Όψεις της μητρότητας στο Συννεφοκυνηγητό (Μελάνι, 2023) της Ειρήνης Μαργαρίτη
Τ@ Νόα Τίνσελ/ Βάγιας Κάλφα
Το πλαίσιο
Το να γράφεις σήμερα για τη μητρότητα (1) δεν είναι χωρίς ρίσκο και αυτό έχει να κάνει τόσο με τις τεταμένες σχέσεις μητρότητας-δυτικού φεμινισμού διαχρονικά (2), όσο, κυρίως, με την παρούσα ιστορική συγκυρία, εντός και εκτός Ελλάδας. Η άνοδος της ακροδεξιάς και των φονταμενταλισμών θέτουν σε κίνδυνο, μεταξύ άλλων, τα κατεκτημένα αναπαραγωγικά δικαιώματα και την αυτοδιάθεση του σώματος, ενώ η εργαλειοποίηση, από αυτούς, της μητρότητας και του παιδιού -της παιδικότητας- και η κατασκευή τους ως επαπειλούμενων από τη «νέα τάξη πραγμάτων» -και μέσω αυτών, της ετερόφυλης οικογένειας, της θρησκείας και του έθνους- κάνουν τη πραγμάτευση της μητρότητας, και σήμερα, φορτισμένη υπόθεση.
Η Ελλάδα φυσικά δεν αποτελεί εξαίρεση. Μέσα στην τελευταία πενταετία έχουμε δει ουκ ολίγες προσπάθειες να ελεγχθούν τα αναπαραγωγικά δικαιώματα των θηλυκοτήτων. Από τη μία πλευρά, είδαμε μία απόπειρα να δαιμονοποιηθούν οι αμβλώσεις και να ασκηθούν πιέσεις με σκοπό την κατάργησή τους, με την Ιερά Σύνοδο το 2019 να κάνει δεκτό το αίτημα του κινήματος κατά των αμβλώσεων «Αφήστε με να ζήσω», και να καθιερώνει με εγκύκλιο την «ημέρα της ζωής του αγέννητου παιδιού» και εκπροσώπους του κλήρου να εξισώνουν, με ψευδοεπιστημονικά επιχειρήματα, τις αμβλώσεις με ανθρωποκτονίες, ρητορική που έφτασε στο αποκορύφωμά της αφενός με την σχετική καμπάνια στο μετρό της Αθήνας το 2020 από την Πανελλήνια Ένωση Φίλων Πολυτέκνων, την οποία προώθησε, κάνοντας εξώφυλλό της, γνωστή αθλητική εφημερίδα (3), αφετέρου με δηλώσεις κληρικών που χρησιμοποιούσαν την εγκυμοσύνη για να σχετικοποιήσουν και να αρνηθούν την διάπραξη βιασμού (4). Από την άλλη πλευρά, είδαμε να εγκαλούνται επιθετικά οι -σαφώς προσδιορισμένες σεξουαλικά, ταξικά, εθνικά- θηλυκότητες στο «τέλος της αναπαραγωγικής τους ηλικίας» στο ρόλο τους ως μητέρων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την απόπειρα διοργάνωσης συνεδρίου γονιμότητας στα Γιάννενα το 2021 (5). Σε αυτά έρχεται να προστεθεί ο νόμος Τσιάρα για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια (6), η έμφυλη βία (7) και η κρατική διαχείρισή της (για την ακρίβεια την απουσία σοβαρών πολιτικών γύρω από αυτήν), οι επιπτώσεις του covid στην οικονομική κατάσταση των θηλυκοτήτων, ήδη δυσχερέστερη σε σχέση με τις αρρενωπότητες λόγω έμφυλων διακρίσεων και στην εργασία (8), πολύ περισσότερο όταν υπάρχουν κι άλλες μη προνομιακές θεσιακότητες, που δείχνουν ότι το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του σώματος μόνο κατακτημένο δεν είναι.
Αλλά και στην ίδια τη λογοτεχνία, η μητρότητα είναι ένα φορτισμένο υλικό, μεταξύ άλλων, γιατί συχνά θεωρείται «γυναικεία θεματική», που κλείνει το έργο σε ένα περιορισμένο κοινό, στερώντας του την περίφημη «καθολικότητα». Εξαίρεση, ίσως, αποτελούν έργα που κολακεύουν, μέσω της μητρότητας, την πατριαρχία, αναπαράγοντας έμφυλα στερεότυπα. Ωστόσο, υπάρχουν πολλές μητρότητες, που έχουν να κάνουν με τις θεσιακότητες που διασταυρώνονται και φτιάχνουν τις αντίστοιχες εμπειρίες, οι οποίες ασκούν κριτική, κάνουν ρηγματώσεις, δείχνουν όψεις που χάνονται μπροστά σε ολοποιητικά αφηγήματα που αποκλείουν. Μία τέτοια συλλογή είναι το Συννεφοκυνηγητό της Ειρήνης Μαργαρίτη.
Η μητρότητα στο Συννεφοκυνηγητό
Η μητρότητα στο Συννεφοκυνηγητό δεν παρουσιάζεται εξιδανικευτικά, ως κάτι που μεταμορφώνει τα πάντα με αστερόσκονη, αλλά ούτε και ως κάτι στο οποίο εγκλωβίζεται το ποιητικό υποκείμενο, χωρίς προθετικότητα, ως θύμα της πατριαρχίας. Αντίθετα, παρουσιάζεται ως μια νέα κατάσταση η οποία βιώνεται στην πολυπλοκότητά της: το ποιητικό υποκείμενο άλλοτε νοσταλγεί και πενθεί την ζωή του πριν από τη μητρότητα («Όχι κήπος», «Άνθρωπος γλυκού νερού», «Η επιστροφή στο σπίτι μετά από ένα μεγάλο ταξίδι…», «Σημείωμα», «Κοιτάζω όρθια», «Καπνίζω όρθια δίπλα στα φυτά εσωτερικού χώρου»), άλλοτε μέσα από αυτή και μέσα από το ανοικειωτικό βλέμμα του παιδιού («Το Καινούριο Φωτιστικό») επιστρέφει σε μια παιδικότητα που έμοιαζε χαμένη. Στο ποίημα «Santa piata» διαβάζουμε:
Υπάρχει μια μικρή, δική μας ιερή στιγμή
εκεί μετά το μπάνιο σου το βραδινό
όταν σε βγάζω απ’ το νερό
και σε κρατώ για λίγο στον αέρα
να στραγγίξειςSan ta piata
λέω και γελάωSanta Piata
Κι έτσι όπως αναφέρομαι σε σένα
ξεχνάω σχεδόν πως
μόλις χθες
δεν ήμουν μαμά
μόλις χθεςείμαι μια φωτογραφία που σου μοιάζει
Κι ύστερα
τίποτ’ άλλο δεν έχει σημασία
όπως σε κρατώ
όσο η προσευχή του
να γλιστράω
μέσασεσένα
Σε αυτό το ποίημα, όπου κυριαρχεί η αφή, η Μαργαρίτη αποτυπώνει τη γήινη σύνδεση παιδιού και μάνας, που χτίζεται και τροφοδοτείται από παρόμοια τελετουργικά, αφήνοντας πίσω υπερβατικές αφηγήσεις που βλέπουμε συχνά για αυτό το δεσμό που αυξάνουν την απόσταση τόσο ανάμεσα σε όσες έχουν παιδιά και σε αυτές που δεν, όσο και ανάμεσα στη μητέρα και τον πατέρα. Το λογοπαίγνιο («Santa Piata») στα αγγλικά που χρησιμοποιεί ένα σύμβολο έμφυλης καταπίεσης (τα πιάτα) δίπλα σε ένα άλλο (παιδί) σε ένα πρώτο επίπεδο δείχνει ένα σύμπαν του οποίου ο ορίζοντας έχει ασφυκτικά στενέψει: το ποιητικό υποκείμενο κινείται από την κουζίνα στο μπάνιο και πίσω, επιφορτισμένο με την ευθύνη της φροντίδας του παιδιού και όλη του η εικονοποιία αντανακλά αυτή τη διαδρομή. Το νερό, ωστόσο, λειτουργώντας ως νήμα που δεν συντηρεί μόνο παιδί και γονιό, στον προνομιούχο κόσμο τουλάχιστον, αλλά που και πάντα ρέει και αποδρά, γλιστρώντας από τις σημασίες, έρχεται και ξεπλένει τα σημαίνοντα, και, διακόπτοντας τη στιγμιαία (εκ)λάμψη του εαυτού πριν τη μητρότητα, αποφορτίζει, αφήνοντας τα σώματα στην υλικότητά τους, έξω από αφηγήσεις: αυτή η μετατόπιση από τον εγκλωβισμό της εμφυλοποιημένης οικιακής ενηλικότητας στην ξανακερδισμένη συν-παιδικότητα (με την έννοια του να γίνεσαι παιδί με το παιδί) οπτικοποιείται με την αναδιατύπωση του αρχικού «san ta piata» σε «santa piata». Έτσι, μέσω του νερού, τα σώματα γίνονται ρευστά και διαπερατά: κρατώντας το παιδικό σώμα που γλιστρά, το ποιητικό υποκείμενο γλιστρά στο παρελθόν και το μέλλον του (το δικό της και του παιδιού), σε μια φευγαλέα στιγμή, πριν στεγνώσουν και σταθεροποιηθούν και τα δύο στο παρόν (και στις κοινωνικά κατασκευασμένες ετερότητές τους). Έχουμε, επομένως, εδώ μια στιγμή η οποία αναπαριστά την μερικότητα και την αστάθεια των υποκειμένων, όχι με τρόπο που απειλεί την υποκειμενικότητά τους, αλλά με τρόπο που επιτρέπει τη διαπλοκή των πολλαπλών θεσιακοτήτων τους και την αμοιβαιότητα/ συγχώνευσή τους έξω από τη γλώσσα (9). Παιδί και μητέρα για λίγο ρέουν το ένα μέσα στην άλλη και ανάποδα και αυτή η ροή οπτικοποιείται στον τελευταίο στίχο του ποιήματος («μέσασεσένα»).
Το κλείσιμο του ποιήματος, με αυτή την έννοια, δεν αποτελεί για τη μητέρα αποδοχή μιας μοίρας που της έχει επιβληθεί, ούτε απαίτηση εκ μέρους της για ισόβια σύνδεση με το παιδί στη βάση της βιολογικής συγγένειας, αλλά χειραφετητική χειρονομία εκ μέρους της προς εκείνο όσο και παραδοχή των ορίων της γλώσσας και των μεγάλων αφηγήσεων. Ταυτόχρονα, είναι και μια ευχή που αποτελεί έμμεση αναφορά-σχόλιο στην έμφυλη κοινωνικοποίηση, προβληματισμός γύρω από την οποία και το πώς ξεκινά από την οικογένεια διατρέχει τη συλλογή. Με την κοινωνία (και τον πατέρα) να περιμένει από τη μάνα να παραδώσει ένα μέλος που θα επιτελεί «σωστά» το φύλο και την σεξουαλικότητά του (στην προκειμένη περίπτωση, την «αρρενωπότητά» του), με όσα αυτά έχουν επενδυθεί, έτοιμη να της φορτώσει ευθύνες κατασκευάζοντάς την ως χειριστική, ευνουχιστική, φορέα και δημιουργό ενοχών και καταπιέσεων (Rich, 1986: 186), από τη μία, και με την ίδια, από την άλλη, να θέλει να διεκδικήσει μια καλύτερη θέση για τις θηλυκότητες, κάτι που σημαίνει να έρθει αντιμέτωπη με την πατριαρχική κοινωνία και τους ρόλους της (Rich, 1986: 205) διδάσκοντάς τους αλλιώς στο παιδί, ξέρει ότι η μεταξύ τους σχέση θα δοκιμαστεί και θα δοκιμάσει τους όρους της ύπαρξης και του ίδιου μέσα στον κόσμο, αν θελήσει να μεγαλώσει ένα γιο που δεν θα επαναλάβει καταπιεστικά συστήματα (Rich, 1986: 209). Για την πολιτική διάσταση της μητρότητας στο Συννεφοκυνηγητό θα επανέλθω παρακάτω.
Η Rich (1986: 22) γράφει για την αμφιθυμία που της προκαλεί η σχέση της με το παιδί της: από τη μία πλευρά, αγάπη, από την άλλη, ζήλεια για την παιδικότητά του, θυμό για την απαίτησή του για αποκλειστικότητα που βιώνεται ως εγωκεντρική. Από τη μία, προστατευτικότητα και τρυφερότητα, φόβος και ελπίδα για το μέλλον του, από την άλλη, επιθυμία απελευθέρωσης από αυτό και όσα είναι δεμένα μαζί του, συναισθήματα και ευθύνες. Γράφει για τις στιγμές που περιμένει τον άλλο γονιό, τον πατέρα, να επιστρέψει στο σπίτι, προκειμένου να αισθανθεί την ασφάλεια ενός άλλου ενήλικα στο χώρο που θα της επιτρέψει να αποφορτιστεί από τη συνεχόμενη προσοχή του παιδιού που την οδηγεί στην εξάντληση (Rich, 1986: 23) και για την ανάγκη να δραπετεύσει από αυτό (Rich, 1986: 24). Για την επιπεδοποίηση του συναισθήματος, τη διάσπαση της προσοχής, το φόβο της απώλειας της δημιουργικότητας και τελικά την αδιαφορία για την ποίηση, μετά τη μητρότητα (Rich, 1986: 27) και των ανακατατάξεων που φέρνει ο έμφυλος καταμερισμός του μόχθου. Με τον χρόνο να ορίζεται από τις ανάγκες του παιδιού και τις δουλειές του σπιτιού, κλεισμένη στον ιδιωτικό χώρο, αντίθετα με τον άνδρα που συνεχίζει τη ζωή του, το κυνήγι του μισθού, των φιλοδοξιών του, της δύναμης με ελάχιστες τροποποιήσεις (Rich, 1986: 46), ή διαλυμένη μεταξύ αυτού και της δουλειάς της (Rich, 1986: 54), βιώνει τη νέα της πραγματικότητα, ως ρούφηγμα/αδιέξοδο κατασκευασμένο κοινωνικά (Rich, 1986: 27).
Παρόμοια και η Μαργαρίτη αρνείται την κοινωνική σιωπή γύρω από τις δυσκολίες της μητρότητας. Απέχοντας από ρομαντικοποιήσεις που θέλουν τη μητρότητα ως κάτι που βγαίνει αντανακλαστικά στη γυναίκα, το ποιητικό υποκείμενο πλοηγείται σε αυτήν μαζί μας, δίνοντάς μας τις στιγμές της εξάντλησης όπου νομίζεις ότι χάνεις το μυαλό σου, δίπλα στις στιγμές της μαγείας («Το καινούριο φωτιστικό»). Στο ποίημα «Χολ» γράφει:
Καθισμένοι στο χολ περιμένουμε τον μπαμπά να επιδιορθώσει την σκούπα
ή τον κόσμοκι εγώ συνέχεια μιλώ
σε αυτό που με λέει μαμά
το μυαλό μου,
του λέω,
μοιάζει όλο και περισσότερο
με το φαγητό σου
Μακριά πολύ από το να προσποιείται επάρκεια ή να αναπαράγει τον αυτομαστιγωτικό λόγο της μητρικής ανεπάρκειας, όσο και από το να εξαφανίζεται για χάρη του παιδιού, το ποιητικό υποκείμενο αρνείται να παραιτηθεί από συναισθήματα τα οποία απαγορεύονται κοινωνικά στη μάνα ως εγωκεντρικά και ανώριμα. Παρομοιάζοντας το μυαλό του με τη βρεφική τροφή, το ποιητικό υποκείμενο αποτυπώνει την ένταση που βιώνει, την οποία εντείνει η ασφυκτική και παρατεταμένη στενότητα του διαδρόμου, η διάλυση/ το ξεχαρβάλωμα της σκούπας (στη μηχανική λειτουργία της οποίας όλοι είχαν επενδύσει με τον ίδιο τρόπο που επενδύουν σε αυτή), οι πιθανώς νευρικές κινήσεις του συντρόφου, καθώς προσπαθεί να την επιδιορθώσει. Η βρεφική τροφή, θρεπτική, πολτοποιημένη και εύκολα καταναλώσιμη, καθώς παρομοιάζεται με το μυαλό της νέας μητέρας, δείχνει τον φόβο εκείνης ότι έχει χάσει την οξύτητά του, φόβος που ενισχύεται κοινωνικά και αντανακλά την αφήγηση που θέλει την οικιακότητα και τη μητρότητα να αποχαυνώνουν και να αποπολιτικοποιούν τα υποκείμενα – μπορούμε να θυμηθούμε εδώ, τους Αργοναύτες της Μάγκι Νέλσον, όπου η συγγραφέας γράφει ως «το εξαιρετικά οξύμωρο θέαμα, η έγκυος που σκέφτεται». Παίρνοντας τη φόρμα που εξυπηρετεί το παιδί, προκειμένου αυτό να επιβιώσει, με αυτό να βουτάει τα χέρια του μέσα και να το απλώνει παντού, το μυαλό της νέας μητέρας μοιάζει να έχει βίαια αποσπαστεί από την ίδια, με την τελευταία να μην έχει πια τον έλεγχο πάνω του. Ο φόβος, ο θυμός, το πένθος για την απώλεια του ελέγχου και της ανεξαρτησίας της, η απελπισία και το μπούχτισμα, καλύπτονται από τη συνεχή ομιλία της μητέρας στο παιδί, που γίνεται με έναν τρόπο που δεν ξέρεις αν παρηγορεί εκείνη ή εκείνο.
Θηλυκότητα και μητρότητα (όσο και συντροφικότητα) συχνά συγκρούονται στο Συννεφοκυνηγητό («Όχι κήπος», «Άνθρωπος γλυκού νερού», «Η επιστροφή στο σπίτι μετά από ένα μεγάλο ταξίδι…», «Σημείωμα», «Κοιτάζω όρθια», «Καπνίζω όρθια δίπλα στα φυτά εσωτερικού χώρου»), καθώς το ποιητικό υποκείμενο αναλογίζεται την δική της παιδικότητα, τους έμφυλους ρόλους μέσα στην οικογένεια («Φωτομοντάζ», «TALK-SHOW») και τη διαγενεακή καταγωγή τους, τα υλικά που δόμησαν και την ίδια, τα οποία μεταφέρει στη δική της οικογένεια. Στο ποίημα «Το πιο» γράφει:
καθισμένη στο τραπέζι της κουζίνας. η κουζίνα αυτή δεν είναι δική μας.
είμαι καθισμένη γιατί η γιαγιά μου δουλεύει σε αυτή την κουζίνα που
δεν είναι δική μας και πρέπει να κάτσω ήσυχα και να μην ενοχλώ.
η γιαγιά μου πότε πότε με κοιτάει αγχωμένη γιατί δεν είχε πού να με
αφήσει κι εγώ τώρα πρέπει να κάτσω ήσυχα όσο η γιαγιά θα πλένει τα
πιάτα ή θα φτιάχνει το ψυγείο. και είμαι πολύ μικρή στην κουζίνα αυτή.
πιο μικρή κι από παιδί. με μια καρέκλα σφηνωμένη στο λαιμό μου. που
όσα χρόνια κι αν περάσουν θα μου ζητά να κάνω ησυχία. είμαι καθισμένη,
γιατί η ησυχία είναι ήσυχη και δεν δημιουργεί προβλήματα σε κανέναν.
μάλιστα, σου επιτρέπει να φαντάζεσαι πως αν θες μπορείς να τα σπάσεις όλα.
χωρίς να σηκωθείς. να, σπάω αυτό το βάζο, λες, κι αμέσως νιώθεις σαν να
μην κάθεσαι σε αυτό που ξέρεις πως είναι ένα (το πιο) μεγάλο ναι.
Εδώ το ποιητικό υποκείμενο κάθεται στην κουζίνα ενός ξένου σπιτιού και παρακολουθεί τη γιαγιά της που εργάζεται ως οικιακή βοηθός. Από πολύ μικρή ηλικία διδάσκεται την εμφυλοποίηση του χώρου (ότι η κουζίνα είναι γυναικείος χώρος) και των ρόλων (ότι η φροντίδα του νοικοκυριού και των άλλων είναι γυναικεία υπόθεση). Επιπλέον, όμως, διδάσκεται τις διασταυρώσεις φύλου και τάξης: είναι γυναίκες σαν τη γιαγιά της, χωρίς ταξικό προνόμιο, που φροντίζουν το σπίτι άλλων γυναικών. Διδάσκεται, ακόμη, ότι αυτή είναι η μοίρα της και πως η απόκριση στην έμφυλη και ταξική καταπίεση είναι η σιωπή, το να πνίγεις την οργή σου για να βολέψεις αυτούς που υπηρετείς. Έκτοτε, αυτή η καρέκλα (της συγκεκριμένης κουζίνας, του σχολείου, της εργασίας, η καρέκλα μπροστά στην τηλεόραση, αλλά και κάθε θεσμού που αναπαράγει φυσικοποιημένες τις ανισότητες) γίνεται το σύμβολο/απαίτηση της παθητικής υποταγής που σφηνώνει στο λαιμό του ποιητικού υποκειμένου και σχόλιο για την ποίηση, ειδικά των θηλυκοτήτων. Έτσι, συνδυαστικά με το ποίημα «Έχουμε γυναίκα», το ποιητικό υποκείμενο μιλά αφενός για την ποίηση ως φαντασιακή επανάσταση που δεν αρκεί, καθώς αναγνωρίζει ότι συναινεί και μάλιστα αναπαράγει και το ίδιο τις ιεραρχίες, αφετέρου για τις αναπαραστάσεις και την οικειοποίηση πραγματικοτήτων των λιγότερο προνομιούχων άλλων από τους ποιητές και τη βλάβη που προκαλούν μέσω αυτών οι δεύτεροι στους πρώτους.
Η μητρότητα σε αυτή τη συλλογή της Μαργαρίτη, γίνεται τρόπος επανατοποθέτησης στον κόσμο, καθώς μέσα από αυτήν, το ποιητικό υποκείμενο δεν βλέπει μόνο την προσωπική του ιστορία, αλλά εξετάζει τις θεσιακότητές της και πώς αυτές διασταυρώνονται φτιάχνοντας καταπιέσεις και προνόμια, μητρότητες που δεν είναι μόνο μία. Στο ποίημα «Γεωγραφία», για παράδειγμα, γράφει:
εγώ που θηλάζω αυτό το μωρό
έχω φάει το πρωινό μου
εγώ που θηλάζω έχω φάει
και το μεσημεριανό μου
και γενικά
έχω φάει κάθε γεύμα που χρειάζεται ένας άνθρωπος
για να κάνει οτιδήποτε
όχι μόνο να θηλάσει ένα μωρό
κι έχω πιει νερό
έχω πιει πολύ νερό
τόσο
που ούτε να φανταστούν άλλοι δεν μπορούν
όταν περπατάνε χιλιόμετρα
για να μεταφέρουν λίγο σπίτι τους
αλλά φυσικά
αυτά δεν έχουν σημασία
δεν έχουν σημασία
μικρά πεθαμένα χελωνάκια
που συναντάς στον δρόμο
ούτε λέξεις όπως
μαμά μαμά στεγνό
γιατί έτσι είναι τα πράγματα
έτσι είναι τα πράγματαόταν θηλάζεις στη σωστή πλευρά
του κόσμου.
Εδώ το ποιητικό υποκείμενο αναφέρεται στην ενσώματη εμπειρία της μητρότητας (και όχι σε μια άυλη, ά-τοπη και ά-χρονη κατασκευή της), τοποθετώντας τον εαυτό της, ως μητέρας, στον δυτικό κόσμο, που έχει τα εφόδια να φροντίσει τόσο την ίδια όσο και το παιδί της, αντίθετα με τις μητέρες στη «λάθος» πλευρά της ιστορίας που δεν έχουν πρόσβαση σε βασικά αγαθά, όπως καθαρό νερό και τροφή. Η φυσικοποίηση των ανισοτήτων δηλώνεται ήδη από τον τίτλο: για τους δυτικούς αυτές είναι η πραγματικότητα ενός άλλου, «πρωτόγονου», «βάρβαρου», «απολίτιστου» και «εκ φύσεως κατώτερου» κόσμου (είναι χαρακτηριστική η αναφορά στα «μικρά πεθαμένα χελωνάκια») που διδάσκεται από γενιά σε γενιά στα σχολεία, με τα εγκλήματα της αποικιοκρατίας, του ιμπεριαλισμού, της σκλαβιάς, της φτωχοποίησης να αποσιωπώνται βολικά. Το ποίημα αποτελεί, τελικά, ένα σχόλιο όχι μόνο στην ασφαλή γονεϊκότητα που προϋποθέτει, εκτός των άλλων, την πρόσβαση στην υγεία και την ελευθερία από τη βία, αλλά πάνω στην αναπαραγωγική ιεραρχία γενικότερα, καθώς μας θυμίζει πως το δικαίωμα τόσο στην αντισύλληψη όσο και στην αναπαραγωγή μόνο καθολικά κερδισμένο δεν είναι: βιασμοί, εξαναγκασμένες στειρώσεις και αντισύλληψη/ ευγονικές πολιτικές, εκμετάλλευση των μη προνομιούχων θηλυκοτήτων στην υπηρεσία των προνομιούχων (10) συνθέτουν τις ψηφίδες μιας γεωγραφίας που μόνο απολιτική δεν είναι. Η, δε, υποκρισία των δυτικών είναι κάτι στο οποίο επανέρχεται το ποιητικό υποκείμενο, όπως, για παράδειγμα, στο ποίημα «Η πραγματική (μου) σχέση με τον πόλεμο», που αναφέρεται στην αλληλεγγύη που δηλώνεται μπροστά από την τηλεόραση.
Μέσα από τη μητρότητα, επίσης, αναθεωρείται και η σχέση με το γούστο, η κοινωνική κατασκευαστικότητα του οποίου σχολιάζεται. Έτσι, για παράδειγμα, στο ποίημα «Πόσο δύσκολο είναι να διαβάσεις ένα ποίημα» γίνεται λόγος για το πώς φτιάχνεται ο λογοτεχνικός κανόνας («Πριν λίγους μήνες γράφτηκα συνδρομήτρια/ σ’ ένα λογοτεχνικό περιοδικό// το οποίο υποσχέθηκε/ να μου στέλνει ένα ποίημα την ημέρα// Σκέφτηκα τι ωραία! Κάθε μέρα/ κι ένα καινούριο ποίημα,/ σταλμένο απ’ τους μαγικούς αλγόριθμους/ του σύμπαντος… ή το μυαλό ενός») και πόσο οι διαφορετικές καθημερινότητες των αναγνωστ@ν (ο έμφυλος και ταξικός καταμερισμός του μόχθου, ο διαθέσιμος ελεύθερος χρόνος (ή η απουσία του), η εξάντληση) επηρεάζουν την δυνατότητα της ανάγνωσης, αλλά και διαμορφώνουν, επίσης, και τις αναγνωστικές επιλογές. Στην προκειμένη περίπτωση, η μητρότητα μέσα στο δυτικό κόσμο προβάλλει την ανάγκη για ποιήματα μικρότερης έκτασης, ή μικρότερης συχνότητας, αμεσότερα, που να πραγματεύονται, ενδεχομένως, κάτι που «αφορά» τις μητέρες/ αναγνώστριες. Η απουσία τέτοιων ποιημάτων απομακρύνει συγκεκριμένα αναγνωστικά κοινά από την ποίηση και αναπαράγει άλλα, περισσότερο προνομιούχα που έχουν τον χρόνο να παρακολουθούν τους φρενήρεις ρυθμούς της παραγωγής, όσο και να τα μεταβολίσουν.
Ομοίως, στο ποίημα «Δον Κιχώτες», το ποιητικό υποκείμενο σχολιάζει τη σχέση γούστου και ενσώματης εμπειρίας, βάζοντας μέσα τον παράγοντα της ηλικίας: από τη μία πλευρά, η προνομιούχα νεότητα έχει ανάγκη να ανακαλύψει/ εφεύρει τον εαυτό της, να αναζητήσει το ανοίκειο, να πιστέψει στην αλληλεγγύη και τη συλλογικότητα, να αρνηθεί τους περιορισμούς και όσα κληρονόμησε από την προηγούμενη γενιά, αφήνοντας το δικό της αποτύπωμα, και αυτά αντανακλώνται στην αναζήτηση μιας γραφής που αναζητά την πρωτοτυπία, τη φυγή από την πραγματικότητα ή την ανατροπή της («Πριν λίγα χρόνια τρέχαμε στους δρόμους/ νύχτες ολόκληρες σανδάλια φορώντας,/ να γνωρίσουμε όλα τα μυστικά μπαρ/ της Αθήνας/ -δηλαδή το καλοκαίρι»)· από την άλλη πλευρά, η μέση ηλικία έχει εμπεδώσει την ιεραρχική δόμηση του κόσμου, τους εγκλωβισμούς του καπιταλισμού και του φύλου και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να απορρίπτει ποιήματα της νεότητας ως «φλύαρα» και «εύκολα» και, ακόμα, περιορισμένα σε κάποιο συγκεκριμένο κοινό που αναγνωρίζει ως προνομιακό («Ή μάλλον όχι,/ δεν ήταν ανεμιστήρες/ χειμώνας ήτανε/ -κι αυτοί/ φτηνοί ανεμόμυλοι/ κάποιου πληθυντικού αριθμού/ Θέλω να πω/ είναι αλήθεια,/ δεν μας αρέσουν πια/ τα ίδια ποιήματα»).
Τελικά, στο Συννεφοκυνηγητό, η Μαργαρίτη αφενός κάνει κριτική στη μητρότητα ως πατριαρχικό θεσμό (αυτό που η Rich ονομάζει “motherhood”), αφετέρου μιλά για τη μητρότητα ως συνειδητή δέσμευση και πρακτική του να παρέχεις φροντίδα σε αυτούς που τη χρειάζονται (αυτό που η Rich ονομάζει “mothering”). Αναγνωρίζει, δε, στη δεύτερη ότι δεν είναι από επιλογή η επιτυχία ή η αποτυχία της, αλλά έχει να κάνει με τις θεσιακότητες αυτών που αναλαμβάνουν αυτή τη φροντίδα. Και είναι αυτή η συνειδητοποίηση που, επιμένοντας, κάνει την ποίησή της μια χύτρα που βράζει, μία επιφάνεια, φαινομενικά μόνο ήσυχη, σαν ένα κορίτσι που το έχουν δέσει με σπάγκο και το έχουν οριοθετήσει («Όχι κήπος») και αυτή φτιάχνει από τον σπάγκο/ εγκλωβισμό της χαρταετό και επιμένει να κυνηγά αυτά που μας έμαθαν να λέμε «σύννεφα».
Βιογραφικό
@ Νόα Τίνσελ [Βάγια Κάλφα/ Αλεξανδρούπολη, 1984] σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία (BA, MPhil) στην Κομοτηνή και στο Μπέρμιγχαμ και Σπουδές Φύλου (MA) στη Λευκωσία. Κάνει διδακτορικό στο Τμήμα Πολιτισμικής Ανάλυσης του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Απλά Πράγματα (Βραβείο Γ. Αθάνα Ακαδημίας Αθηνών, Βραβείο Γ. Βαρβέρη Εταιρείας Συγγραφέων, βραχεία λίστα για το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Ποιητή και το Βραβείο των περιοδικών Αναγνώστη και Μανδραγόρα). Ποιήματά τ@ έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες και έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γερμανικά και τα λιθουανικά. Γράφει κατά καιρούς σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ έχει στήλη στη Θράκα και στο Poeticanet όπου γράφει δοκίμια και λογοτεχνική κριτική. Η νέα τ@ ποιητική συλλογή Μακάρι Να Το Είχα Κάνει Νωρίτερα (2023) κυκλοφορεί από τη Θράκα.
Υποσημειώσεις
(1) Χρησιμοποιώ τους όρους «μητέρα» και «μητρότητα» και όχι «γονέας» και «γονεϊκότητα», γιατί η συλλογή αφορά cis-het θηλυκότητα η οποία ασκεί κριτική στην μητρότητα ως πατριαρχικό θεσμό. Σε καμία περίπτωση, δηλαδή, ο όρος δεν χρησιμοποιείται για να ταυτίσει την εμπειρία της κυοφορίας και την ανατροφή του παιδιού με cis-het θηλυκότητες.
(2)Ένας τέτοιος διχασμός παρατηρείται στο δυτικό φεμινισμό, οι σχέσεις του οποίου με τη μητρότητα υπήρξαν και είναι τεταμένες (Takseva, Tatjana (2018), “Motherhood Studies and Feminist Theory. Elisions and Intersections”, Journal of the Motherhood Initiative, 9 (1), 177-194). Η μητρότητα έχει ιδωθεί στο φεμινισμό άλλοτε, σε μια προσπάθεια ενδυνάμωσης των θηλυκοτήτων, ως κάτι που γίνεται εμπρόθετα και που πρέπει να γιορταστεί, καταλήγοντας συχνά να παρουσιάζεται μυστικιστικά και, στο βαθμό που δένει το σώμα των θηλυκοτήτων με τη βιολογία/την αναπαραγωγική ικανότητα, να αναπαράγει την ουσιοκρατία των φύλων και της ετεροφυλοφιλίας (Elshtain, Jean Bethke (1990), Power Trips and Other Journeys: Essays in Feminism as Civic Disourse, Madison: University of Wisconsin Press; hooks, bell (2000), Feminist Theory: From Margin to Center, South End Press) και άλλοτε ως εμπόδιο και επιβολή, με τις θηλυκότητες να οδηγούνται σε αυτή, σχεδόν χωρίς προθετικότητα. Στη δεύτερη περίπτωση, η μητρότητα βλέπεται ως υποχρεωτική (O’Reilly, Andrea (2016), Matricentric Feminism: Theory, Activism, and Practice, Demeter Press), ένας πατριαρχικός θεσμός που ενισχύει την οικονομική εξάρτηση των θηλυκοτήτων από τις αρρενωπότητες (Allen, Jeffner (1983), “Motherhood: The Annihilation of Women” στο Treblicot Joyce, Rowan, Allanheld (eds.), Mothering: Essays in Feminist Theory, σ.σ. 315-30), περιορίζοντάς τες στον ιδιωτικό χώρο του σπιτιού και αποκόπτοντάς τες από το κοινωνικό σύνολο και τις κοινωνικές διεκδικήσεις, ενώ κάνει και τα παιδιά, στο βαθμό που είναι δεμένα με τη μάνα η οποία περιορίζει την ύπαρξή της στην ικανοποίηση των αναγκών τους, εγωκεντρικά και εξίσου αδιάφορα κοινωνικά (Gilman, Charlotte Perkins (1898 [1966]), Women and Ecomomics. Boston: Small, Maynard and Company [New York: Harper and Row). Επίσης, ως κάτι που καταστρέφει τις σχέσεις μεταξύ θηλυκοτήτων (μάνας-κόρης), αφού μετατρέπει τις μητέρες σε δυνάστριες των κοριτσιών, θέτοντας τις πρώτες στην υπηρεσία της πατριαρχίας, τα έμφυλα στερεότυπα της οποίας διδάσκουν και αναπαράγουν στις δεύτερες (Daly, Mary (1978), Gyn/Ecology: The Metaethics of Radical Feminism, Boston: Beacon Press), αναπαράγοντας την έμφυλη διαφορά. Οι θέσεις, δε, των δυτικών φεμινιστριών για τη μητρότητα υπήρξαν/είναι ποικίλες: άλλες φεμινίστριες έχουν απορρίψει/ απορρίπτουν την ιδέα της μητρότητας και/ή (ετερόφυλης) οικογένειας συνολικά (Allen, 1983; Gimenez, Martha (1983), “Feminism, Pronatalism, and Motherhood.” στο Treblicot Joyce, Rowan, Allanheld (eds.), Mothering: Essays in Feminist Theory, σ.σ. 287-314), άλλες στόχευσαν/ στοχεύουν στην κοινωνική αναδιοργάνωσή τους (Gilman, 1898; Firestone, Shulamith (1970), The Dialectic of Sex, New York: Bantam; Beauvoir, Simone de. 1989 [1952], The Second Sex, New York: Vintage). Η τελευταία ερμηνεύτηκε/ ερμηνεύεται άλλοτε ως αποδέσμευση της κύησης από τα σώματα των θηλυκοτήτων, άλλοτε ως μεγάλωμα των παιδιών εκτός του μοντέλου τους ετερόφυλης πυρηνικής οικογένειας κι άλλοτε συνδέεται με το εργασιακό: ως έξοδος των μητέρων στην αγορά εργασίας και διεκδίκηση της βελτίωσης των όρων της τελευταίας, προτάσεις οι οποίες δεν αλλάζουν πάντα ριζικά την αντίληψη περί μητρότητας, αφού για παράδειγμα, στη θέση των μητέρων που λείπουν προτείνεται η πληρωμένη εργασία άλλων θηλυκοτήτων ως νταντάδων (Friedan, Betty (1963), The Feminine Mystique, New York: Norton), οι οποίες αναλαμβάνουν το ρόλο που απέρριψαν οι προνομιούχες στις οποίες ανοίγεται χώρος για την περίφημη «αυτοπραγμάτωση», αναπαράγοντας τελικά ανισότητες μεταξύ των θηλυκοτήτων. Για άλλες πάλι, η ίδια η έξοδος στην αγορά εργασίας, ειδικά όταν συνδυάζεται με τη μη ή την άνιση συμμετοχή των αρρενωποτήτων στην ανατροφή των παιδιών στα πλαίσια των ετερόφυλων σχέσεων, διπλασιάζει το μόχθο των θηλυκοτήτων, εντείνοντας την καταπίεση στα όρια της εξόντωσης – για αυτές η οικονομική ενίσχυση των μητέρων, μέσω επιδομάτων είναι μία λύση που εξασφαλίζει στις θηλυκότητες μια κάποια οικονομική ανεξαρτησία, ωστόσο δεν προκαλεί την εμφυλοποίηση του μόχθου. Στον 21ο αιώνα, η μητρότητα, σε γενικές γραμμές, βλέπεται αρνητικά (Takseva, 2000) και τείνει να εξαφανιστεί στον δυτικό, μέηνστρημ, νεοφιλελεύθερο φεμινισμό της ακαδημίας (O’ Reilly, 2016), ο οποίος, προτεραιοποιώντας ιδέες και αξίες όπως ο εαυτός, η αυτονομία και η ανεξαρτησία (Barry, Brian (1976), The Liberal Theory of Justice, Oxford University Press) και εξισώνοντας το θηλυκό με το μητρικό και το μητρικό με το συζυγικό, υποθέτει τη φυσικοποίηση της μητρικής ιδιότητας και την αναπαραγωγή της πατριαρχικά κατασκευασμένης θηλυκότητας (DiQuinzio, Patrice (1999), The Impossibility of Motherhood. Feminism, Individualism and the Problem of Mothering, Routledge), αποτυγχάνοντας, στην ολοποιητική του αφήγηση, να δει άλλες μορφές γονεϊκότητας, παρά τις διαθεματικές του διακηρύξεις (Hobbs, Margaret and Carla Rice (eds) (2013), Gender and Women Studies in Canada: Critical Terrain, Women’s Press). Με αυτό τον τρόπο, αποξενώνει θηλυκότητες, οι οποίες, μέσα στις λιγότερο προνομιακές πραγματικότητές τους, βιώνουν την μητρότητα ενδυναμωτικά (hooks, 2000; Collins, Patricia Hill (2002), Black Feminist Thought: Knowledge, Consciousness and the Politics of Empowerment, Routledge), και όχι ως τρόπο εξάρτησης από τις αρρενωπότητες (Collins, Patricia Hill (2007), “The Meaning of Motherhood in Black Culture and Black Mother-Daughter Relationships.” O’Reilly, Andrea (ed.) (2007), Maternal Theory: Essential Readings, Toronto: Demeter Press, σ.σ. 274-289) ή μέσο κοινωνικής απομόνωσης/ εξόντωσης – το αντίθετο μάλλον (Anderson, Kim (2007), “Giving Life to the People: An Indigenous Ideology of Motherhood. In O’Reilly Andrea (ed.), Maternal Theory: Essential Readings, Demeter Press; Anderson, Kim (2016), Recognition of Being: Reconstructing Native Womanhood, Women’s Press). Αντίστοιχη εικόνα υπάρχει και σε κουήρ προσεγγίσεις που βλέπουν την επιθυμία για γονεϊκότα μη cis-het σωμάτων καχύποπτα, κάνοντας λόγο για ομοκανονικότητα.
(3) Βλ. ενδεικτικά: Πάνος Σάκκας, «Σάλος με την καμπάνια κατά των αμβλώσεων στο Μετρό», Lifo, 13/01/2020.
(4) Βλ. ενδεικτικά: Γεωργία Παμπουχίδου, «Αδιανόητη δήλωση από τον Μητροπολίτη Δωδώνης Χρυσόστομο: ‘Δεν υπάρχει βιασμός χωρίς συναίνεση’», ΕΡΤ news, 02/09/2022· Έλενα Βοσνάκη, «Η προϊστορία στη δήλωση του Μητροπολίτη Δωδώνης για τον βιασμό και την εγκυμοσύνη», Ampa.
(5) Βλ. ενδεικτικά: «Σάλος για το σεξιστικό συνέδριο γονιμότητας-Απέσυρε την αιγίδα της η ΠτΔ», Εφημερίδα των Συντακτών, 13/06/2021.
(6) Βλ. ενδεικτικά: «Υποχρεωτική συνεπιμέλεια», Μωβ, 08/06/2023.
(7) Βλ. Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 45.000 γυναίκες διεθνώς δολοφονήθηκαν το 2021, ενώ το 2022 στη Βραζιλία κάθε μία ώρα μία γυναίκα έχανε τη ζωή της, επειδή ήταν γυναίκα. Η Ελλάδα ήταν η ευρωπαϊκή χώρα με τη μεγαλύτερη αύξηση στις γυναικοκτονίες (187,5%) το 2021, ενώ το 2022 οι γυναικοκτονίες στη χώρα ήταν τουλάχιστον 24, με τα μίντια να επιλέγουν να καλύψουν τις πιο «εντυπωσιακές» από αυτές – που εξασφαλίζουν επισκεψιμότητα ή που τα θύματα θεωρούνται «ιδανικά» – και είτε να τις πλαισιώνουν ως «οικογενειακές τραγωδίες», είτε να τις αποδίδουν στην κακή ψυχική κατάσταση του δράστη – επαναστιγματίζοντας την ψυχική νόσο – ή στον εγκλεισμό λόγω της πανδημίας (ή όλα μαζί). Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τη Γυναικοκτονία, αντίθετα με το μύθο του «άγνωστου τέρατος», δράστης στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ο σύντροφος/ σύζυγος ή κάποιο συγγενικό/ οικείο πρόσωπο του θύματος, ενώ σύμφωνα με στοιχεία του Συμβουλίου της Ευρώπης, η ενδοσυντροφική βία αποτελεί την πρώτη αιτία θανάτου ή αναπηρίας για κορίτσια και γυναίκες ηλικίας 15-44 ετών (πάνω από τα αυτοκινητιστικά δυστυχήματα ή τον καρκίνο) («Γυναικοκτονία: η πιο ακραία μορφή έμφυλης βίας», Διοτίμα. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των γυναικοκτονιών είναι μεγαλύτερος, καθώς οι γυναικοκτονίες ανά τον κόσμο ακόμη δεν καταγράφονται ως τέτοιες αλλά ως ανθρωποκτονίες, αλλοιώνοντας την πραγματικότητα.
(8) Βλ. ενδεικτικά: Ρούλα Σαλούρου, «Γυναίκες: η ανισότητα βασιλεύει και στην απασχόληση», 08/03/2024, Καθημερινή.
(9) Kristeva, Julia (1986 [1977,1983]), “Stabat Mater,” στο Toril Moi (ed.) The Kristeva Reader, New York: Columbia University Press.
(10) Βλ. Roberts, Dorothy (1997), Killing the Black Body: Race, Reproduction, and the Meaning of Liberty. NY: Pantheon Books και Briggs, Laura. How All Politics Became Reproductive Politics: From Welfare Reform to Foreclosure to Trump. Berkeley: University of California Press, 2017.
Βιβλιογραφικές αναφορές:
Rich, Adrienne (1986), Of Woman Born: Motherhood as Experience and Institution, W.W. Norton & Company.