Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Η άκληρη
Μεταγραφή: Ευάγγελος Ι. Τζάνος
Σημείωμα
Κάποιοι από τη γενιά μας είχαμε τη δυνατότητα να μελετήσουμε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη στο πρωτότυπο, όπως και τον Εμμανουήλ Ροΐδη, μολονότι μας ήταν πιο εύκολος ο Γ. Μ. Βιζυηνός. Όπως είναι γνωστό, ο Παπαδιαμάντης δεν έγραψε για κάποιον κύκλο λογίων, αλλά, όπως συνηθιζόταν, για το αναγνωστικό κοινό των εφημερίδων, όσο συγκεκριμένο κι αν ήταν αυτό. Σήμερα, νομίζω, αρκετοί λάτρεις της λογοτεχνίας δυσκολεύονται να κατανοήσουν τον σημαντικό σκιαθίτη συγγραφέα. Στο μεγάλο διάστημα που μεσολάβησε από την εποχή της συγγραφής του έργου του η γλώσσας μας εξακολούθησε την πορεία της, όπως συμβαίνει τόσους αιώνες, με αποτέλεσμα, για τους πολλούς αναγνώστες και όχι για κάποιους συγγραφείς, η μεταγραφή του έργου του Παπαδιαμάντη να είναι απαραίτητη. Μόνον έτσι θα κατορθώσουν να περάσουν στο σήμερα η θέση του, οι εύστοχες παρατηρήσεις του για τον σύγχρονό του κόσμο και, όσο αυτό είναι δυνατό, το ύφος του. Μακάρι, στο μέλλον, η παρούσα μεταγραφή να θεωρηθεί δυσνόητη, ώστε να χρειάζεται καινούργια.
– Ευάγγελος Ι. Τζάνος
![](https://thraca.gr/wp-content/uploads/2024/10/013b96eaa150d63a08a4c701862f7efe_XL.jpg)
Η άκληρη[1]
Βέβαια η τύχη της το είχε, κοντά σε όλα τ’ άλλα βάσανά της, να βρεθεί και το σπίτι της, εκεί όπου έμενε, σε μέρος τόσο παράμερο, αλλά και τόσο εκτεθειμένο ταυτόχρονα: κοντά στο ακρογιάλι, απέναντι από τη μικρή πλατεία και ανάμεσα σε δυο εργαστήρια, ένα σιδηρουργείο κι ένα βαρελάδικο. Γιατί όλα αυτά τα διάφορα μέρη ήταν σαν κυψέλες, σαν σφηκοφωλιές, όπου μαζεύονταν καθημερινά όλες οι «κλήρες»[2] της γειτονιάς και του χωριού κι έκαναν θόρυβο και χάλαγαν τον κόσμο.
Όταν η Μαχώ ήταν νέα, όσο είχε ακόμη την ελπίδα ν’ αποκτήσει κι αυτή παιδί, συνήθιζε ν’ αγαπάει αυτά που σήμερα ονόμαζε «κλήρες», τα παιδιά του κόσμου. Αλλά αφού είχε κάνει τόσα ταξίματα, είχε μεταχειριστεί ψευτογιατρικά, πήγε και δυο τρεις φορές στα «Θέρμα»[3], κι η στειρότητά της δε θεραπεύτηκε και δεν μπόρεσε να καρπίσει, –τώρα τελευταία ξενιτεύτηκε κι ο σύζυγός της, κι αυτή πλέον άρχισε να γερνάει–, δεν μπορούσε πλέον να υποφέρει τα μικρά παιδιά· γίνονταν πολύ ενοχλητικά!
Γιατί ο γιαλός είχε βάρκες, και μέσα στις βάρκες πηδούσαν οι «κλήρες», και φώναζαν, και ατακτούσαν· αν ήταν καλοκαίρι, πρωί, βράδυ, μεσημέρι, δεν έπαυαν να κολυμπάνε, και βούλιαζαν τις βάρκες, κι έκαναν διαβολεμένο θόρυβο· και η μικρή πλατεία είχε δέντρα, και πάνω στα δέντρα αναρριχούνταν οι «κλήρες», κι έτρωγαν μισοάγουρα τα μούρα και τα ζίζυφα, και κυνηγούσαν τα πουλιά, κι έσπαγαν τα κλωνάρια· και κανένα απ’ αυτά δεν έπεφτε ποτέ κάτω να σακατευτεί για να πάρουν φόβο τ’ άλλα. Και στο ένα εργαστήριο ο βαρελάς ήταν άνθρωπος μαλακός, κι επέτρεπε στις «κλήρες» να κυλάνε τα βαρέλια, να του χαλάνε τα στεφάνια, να κάνουν ώρες-ώρες τρομερή φασαρία στη γειτονιά. Κι όσο για τους δυο αδερφούς σιδεράδες του άλλου εργαστηρίου, ο μαστρο-Γιάννης, όσο και αν τα μάλωνε, δεν μπορούσε να τα περιορίσει· και ο επονομαζόμενος Γιάλα-Ντρίτσας, ο άλλος αδερφός, ήταν πάντοτε σχεδόν μεθυσμένος, κι οι «κλήρες» είχαν βρει μ’ αυτόν μια καλή διασκέδαση. Χτυπούσαν κι έσπαγαν τους φυσητήρες, έκλεβαν κομμάτια σίδερο, του άρπαζαν τα καταβρεχτήρια, και τον κυνηγούσαν με αλαλαγμούς και φωνές: «Γιάλα-Ντρίτσα! Γιάλα-Ντρίτσα!»
Δίπλα στο σπίτι της θειας Μαχώς έμενε η Αφροδώ με τον άντρα της και τα παιδιά της. Η Αφροδώ είχε –πώς τα μοιράζει ο Θεός!– οκτώ παιδιά, όλο κορίτσια! Μόνο ένα αγόρι είχε κάνει και, σαν έτσι να διορθωνόταν το λάθος της φύσης, της το είχε πάρει ο Χάρος. Στο γάμο της, όταν διαβαζόταν ο Αρραβώνας, κάποια στρίγγλα εχθρός της, ποιος ξέρει ποια, την είχε δέσει ώστε να γεννάει πάντοτε κορίτσια. Δεν είχαν προνοήσει οι δικοί της να βάλουν το Τετραβάγγελο στον κόρφο της. Διαφορετικά, έλεγαν ότι ο πεθερός της διάβαζε τη Σολομωνική κι ίσως αυτή η αμαρτία να ήταν αρκετή…
Είχε οκτώ κορίτσια, όλα σα νεγράκια, το ένα πιο μαύρο από τ’ άλλο. Αλλά όταν έφταναν το ένα μετά το άλλο, και πολύ σύντομα, στην εφηβεία, όλα ξάσπριζαν, ομόρφαιναν, γίνονταν αγνώριστα… Αυτά κατορθώνει η δημιουργός μητέρα, η φύση!
Η θεια-Μαχώ, «σαν ψέματα, σαν αλήθεια», της είχε ζητήσει να της δώσει ένα από τα κορίτσια της να το υιοθετήσει. Η Αφροδώ όμως, παρ’ όλες τις ανάγκες της, (ο άντρας της, χωρικός, είχε μικρή κτηματική περιουσία), αρνήθηκε χωρίς να διστάσει!
Μια χρονιά, όταν ήρθε η Μεγάλη Εβδομάδα, από το απόγευμα της Τετάρτης, καθώς διακόπηκαν τα μαθήματα του δημοτικού σχολείου, όλες οι «πανούκλες» του χωριού, του σχολείου και του δρόμου, είχαν κολλήσει τριγύρω, στη μικρή πλατεία και στο σιδηρουργείο, κι έκαναν δαιμονικό θόρυβο. Απαιτούσαν από το Γιάλα-Ντρίτσα να τους δώσει «τζαβέτες», δηλαδή μεγάλα καρφιά, για να καίνε τα καψούλια τους. Άλλοι είχαν την απαίτηση να τους κατασκευάσει μικρά «κανονάκια». Τραγουδούσαν τους στίχους:
«Χαλκιά, χαλκιά, φτιάσ’ μας καρφιά,
φτιάσ’ μας πιρούνια τρία,
ο σκύλος ο παράνομος».
Το καταβρεχτήρι έπαιζε μεγάλο ρόλο σε όλη αυτή τη διαμάχη και τη στιχομυθία. Το ένα το είχαν κλέψει οι «κλήρες» και κατάβρεχαν με θαλασσινό νερό, κι ο Γιάλα-Ντρίτσας τους φοβέριζε με το άλλο.
Επιπλέον, ο νέος δήμαρχος, αυτός που είχε εκλεγεί το έτος εκείνο, θέλοντας να νεωτερίσει και να μιμηθεί ό,τι γίνεται στις πόλεις, είχε διατάξει να κατασκευαστεί εξέδρα στη μικρή πλατεία για να ψαλεί η Ανάσταση. Ο ναός απείχε περίπου διακόσια βήματα. Πάνω στα δοκάρια, στα ξύλα και το σκελετό κόλλησαν όλες οι «κλήρες» και δεν ξεκολλούσαν· περισσότερο θόρυβο έκαναν αυτοί παρά όση δουλειά οι μαστόροι, από το πρωί ως το βράδυ· έμοιαζαν με μύγες που είχαν πέσει πάνω σε σιρόπι. Κάθε καινούργιο πράγμα ήταν γι’ αυτούς ανείπωτη αγαλλίαση.
Η πτωχή η «Άκληρη» δεν τολμούσε πλέον ν’ ανοίξει παράθυρο, να τους επιπλήξει. Από την πικρή πείρα της είχε μάθει ότι το «να τους μαλώνει» κάποιος ήταν γι’ αυτούς μεγάλη διασκέδαση· και άλλο καλύτερο δε ζητούσαν, παρά μόνο να βρουν κάποιον άνθρωπο να κάνει τον σοβαρό για να τον πάρουν «στο μεζέ». Ήδη από πολύ καιρό είχε πάρει τα μέτρα της, να μην παραπονιέται ποτέ, αλλά να υποφέρει σε άκρα υπομονή. Το οποίο είναι σπάνια φρονιμάδα και γι’ άντρα ακόμη.
Τέλος, ήρθε η νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου. Τα μεσάνυχτα έγινε στην εξέδρα η Ανάσταση, κατά τα σχέδια του νέου δημάρχου. Όλος ο κόσμος στάθηκε γύρω από την εξέδρα, οι γυναίκες λίγο παραπίσω. Η θεια-Μαχώ και άλλες δυο ή τρεις χήρες ή γριές στάθηκαν έξω από τη γυναικεία πόρτα του ναού και παρακολουθούσαν από μακριά.
Κάποιες γυναίκες βαρυγγώμησαν ότι δεν άκουγαν ή ότι δεν έβλεπαν καλά όσα γίνονταν στην εξέδρα. Πως ψαλλόταν το «Χριστός ανέστη» το συμπέραναν μόνο από τις σταυροειδείς κινήσεις των λαμπάδων και από τα λίγα τρομπόνια[4] που έπεσαν.
Στη συντροφιά των χηρών και των γεροντισσών ήρθε ένα δεκάχρονο παιδί, που δεν φαινόταν ευχαριστημένο. Ήταν μακρινός ανιψιός της Μαχώς. Μια από την παρέα ήταν μητέρα του. Ήταν το μόνο παιδί που κάπως συμπαθούσε η «Άκληρη».
«Ιπέρσ’ ήταν καλά, θεια-Μαχώ», είπε απευθυνόμενος στη θεία του.
«Ιπέρσ’», όπως θυμόταν η Μαχώ, έβρεχε, και η Ανάσταση δεν είχε γίνει υπαίθρια. Αλλά ίσως ο μικρός θυμόταν ένα πυροτέχνημα που άναψε από το παράθυρο ενός γειτονικού σπιτιού.
«Τάχα θα ζήσουμε και του χρόνου, παιδάκι μ’;» είπε η Μαχώ.
Το παιδί, απογοητευμένο, είχε αρχίσει ν’ αμφιβάλει για την ιδέα του, και τώρα λυπόταν για το παρελθόν.
Η γριά ανησυχούσε για το μέλλον.
Βιογραφικό
Ο Ευάγγελος Ι. Τζάνος γεννήθηκε το 1962 στην Αθήνα όπου ζει και εργάζεται. Διήγημά του δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νέες Τομές», (1984). Κυρίως, εκδίδει βιβλία πεζογραφίας. Οι συλλογές του «Σύνεργα», «Ενέδρα», «Λαβή» και η νουβέλα «Αφανισμός» αποτελούν τα τέσσερα μέρη της τετραλογίας με τον τίτλο «Το Τυχαίο». Το 2021 εκδόθηκε η εργασία του «Γεράσιμος Βώκος. Η ζωή και το έργο του. Η βιβλιογραφία του (1886–2020)». Στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο εκπόνησε τη Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία με θέμα: «Η Αγία Γραφή και η μαρτυρία της Ορθοδοξίας στο συγγραφικό έργο του Φώτη Κόντογλου» (2018–2019).
[1] Όπως βρίσκεται στο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Άπαντα, τόμ. 1-5, κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1985, τόμ. 4, σελ. 47-50.
[2] Παιδιά, (υβριστικά) (ΣτΜ).
[3] Ιαματικά λουτρά (ΣτΜ).
[4] Εδώ, μετασκευασμένα μονόκαννα όπλα, μόνο για ηχητικό αποτέλεσμα (ΣτΜ).