Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Ο Γαγάτος και τ’ άλογο 1
Μεταγραφή: Ευάγγελος Ι. Τζάνος
Το πώς είχε αποκτήσει τα χρήματα ο Κώστας ο Γαγάτος ούτε αυτός ο ίδιος
δεν ήξερε. Ίσως το ήξερε μόνο η μάνα του, η Μαγιάκω, η οποία είχε πέντε
προγόνια και τρία ή τέσσερα δικά της παιδιά. Και σαν πέθανε ο μακαρίτης ο
σύζυγός της, αυτή διηγιόταν πως έβλεπε διάφορα προφητικά όνειρα για το
μέλλον και την τύχη των παιδιών.
«Απόψ’ είδα στον ύπνο μ’, αχ! Μαριώ μ’, Μαριώ μ’! (διηγιόταν στην
προγονή της την πρωτότοκη, ίση σχεδόν με αυτή στα χρόνια) πως ήρθ’ ο
αφέντ’ς σ’ (δηλαδή ο πατέρας σου) και μου ’πε, αχ! Μαριώ μ’! Πέντε
παιδιά θα προκόψ’νε, Μαριώ μ’, Μαριώ μ’!»
Και απαριθμούσε ποιοι από τους αδερφούς επρόκειτο να προκόψουν,
σύμφωνα με την αποκάλυψη που της είχε κάνει στο όνειρο ο πεθαμένος.
Έπειτα πρόσθετε ρυθμικά, μεταξύ πρόζας και στίχου, σα να μοιρολογούσε,
και κουνώντας το κεφάλι, σαν έτσι να κρατούσε το χρόνο: «Η στέρφα, η
Φράγκισσα, η θυγατέρα μ’…»
Είχε μια κόρη που ξενιτεύτηκε με τον δημόσιο υπάλληλο σύζυγό της και
είχε αλλάξει το ντόπιο ντύσιμο· γι’ αυτό η μητέρα της τη μισούσε ολόψυχα
και την ονόμαζε σχεδόν πάντοτε: «η Φράγκισσα».
«Η στέρφα, η Φράγκισσα, η θυγατέρα μ’, κι ο αδερφός σ’, ο
γκαβούλιακας, ο Παναγής, φτου! στάχτ’ κι κορνιαχτός!…»
Όσον αφορά το μοναχογιό της, τον Κώστα, αυτή, όπως φαίνεται, είχε
βοηθήσει στο να επαληθευτεί ο χρησμός. Όταν ψυχομαχούσε ο γέροντας,
αυτή πήρε, τουλάχιστον καθώς έλεγε ο κόσμος, το μεγάλο κομπόδεμα,
δηλαδή τη σακούλα με τις λίρες, και το έριξε στο πηγάδι της αυλής, που
είχε δύο ή τρεις σπιθαμές νερό. Μόλις ξεψύχησε ο πατέρας τους, κι ενώ ο
νεκρός ήταν ζεστός ακόμα, οι δε άλλοι γιοι του πεθαμένου, οι προγονοί της,
έψαχναν να βρουν το κομπόδεμα, αυτή υπέδειξε στον Κώστα πού είχε ρίξει
τη σακούλα με τις λίρες.
Το πώς ανέσυρε τη σακούλα από το πηγάδι ο γιος της ούτε η γριά
Μαγιάκω δεν ήξερε, αν δηλαδή κατέβασε γάντζο με σχοινί ή αν ο ίδιος
κατέβηκε με σκάλα ή χωρίς σκάλα ή βούτηξε ή αν άδειασε το πηγάδι με την
αντλία ή με τον κουβά, για να φανεί το κομπόδεμα στο βάθος· αυτό μόνο ο
Γαγάτος το ήξερε.
Ο Κώστας ο Γαγάτος τώρα ήταν μέγας και πολύς, τοκιστής στο χωριό·
τα σίγουρα τα τόκιζε πότε με δεκαοκτώ τοις εκατό και πότε με δεκαέξι ή με
δεκαπέντε, συν τον ανατοκισμό. Τα θαλασσοδάνεια, συνήθως με τριάντα
έξι τοις εκατό και πάλι συν τον ανατοκισμό.
Ήταν δε πρόθυμος να δανείζει και να ενθαρρύνει για εργασία. Άμα
έβλεπε κάποιον χωρικό με καλά κτήματα, προσφερόταν και τον κατάφερνε
να του δώσει χρήματα, για να επεκτείνει τις καλλιέργειές του· άμα έβλεπε
κάποιον άξιο βαρκάρη, πάλι ήταν πρόθυμος να του δώσει, για να
ναυπηγήσει μπρατσέρα ή γολέτα ή κότερο. Με αυτόν τον τρόπο, είχε πάρει
τα κεφάλια πολλών, χωρικών ή θαλασσινών, ενώ αυτός δεν έχανε ποτέ του
τίποτε, ούτε διάφορο ούτε κεφάλι.
Αλλ’ ήταν πράγματι «γερό κεφάλι» ο Κώστας ο Γαγάτος. Αν με τη
μέθοδο αυτή δεν αποκτούσε δημοτικότητα, αν γινόταν μάλλον λαομίσητος,
πεντάρα δεν έδινε. Του αρκούσε να μη χάσει χρήματα. Ήξερε πολύ καλά
ότι κάθε τοκογλύφος αρκεί να έχει φιλοδοξία –και ποιος δεν έχει;– και θα
έρθει η μέρα, η ώρα, η ψυχολογική στιγμή, που θα γίνει σύμβουλος,
δήμαρχος ή και βουλευτής, αρκεί να το θέλει. Ήξερε ότι, όσο μισείται
κάποιος, τόσο φοβερός και σημαντικός γίνεται· αλλ’ όταν φανεί ανάξιος και
«μπόσικος» και του φαν οι άλλοι τα λεφτά, τότε, στο τέλος, περιφρονείται,
και «τύφλα!» του φωνάζουν όλοι.
Με αυτή τη μέθοδο, είχε καταφέρει και το Γιάννη τον Περιβόλα, που είχε
αλογόμυλο, να πουλήσει το παλιό άλογό του και ν’ αγοράσει νέο· τον
δάνεισε δε τριακόσιες δραχμές.
Τον πρώτο χρόνο ο Γιάννης ο Περιβόλας του πλήρωσε όλο τον τόκο,
προς δεκαέξι τοις εκατό, και μέρος του κεφαλαίου. Το δεύτερο χρόνο δεν
ευκολύνθηκε να δώσει τίποτε από το κεφάλαιο, μόνο θέλησε να δώσει τον
τόκο του υπολειπόμενου κεφαλαίου. Ο Γαγάτος του είπε: «Φέρ’ εσύ κι εγώ
τα σβήνω· κάνουμε καλά».
Ο Γαγάτος πήρε τα δύο εικοσιπεντάρικα, που κρατούσε στα χέρια ο
άνθρωπος περιμένοντας να πάρει ρέστα, και του έδωσε μόνο δύο δραχμές,
κρατώντας σαράντα οκτώ για ολόκληρο το κεφάλαιο, ενώ δικαιούταν να
πάρει τόκο μόνο για το υπολειπόμενο. Τον τρίτο χρόνο ο Περιβόλας
μπόρεσε πάλι να δώσει μέρος του κεφαλαίου και ο Γαγάτος είπε ότι τα
σβήνει, ας μην ανησυχεί κ.λπ. Τον τέταρτο χρόνο ο Περιβόλας έδωσε μόνο
τόκο, στα κουτουρού, επειδή δεν ήξερε πόσος ήταν ακριβώς.
Τον πέμπτο και τον έκτο χρόνο είχε πέσει δυστυχία, αφορία μεγάλη κ.λπ.
Ασθένειες, θάνατοι και η γέννηση διδύμων είχαν ενσκήψει στο σπίτι του
Περιβόλα. Ο άνθρωπος δεν μπόρεσε να δώσει ούτε τον τόκο.
Ο Γαγάτος τον είχε τυλίξει με τέτοιο τρόπο ώστε ο Περιβόλας να μην
γνωρίζει πλέον πόσα χρωστούσε και πόσα ήταν να πληρώσει. Άρχισε δε να
τον πιέζει, απαιτώντας την πληρωμή του τόκου και του κεφαλαίου, αλλ’
εκείνος δεν είχε, ούτε ήταν εύκολο να δανειστεί. Τέλος, ο Γαγάτος κίνησε
αγωγή απαιτώντας τους τόκους δύο ετών και ολόκληρο το κεφάλαιο.
Ο Κώστας, ενώ εξωδίκως έλεγε ότι «τα σβήνει», ότι τα έχει σημειωμένα
στο κατάστιχό του κ.λπ., στο δικαστήριο μόνο το ομόλογο παρουσίασε, και
μόνο τους τόκους των τεσσάρων ετών αναγνώρισε ότι είχε πάρει. Δεν
άργησε να εκδοθεί απόφαση «εκτελεστή».
Την άλλη μέρα ο Ανδρέας της Βασιλικής, δικαστικός κλητήρας,
φουστανελοφόρος, μαζί με τον τρίτο πάρεδρο κ.λπ., προχώρησαν στην
κατάσχεση του αλόγου του Περιβόλα.
Το άλογο ήταν ακμαίο ακόμη. Ήταν ξεκούραστο από μέρες και δεχόταν
αναβάτη, επειδή τα αλέσματα στο μύλο, κριθάρια ή καλαμπόκια, ήταν
σπάνια εκείνη τη χρονιά.
Ο Γαγάτος, αν το πουλούσε, θα έπιανε βέβαια τα χρήματά του, αλλά δεν
ήθελε να το πουλήσει. Το ήθελε για τον εαυτό του. Είχε κτήματα πολλά και
φάμπρικες και ελαιοτριβεία ο Γαγάτος.
Το πήρε στη δικαιοδοσία του ο γιος του Γαγάτου, ο Θοδωρής, ο οποίος
γράμματα δεν είχε μάθει ούτε σε άλλο τίποτε ήταν χρήσιμος· μόνο είχε
μανία να τρέχει με τα ζώα, σαν αγωγιάτης, να χορταίνει καβάλα, ν’ ατακτεί
και να ωρύεται τη νύχτα στα λιβάδια, μερικές φορές και στους δρόμους της
πολίχνης. Ήταν πλασμένος για να γίνει οδηγός γαϊδάρου.
Ο Θοδωρής το πήρε, το κοίταξε, το καμάρωσε, το χάιδεψε και είπε:
«Μωρέ, κελεπούρι! Τεφαρίκι! Βρε, πλιάτσικο».
Το καβάλησε πλήρης θριάμβου και πήγε να το βοσκήσει. Το πότισε. Το
βόσκησε πάλι. Το καβαλίκεψε πάλι, το έτρεξε με καλπασμό. Το καμάρωνε
σαν καινούργιο κόσκινο· δεν ήξερε τι να το κάνει· του φαινόταν σα λεία, σα
λάφυρο, σαν εύρημα, σαν έρμαιο, σαν κειμήλιο, σαν θεόπεμπτο, σαν
ουρανοκατέβατο, σαν κάτι το μυθικό.
Το βράδυ επέστρεψε και το έκλεισε στο σταύλο, που ήταν κολλητά με το
ελαιοτριβείο του πατέρα του, μέσα σε μεγάλη αυλή με ψηλό φράκτη.
Το πρωί το ζώο βρέθηκε νεκρό. Τι είχε πάθει; Με ποια, τάχα, αφορμή;
Ένας γέροντας, ο εμπειρικός κτηνίατρος του τόπου, απεφάνθη: «Αν δεν
είναι από μάτι, θα έσκασε απ’ το κακό του γιατί άλλαξε αφέντη».
Βιογραφικό
Ο Ευάγγελος Ι. Τζάνος γεννήθηκε το 1962 στην Αθήνα όπου ζει και εργάζεται. Διήγημά του δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νέες Τομές», (1984). Κυρίως, εκδίδει βιβλία πεζογραφίας. Οι συλλογές του «Σύνεργα», «Ενέδρα», «Λαβή» και η νουβέλα «Αφανισμός» αποτελούν τα τέσσερα μέρη της τετραλογίας με τον τίτλο «Το Τυχαίο». Το 2021 εκδόθηκε η εργασία του «Γεράσιμος Βώκος. Η ζωή και το έργο του. Η βιβλιογραφία του (1886–2020)». Στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο εκπόνησε τη Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία με θέμα: «Η Αγία Γραφή και η μαρτυρία της Ορθοδοξίας στο συγγραφικό έργο του Φώτη Κόντογλου» (2018–2019).
1 Όπως βρίσκεται στο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Άπαντα, τόμ. 1-5, κριτική έκδοση Ν. Δ.
Τριανταφυλλόπουλος, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1984, τόμ. 3, σελ. 249-252.