Τζίλντα

Γράφει ο Ελισσαίος Βγενόπουλος

Αν κάποιος σε προδώσει μια φορά, το λάθος είναι δικό του. Αν σε προδώσει δυο φορές, το λάθος είναι δικό σου, αν σε προδώσει πολλές φορές ο έρωτας έχει εγκαθιδρύσει μέγα βασίλειο εντός σου.

Η ταινία Gilda (1946), σε σκηνοθεσία του Τσαρλς Βίντορ, είναι η πεμπτουσία του φιλμ νουάρ που συνυφαίνει θέματα λαγνείας, προδοσίας και εμμονής με φόντο το μεταπολεμικό Μπουένος Άιρες. Η υπόθεση της ταινίας επικεντρώνεται στον Τζόνι Φάρελ (Γκλεν Φορντ), έναν μικροεπαγγελματία τζογαδόρο που βρίσκεται να εργάζεται για τον αινιγματικό Μπάλιν Μάντσον (Τζορτζ Μακρέιντι), ιδιοκτήτη ενός παράνομου καζίνο. Ο Μάντσον σύντομα εμπιστεύεται στον Τζόνι τις υποθέσεις του και τον συστήνει στη νέα του σύζυγο,Τζίλντα (Ρίτα Χέιγουρθ). Αυτή η γνωριμία θέτει τις βάσεις για ένα θυελλώδες ερωτικό τρίγωνο που χαρακτηρίζεται από υποβόσκουσα ένταση και ανεπίλυτα πάθη.

Στο επίκεντρο του«Τζίλντα»  βρίσκεται η σπασμένη σχέση μεταξύ του Τζόνι και της Τζίλντα. Η ιστορία τους υπαινίσσεται από τη στιγμή που ξανασυναντιούνται, με την περιφρόνηση του Τζόνι για την Τζίλντα να κρύβεται με δυσκολία και τα θρασύτατα φλερτ της Τζίλντα να κατευθύνονται τόσο προς τον Τζόνι όσο και προς άλλους άνδρες. Η ευφυΐα της ταινίας έγκειται στον τρόπο με τον οποίο αποκαλύπτει σιγά σιγά το παρελθόν μεταξύ αυτών των δύο χαρακτήρων, υπονοώντας ότι ο Τζόνι και η Τζίλντα ήταν κάποτε εραστές, το ειδύλλιό τους ακυρώθηκε από την προδοσία. Καθώς η ζήλια του Τζόνι αυξάνεται, το ίδιο συμβαίνει και με την ένταση μεταξύ της Τζίλντα και του Μάντσον, ο οποίος, παρά τον εξωτερικό του έλεγχο, φαίνεται να γνωρίζει πάρα πολύ καλά τον ηλεκτρισμό μεταξύ της συζύγου του και του δεξιού του χεριού.

Η δυναμική μεταξύ του Τζόνι και της Τζίλντα είναι ο κεντρικός κινητήριος μοχλός της ταινίας. Ο Τζόνι, πικραμένος και κυνικός, αναλώνεται όλο και περισσότερο από την ανάγκη να προστατεύσει και να τιμωρήσει την Τζίλντα. Ο Φορντ υποδύεται τον Τζόνι ως έναν άνδρα του οποίου η συναισθηματική σύγκρουση αντικατοπτρίζει το νουάρ αρχέτυπο του καταδικασμένου αντιήρωα, παγιδευμένου ανάμεσα στην επιθυμία και την αυτό – απόρριψη. Η Τζίλντα της Χέιγουρθ, εν τω μεταξύ, είναι η επιτομή της μοιραίας γυναίκας. Η είσοδός της στην ταινία είναι εμβληματική: γυρνώντας πίσω τα πλούσια κόκκινα μαλλιά της και χαιρετώντας τον Τζόνι με ένα γνώριμο μειδίαμα, η παρουσία της είναι μεθυστική, επικίνδυνη και ακαταμάχητη. Ωστόσο, η Τζίλντα της Χέιγουορθ είναι κάτι περισσότερο από μια απλή πλανεύτρα. Κάτω από το φλογερό της παρουσιαστικό κρύβεται η ευπάθεια, η λαχτάρα για ελευθερία από τον ασφυκτικό κόσμο στον οποίο βρίσκεται παγιδευμένη.

Η ταινία απογειώνει τον αισθησιασμό, μεγάλο μέρος του οποίου προέρχεται από τη αλληλεπίδραση μεταξύ του Φορντ και της Χέιγουρθ, αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο η Τζίλντα πλαισιώνεται. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Ρούντολφ Ματέ ενισχύει την οπτική ένταση, με το φως και τη σκιά να αντανακλούν το σκοτεινό ηθικό τοπίο στο οποίο ζουν οι χαρακτήρες. Το διαβόητο νούμερο «Put the Blame on Mame», όπου η Τζίλντα κάνει ένα προκλητικό στριπτίζ μπροστά σε ένα γεμάτο νυχτερινό κέντρο, είναι εμβληματικό της εξερεύνησης της ταινίας για την εξουσία και τον έλεγχο. Εδώ, η Τζίλντα ανακτά την εξουσία της, έστω και για μια φευγαλέα στιγμή, χρησιμοποιώντας τη σεξουαλικότητά της ως όπλο και ασπίδα.

Χορογραφημένη από τον Τζακ Κόουλ, η σκηνή αναδεικνύει τη μαγνητική παρουσία της Χέιγουρθ, ενώ υπονοεί την εσωτερική αναταραχή που κρύβει η Τζίλντα κάτω από την αυτοπεποίθησή της. Σε μια ταινία γεμάτη διπρόσωπους χαρακτήρες και μεταβαλλόμενες συμμαχίες, η Τζίλντα ξεχωρίζει ως θύμα και χειραγωγός, παγιδευμένη σε έναν ιστό που η ίδια δημιούργησε, αλλά και πασχίζοντας για κάτι πέρα από τα όρια του χρυσοποίκιλτου κλουβιού της.

Ο κριτικός κινηματογράφος Εμάνουελ Λέβι, έγραψε για την ταινία : Ο ρόλος της Τζίλντα αποτελεί την καλύτερη ερμηνεία της Χέιγουορθ. Η ταινία που γυρίστηκε αμέσως μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αντλεί τη δύναμή της από τη μίξη πολλών κινηματογραφικών ειδών καθώς και από την αλληλεπίδραση των κεντρικών ρόλων. Η Τζίλντα αποτελεί τη χρυσή τομή ανάμεσα στα σκληροπυρηνικά φιλμ νουάρ και στα μελοδράματα της δεκαετίας του ’40. Η ταινία που είναι εμποτισμένη με μοντέρνα αισθητική, πραγματεύεται με θαρραλέο τρόπο κρίσιμα σεξουαλικά προβλήματα.

Στην ουσία, η Τζίλντα είναι μια σκοτεινή, ατμοσφαιρική ιστορία αγάπης και προδοσίας. Αποτελεί παράδειγμα της μοιρολατρίας και της ηθικής ασάφειας που χαρακτηρίζει το είδος του νουάρ, ενώ παράλληλα μας δίνει μια από τις πιο διαχρονικές μοιραίες γυναίκες του κινηματογράφου. Η Τζίλντα της Χέιγουορθ ξεπερνά την ίδια την ταινία και γίνεται ένα σύμβολο γοητείας, ευαισθησίας και κινδύνου, ενσαρκώνοντας την περίπλοκη αλληλεπίδραση επιθυμίας και καταστροφής που βρίσκεται στην καρδιά της ιστορίας της Τζίλντα.

Ελισσαίος Βγενόπουλος

Παράλληλα με τις κινηματογραφικές του σπουδές, εργάστηκε στη διαφήμιση, στη δημιουργία ντοκιμαντέρ και στην παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών. Σκηνοθέτησε πάνω από 200 ντοκιμαντέρ με πλούσια θεματολογία. Συνεργάστηκε στην παραγωγή και σκηνοθεσία διαφημιστικών σποτς και διαφόρων τηλεοπτικών προγραμμάτων. Έχει εκδώσει από τις εκδ. Αλεξάνδρεια τα μυθιστορήματα «Ολεμάν», «Αγριλιές»· από τις εκδόσεις ‘’Περί Τεχνών’’ τη συλλογή διηγημάτων «Σε τρεις Χρόνους» και τη νουβέλα «Η Περιγραφή ενός Αγώνα». Συνεργάζεται και αρθρογραφεί σε διάφορα έντυπα και σάιτ με θέματα για τον κινηματογράφο, την τηλεόραση, το θέατρο.