που όλο και περισσότερο δεν λέει να σωπάσει και ενδυναμώνει τη σχέση της με το εξωτερικό περιβάλλον και την περιρρέουσα – πυκνή από τα ποικίλα σημεία – ατμόσφαιρά του. Με αυτή την επιτελεστική αλληλεπίδραση μεταξύ υποκειμένου και κόσμου, μεταξύ χεριού και μυαλού, μεταξύ όρασης και αποθήκευσης/επεξεργασίας, με αυτόν τον κειμενικό προσανατολισμό και αυτή την κειμενική προσέγγιση για την εξερεύνηση των περιβαλλόντων, η Γουλφ κάνοντας μία διασταλτική ερμηνεία του κειμένου, μαρτυρά – αρκετά χρόνια πριν από τον Μπαρτ – στο αναγνωστικό κοινό της μία λυτρωτική πραγματικότητα: «το κείμενο είναι ένα αντικείμενο φετίχ, κι αυτό το φετίχ με ποθεί» (Μπαρτ, 2022: 46).

Η παρουσία της Γουλφ στην Ελλάδα μοιάζει να είναι μία αφορμή για ενδελεχείς παρατηρήσεις, αναλύσεις και σκέψεις ποικίλων ειδών που δεν εκκινούν όλες από την ίδια αφετηρία και,συνεπώς, υπηρετούν διαφορετικές ανάγκες και σκοπούς. Στις λίγες αλλά πλούσιες σελίδες του ημερολογίου της, ο/η αναγνώστης/στρια έρχεται αντιμέτωπος/η, όχι με ένα και μοναδικό είδος γραφής, ένα συγκεκριμένο ύφος που καθολικοποιεί την φρασεολογία της και περιορίζει τη ματιά καθόσον τη λογίζεται και την προφέρει, αλλά με περισσότερα, τα οποία του/της υπαγορεύουν εν μέρει τις προσίδιές τους αναγνωστικές σκοπιές. Βέβαια, δεν πρόκειται για κίνηση και διαδρομή αυτόνομων, διακριτών και παράλληλων αναγνώσεων διότι δεν γίνεται λόγος για αυτόνομες, διακριτές και παράλληλες γραφές, αλλά για μία σύμμεικτη θα λέγαμε γραφή η οποία περικλείει ετερόκλητες διαστάσεις. Πιο συγκεκριμένα, ο ημερολογιακός λόγος της Γουλφ είναι εσωτερικά και δομικά πολυφωνικός, ακολουθεί μία λογική ετερογραφής. Η ετερογραφή αυτή θα μπορούσαμε να πούμε ότι συντίθεται στις ακόλουθες τέσσερις (4) γραφές (οι οποίες θα αναλυθούν εκτενέστερα παρακάτω): τη μεταλογοτεχνική γραφή, την αισθητική/μουσειολογική γραφή, τη νατουραλιστική γραφή και τέλος την εθνογραφική/κοινωνιολογική γραφή.

Πιο συγκεκριμένα, με τον όρο μεταλογοτεχνική γραφή αναφέρομαι στην έκθεση – καθώς και την ενδοσκόπηση στο εννοιολογικό της περιεχόμενο – των αδυναμιών, των δυσκολιών και των (τεχνητών ή μη) εμποδίων που συναντά η πεζογράφος ως προς τη λογοτεχνική της δραστηριότητα κατά τη χρονική περίοδο που γραφεί εκείνες τις σελίδες, σε μια προσπάθεια να αποκτήσει ένα είδος διαυγούς συνείδησης της λογοτεχνικής της πορείας, αλλά και να ανακτήσει τυχόν λησμονημένες δημιουργικές ικανότητες· όπως επίσης και στα ίδια τα υλικά της γραφής (το μελάνι, την πένα, το χαρτί κ.λπ.). Ο όρος αισθητική/μουσειολογική γραφή αναφέρεται στην καταγραφή εντυπώσεων έπειτα από επαφή με αρχαιότητες αλλά και νεότερα εκθέματα (π.χ. μνημεία, γλυπτά, αγγεία, εκκλησίες κ.λπ.). Η νατουραλιστική γραφή αναφέρεται στις περιγραφές τις Γουλφ σχετικά με τη φύση. Και, τέλος, η εθνογραφική/κοινωνιολογική γραφή αναφέρεται στην αποτύπωση περιστατικών και συμβάντων στα οποία παρευρέθηκε η ίδια η συγγραφέας και χαρακτηρίζεται κυρίως από πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές κρίσεις για τον τρόπο ζωής των κατοίκων, το βιοτικό επίπεδο, την αρχιτεκτονική και πολεοδομική εικόνα των μεγαλουπόλεων και της υπαίθρου κ.λπ.

 

3.1. Μεταλογοτεχνική γραφή

Σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, αλλά και πριν ακόμη φθάσει στον τελικό προορισμό της, η Γουλφ προβληματίζεται συστηματικά με το ζήτημα τόσο της γραφής, δηλαδή της επιτελεστικής βιοθεωρίας της ίδιας της ψυχοσύνθεσης και της προσωπικότητάς της, της ζωής της εν πολλοίς, όσο και της συγγραφής, της πράξης δηλαδή της λογοτεχνικής παραγωγής και δημιουργίας. Η ίδια λέει ότι γράφει «το ημερολόγιο, γουλιά, γουλιά, σπασμωδικά», ότι απέχει από «τη δύναμη να βουτήξει μια κι έξω» και καταλήγει να ομολογήσει ότι στο κείμενό της «δεν υπάρχει συνοχή, πλάσιμο – αποτέλεσμα μιας επίπλαστης αντιλογοτεχνικότητας ίσως» (Γουλφ, 2020: 28). Φαίνεται ότι την περίοδο εκείνη την απασχολεί το θαρρετό πάρσιμο της απόφασης για τη δημιουργία κάποιου καινούργιου βιβλίου, αναζητώντας ως βοήθεια τη «μαγεία» που «πρέπει να υπάρχει» (Γουλφ, 2020: 19). Μπορούμε να διαβάσουμε στην πρώτη καταχώρηση του ημερολογίου της να γράφει γι’ αυτό η ίδια, μνημονεύοντας – ως συνήθως – μαζί τα υλικά της γραφής:

ξέχασα να βγάλω το μελανοδοχείο μου, κι έτσι η δόξα των πρώτων αυτών λέξεων βρίσκεται στο έλεος του χρυσού μου στυλό. Το μυαλό μου – πρόκειται όμως να γράψω το μυαλό μου εδώ; – η αλήθεια είναι ότι δεν έχω βρει μια μορφή γι’ αυτό το βιβλίο – θα’ χει μορφή ή όχι; (Γουλφ, 2020: 18).

Σε κάποια άλλη στιγμή, γράφει για τις εντυπώσεις της την ώρα ακριβώς που τις ζει: «πού βρίσκομαι και γράφω με πένα και μελάνι; Όχι, στο γραφείο μου. Στο φαράγγι, στην κοιλάδα, στους Δελφούς, κάτω από μια ελιά, σε γη στεγνή, στρωμένη με άσπρες μαργαρίτες» (Γουλφ, 2020: 24). Ενώ αλλού, αγχώνεται με την γραφική απραξία της και τη μετάφραση αυτής ως άγραφες, κενές, αχρησιμοποίητες σελίδες: «μου μένει μισή περίπου ώρα για να γεμίσω τούτο το τετράδιο. Χρησιμοποίησα μόνο δέκα από τις εκατό πένες μου̇ μελάνι έχω ακόμη άφθονο̇ πόσες άγραφες σελίδες μου μένουν» (Γουλφ, 2020: 28).

Παρά το γεγονός ότι η Γουλφ περνά εξαίσια στην Ελλάδα, κάτι δεν την αφήνει να ηρεμήσει πνευματικά και να απολαύσει ξέγνοιαστα την εκδρομή της. Κάτι αποσπά την προσοχή και επηρεάζει αρνητικά τη διάθεσή της. Γιατί όμως υπάρχει χώρος για δυσαρέσκεια σ’ ένα όμορφο ταξίδι; Τι είναι αυτό που μπορεί και διαταράσσει την ηρεμία και την πρωτογενή έμπνευση που της χαρίζουν η μορφή και το περιεχόμενο των τόπων και των τοπίων με τα οποία αλληλεπιδρά εκούσια και ενεργητικά; Μήπως το ίδιο το γεγονός της εκούσιας και ενεργητικής αλληλεπίδρασης; Από τη στιγμή που ο νους της γραφής είναι ταυτόσημος με το σώμα που την κινεί, δηλαδή με το νου της Γουλφ, αποκτά τη μορφή ενός «δαίμονα» (Γουλφ, 2020: 25) που λειτουργεί σαν ένα ζευγάρι κιάλια, μια φωτογραφική μηχανή με άπταιστη ανάλυση που φωτογραφίζει συνεχώς τα ερεθίσματα, δίνοντάς τα για αισθητική εκμετάλλευση και επεξεργασία στη συγγραφέα. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει η ίδια σε μία καταχώρηση:

προσπαθώ να αποφύγω αυτόν το δαίμονα που λέει […] ότι θα’ πρεπε να καταγράψει κανείς το πώς πήγαμε στην Κόρινθο, στο Ναύπλιο, στις Μυκήνες, το Μυστρά, την Τριπολιτσά, κι από κει πίσω ξανά στην Αθήνα, ενώ ο ήλιος τσουρούφλιζε, κι εγώ φορούσα ένα μεταξωτό φόρεμα, και πήγαμε στον Κήπο, κι ύστερα ξεκινήσαμε το Σάββατο το πρωί στις 7 για τους Δελφούς. Θα έπρεπε να γράψω για ολ’ αυτά τα μέρη, και να προσπαθήσω ίσως να φιξάρω μερικές απ’ τις σκηνές που τρέχουνε μες στο μυαλό μου (Γουλφ, 2020: 25).

Και το άγχος της γραφής, το λογοτεχνικό άγχος, κάνει και πάλι υπεραισθητή τη νευρική παρουσία του, κάνοντας τη Γουλφ να (ανα) στοχαστεί:

έτσι δεν θα γεμίσω το τετράδιο μου – έστω κι αν γράφω τόσο γρήγορα. Δεν διάβασα σχεδόν τίποτα […] αλλά έχω σκεφτεί πολύ για το βιβλίο μου. Η αλήθεια είναι πως […] καθώς […] στοχάζομαι αυτά τα σπουδαία πράγματα (ενν. όλες τις εμπειρίες που αποκτά από το ταξίδι της), που τρέχουν και γλιστράνε και σκαλώνουν στην επιφάνεια του νου μου, είμαι υπόγεια βυθισμένη σε σκηνές για το βιβλίο μου: φτιάχνω διαλόγους, βλέπω εικόνες, όλο και ρίχνω κάτι καινούργιο μέσα στο καζάνι, που πρέπει να κοχλάσει όσο πιο πολύ γίνεται, μέχρι να χυθεί και να κρυώσει και να σκληρύνει – ενώ λοιπόν ασχολούμαι μ’ αυτά, και δέχομαι ό,τι έχει να μου προσφέρει το θρόισμα του κυπαρισσιού και της λεύκας, το άρωμα των λουλουδιών της πορτοκαλιάς, ο μικροπωλητής που πουλάει πιθηκάκια πάνω σε ξυλαράκια – ο καιρός περνά (Γουλφ, 2020: 29-30).

Και κάπως έτσι, ύστερα από την προαναφερθείσα κοπιώδη εσωτερική πάλη και αναζήτηση, η πεζογράφος αποφασίζει να βάλει τέλος: «επειδή η πένα μου έχει μια τρίχα, δεν θα κάνω άλλες τσιριμόνιες και θα τελειώσω – ετοιμάσου τώρα και σταμάτα να μιλάς – πρέπει να τελειώσω» (Γουλφ, 2020: 31).

Ούσα πλέον στο δρόμο της επιστροφής, επιβάτρια σε τρένο, δεν προβαίνει σε αναπόληση και νοσταλγία του τόπου που μένει πίσω, αλλά παιδεύεται ξανά με το υπό διαμόρφωση λογοτεχνικό υλικό της: «μόνο ο πιο σκληροτράχηλος γραφιάς θα προσπαθούσε να γράψει μες στο Οριάν Εξπρές – οι σελίδες φεύγουν απ’ τα χέρια μου – άνω κάτω» (Γουλφ, 2020: 34).Η Γουλφ βρίσκεται πλέον στην πατρίδα της, την Αγγλία και η Ελλάδα που μόλις έχει επισκεφθεί ανήκει πλέον στην κυριότητα της μνήμης. Ωστόσο, η ίδια μας διαβεβαιώνει ότι:

η Ελλάδα είναι ακόμα ζωντανή στα μάτια μας. Αλλά η δύναμή της εξασθενεί. Ήδη το μυαλό μου δουλεύει σκληρά (εν απουσία μου) και τακτοποιεί, επιμελείται, τονίζει, αφαιρεί ωσότου μου φανερώσει, χωρίς να του τα ζητήσω, εικόνες, καθώς περπατώ, της Αίγινας, της Αθήνας – την ακρόπολη με τις πυρακτωμένες κολόνες, τη θέα απ’ το βουνό με τις κατσίκες στους Δελφούς – όχι, η διεργασία δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί για να μπορέσω να έχω ξεχωριστές εικόνες (Γουλφ, 2020: 36-37).

 

3.2. Αισθητική/μουσειολογική γραφή

Η Γουλφ ως τουρίστρια, δείχνει θερμό ενδιαφέρον και ζήλο για την πολιτισμική κληρονομιά της Ελλάδας. Μπορούμε να τη διαβάσουμε να μας γράφει για τον Παρθενώνα:

τι μπορώ να πω για τον Παρθενώνα […] είναι πιο συμπαγής και μεγαλοπρεπής, πιο στιβαρός απ’ ό,τι θυμόμουνα. Οι κίτρινοι κίονες – πώς να το πω; Όλοι μαζί, σαν σύνολο, ακτινοβολούσαν εκεί πάνω στο βράχο […] ο ναός σαν πλοίο, δονείται, τεντώνεται, πλέει, αν και ακίνητος, διασχίζοντας τους αιώνες. Είναι μεγαλύτερος απ’ ό,τι θυμόμουνα, με μεγαλύτερη συνοχή (Γουλφ, 2020: 20).

Και σε άλλη ημερολογιακή καταχώρηση: «ένα θάμβος – μια μακρόστενη λωρίδα ουρανού, που την κάνουν μακρόστενη οι άσπρες κολόνες – η συμπαγής ροή του Παρθενώνα» (Γουλφ, 2020: 32). Επιπλέον, σχολιάζει τα αρχαιοελληνικά αγγεία: «υπήρχανε – κι ακόμη υπάρχουν – μυριάδες μαύρα και κόκκινα και κόκκινα και μαύρα ελληνικά αγγεία, που για το καθένα τους μπορούν να γραφτούν τόμοι ολόκληροι» (Γουλφ, 2020: 20). Ενώ της τραβά την προσοχή και μία βυζαντινή εκκλησία: «αυτή η εκκλησία μας άρεσε πολύ […] είναι ψηλή και τραχιά και αψιδωτή, και τα ψηφιδωτά είναι πολύ φθαρμένα» (Γουλφ, 2020: 21). Τέλος, παρατηρώντας το θέατρο του Διονύσου κατά την επίσκεψή της σε αυτό, σημειώνει σχετικά:

πήγαμε στο θέατρο (του Διονύσου) με τα σκαλισμένα μαρμάρινα καθίσματα, όπου στο καθένα είναι χαραγμένο το όνομα του ιερέα που κάθεται πάντα εκεί […] το ένα κάθισμα, αυτό με τα πόδια τα λιονταρίσια, ήτανε για τον ιερέα του Διονύσου, και είχε σκαλισμένες ανάγλυφες κατσίκες, όρθιες στα πίσω τους πόδια, και κλήματα (Γουλφ, 2020: 33).

 

3.3. Νατουραλιστική γραφή

Από τις σελίδες τις Γουλφ, σίγουρα δεν μένει καμία αμφιβολία ότι πρόκειται για μία φυσιολάτρισσα. Οι περιγραφές της για τη θάλασσα και για διάφορα τοπία και μέρη είναι– λογοτεχνικά – απολαυστικές. Τη διαβάζουμε να μας λέει για τα δέντρα: «εκείνα τα πράσινα φουντωτά δέντρα, που το καθένα μοιάζει να’χει μια τούφα από ήλιο και σύννεφο που κυματίζει» (Γουλφ, 2020: 21), για τη θάλασσα: «στο Σούνιο η θάλασσα σπάει πάνω σε πράσινη και κόκκινη πέτρα, και σκουρογάλαζα καράβια αρμενίζουνε» (Γουλφ, 2020: 23) και την απριλιάτικη βροχή και την Αίγινα: «Ω η βροχή, η βροχή! […] στην Αίγινα. Αυτό το όμορφο μαλακό νησί, με το ηλιοψημένο μονοπάτι, τη θάλασσα και την ακρογιαλιά, τα μικρά ροζ και κίτρινα σπίτια, το θυμάρι, την απότομη λοφοπλαγιά» (Γουλφ, 2020: 23).

Άλλοτε πάλι σχολιάζει με αφηγηματική μαεστρία το τοπίο των Δελφών: «γκρίζοι βράχοι απέναντί μου, με ελαιόδεντρα και θάμνους […] το μεγάλο φαλακρό γκριζόμαυρο βουνό, κι έπειτα ουρανός, απόλυτα λείος. Πίσω λοιπόν στη ζεστή γη με τις μαργαρίτες και τα έντομα στις κίτρινες καρδιές τους» (Γουλφ, 2020: 24), αλλά και την επίσκεψή της στην Αίγινα:

ο ήλιος και το γαλάζιο διώχνουνε σιγά σιγά την ομίχλη̇ βρήκαμε […] έναν έρημο όρμο που τον έγλειφε το νερό, αχνό και διάφανο – όχι, όχι αχνό – αλλά διάφανο σαν υγρό ζελέ, που απλώνεται και τρέμει πάνω σε πέτρες κι αχιβάδες κι ανεμώνες […] πλατσούριζα. Τα γυμνά μου πόδια καίγανε στην άμμο […] αυτή η θάλασσα ήταν παρθένα (Γουλφ, 2020: 28-29).

 

3.4. Εθνογραφική/κοινωνιολογική γραφή

Η οξυδέρκεια ενός ανθρώπου που παραθερίζει, θα ’λεγε κανείς/καμία ότι είναι από τις τελευταίες νοητικές λειτουργίες που βρίσκονται σε κατάσταση ενεργοποίησης – πολλώ δε μάλλον όταν η οξυδέρκεια εμφανίζεται ως πολιτικότητα. Παρ’ όλ’ αυτά, τη Γουλφ δεν την εγκατέλειψε ούτε στιγμή το επίμονο και ενδελεχές παρατηρείν. Οι αναλυτικές κρίσεις της Γουλφ, συγκριτικές ως επί το πλείστον, δεν παραπέμπουν σε ένα είδος αριστοκρατικής, πρωτευουσιάνικής και σνομπ υφολογίας, δεν επιτελούν δηλαδή το βλέμμα του/της αποικιοκράτη μπροστά στα – θεωρούμενα από τον/την ίδιο/α – χαλάσματα. Αντίθετα, οι κρίσεις αυτές αποτελούν εξαιρετικά διεισδυτικές ματιές στον πολιτισμικό κώδικα των ντόπιων.

Η – χωρίς αμφιβολία – αυτοεθνογραφία της ξεκινά ήδη από την πρώτη μέρα στο ξενοδοχείο όπου και διαμένει, παρατηρώντας «τα γκριζόμαυρα θαμνώδη βουνά» και την Αθήνα που είναι «σαν σπασμένο τσόφλι» (Γουλφ, 2020: 20). Και συνεχίζει, όταν επισκεπτόμενη μία εκκλησία, συλλογίζεται τις συμπεριφορές και τη στάση των κατοίκων ενώ παράλληλα μας αποκαλύπτει και τη φεμινιστική της οπτική: «μια ελληνική οικογένεια φροντίζει την εκκλησία – μεσόκοποι άντρες και γυναίκες, κάθονται με τα καλά τους (οι άντρες) με πανωφόρια και δαχτυλίδια χρυσά και διαβάζουνε την εφημερίδα τους […] Τέτοιο καθισιό, τέτοια ξενοιασιά δεν είδα ποτέ στην Αγγλία» (Γουλφ, 2020: 22). Η Γουλφ, είναι τόσο απορροφημένη στο να σχολάζει ποικίλα κοινωνικο-πολιτισμικά σημεία, δεν αφήνει εκτός και ζητήματα ηθικής, όπως για παράδειγμα όταν βλέπει παράνομες αλιευτικές δραστηριότητες:

είχανε πιάσει κόκκινα ψάρια και χταπόδια. Πώς; Λοιπόν, ρίχνουνε κρεμμύδια, ψωμί και τα λοιπά στο βυθό και τα ψάρια μαζεύονται, ύστερα ρίχνουνε δυναμίτη και μπαμ! – γίνεται μια έκρηξη, τα ψάρια ανεβαίνουνε στην επιφάνεια ψόφια, και τα καμακώνουνε. Αυτό απαγορεύεται. Αλλά δεν σε βλέπει κανείς εδώ γύρω (Γουλφ, 2020: 23).

Στις μεγάλες διαδρομές που πραγματοποιεί στη φύση με το αυτοκίνητο, σχολιάζει την κατάσταση της ελληνικής υπαίθρου λέγοντας για τα σπίτια ότι είναι σαν «τσιγγάνικα τσαντίρια, σαν ινδιάνικα καλύβια από κλαριά φτέρης», για τις ανθρώπινες επαγγελματικές ασχολίες που βλέπει εκείνη τη στιγμή σημειώνει: «μια κοπέλα σεργιανούσε γνέθοντας μαλλί̇ και γυναίκες ήταν καθισμένες» (Γουλφ, 2020: 22). Ενώ για το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων/δων αναφέρει γενικά ότι «οι άνθρωποι είναι απελπιστικά φτωχοί» (Γουλφ, 2020: 24). Έπειτα από τούτες τις παρατηρήσεις καταλήγει – μάλλον αυθόρμητα – σε μία σύγκριση του τόπου που αντικρίζει και αναλύει στο μυαλό της με την πατρίδα της: «σκέφτηκα το πικαντύλλι τέτοια ώρα. Τι παράξενη αυτή η επίπεδη γη, καρτερική και υπάκουη, με βιβλικά δέντρα εδώ κι εκεί, πρόβατα με μακρύ μαλλί που βοσκάνε, κι ούτε ένα σπίτι στον ορίζοντα» (Γουλφ, 2020: 22-23).

Σε κάποια από τις εξορμήσεις στην ύπαιθρο, η Γουλφ μας παραθέτει μία συνάντηση που έχει, σχολιάζοντας ταυτόχρονα και την αμεσότητα και τον αυθορμητισμό των Ελλήνων/δων, συγκριτικά με την αντίστοιχη κοινωνική στάση των συμπατριωτών της: «μας πλησιάζουν οι χωρικοί κι αρχίζουν να μας μιλάνε, σαν να’ μαστε παλιοί φίλοι, για το ένα και το άλλο» (Γουλφ, 2020: 26) για να καταλήξει στη – για μας τους αναγνώστες/στριες – διήγηση:

χτες βράδυ, στο ύψωμα πάνω απ’ τους Δελφούς […] ήρθε τρέχοντας προς το μέρος μας το κορίτσι που βόσκει τις γίδες, σαν για να μαζέψει το κοπάδι της, αλλά στην πραγματικότητα μόνο για να μας μιλήσει. Ούτε φόβος ούτε αμήχανα γελάκια ούτε ντροπές. Στάθηκε μπροστά μας σαν να’ ταν κάτι το φυσικό […] ύστερα μας είπε πώς λέγονται διάφορα πράγματα […] ήρθε και ο αδερφός της, δεκαοχτάρης, σβέλτος, έξυπνος, με μικρά μάτια […] μετά είχαμε δυσκολίες με τα χρήματα […] μας πήραν από πίσω, είχε το χέρι το στήθος της, κάτι ζητούσε, παραπονιόταν, αλλά για τι πράγμα; […] τα πήρα. Αλλά χωρίς ευχαρίστηση. Και τα αγόρι μας έφερε μια μεγάλη σκουτέλα γιαούρτι (Γουλφ, 2020: 27).

Η Γουλφ μπορεί φαινομενικά να δίνει την εντύπωση στον/στην αναγνώστη/τρια ότι προβληματίζεται με όλα όσα βλέπει στη Ελλάδα και τα ερμηνεύει ως κακώς κείμενα που χρήζουν μεταρρυθμίσεων από τα πάνω. Μπορεί επίσης να δίνει την εντύπωση ότι οι οπτικοακουστικές παραστάσεις που κυριαρχούν είναι αρκετά διαφορετικές από αυτές στις οποίες είναι συνηθισμένη, μαρτυρώντας για παράδειγμα μία χώρα αφημένη, παρατημένη, ξεχασμένη, διαγραμμένη από τον πολιτισμένο χάρτη της δύσης. Με άλλα λόγια, μία χώρα που έχει μόνο παρελθόν. Τέλος, ίσως να δίνει την εντύπωση ότι αυτό που κυρίως προσδιορίζει τη διάθεση των παρατηρήσεών της είναι ένα κατακλυσμιαίο αίσθημα απογοήτευσης και δυσαρέσκειας. Φράσεις σαν: «μετά την Ελλάδα όλα είναι ήμερα, πλούσια και πολιτισμένα» (Γουλφ, 2020: 36), σίγουρα βοηθούν πολύ σε μία τέτοια ερμηνεία. Η Γουλφ, γράφει χαρακτηριστικά:

οι ζωντανοί, αυτοί οι εξαντλημένοι, αιώνια οδοιπόροι Έλληνες, δεν μπορούν πια να δαμάσουνε την Ελλάδα. Είναι πολύ γυμνή, πολύ πετρώδης, πολύ κακοτράχαλη. Τους συναντούσαμε πάντα ψηλά, στα διάσελα, να προχωράνε με βήμα βαρύ δίπλα στα γαϊδούρια τους̇ μικροκαμωμένοι, βγάζοντάς τα πέρα με τόση δυσκολία, βαδίζοντας πάντα σε αναζήτηση κάποιου βοτάνου, κάποιας ρίζας, υποταγμένοι στις μεγάλες αποστάσεις, ανίκανοι για οτιδήποτε πέρα από το να προσπαθούν να κρατηθούν απ’ τα βράχια […] Οι αιώνες δεν άφησαν σημάδια. Δεν υπάρχει 18ος, 16ος, 15ος αιώνας, ή μια επίστρωση πάνω στην άλλη, όπως στην Αγγλία […] γι’ αυτό είναι η χώρα του φεγγαριού […] (Γουλφ, 2020: 26).

Ωστόσο, αν μελετήσουμε τη ματιά της Γουλφ χωρίς προκαταλήψεις και στερεότυπα, δηλαδή χωρίς να θέλουμε να δώσουμε μία εμβαλωματική ερμηνεία στο λόγο της, αλλά αντίθετα, να προσπαθήσουμε να βγάλουμε ό,τι το πολύτιμο υπάρχει σ’ αυτόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι παρατηρήσεις της Γουλφ προσιδιάζουν περισσότερο στην μεταστρουκτουραλιστική κοινωνιοφιλοσοφική προσέγγιση των Deleuze & Guattari (2017 βλ. επίσης Deleuze & Guattari, 2001̇ Ντελέζ, & Παρνέ, 2022) σχετικά με την νομαδολογία και τη χωρολογία που ανέπτυξαν παρά σε μία άκαρπη και υπόγεια ελιτίστικη, και δυτικοκεντρική, πολιτισμική προσέγγιση.

Αναλυτικότερα, η υπαρξιακή συνθήκη των κατοίκων της υπαίθρου περιγράφεται από τη Γουλφ ως «μια χώρα τόσο παλιά που είναι σαν να περιφέρεσαι σε σεληνιακά τοπία», στην οποία «η ζωή υποχωρεί» (Γουλφ, 2020: 26). Όμως, ποια ζωή υποχωρεί; Πού υποχωρεί; Για χάρη τίνος πράγματος υποχωρεί; Οι ντόπιοι θα ήταν χρήσιμο να ειδωθούν ως «νομάδες» (Deleuze & Guattari, 2001 ̇ Deleuze & Guattari, 2017̇ Ντελέζ, & Παρνέ, 2022), παρά ως εξαθλιωμένοι και ανυπεράσπιστοι πολίτες που βρίσκονται παγιδευμένοι στο μάτι το κυκλώνα. Ως νομάδες που σαν τέτοιοι/ες έρχονται σε αντίθεση με τις δυτικές κανονικότητες στις οποίες είναι συνηθισμένη η Γουλφ, τις ιεραρχικές κοινωνικές δομές, και την πειθαρχία και υποταγή σε αυτές, ενδίδοντας στην ανυπότακτη κίνηση και περιπλάνηση – εξού και το «αιώνια οδοιπόροι Έλληνες» (Γουλφ, 2020: 26) –, στην ανεξαρτησία του υποκειμένου από τα κρατικά (με την ευρεία έννοια του όρου) βαρίδια που προσδένουν, φράζουν την επιθυμία, τη δράση, ακριβώς γιατί «η επιθυμία είναι επαναστατική» και «θέλει διαρκώς περισσότερους συνδέσμους» (βλ. Ντελέζ & Παρνέ, 2022: 78).

Με άλλα λόγια, ο τρόπος με τον οποίο ζουν οι ντόπιοι-νομάδες είναι καλύτερο, και πιο ευρηματικό, να αναλυθεί όχι ως (απολύτως τουλάχιστον) επιβαλλόμενος και διασπαστικός ως προς τη ροή της ζωής, όχι απλώς ως εξαθλιωτικός (και αντίστοιχα, οι ντόπιοι-νομάδες όχι απλώς ως εξαθλιωμένοι/ες). Αντίθετα, θα μπορούσε να πει κανείς/μια ότι η Γουλφ εστιάζει ακριβώς σε εκείνα τα σημεία τα οποία αποκλίνουν από τους τρόπους με τους οποίους ο δυτικός πολιτισμός πετρώνει και στατικοποιεί, και εν πολλοίς ομοιογενοποιεί, τις σκέψεις και τις δράσεις των υποκειμένων, κατανέμοντας με ορθολογιστική σαφήνεια ‘μοναδικά’ πρότυπα διαβίωσης και ‘απόλυτες’ αλήθειες και ηθικές. Αυτό που της τραβάει την προσοχή θα μπορούσαμε να πούμε, δανειζόμενοι/ες τους όρους των Deleuze & Guattari (2017), ότι είναι οι στιγμές εκείνες που ο «ραβδωτός χώρος» του δυτικού πολιτισμού (αυτό που γνωρίζει δηλαδή η Γουλφ), ο καλά οργανωμένος και καθυποταγμένος – και παράλληλα οργανωτικός και καθυποτακτικός– χώρος υποχωρεί σε αυτό που οι Deleuze & Guattari (2017) θα έλεγαν «λείο χώρο», έναν χώρο δηλαδή αέναης κίνησης, «ετερογένειας» και «πολλαπλοτήτων» (βλ. επίσης Deleuze & Guattari, 2001 ̇ Ντελέζ, & Παρνέ, 2022). Έναν χώρο που αντί να δαμάζει και να δαμάζεται, πολλαπλασιάζει και πολλαπλασιάζεται, διαμοιράζει και διαμοιράζεται, δημιουργεί ετερογένεια και επαφίεται σε αυτήν, (δια)ρέει και (δια)σχίζεται, συστρέφεται και εκρήγνυται. Θα μπορούσε κανείς/μια να δει – αν το θέλει και διαβάζοντας ενδεχομένως από την ανάποδη – αυτούς τους πολλαπλασιασμούς και τις διασχίσεις που απορρέουν από – και σε – αυτή την πολυ-επίπεδη λειότητα και αέναη αχρονία, ή πολύπτυχη χρονικότητα, στις ίδιες τις λέξεις που διαλέγει η Γουλφ (2020: 26): «δεν υπάρχει 18ος, 16ος, 15ος αιώνας, ή μια επίστρωση πάνω στην άλλη». Η (φαινομενική) ταλαιπωρία των ντόπιων, θα μπορούσε να πει κανείς/μια, στην ματιά και την καταγραφή της Γουλφ, δίνει τη θέση της στην ελευθερία της κίνησης και η (φαινομενική) αδυναμία δαμασμού του άγριου τοπίου στην απουσία άνωθεν επιβολών, ή μάλλον στην παράδοση ακριβώς στο άγριο τοπίο. Ένα τοπίο που διίσταται «παραπληρωματικά […] προς αυτόν που το διασχίζει», ένα τοπίο που «εγγράφεται» σε αυτόν/ή που το διασχίζει, τον/την πολλαπλασιάζει και πολλαπλασιάζεται από αυτόν/ή (πρβλ. Deleuze & Guattari, 2017: 600).

 

  1. Συμπεράσματα

Τι θέλησε – αν θέλησε – να μας πει η Βιρτζίνια Γουλφ μέσα από το ημερολόγιό της; Τι ακριβώς προσπάθησε να αναδείξει με τις ποικίλες κρίσεις της; Γιατί μία τουρίστρια να αναλωθεί στην κυριολεκτική κατα-γραφή των εμπειριών της και όχι στην ενατένιση και την απόλαυση των μορφών και των περιεχομένων τους; Για τη Γουλφ αυτά πάνε μάλλον μαζί. Η γραφή λειτουργεί ως προέκταση του εαυτού της – με την ιδιοσυγκρασιακή έννοια. Λειτουργεί ως ένα μέσο – όχι χρηστικό και εργαλειακό – εναλλαγής κωδίκων εντός των ποικίλων περιβαλλόντων που – είτε ρεαλιστικά είτε υπερβατικά – παρευρίσκεται και που μέσω αυτού εφευρίσκει τρόπους και μεθόδους δραματοποίησης των ερεθισμάτων που συγκρούεται μαζί τους. Με τη γραφή, η Γουλφ επιτελεί έναν ιδιότυπο συλλογισμό: μεταφέρεται συνεχώς στις διάφορες και διαφορετικές θεάσεις και προβολές των πτυχών του κόσμου που αλληλεπιδρά μαζί τους δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μία πολυποίκιλη και διαδραστική ρευστή ενότητα.

 

Βιβλιογραφία

Abrams, M. H. (2020). Λεξικό λογοτεχνικών όρων : θεωρία, ιστορία, κριτική λογοτεχνίας (Γ. Δεληβοριά & Σ. Χατζηιωαννίδου, Μτφρ.). Αθήνα: Πατάκης.

Barthes, R. (2020). Κειμενική ανάλυση ενός διηγήματος του Έντγκαρ Άλλαν Πόου (Β. Πετσογιάννης, Μτφρ.). Αθήνα: Πλέθρον.

Blanchot, M. (2018). Ο χώρος της λογοτεχνίας (Δ. Δημητριάδης, Μτφρ.). Αθήνα: Πλέθρον.

Γερακίνη, Α. (2016). Φορμαλισμός, Νέα Κριτική και Δομισμός: Μια κριτική προσέγγιση στις κειμενοκεντρικές θεωρίες της Λογοτεχνίας. Έρκυνα, 8, 231-240.

Γουλφ, Β. (2020). Ελλάδα και Μάης μαζί! : Εγγραφές ημερολογίου και γράμματα (Μ. Τσάτσου, Μτφρ., Α. Μπερλής, Επιμ.). Αθήνα: Ύψιλον.

Deleuze, G. (2001). Η κοινωνία του ελέγχου (Π. Καλαμαράς, Μτφρ., Επιμ.). Αθήνα: Ελευθεριακή Κουλτούρα.

Deleuze, G. & Guattari, F. (2017). Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια 2. Χίλια Πλατώματα (Β. Πετσογιάννης, Μτφρ.). Αθήνα: Πλέθρον.

Μπαρτ, Ρ. (2022). Η απόλαυση του κειμένου (Φ. Χατζιδάκη & Γ. Κρητικός, Μτφρ.). Αθήνα: Κέδρος.

Μυλωνάκη, Ι. (2017). Τα ημερολόγια του Γιώργου Σεφέρη και η ημερολογιακή γραφή στην Ευρώπη. Σύγκριση, 18, 28–46 https://doi.org/10.12681/comparison.10317

Ντελέζ, Ζ., & Παρνέ, Κ. (2022). Διάλογοι (Κ. Β. Μπούντας, Μτφρ., Δ. Τουλάτου, Επιμ.). Αθήνα: Εκκρεμές.

Σηφάκη, Ε. (2015). Σπουδές φύλου και λογοτεχνία. Αθήνα: Κάλλιπος, Ανοικτές Ακαδημαϊκές Εκδόσεις.

 

Ο Μιχάλης Κατσιγιάννης γεννήθηκε στις 30 Μαΐου του 1997 στην Πάτρα όπου και ζει. Είναι προπτυχιακός φοιτητής στο Τμήμα Επιστημών της Εκπαίδευσης και της Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία του Πανεπιστημίου Πατρών. Ασχολείται με την τέχνη της λογοτεχνίας και συγκεκριμένα με την ποίηση, ενώ το ερευνητικό του ενδιαφέρον εντοπίζεται στη μελέτη της λογοτεχνίας (θεωρία, κριτική και διδακτική), στην κοινωνιολογία της εκπαίδευσης και της παιδικής ηλικίας και στις διαδικασίες και τα περιβάλλοντα μάθησης και διδασκαλίας. Κείμενά του κυκλοφορούν σε διάφορα περιοδικά.