Προφίλ: Γιώργος Αλισάνογλου

Του Γιώργου Κωνσταντίνου Μιχαηλίδη

It’s a slow builder
And the night is your special friend
Midday fever gonna get to you in the end
Someone’s waiting on a windswept hill

— Madrugada, The Slow Builder

Του αρέσει η Πόλη του με τις σκοτεινές γωνιές της, με τη δηλητηριώδη βροχή που καίει ακόμα και το δέρμα του Διαβόλου, με τη μυθολογία των μπαρ που γεμίζει τα ποτήρια των κατεστραμμένων, των «σπασμένων» ανθρώπων κάτω από το μεταφυσικό δυναμό της Νύχτας. Οι άγιοι προσεύχονται για τους ερωτευμένους και τους πενθούντες στις Κυψέλες, μαζί με τους απόκληρους που χάνονται στον Παιχνιδότοπο της ιστορίας, του «ιστορικού προτσές» μιας επανάστασης που όλο υπόσχεται να έρθει, μα ποτέ δεν έρχεται — Godot.

Μ’ αυτόν τον τρόπο πρέπει να προσεγγίσουμε το έργο του Γιώργου Αλισάνογλου: ως μια Πόλη. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δούμε την αρχιτεκτονική της, τους δρόμους της, τα κτίρια, μα ακόμη και τους κατοίκους της, την ιδιοσυγκρασία τους.

Γιώργος Αλισάνογλου, Diastixo.gr
Η Μυθολογία των Diners

Αυτό με πάει αρκετά πίσω σ’ ένα diner στη Νότια Φιλαδέλφεια, ονόματι Melrose.

Είναι αργά το βράδυ. Δε θυμάμαι πόσες ώρες  είμαι στον δρόμο — ο ύπνος μου έχει διαταραχθεί λόγω του jet lag. Καπνίζω το τελευταίο μου τσιγάρο. Ο καπνός τσακίζεται στο στερέωμα της Νύχτας, το σβήνω και πάω στο μαγαζί για καφέ φίλτρου και ομελέτα (scrambled eggs). Είμαι μακριά από το Villanova University. Είχα μια διάλεξη για τη φιλοξενία στον Ντερριντά και τον Του Γουέιμινγκ και ήθελα να ξεφύγω ή, μάλλον, πιο σωστά, να δω από κοντά τη φιλοξενία μέσα στη μυθολογία των diners, όπως την τραγουδά ο «βραχνοκόκκορας» Τομ Γουέιτς στο κομμάτι, Eggs and Sausage.

Έρχεται η σερβιτόρα να παραγγείλω, ονόματι Κέιτι — σύμφωνα με το ταμπελάκι στην ποδιά της. Γύρω στα 25 και μάλλον από το Τενεσί, αν κρίνω από την προφορά. Δεν είμαι σίγουρος μέχρι που μου λέει: «your eggs and your co-cola are fixing right away». Επιβεβαιώθηκα, αλλά ποτέ δεν ξέρεις σ’ αυτή τη ζωή. Έχω δει αρκετά, και κάτι μου λέει ότι θα δω κι άλλα.

Βγάζω κάποια βιβλία, μολύβια, τα ακουστικά μου. Βάζω Sibelius στο Spotify κι αρχίζω να διαβάζω καθώς μου έρχονται τα αυγά και η co-cola — γλυκιά Κέιτι. Έχω μπροστά μου δύο μεταφράσεις του Γιώργου Αλισάνογλου: την Αμερικάνικη Προσευχή του Τζιμ Μόρισσον και το Κοράκι του Έντγκαρ Άλλαν Πόε. Στο πρώτο σημειώνω το εξής απόσπασμα:

Ξέρεις πόσο χλωμός και αναίτια τρομαχτικός
Έρχεται ο θάνατος σε μια παράξενη ώρα;
Απροειδοποίητος, απροσχεδίαστος,
Σαν κάποιος φρικιαστικός – υπερβολικά φιλικός επισκέπτης
Που κάλεσες στο κρεβάτι.

Ο θάνατος όλους αγγέλους μας κάνει
Και φτερά μας δίνει
Εκεί όπου είχαμε ώμους
Λείους σαν του κορακιού τα νύχια
.

Το Κοράκι

Μετά συνειρμικά θυμήθηκα τους στίχους από το Κοράκι:

Και το Κοράκι εκεί δεμένο καθισμένο κουρνιασμένο
Ακίνητο στην πόρτα μου ψηλά στην μαρμάρινη Θεά Αθηνά.
Με βλέμμα ονειρευτή κοιτάζει, μα με δαιμόνου ματιά μοιάζει.
Φέγγει από ψηλά το φως της λάμπας – στο πάτωμα τη μαύρη σκιά.
Κι η ψυχή μου ανήμπορη να βγει από τούτη την αμφίβολη σκιά.
Δε θα φύγει – Ποτέ πια!

Το Κοράκι όπως και ο λογοτέχνης βρίσκεται ανάμεσα σε δύο κόσμους: των νεκρών και των ζωντανών. Όπως ο Έρικ Nτρέιβεν, έτσι και ο Πόε, ως έκπτωτος άγγελος, ρίχνει την καρδιά του εκεί στα σκυλιά της Κόλασης. Διότι όσοι αγαπούν τη ζωή, ξοδεύονται. Διότι δίνουν και δίνονται ολοκληρωτικά και δεν επιθυμούν να τους κλέβουν αυτό το θαύμα. Το όπλο του λογοτέχνη δεν είναι το Κοράκι αλλά η πένα του. Μερικές φορές εκεί στα σκυλιά της Κόλασης χρειάζεσαι έναν συνένοχο, να του μιλάς χωρίς καμία διάθεση για προσποίηση, παραπλάνηση, επίδειξη. Τότε θα έχεις τη φωνή σου, τότε θα είσαι «ένα θλων όργανο/ που μετρά τη θερμοκρασία δωματίου του παραδείσου».[1]

Ο Ποιητής και η Κοινότητά του

Σε μιαν εποχή που όλο και περισσότεροι γράφουν για προβολή, βραβεία, για επιρροή, για λόγους εκτός απ’ την ίδια την ηδονή της λογοτεχνίας, ξεχάσαμε λογοτέχνες που έγραφαν για αυτούς και την κοινότητά τους. Πρέπει να παλέψεις για κάποιον, είτε αυτός ονομάζεται Σέλλυ, Σάρα, Έρικ, Ελεωνόρα, «η Πόλη σου», κ.ο.κ.

Ο ποιητής και η κοινότητά του χρειάζονται τη ζωή και τον θάνατο του Jesu Christiana, και δεν μπορώ να το γράψω καλύτερα από ακόλουθο απόσπασματα από το ποίημα, Οι Άγιοι, από την ομώνυμη συλλογή του Γιώργου Αλισάνογλου:

Μέσα στις πόλεις υπάρχουμε και θα υπάρχουμε
Μέχρι να αποδιώξουμε από πάνω μας τις πόλεις – εκεί που η λάσπη μου φαίνεται σαν μουσική. Σαν να λαμπάδιασαν οι κεραυνοί και έγιναν πυρσοί στο ανοιχτό μου κρανίο – κι άλλους πυρσούς αναζητώ να νοικιάσω έναν μήνα τον χρόνο και να τον βάζω φωτιά μέχρι να ερωτευτούν οι λέξεις μου τα πόδια σου, τα πόδια σου την αυθάδική μου σκοτεινιά – Jesu Christiana, τη νύχτα ζεστάθηκα κι ονειρεύτηκα βροχή – μια άλλη νύχτα οι Άγιοι μ’ είχαν προ-ορίσει για το έγκλημα. Οι ίδιοι Άγιοι τώρα με ορίζουν για τον ύπνο. Θα κοιμηθώ. Θα πεθάνω για να διαψεύσω τον θάνατο.

Ο Ποιητικός Κόσμος του Γιώργου Αλισάνογλου

Ο ποιητικός κόσμος του Γιώργου Αλισάνογλου είναι ένας κόσμος παρακείμενος, ένας κόσμος κατακερματισμένος, ένα σύμπαν από ετερόκλητα υλικά που αποτυπώνουν τον αιμάτινο κύκλο της Ιστορίας– ένα ραντεβού αγνώστων. Έτσι είναι και ο κόσμος των diners: σ’ αυτό το diner, με τους ξενύχτηδες, μ’ αυτούς που ταξίδευαν όλη τη χώρα σε δύο ή τέσσερις τροχούς, με πενθούντες που πίνουν τη ζωή τους μ’ ένα μπουκάλι πάντα στο χέρι, κι εγώ με τα αυγά της παρηγοριάς, που μετεωρίζομαι στο αβέβαιο και ψάχνω να βρω τι μπορώ να είμαι, τι πρέπει να κάνω, σε τι οφείλω να ελπίζω, όλοι εδώ εμείς, οι τόσο άγνωστοι μεταξύ μας,  βρισκόμαστε στον ιστό μιας κοινής μοίρας: της Νύχτας.

Tην κατάστασή μας την περιγράφει το ποίημα του Γιώργου Αλισάνογλου, FADE OUT AGAIN (ή εύθραυστα σώματα), από την ποιητική συλλογή, Το Παντζάρι και ο Διάβολος:

FADE OUT AGAIN (ή εύθραυστα σώματα)

Ένας δαίμονας μου επιτέθηκε
στο κοιμητήρι του Pere-Lachaise.
Η μυρωδιά των εκκριμάτων του
απλώθηκε στους γύρω τάφους—
«ο Τζιμ Μόρρισον είναι ζωντανός»,
ακέφαλος οδηγεί το μπλε λεωφορείο.
Σκύβω για να δω—μια γλυκιά ευωδιά από διάφανο γάλα
κυλάει αργά—τελετουργικά μες στο χωμάτινο
καλντερίμι και καταλήγει δυτικά—στις ρίζες
της βαριάς επιγραφής:
«ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΜΗΝ ΑΓΓΙΖΕΤΕ ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΟ—ΑΥΤΑ ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΜΩΜΕΝΑ ΜΟΝΟΝ ΓΙΑ ΘΑΝΑΤΟ».

Πέφτω σ’ ένα ποίημα, με τον τίτλο, Συνάντηση, από την Ακάνθινη Πολιτεία του Γιώργου Αλισάνογλου:

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Από μακριά είδα
τους παλιούς μου φίλους
να ‘ρχονται καταπάνω μου.
Είχαν όλοι τους γεράσει πολύ
και φορούσαν ρούχα
προγονικά από βρεμένο λινό.
Άρχισε ν’ αναδύεται
ένα τοπίο μνήμης μακρινής
σαν Απρίλης.
Ύστερα προσπέρασαν σίγουροι—
ότι δε με είδαν
κι εγώ βέβαιος—πως δεν τους περίμενα.
Μόνο τα ονόματά τους
κύλησαν για λίγο
απ’ τα μάτια μου
κι η απελπισία μου
μύριζε λίγη παλιά νεότητα.

Τότε αποφάσισα και είπα στον εαυτό μου: γράψε για να αποδράσεις από τη Νύχτα. Κι αυτό έκανα.

Η συνάντηση με τα ποιήματα του Γιώργου Αλισάνογλου, με την Πόλη του Αλισάνογλου, μου επέτρεψε να ταξιδέψω τόσο βαθιά στη Νύχτα, να μπω στην άβυσσό της και να δω μετά τη ζωή ακόμα πιο φωτεινή, να βαπτιστώ  στα αλμυρά νερά του Λόρκα και να γυρίσω στο φως σοφός.

Η Μπιτ Ποίηση

Δε χρειάζεται να μιλήσω για τη σημασία των έργων του Γιώργου Αλισάνογλου στα ελληνικά γράμματα ή ακόμα για τη Μπιτ αισθητική τους. Τα ποιήματα που παρέθεσα το αποδεικνύουν περίτρανα, ακόμα και σ’ αυτούς που έχουν ενστάσεις.

Θα με ρωτήσετε — διότι κανείς δεν τόλμησε να το πει με σαφήνεια: τι σημαίνει Μπιτ ποίηση; Είναι η ποίηση χωρίς προσποίηση, χωρίς επιτήδευση, για τους ανθρώπους των υπογείων, τους τρελούς, τους περιθωριακούς, με στίχο τολμηρό και πειραματικό. Οι Μπιτ ποιητές γράφουν διότι τους καίνε οι λέξεις, καθώς βλέπουν αγγέλους να παίρνουν φωτιά στο διάβα τους.

Εν τέλει, ο Γιώργος Αλισάνογλου έχει στοιχεία Μπιτ αισθητικής και σε κάθε κείμενο μου θα εμπλουτίζω τον ορισμό που έδωσα παραπάνω με παραδείγματα, περισσότερες λεπτομέρειες, ορισμούς, χωρίς ουδέποτε να πέσω στην πλάνη ότι θα είναι οριστική η ανάλυση.

Στο επόμενο κείμενο θα μιλήσω για τον Σταύρο Σταυρόπουλο και θα «διαμελίσουμε» την ποιητική του. Μέχρι τότε, καλό διάβασμα και προσοχή όταν περπατάτε (σ)τη Νύχτα.

Βιβλία του Γιώργου Αλισάνογλου:

ΠΟΙΗΣΗ:

Άηχες κραυγές(Κατσάνος, 2001).
Αφροδίτη(Κατσάνος, 2003).
Ακάνθινη πόλη (Κατσάνος 2006).
Συνέδριο αναισθησιολογίας (Σαιξπηρικόν 2008).
Το παντζάρι και ο διάβολος (Τυπωθήτω 2008).
Jesu Christiana (Μαγικό Κουτί & Fata Morgana 2011).
ERO(S) (Σαιξπηρικόν 2011).
Προς αυτή την αλόγιστη κατεύθυνση (Σαιξπηρικόν 2013).
Παιχνιδότοπος (Κίχλη 2016).
Love Is Loss ( Σαιξπηρικόν 2019).
Κυψέλες (Κίχλη 2021) [υποψήφιο για το βραβείο ποίησης των περιοδικών “αναγνώστης” και “χάρτης”].

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ:

Pink Floyd: Is there anybody out there? (Κατσάνος 2003).
Madrugada (Κατσάνος 2005).
Jim Morrison. Μια αμερικάνικη προσευχή (Κατσάνος 2007, κυκλοφορεί πλέον από εκδόσεις Σαιξπηρικόν)
Ο Μπουκόβσκι για τον Μπουκόβσκι (Σαιξπηρικόν 2008)
Edgar Allan Poe. Το κοράκι (Σαιξπηρικόν 2022).

Σύντομο βιογραφικό

Ο Γιώργος Κωνσταντίνος Μιχαηλίδης είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Φιλοσοφίας, μεταφραστής, βιβλιοκριτικός και υπεύθυνος της γραμματείας του Ινστιτούτου Φιλοσοφίας ΙWPR.  Προσφάτως κυκλοφόρησε το πρώτο αφιέρωμά του πάνω στην Μπιτ Ποίηση από το περιοδικό των εκδόσεων Οδός Πανός, τεύχος 200.

 

 

 

[1] Max Ritvo, ΤΙΠΟΤΑ στο Αιωνες, μτφρ. J. Khaleed και Ελ. Μπούρου (Θεσσαλονίκη: Σαιξπηρικόν, 2016), σελ.53.