Μια επισκόπηση του αφιερώματος για τον Τουρισμό
Γράφει ο Νικόλας Κουτσοδόντης
Στην Ελλάδα η βαριά βιομηχανία εδώ και χρόνια θεωρείται ο τουρισμός, είναι σύμφωνα με τις εκάστοτε αστικές κυβερνήσεις ο«στρατηγικός τομέας ανάπτυξης». Στο πλαίσιο αυτό δεν κάνει εντύπωση πως έχει κατά καιρούς αξιοποιηθεί και η ποίηση ως διαφημιστικό κόλπο για την στήριξη του τουρισμού. Το 2010 ο τότε υπουργός πολιτισμού Παύλος Γερουλάνος[i] επιστράτευσε Ελύτη (Σ’ όλους τους τόπους κι αν γυρνώ μόνο ετούτον αγαπώ), Γιάννη Ρίτσο (Πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος, με υπομονή και περηφάνια) και Λορέντζο Μαβίλη (Σαν τον ήλιο σου, ήλιος αλλού δεν λάμπει) για τα σποτ της καμπάνιας στα τηλεοπτικά κανάλια.
Φυσικά ο ρόλος του εν λόγω φίλου της ποίησης υπουργού και όλων πριν και μετά από εκείνον στον υπουργικό θώκο ήταν να διευρύνει την συνεργασία με tour operators σε Κίνα, Γερμανία, ΗΠΑ κτλ. Είναι άλλωστε γνωστό πως και ο τομέας αυτός της οικονομίας κυριαρχείται από το πολυεθνικό κεφάλαιο. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα το 70% του τουρισμού στην Ευρώπη ελεγχόταν από το γερμανικό (TUI-NIKERMAN), το αγγλικό (TOMSON), το γαλλικό (FRAM) κεφάλαιο με τις διάφορες θυγατρικές τους. Όσοι δεν είχαν διασυνδέσεις με τα μεγάλα τουριστικά γραφεία, αντιμετώπιζαν προβλήματα[ii]. Σήμερα τα μεγάλα ξενοδοχεία ανήκουν σε αλυσίδες, που ελέγχονται από tour operators και παγκόσμιους κολοσσούς. Μόνο ο όμιλος TUI, που προαναφέραμε, έχει στην κατοχή του 400 ξενοδοχεία, 16 κρουαζιερόπλοια, έναν αεροπορικό στόλο με 130 αεροσκάφη για μικρές και μεγάλες πτήσεις και 1.200 ταξιδιωτικά γραφεία, μετακινώντας τη σεζόν, εκατομμύρια τουρίστες. Την ίδια στιγμή τα μεγάλα πεντάστερα ξενοδοχεία εγχώρια, τα τελευταία 25 χρόνια έχουν αυξηθεί κατά 953%. Τα συγκεκριμένα ξενοδοχεία στη χώρα μας, το 2000 ήταν 83 και το 2023 έγιναν 792, με τα 462 να έχουν κατασκευαστεί στην Κρήτη και το Νότιο Αιγαίο.
Λέγοντας αυτά τα εισαγωγικά, θέλουμε να τονίσουμε πως η εγχώρια τουριστική πολιτική έχει εδώ και δεκαετίες προσανατολιστεί στις γερές τσέπες του εξωτερικού και ο εσωτερικός τουρισμός μαζί με το δικαίωμα διακοπών και αναψυχής του εγχώριου εργαζόμενου πληθυσμού έχει παραγκωνιστεί. Τα φαινόμενα που παρατηρούνται τα τελευταία πολλά χρόνια είναι o μαζικός αποκλεισμός από τον φτηνό και ποιοτικό τουρισμό, η ενταντικοποίηση της εργασίας στον τουριστικό κλάδο με χειροτέρευση των συνθηκών για τους εργαζόμενους, χωρίς καν δικαιώματα, αλλά και η βίαιη αλλαγή χαρακτήρα σε ολόκληρες περιοχές, ο εξευγενισμός τους (gentrification), με αγορές δεκάδων κτιρίων στα Εξάρχεια από Ισραηλινούς και Κινέζους για εκμετάλλευση και η μετατροπή πολλών σπιτιών σε Airbnb, με αποτέλεσμα να ανέβει απότομα το κόστος ζωής σε λαϊκές γειτονιές εις βάρος της εργατικής τάξης και να δυσχεραίνει η ανεύρεση κατοικίας προς ενοικίαση.
Οι ποιητές των προηγούμενων γενεών είχαν περιγράψει ήδη το φαινόμενο της τουριστικοποίησης. Έλεγε ο ποιητής Χάρης Μεγαλυνός στο ποίημα Τέλος Αυγούστου από το βιβλίο Πενήντα (Ας τελειώσει λοιπόν κι αυτός ο Αύγουστος/ οι αναπνευστήρες,/ σαν να αμαυρώνονται απ’ τις τσουχτερές τιμές των ξενοδοχείων-) και ο Γιάννης Βαρβέρης στη Μασκώτ των λουτροπόλεων-Γ’ από το Άκυρο θαύμα 1996 (λέτε πως είναι ίδια εδώ κι ας έχουν ολ’ αλλάξει. Ξενοδοχείων ερειπιώνες, φέρετρα θερέτρων. Τώρα παντού ξενώνες και φαστφουντ φωτίσανε σε κίτρινο το κάθε γκρίζο).
Τι λένε όμως σήμερα οι ποιητές και οι πεζογράφοι που ζουν την τρομερή εντατικοποίηση των εργασιακών συνθηκών στις τουριστικές σεζόν, με τις απλήρωτες υπερωρίες και τα υπαλληλικά δωμάτια κουτιά χωρίς κλιματισμό και συνθήκες υγιεινής, που ζουν τον αποκλεισμό τους από ολόκληρες περιοχές τις οποίες δεν σηκώνει πια το πορτοφόλι τους να επισκεφτούν καθώς τα διόδια και τα εισιτήρια, τα δωμάτια, οι χρεώσεις στις παραλίες, τα τρόφιμα και τα εστιατόρια είναι δυσθεώρητα;
Αποφασίσαμε στη Θράκα να κάνουμε το αφιέρωμα “Λογοτεχνία και τουρισμός”, χωρίζοντας το σε έξι μέρη με ποιήματα, μικρά πεζά, αλλά και δοκίμια. Σε αδρές γραμμές θα πούμε πως λάβαμε κείμενα για την εμπειρία των ξενοδοχουπαλλήλων (Τάσος Γκόγκος), που αλλού, στον Αντώνη Γουλιανό, δηλώνεται ρητά και η ταξική βία του αφεντικού που “φέτος παντρεύει την κόρη του / και κάνει οικονομία στους μισθούς μας”, αλλά και με τους αποικιοκράτες τουρίστες όταν “καλύπτω τα κενά των εξαντλημένων συναδέλφων/ που λιποθυμούν -χαμογελώντας, / γιατί κοιτάει κι ο πελάτης”, την Έφη Ζωγράφου που μιλά για τους απρόσωπους σερβιτόρους, την Αλίκη Καμπέρη που περιγράφει την ζωή των αναπληρωτών καθηγητών σε τουριστικά νησιά, τον Μάρκο Τραϊτοράκη που μιλά για τον εργάτη Σινάν και τους οικοδόμους που χτίζουν ξενοδοχείο δίπλα στην θάλασσα, μα και για τα δολοφονημένα παιδιά που ξεβράζονται στις παραλίες, όπως και ο Πέτρος Γκολίτσης λέγοντας «Είναι παράξενο πώς πλατσουρίζουν στα νερά/ με τόσα πτώματα συσσωρευμένα από κάτω».
Οι ποιητές που συμμετέχουν στο αφιέρωμα, όπως ο Δημήτρης Γκιούλος, καταπιάνονται και με την αλλοίωση του χαρακτήρα περιοχών, η οποία εγκυμονεί και την αλλοίωση των εμπειριών και των αναμνήσεων. Είναι αυτό που ονομάζουμε Εξευγενισμό (gentrification), ένας όρος που κατοχυρώθηκε από την Βρετανή κοινωνιολόγο Ruth Glass το 1964, στο βιβλίο της London: Aspects of change, όπου περιέγραφε αυτή την δραστική αλλοίωση του χαρακτήρα των μέχρι πρότινος εργατογειτονιών, με την “εισβολή” της μεσαίας τάξης από την επαρχία[iii]. Στο ίδιο πνεύμα ο ποιητής Κώστας Αγοράκης αντιπαραβάλλει την απώλεια και τον βιωμένο χρόνο με την σημερινή εικόνα της Πορταριάς Πηλίου όπου στην πλατεία κυριαρχούν “τουρίστες, φρέντο καπουτσίνο/ είδη λαϊκής τέχνης“. Ο πεζογράφος Παναγιώτης Χατζημωϋσιάδης δίνει παραστατικά την εγκατάλειψη της ελληνικής επαρχίας, όπου οι “σιωπές των δωματίων“, εκείνων που άλλοτε έσφυζαν από ζωή, “αρχίζουνε να ξεκολλάνε λέξεις” και σε αυτά τα χαλάσματα μέσα, πέρα από τα φαντάσματά τους, περιηγούνται οι ποιητές και οι τουρίστες. Ο Πέτρος Ισαακίδης γράφει μια σεστίνα για την Ερεσό όπου «Αγάπη ρέει στην άμμο, καθώς οι ξένοι κατακλύζουν το νησί», Η Άννα Λύκου με υπαρξιακούς τόνους και καλοκαιρινές εικόνες, καταγράφει το οριστικό κλείσιμο ενός καταστήματος, κατεστραμμένου οικονομικά, σε μια τουριστική περιοχή. Ο πεζογράφος Δαμιανός Αγραβαράς στο διήγημα του βάζει την δράση μιας μερίδας ανθρώπων, ενοίκων μιας αστικής πολυκατοικίας που αδυνατούν να πάνε διακοπές, να συμβαίνει γύρω από μια πλαστική πισίνα στην ειδικά προσαρμοσμένη στο να ψευτοθυμίζει καλοκαιρινό προορισμό κοινόχρηστη ταράτσα. Το διήγημα κλείνει με αναφορά στο νερό της πισίνας και τη φράση «Μικρή πρέπει να βγεις για να βάλουμε φρέσκο, αυτό έχει γίνει σκέτο κάτουρο». Στο ίδιο πνεύμα οι ποιήτρια Αριστέα Παπαλεξάνδρου μας λέει «Ρητά απαγορεύεται/ αν έχεις υπηκοότητα ελληνική/ να ονειρευτείς τις θερινές Κυκλάδες» και ο Νίκος Νόνας «Αντί για Μύκονο, για Πάρο, Σαντορίνη,/ για κρουαζιέρα τρυφηλή ως την Ιτάλια,/ να μην ξεμείνω θέλω σ’ αττικά παράλια». Στους ποιητές αυτούς η αδυναμία να παραθερίσουν, να έχουν την δυνατότητα να χαλαρώσουν με λίγες ημέρες ξεκούραση εκτός των αστικών κέντρων τους οδηγεί συχνά στο να αναφερθούν σε κάτουρα, σκατά και λεκάνες για να φτάσουν σε οξύ πολιτικό λόγο, όπως ο Γιώργος Δρίτσας που φτύνει τους αποικιοκράτες τουρίστες και μαζί το νεοφιλελεύθερο όνειρο λέγοντας «Να μην τα πολυλογώ, τα σκατά συνάντησαν τα σκατά και όλοι μαζί – σκατά, άνθρωποι, σκατά και σκατά – πήγαν μαζί στον παράδεισο χαρούμενοι. Εκεί ο Χάγιεκ ακούμπαγε θελκτικά τον ώμο της Ραντ και οι πιγκουίνοι ήταν το μοναδικό είδος που δεν ανταλλάχθηκε για λίγα κολλαγόνα και υαλουρονικά.».
Άλλοι ποιητές, όπως οι Κύπριοι Παύλος Ανδρέου και Ανδρέας Τιμοθέου, ξύνουν το τραύμα της διχοτομημένης Κύπρου, μέσω της τουριστικής ξενάγησης στην πράσινη γραμμή. Η Σάντι Βασιλείου μας λέει «Φαντάστηκα αδυσώπητα/ Τι χρώμα έχει ο ουρανός/ Κι έπεσα έξω όταν μάντεψα γαλάζιο», δίνοντας μια απάντηση στο αιώνιο γαλάζιο του Οδυσσέα Ελύτη και την συντριβή του σύγχρονου ατόμου που διαβρώνεται ως το μεδούλι του ενστίκτου και των συναισθημάτων του. Ο Χάρης Μελιτάς περιγράφει την κτηνωδία της βρώσης ενός αστακού που ψήνεται ζωντανός επειδή ένα τουριστικό παχύδερμό τον διάλεξε. Ο Αρεταίος Μπεζάνης μιλά για ένα «premium προφυλακτικό/ made in the USA», ο Βαγγέλης Τασιόπουλος για τους «παραθεριστές με τα μεγάλα μάτια» που «ατενίζουνε την άβυσσο», ο Βασίλης Μόσχος για τους παλιούς συμμαθητές που επιστρέφουν ως τουρίστες πια πίσω στο καλοκαιρινό χωριό, γεμάτοι από δήθεν σεβασμό για δικαιώματα και φεμινισμό, όταν ήταν εκείνοι που «που σε κάθε διάλειμμα/ δέρνανε τον πούστη του χωριού», η Άννα Γκασνάκη περιγράφει την αλλοτρίωση του ατόμου, αλλά και την τουριστική κτηνωδία που στην παραλία ο ήρωας του διηγήματος «Στρέφεται γύρω του. Γόπες, τενεκεδάκια, πλαστικές συσκευασίες.(…) Σακούλες με σκουπίδια πεταμένες, πάνες παιδικές, κουτιά προφυλακτικών, μπουκάλια κάθε λογής. Ασχήμια και θάνατος.». Η μήνα Μοίρου αφηγείται ένα σκηνικό εγκατάλειψης και αναστάτωσης όπου τα καράβια φεύγουν με τους ανέμελους τουρίστες και μένουν άδεια τα δωμάτια. Η Μαρία Λάτσαρη περιγράφει την φυγή και αναρωτιέται αν «Νοσεί το νησί». Ο Σταύρος Καμπάδαης λέει πως «Με κρατήσεις/ αναχωρήσεις,/ καθυστερήσεις/ φτιάχνω τον κόσμο μου». Ο Παναγιώτης Καλυβίτης λέει «Οι διακοπές έχουν τρύπες/ Όμως εδώ είναι Ο τόπος των διακοπών / Διαλέγουμε τρύπες». Η Τώνια Τζιρίτα Ζαχαράτου μιλά για καλοκαιρινές αναμνήσεις και πως «Η παραλία ως άθροισμα/ αποτελεί τα μπάνια μιας οικογένειας».
Τέλος δυο λόγια για τα δοκίμια που λάβαμε. Με τον τίτλο «αποικιοκρατία και τουρισμός» ο Αντώνης Γουλιανός ζυγίζει την άποψη οτι «τα ταξίδια πλουτίζουν πνευματικώς» στην εποχή του ίνσταγκραμ. Καταπιάνεται με την ταξιδιώτική λογοτεχνία, την αποικιοκρατική της λογική, χρησιμοποιόντας κλασικά παραδείγματα όπως του Σουίφτ και του Βολτέρου, για να φτάσει στην ματιά του τουρίστα που ψάχνει να επιβεβαιώσει τα στερεότυπα «που θα του επιτρέψουν να φωτογραφίσει την διαφημιζόμενη εμπειρία για να την οποία πλήρωσε και την οποία σκοπεύει να διακινήσει». Ο Μιχάλης Κατσιγιάννης, τέλος, μιλά για τις ταξιδιωτικές σημειώσεις στο ημερολόγιο της Βιρτζίνια Γουλφ από την επίσκεψη της στην Ελλάδα το 1932.
Το κείμενο διαβάστηκε στο πλαίσιο της εκδήλωσης «Λογοτεχνία και Τουρισμός» στο Zatopek Book Cafe την Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2024, στις 20:00, με συνομιλητές τους: Βασίλη Λαμπρόπουλο, Ομότιμο Καθηγητή Νέας Ελληνικής, Έδρα «Κ.Π. Καβάφη», Τμήμα Κλασικών Σπουδών και Συγκριτικής Λογοτεχνίας, Πανεπιστήμιο Μίσιγκαν και Ιωάννα Λιούτσια, Ποιήτρια, Ηθοποιός
Ο Νικόλας Κουτσοδόντης είναι ποιητής και μεταφραστής με καταγωγή από την Άνδρο. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών και έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές: Χαλκομανία (Εντύποις 2017, Θράκα 2024), Μόνο κανέναν μη μου φέρεις σπίτι (Θράκα 2021, β’ έκδοση 2023), Ίσως φύγεις στο εξωτερικό (Θράκα, 2024). Έχει μεταφράσει το βιβλίο του Κροάτη ποιητή Μάρκο Πόγκατσαρ, Ο συλλέκτης των Κυριακών (Θράκα, 2024), ενώ υπήρξε υπεύθυνος έκδοσης της πρώτης Ανθολογίας Ελληνικής Κουήρ Ποίησης (Θράκα, Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ-Παράρτημα Ελλάδας, 2023). Είναι μέλος του Κύκλου Ποιητών και του Δικτύου Λογοτεχνών, ενώ τo 2024 εκλέχθηκε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης.
Παραπομπές
[i] https://www.tovima.gr/2010/07/25/society/oi-poiites-gia-ton-elliniko-toyrismo/
[ii] Κατσώτης Χρήστος, Ο τουρισμός και η προοπτική του. Ριζοσπάστης, 16.6.1996, σελ. 34
[iii] Peter Moskowitz. How to kill a city. Gentrification, inequality and the fight for the neighborhood, Nation Books New York, 2017, pg. 37