Αφιέρωμα στον τουρισμό. Δεύτερο μέρος
Στο δεύτερο μέρος του αφιερώματος μας στον τουρισμό παρουσιάζουμε τα κείμενα των Δημήτρη Γκιούλου, Κώστα Αγοράκη, Παναγιώτη Χατζημωϋσιάδη, Δαμιανού Αγραβαρά, Πέτρου Ισαακίδη και Άννας Λύκου.
Το θεματικό αφιέρωμα για τον τουρισμό θα παρουσιαστεί στην εκδήλωση στο Zatopek Book Cafe (Π. Τσαλδάρη 209, Καλλιθέα) την Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2024, στις 20:00, με ομιλητές τους:
Βασίλη Λαμπρόπουλο, Ομότιμο Καθηγητή Νέας Ελληνικής, Έδρα «Κ.Π. Καβάφη», Τμήμα Κλασικών Σπουδών και Συγκριτικής Λογοτεχνίας, Πανεπιστήμιο Μίσιγκαν
Νικόλα Κουτσοδόντη, Ποιητή
και Ιωάννα Λιούτσια, Ποιήτρια, Ηθοποιός
Στην εκδήλωση θα διαβάσουν οι:
Δαμιανός Αγραβαράς, Σάντι Βασιλείου, Έφη Ζωγράφου, Παναγιώτης Καλυβίτης, Σταύρος Καμπάδαης, Άννα Λύκου, Χάρης Μελιτάς, Μήνα Μοίρου, Αρεταίος Μπεζάνης, Νίκος Νόνας
Δημήτρης Γκιούλος
gentrification
Τρόμαξα
από τρεις-τέσσερις πόλεις
δυο-τρία στενά να μάθω
και τώρα που
παράδεισος τουριστικός
λέει
θα γίνουμε
τρέμω
μην χάσω εκείνη την ταραχή
Μην και μαζί με τα στενά
εξευγενίσουν
και όσα ζήσαμε
ακραία καιρικά φαινόμενα, έκδοση 2η, Θίνες, 2023
Ο Δημήτρης Γκιούλος είναι ποιητής και μεταφραστής. Σπούδασε μαθηματικά, μετάφραση και Ευρωπαϊκό πολιτισμό. Αυτή τη στιγμή κάνει το μεταπτυχιακό του στη Δημόσια Ιστορία. Ασχολείται κυρίως με τη μικρή φόρμα, είτε πρόκειται για ποίηση, είτε για διηγήματα. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και ποιητικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Το τελευταίο του βιβλίο ακραία καιρικά φαινόμενα (Θίνες) εκδόθηκε τον Μάιο του 2023. Γνωρίζει ότι οι καλές προθέσεις δεν είναι ποτέ αρκετές.
***
Κώστας Αγοράκης
Περί του Ε
Δελφοί, 23/4/2006
Η κοιλάδα του Πλείστου, οι Φαιδριάδες
τα κάθετα βράχια, τα σύννεφα –
το ίδιο σκηνικό, δεν άλλαξε τίποτα·
όμως το ιερό ερείπια κι αμίλητη
η Κασταλία. Κι αντί για ιερείς, οι ξεναγοί
μύστες ανέραστοι του παρελθόντος
με τα καπέλα τους και τις ομπρέλες
να τριγυρνούν μες στα χαλάσματα·
κι όχι προσκυνητές, αλλά τουρίστες
που με κόπο ανεβαίνουν την ιερά οδό
και σκύβουν κάθε τόσο να διαβάσουν
χαραγμένα σε πέτρες, ακατάληπτα λόγια.
[Από την ποιητική συλλογή Άλγεβρα (Ρώμη, 2022)]
Πήλιο, 2020
Στα χέρια του μια τσάντα με ψώνια,
ανεβαίνει αργά το καλντερίμι
σταματάει, πιάνουμε κουβέντα·
“εδώ πιο πάνω μένω, ήρθα το ’55
με τους σεισμούς
απ’ εδώ είναι η γυναίκα μου, την έχασα
πριν έξι μήνες, τώρα ζω μόνος”.
Λίγο πιο κάτω, η πλατεία
της Πορταριάς –
τουρίστες, φρέντο καπουτσίνο
είδη λαϊκής τέχνης.
Ο Κώστας Αγοράκης γεννήθηκε το 1965 στις Σέρρες. Μεγάλωσε και σπούδασε στη Θεσσαλονίκη όπου και ζει. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Το 2022 κυκλοφόρησε η ποιητική του συλλογή Άλγεβρα (εκδ. Ρώμη).
***
Παναγιώτης Χατζημωϋσιάδης
Σωματίδια σκόνης
Μονάχα τους ρημάζουνε τα σπίτια, τα χωριά, οι πόλεις κι οι αυτοκρατορίες. Με το που σφίγγουν οι σιωπές των δωματίων αρχίζουνε να ξεκολλάνε λέξεις. Γλιστράνε απ’ τους σοβάδες, τα κεραμίδια και τις παραστάδες, σκορπούν στα μουλιασμένα απ’ τις βροχές πατώματα. Γίνονται τρίμματα σκόνης που χορεύουν στον αέρα, καλύπτουν τα έπιπλα του σαλονιού και την τραπεζαρία της κουζίνας, πάνω τους φυτρώνουν βρύα και λειχήνες. Στα υπνοδωμάτια εμφανίζονται τα πρώτα τρωκτικά, φίδια σέρνονται στους διαδρόμους, την τουαλέτα λυμαίνονται οι κατσαρίδες, πίσω απ’ τις πόρτες παραμονεύουν απειλητικές σκιές. Στα πιο βαριά χιόνια πέφτει η σκεπή, κρεμάνε τα μπαλκόνια. Ένα ξεμανταλωμένο παντζούρι χτυπάει τις νύχτες στον αέρα.
Έρχονται μετά οι ποιητές και τα φαντάσματα, οι ιστορικοί και οι τουρίστες, για να περιηγηθούνε στα χαλάσματα.
Ο Παναγιώτης Χατζημωϋσιάδης γεννήθηκε το 1970 στο Δυτικό Πέλλας, όπου συνεχίζει να ζει. Εργάζεται ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση. Το συγγραφικό του έργο αριθμεί τρεις συλλογές διηγημάτων, μία νουβέλα, τέσσερα μυθιστορήματα και μία ποιητική συλλογή.
***
Δαμιανός Αγραβαράς
Serifos
Καίγεται ολόκληρη. Μπούτια, στήθος, κοιλιά, μπράτσα έχουν ξεροψηθεί. Σηκώνει την πλάτη από την ξαπλώστρα και κατεβάζει τα γυαλιά ηλίου ως την άκρη της μύτης της. Πιέζει τον αριστερό δείκτη στο δεξί της μπράτσο. Μόλις τον απομακρύνει, το άσπρο δίνει τη θέση του στο κόκκινο. Κοιτά προς το πλαστικό τραπέζι πίσω της, λάδι μαυρίσματος και δίπλα του ένα μισοτελειωμένο μπουκάλι αντιηλιακό με δείκτη προστασίας τριάντα. «Τι ώρα θα φέρει το νέο αντιηλιακό η κυρία του τρίτου;». Η γυναίκα με το παρεό στο πρόσωπο ανασηκώνεται από τη διπλανή ξαπλώστρα. «Νομίζω σχολάει γύρω στις έξι, ώσπου να περάσει λεωφορείο, να αλλάξει και να ανέβει, πες εφτά, εφτά μισή». «Μέχρι τότε θα έχω μεταμορφωθεί σε αστακό» η γυναίκα μασουλά τις λέξεις πίσω από τα σφιγμένα της δόντια και σηκώνεται. Τσαλαβουτά στο πυρακτωμένο τσιμέντο, παίρνει το μπουκάλι του αντιηλιακού από το τραπεζάκι και τρέχει ως την πλαστική πισίνα. Τα σχέδια των πολύχρωμων ψαριών στις πλευρές της λικνίζονται καθώς η γυναίκα πατά πρώτα το δεξί κι έπειτα το αριστερό πόδι στο εσωτερικό της. Λαχταρά τη λύτρωση στις τσουρουφλισμένες της πατούσες από το δροσερό νερό. «Σαν κάτουρο έχει γίνει, από πότε έχεις να το αλλάξεις;». «Θα είναι καμιά ώρα; Πότε βράχηκα τελευταία φορά με το λάστιχο;» απαντά η γυναίκα με το παρεό στο πρόσωπο. «Σας έχω πει τόσες φορές να ανανεώνουμε το νερό, έβρασε από τον ήλιο» λέει εκείνη καθώς σηκώνει την πλαστική πισίνα. Την πηγαίνει ως την άκρη της ταράτσας και την αδειάζει. Το νερό σκάει στην τρύπα στο διπλανό οικόπεδο που λειτουργεί ως η προσωπική τους χωματερή μέχρι να έρθουν οι μπετονιέρες για να ρίξουν τα πρώτα τσιμέντα. «Έξι όροφοι, δώδεκα διαμερίσματα, όλα Airbnb. Έχουν μυαλό οι Κινέζοι, όχι σαν εμάς» της είχε πει ο άντρας της δύο βδομάδες πριν, όταν το πρώτο μούγγρισμα του κομπρεσέρ εισέβαλε από την ανοικτή τους μπαλκονόπορτα.
Η γυναίκα επιστρέφει την πλαστική πισίνα στη θέση της, ανοίγει το λάστιχο και τη γεμίζει με φρέσκο νερό. Κλείνει τη βρύση, μπαίνει και κάθεται οκλαδόν. Το νερό φτάνει ως την κοιλιά, τα γόνατά της μένουν έξω από την επιφάνειά του. Κοιτά τις ταράτσες τριγύρω. Ευτυχώς δεν θα την δει κανένας γείτονας να μοιάζει με υπερτροφικό μωρό στην πισινούλα του. Πιέζει με τον αριστερό δείκτη τα γυαλιά ηλίου ως τις κόγχες των ματιών της. «Ευχαριστώ για τη βοήθεια». «Έλα τώρα, μην εκνευρίζεσαι. Την επόμενη φορά θα το αλλάξω εγώ. Έχετε δει το αντικουνουπικό; Έχουν αποθρασυνθεί τα δαιμονισμένα σήμερα» ακούγεται η φωνή του άντρα με το λαχανί σπίντο. Η γυναίκα δεν του απαντά. Έχει βάλει την ξαπλώστρα του στην παχιά σκιά από το πάνελ του ηλιακού θερμοσίφωνα, κάθεται με τις ώρες και διαβάζει μυθιστορήματα κι εμείς μένουμε να καιγόμαστε στον ήλιο. Για να μην θυμηθώ πως δεν ρώτησε κανέναν για να βάλει ηλιακό πάνελ σε κοινόχρηστο χώρο της πολυκατοικίας, σκέφτεται η γυναίκα καθώς ξεβιδώνει το καπάκι του αντιηλιακού. Το πιέζει και αδειάζει τις τελευταίες σταγόνες στην παλάμη της. Απλώνει την παχύρευστη κρέμα στο πρόσωπό της. Κυκλικές και απαλές κινήσεις, μάγουλα, μέτωπο, ζυγωματικά. Υπενθυμίζει στον εαυτό της πως τα πόδια της χήνας είναι ύπουλα και πλημμυρίζει με κρέμα τις λεπτές γραμμές στις γωνίες των ματιών της. Αφήνει το άδειο μπουκάλι στο πάτωμα δίπλα της. Παρατηρεί για λίγο τον αέρα καθώς βράζει στην επιφάνεια του τσιμέντου και επιστρέφει στις τελευταίες διακοπές της στην Κρήτη, χρόνια πριν. Με τον ίδιο τρόπο έβραζε ο αέρας πάνω στην άσφαλτο στο δρόμο για την παραλία του Μπάλου. Σφαλίζει τα βλέφαρα και τινάζει τις αναμνήσεις μακριά. Ακουμπά τις ανοικτές παλάμες στα γόνατα και τις στρέφει προς τον ήλιο. Πριν δύο μέρες είχαν καλεσμένο ένα γιατρό στην αγαπημένη της πρωινή εκπομπή. Ο γιατρός τόνιζε πως με αυτόν τρόπο απορροφάται καλύτερα η βιταμίνη D. «Ξέχνα βιταμίνες και συμπληρώματα διατροφής, δεν υπάρχουν λεφτά για πέταμα» βουίζουν στο μυαλό της τα λόγια του άντρα της.
Το μουγκρητό των αλυσίδων του ασανσέρ ξεφεύγει από το καμαράκι στο πίσω μέρος της ταράτσας και της τρυπά τα αυτιά. Ανοίγει τα μάτια και στρέφει το πρόσωπο προς το δώμα που οδηγεί στο κλιμακοστάσιο. Μερικά λεπτά αργότερα, οι μεντεσέδες τρίζουν καθώς ανοίγει η πόρτα. Ο άντρας με το φλοράλ πουκάμισο κρατά δύο ποτήρια με ροζ σόδα, πολλά παγάκια και χάρτινες ομπρελίτσες. «Καλησπέρα σας, κυρίες μου. Πώς είμαστε;» τους λέει, προσπερνά την πισίνα και πάει να λάβει θέση στη δική του ξαπλώστρα πίσω από τον ηλιακό. Η γυναίκα σφαλίζει ξανά τα βλέφαρα. Ξεροβήχει μόλις ακούει τον παφλασμό από το φιλί των δύο αντρών. Δεν προλαβαίνει να εστιάσει στην συγκέντρωση της πολύτιμης βιταμίνης D, από την ανοιχτή πόρτα βγαίνει η μητέρα με τα δύο νήπια. Τα νήπια ξεφεύγουν από τα χέρια της. Το αγόρι κραδαίνει ένα φτυάρι και ένα κουβαδάκι, πλησιάζει τις τρεις γλάστρες στο πίσω μέρος της ταράτσας. Στέκεται μπροστά από τη μεσαία γλάστρα και ξεκινά να σκάβει τα σωθικά ενός ξεραμένου μπένζαμιν με το πλαστικό του φτυάρι. Το κορίτσι γλείφει ένα παγωτίνι, πλησιάζει την πισίνα και σκανάρει το εσωτερικό της. Το βλέμμα της συναντά εκείνο της γυναίκας. Αφουγκράζονται για μερικά καρδιοχτύπια ώσπου η γυναίκα τινάζεται όρθια. «Μπορείς να κάτσεις μικρή» λέει στο κορίτσι κι επιστρέφει στην ξαπλώστρα της. «Πες ευχαριστώ, αγάπη μου» λέει η μητέρα καθώς απλώνει την ψάθα τους δίπλα από τις σκουριασμένες κεραίες τηλεόρασης του 4Α και του 5Β. «Ευχαριστώ» τιτιβίζει το κορίτσι και μπαίνει στο νερό. Η γυναίκα μουγγρίζει και μένει να παρατηρεί το ξυλάκι του παγωτού καθώς ξεφεύγει από το χέρι του κοριτσιού κι αγγίζει τον πάτο της πισίνας. «Θα σας πείραζε να βάλουμε λίγη μουσική; Για τα παιδιά» ρωτά η μητέρα. «Κανένα πρόβλημα» ακούγεται η φωνή της γυναίκας με το παρεό στο πρόσωπο. Ο άντρας με το λαχανί σπίντο βγάζει το κεφάλι του πίσω από το πάνελ του θερμοσίφωνα. «Κανένα πρόβλημα, ό,τι θέλουν τα παιδιά». Η γυναίκα ετοιμάζεται να ξεφουρνίσει φρέσκα παράπονα μα παρατηρεί τον ιδρώτα που κυλά στο λαιμό της μητέρας, παρασέρνει μερικές στρώσεις πούδρας και μια μελανιά κάνει την επανεμφάνισή της. «Καλύτερα να μην μπλέξουμε με αστυνομίες και τέτοια» έλεγε ο άντρας της γυναίκας κάθε φορά που άκουγαν φωνές και κλάματα από το διαμέρισμα της μητέρας με τα δύο νήπια. «Αν είναι για τα παιδιά, εντάξει» ψελλίζει η γυναίκα και κάθεται στην ξαπλώστρα. Το δέρμα σε όλο το σώμα της εξακολουθεί να φλέγεται μα δεν υπάρχει σταγόνα αντιηλιακό τριγύρω. Το κινητό της μητέρας ξερνά ένα παιδικό τραγούδι.
Baby shark, doo doo doo doo doo doo.
Baby shark, doo doo doo doo doo doo.
Baby shark, doo doo doo doo doo doo.
Baby shark!
Το κορίτσι ανεβοκατεβάζει το κεφάλι της στον ρυθμό και τραγουδά. «Λίγο πιο σιγά, αγάπη μου. Μην ενοχλούμε» λέει η μητέρα και κάθεται στην ψάθα της. Η γυναίκα βολεύεται στην ξαπλώστρα, ανοίγει τις παλάμες προς τον ήλιο και κλείνει τα μάτια. Δεν μπορεί να καταλάβει αν την πήρε ο ύπνος και πόση ώρα πέρασε ώσπου ακούει τη λαχανιασμένη φωνή της κυρίας του τρίτου. «Χίλια συγγνώμη που άργησα αλλά σήμερα στη δουλειά γινόταν χαμός. Τους βαρέθηκα, κάθε Σάββατο τα ίδια, φορτώνουν όλοι τα καρότσια λες και θα έρθει η συντέλεια του κόσμου από Κυριακή σε Δευτέρα. Πώς μου είστε; Δροσίζεστε καθόλου; Λοιπόν, σας έφερα το αντιηλιακό, το επόμενο είναι η σειρά σας να το πληρώσετε, σωστά;» λέει στη γυναίκα με το παρεό στο πρόσωπο και συνεχίζει. «Χτες πήρα κατά λάθος μαζί μου το αντικουνουπικό, σας το έφερα. Ελπίζω να μην το τελείωσε όλο η κόρη μου χθες βράδυ, το πήρε πριν την προλάβω, αν είναι θα αγοράσω εγώ την επόμενη φορά. Έφερα και καινούρια αφίσα, καιρός να αλλάξουμε νησί» λέει και πλησιάζει τον τοίχο του δώματος. Ξεκολλά μια ξεθωριασμένη αφίσα με το ναό της Αφαίας στην Αίγινα και μεγάλα μωβ γράμματα που σχηματίζουν τη φράση Live your myth in Greece. Μια ρωγμή διατρέχει διαγώνια το σημείο του τοίχου που βρισκόταν η αφίσα. Η κυρία του τρίτου τσαλακώνει το χαρτί και το πετά στην μαύρη σακούλα που έχουν δέσει στα κάγκελα του στηθαίου. «Πού θα πάμε αυτή τη βδομάδα;» ρωτά ο άντρας με το φλοράλ πουκάμισο καθώς εμφανίζεται πίσω από το ηλιακό πάνελ. «Κυκλάδες, βαρέθηκα τον Αργοσαρωνικό» απαντά η κυρία του τρίτου και καλύπτει την ρωγμή στον τοίχο του δώματος με μια νέα αφίσα η οποία εικονίζει ένα άσπρο σπίτι με μπλε παντζούρια στην ακροθαλασσιά και στο πάνω μέρος της υπάρχει η λέξη Serifos με γαλαζοπράσινα γράμματα. Η γυναίκα σηκώνεται από την ξαπλώστρα, πλησιάζει την αφίσα και την περιεργάζεται. Ο άντρας με το φλοράλ πουκάμισο στέκεται μπροστά από την αφίσα, στερεώνει τα χέρια στη μέση του και κλείνει τα βλέφαρά του. «Πόσο δροσερός ο κυκλαδίτικος αέρας. Δεν νιώθετε και εσείς να σας χαϊδεύει τα πρόσωπα;». Τα γέλια της κυρίας του τρίτου και της γυναίκας με το παρεό στο πρόσωπο απλώνονται στις γύρω ταράτσες, σκάνε στα τσιμέντων των γκρίζων πολυκατοικιών και γεννούν αντίλαλο. Η γυναίκα γυρίζει την πλάτη στην αφίσα. Περπατά ως την πισίνα και βυθίζει το δάχτυλό της στο νερό. «Μικρή πρέπει να βγεις για να βάλουμε φρέσκο, αυτό έχει γίνει σκέτο κάτουρο».
Ο Δαμιανός Αγραβαράς γεννήθηκε το 1996 στον Πειραιά. Είναι ιστορικός, κάτοχος του μεταπτυχιακού τίτλου «Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία και Ιστορία της Τέχνης» από το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον την πολιτιστική ιστορία του 20ου αιώνα. Από τον Οκτώβριο του 2021 εργάζεται στο Αρχείο της ΕΡΤ. Ασχολείται με την πεζογραφία και τη θεατρική γραφή. Το 2015 συμμετείχε στο πρώτο στούντιο συγγραφής θεατρικού έργου του Εθνικού Θεάτρου και το 2016 πήρε μέρος στο πρώτο Εργαστήριο Νέων Θεατρικών Συγγραφέων του Ιδρύματος «Μιχάλης Κακογιάννης». Διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί σε ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά (Χάρτης, Περί Ου, Culture Book, Fractal). Τον Σεπτέμβριο του 2023 κυκλοφόρησε η πρώτη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «Πέτα μακριά, Πέπε» από τις εκδόσεις Συρτάρι.
***
Πέτρος Ισαακίδης
Μια σεστίνα για την Ερεσό
Στην Ερεσό, το κύμα αγγίζει την ακτή, γυμνή
απ’ τα μυστικά της. Η θάλασσα ψιθυρίζει
ιστορίες για κάθε γυναίκα που αγκάλιασε. Αγάπη
ρέει στην άμμο, καθώς οι ξένοι κατακλύζουν
το νησί. Κάθε κορίτσι εδώ μια ιστορία
που η θάλασσα θέλει να πει, μα οι ντόπιοι την κρύβουν.
Οι φόβοι, μυστικά που οι ντόπιοι έκρυβαν,
το φως του ήλιου την αλήθεια δεν έλεγε, γυμνή.
Η Ερεσός πάντα άλλαζε, πάντα νέες ιστορίες
γράφονταν στα κύματα. Κι η θάλασσα πάντα ψιθύριζε
για την Σαπφώ, αν και οι φωνές δεν κατακλύζαν
την άμμο. Ήταν οι φωνές της ίδιας αγάπης.
Οι ξένες γυναίκες φέρνουν μαζί τους την αγάπη,
ανοιχτή και ελεύθερη. Οι ντόπιοι δεν την κρύβουν
πια, γιατί τα ευρώ τις τσέπες κατακλύζουν.
Το ψέμα πέφτει, η αλήθεια στέκει γυμνή.
Το ροζ χρήμα μιλά, κι η θάλασσα πια ψιθυρίζει
για αλλαγή. Κάθε καλοκαίρι, μια νέα ιστορία.
Κάθε γυναίκα που έρχεται φέρνει τη δική της ιστορία,
κάθε αγκαλιά στην παραλία μιλά για αγάπη.
Η Ερεσός ακούει, η άμμος σιγά ψιθυρίζει
τα μυστικά που κάποτε οι σκιές προσπαθούσαν να κρύβουν.
Τώρα η αλήθεια λάμπει στον ήλιο, γυμνή,
καθώς τα χρώματα την κατακλύζουν.
Οι εποχές αλλάζουν, τα κύματα πάντα κατακλύζουν
την ακτή. Η Ερεσός ξαναγράφει την παλιά ιστορία,
όπου κάθε αγάπη είναι ελεύθερη, γυμνή.
Οι γυναίκες φέρνουν αλλαγή, μα και αγάπη.
Όλοι πια έμαθαν πως δεν μπορούν να κρύβουν
την αλήθεια που η θάλασσα πάντα ψιθύριζε.
Στην αμμουδιά, κάθε κύμα πάντα θα ψιθυρίζει
για την Σαπφώ. Οι νέες φωνές πάντα θα κατακλύζουν
την Ερεσό. Η αγάπη δε θα χρειάζεται να κρύβει
το πρόσωπό της. Κάθε καλοκαίρι, μια νέα ιστορία
θα λέγεται δίπλα στη θάλασσα. Η αληθινή αγάπη
θα λάμπει στον ήλιο της Λέσβου, περήφανη, γυμνή.
Ο Πέτρος Ισαακίδης γεννήθηκε στη Λάρισα. Σπούδασε ιατρική και δούλεψε ως επιδημιολόγος/ερευνητής στην Κένυα, την Καμπότζη, την Ινδία και τη Νότια Αφρική. Ολοκλήρωσε με διάκριση το Μaster of Arts στη Δημιουργική Γραφή του Πανεπιστημίου του Κέιπ Τάουν. Έχει δημοσιεύσει εκτεταμένα σε επιστημονικά περιοδικά. Ποιήματά του και πεζά, στα αγγλικά και ελληνικά, έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά, συμπεριλαμβανομένων των Anti-Heroin Chic, Ariel Chart, Στάχτες, Χάρτης, Θράκα, The New Contrast και άλλα. Η ποιητική του συλλογή “volcanoed/ηφαιστειωθής” ήταν στη βραχεία λίστα του Βραβείου Θράκα 2024. Ζει στο Κέιπ Τάουν.
***
Άννα Λύκου
Πολύχρωμη μπάλα θαλάσσης
Η λευκή άμμος στροβιλίζεται στον υγρό άνεμο. Μια πολύχρωμη μπάλα θαλάσσης ξεφεύγει από τα χέρια ενός αιώνιου παιδιού, το οποίο παραδόξως δεν πτοείται από την απώλεια, μια και αδυνατεί να συλλάβει την έννοια του τετελεσμένου ‒ θαρρεί πως τα πάντα διορθώνονται. Ένας λουόμενος σε ξαπλώστρα συνεχίζει να διαβάζει με αμείωτο ενδιαφέρον κάποιο πρωτοσέλιδο με νέα που έχουν παλιώσει από καιρό. Ο κόσμος ξάφνου αναποδογυρίζει, η μπάλα θαλάσσης αρχίζει να περιφέρεται νωχελικά πάνω από το κεφάλι του παιδιού με τα υψωμένα χέρια, πάνω από τον λουόμενο στην ξαπλώστρα, η λευκή άμμος όλο και πυκνώνει, πυκνώνει ώσπου το τοπίο γίνεται θολό. Η μπάλα θαλάσσης επιπλέει τώρα στο στερέωμα, το αιώνιο παιδί απομένει με το κεφάλι προς τα κάτω και τα χέρια στο κενό, χαρούμενο ακόμη· ο λουόμενος στην ξαπλώστρα διαβάζει ατάραχος νέα που έχουν παλιώσει από καιρό ενώ η άμμος έχει μετατραπεί σε έναν λευκό ουρανό δίχως άστρα. Κι έπειτα ξαφνικά νυχτώνει. Ένα πυκνό σκοτάδι υφασμένο από λέξεις και χαρτί τυλίγει την παραλία, πυκνό, χωρίς φεγγάρι. Μέσα σε μια στιγμή η ακτή γίνεται ένα με τη νύχτα.
Σε ένα τουριστικό κατάστημα κάποιου μικρού νησιού η βιτρίνα έχει αδειάσει, όπως και η παραλία που βρίσκεται λίγα μέτρα μακριά της. Ο καταστηματάρχης, περιτριγυρισμένος από καφετιές κούτες, μαζεύει αντικείμενα και τα τυλίγει προσεκτικά σε σελίδες τοπικών εφημερίδων. Κρατά στο χέρι του μια γυάλινη σφαίρα που έχει μόλις περιβάλει με τα νέα κάποιας περασμένης, ευημερούσας για το μέρος εποχής. Ένα δάκρυ ξεφεύγει, διεισδύει στο χαρτί και υγραίνει τον σκοτεινό ουρανό της παραλίας ενώ μια γκριζωπή λέξη κάνει αναπάντεχα την εμφάνισή της στον θόλο. Ο άντρας μέσα στην υγρή σφαίρα, προσηλωμένος στην εφημερίδα του, δεν το αντιλαμβάνεται, μα το αιώνιο παιδί με τα υψωμένα χέρια μένει να την κοιτά εκστασιασμένο ‒ «αύριο». Αύριο ίσως η πολύχρωμη μπάλα θα επιστρέψει. Ο καταστηματάρχης αναστενάζει και αποθέτει την εύθραυστη σφαίρα στην κούτα. Λίγα αντικείμενα ακόμα απομένουν ώστε ό,τι τον περιέβαλλε τα τελευταία χρόνια να είναι έτοιμο για τη μεταφορά σε κάποια σκονισμένη αποθήκη. Σε μια γωνιά, τυλιγμένο σε ρολό, περιμένει να στολιστεί ένα απεχθές στα μάτια του «ενοικιάζεται». Οριστικό τέλος σεζόν, ή ίσως αύριο…
Ονομάζομαι Άννα Λύκου. Γεννήθηκα το 1983 στην Αθήνα, όπου και σπούδασα Γαλλική Φιλολογία. Ασχολούμαι με τη συγγραφή και την επιμέλεια κειμένων. Έχουν εκδοθεί δύο βιβλία μου, οι Ανθισμένες πατάτες και η Χρωμοπαγίδα, στην Άνω Τελεία.