Ο ΜΑΓΙΚΟΣ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

(Στάθης Κουτσούνης, ρόδο σε καθρέφτη, Μεταίχμιο, 2024)

Μια ιδιότυπη θεματική χαρακτηρίζει την πρόσφατη συλλογή του Στάθη Κουτσούνη ρόδο σε καθρέφτη (2024). Από την ανάγνωση του βιβλίου προκύπτει μια ιδιαίτερη πραγματικότητα που κινείται ανάμεσα στην ομορφιά και την τραγωδία, την καλλονή και τη ματαιότητα, τα νιάτα και τα γηρατειά. Η εικόνα του ρόδου άλλωστε ανακαλεί τις αντίστοιχες συνθέσεις των Rilke, Celan, Σικελιανού, Ελύτη, Δαράκη.Το ρόδο μεταμορφώνεται σε άπειρες εκδοχές χάρη στη μεσολάβηση του καθρέφτη με τις μαγικές του ικανότητες. Επιπρόσθετα,ως γλωσσικό σημείο γίνεται κατανοητό σαν μέρος ενός συνόλου ή μιας δομής και εντάσσεται στο σύστημα της γλώσσας.

Οι λέξεις είναι μια σκαλωσιά[1], μια βάση για να περιγράψει κάποιος τον κόσμο. Η τεράστια αναπαραστατική τους δύναμη αντιστοιχεί στην εικονοπλαστική τους ικανότητα. Οι λέξεις για τους ανθρώπους είναι ό,τι τα καρβέλια για τους φτωχούς: «οι πεινασμένοι τα καταβροχθίζουν/αλλά εκείνοι μόνο ξέρουν αν χορταίνουν» (σ.14). Η λοξή ματιά του ποιητή δημιουργεί μια ποίηση-ναρκοπέδιο, ενώ ο αναγνώστης απασφαλίζει τις νάρκες-μεταφορές. Οι λέξεις στήνουν «θηλειές», θεωρούνται «αδέσποτα», «κουκούτσια» και οριοθετούν ένα ολισθηρό έδαφος. Κάποτε γράφονται στο περιθώριο. Ισχυρός είναι «ο τρόμος της άδειας σελίδας» ακόμα και για το μικρό παιδί. Η ίδια η πόλη της Αθήνας άλλωστε είναι η μήτρα των λέξεων που ζωντανεύουν το ιστορικό της παρελθόν.

Έρωτας, θάνατος, γηρατειά, ομορφιά είναι μερικά από τα θέματα της συλλογής. Ιδιαίτερη συγκίνηση διατρέχει τη σειρά των ποιημάτων που αφιερώνονται στη νεκρή μητέρα. Κατ’ ευφημισμό, αυτή βρίσκεται σε ένα μακρύ ταξίδι μέσα «στο δάσος». Η Κόρη/Περσεφόνη διχάζεται ανάμεσα στον επάνω και τον κάτω κόσμο για να διαπιστώσει τελικά, όπως ο αρχαίος φιλόσοφος, ότι «οδός άνω οδός κάτω μία και αυτή».  Τα νεκρά παιδιά κινούνται «σαστισμένα» μέσα σε έναν ασαφή χωρόχρονο.Ο έρωτας ωστόσο αντισταθμίζει τις απώλειες του θανάτου. Τα ερωτικά ποιήματα αναπαριστούν γλαφυρά το πάθος του υποκειμένου για το αντικείμενο του πόθου.Περισσότερες αναφορές στην παντοδυναμία του σώματος συναντώνται στα Στιγμιότυπα του σώματος (2014). Όταν αυτό εξαϋλωθεί απομένει ένας ίσκιος, όπως στην ομηρική Οδύσσεια.

Σημαντικότερο είναι «το πηγάδι» των μυστικών, που αντιστοιχεί στο υποσυνείδητο (σ.25). Περιέχει τις παιδικές μνήμες, τα όνειρα και τους ελεύθερους συνειρμούς που αποτελούν γέφυρα με τον ξεχασμένο κόσμο. Στο ίδιο βάθος βρίσκονται οι αρχέγονες εικόνες που στοιχειώνουν το Εγώ. Το ασυνείδητο άλλωστε είναι δομημένο όπως η γλώσσα. Πρόκειται για ένα θεμελιώδες μοντέλο για την εξήγηση της πραγματικότητας με βάση τα σύμβολα[2]. Το αντικείμενο της επιθυμίας (ρόδο/σώμα) είναι πάντα χαμένο, συμβολικό, άπιαστο μέσα στον καθρέφτη. Το υποκείμενο όμως οραματίζεται με φόβο ανάμικτο με ηδονή τα σκοτεινά βάθη του πηγαδιού.

καθώς η ακοή μου αμβλύνεται
σκύβω τρεμάμενος
ολοένα και περισσότερο
σ’ εκείνο το φρικτό πηγάδι
(σ.25)
Τα εκτεταμένα ποιήματα της συλλογής εναλλάσσονται με σύντομα, τα «ιντερμέδια». Το μήνυμα μπορεί πάντως αποδοθεί και με εξωγλωσσικούς τρόπους. Οι ακουστικές εικόνες είναι εξίσου ισχυρές με τις οπτικές.

Οι πνιγμένοι γογγύζουν σκυλιά λυπημένα
που χάσανε τον δρόμο για το σπίτι
(σ.27)

Η λοξή ματιά του ποιητή εξασφαλίζει την ειρωνική αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Η ισχυρότερη βέβαια ειρωνεία στρέφεται εναντίον του ίδιου του εαυτού. Και ποιο καλύτερο θέμα, από την αντίθεση ανάμεσα στα νιάτα και τα γηρατειά.Το μέλλον παρουσιάζεται ζοφερό έως γκροτέσκο («κοπτήρες»). Το υποκείμενο απευθύνεται «εις εαυτόν»σε β΄ πρόσωπο χωρίς παραμυθητική πρόθεση:

δεν είναι τα νιάτα χάπια
για την ηλικία σου
(…) αλλά η πιο φρικτή παρενέργεια
είναι που προκαλούν
ακατάσχετη νοσταλγία
(σ.40)

Η αλλόκοτη σειρά των λέξεων στο ποιητικό κείμενο προκαλεί τη δυσπιστία του παιδιού-μελλοντικού ποιητή που αποφασίζει να κατανικήσει τον φόβο του «ομοιοπαθητικά»– γράφοντας δηλαδή ποιήματα («similiasimilibus»). Παρουσιάζουν ενδιαφέρον τα σημεία που προκαλούν την δυσπιστία του: οι λέξεις που πλάθουν «ένα ψωμί αλλιώτικο», η «πληγωμένη άνοιξη», τα «κυπαρίσσια που σφάχτηκαν», οι «εικόνες από τα αθέατα», η διαστροφή της πραγματικότητας «και άλλα πολλά» (σ.9). Ως πιθανή πηγή επίδρασης αναφέρεται ο Σαχτούρης. Οι επιπτώσεις στην ψυχοσύνθεση καθώς και η συναισθηματική ταραχή που δημιουργεί η ανάγνωση της ποίησης έχουν επισημανθεί ήδη στην αρχαιότητα. (Ο Πλάτων, ποιητής ο ίδιος, εκφράζει ανάλογες επιφυλάξεις). Καλό είναι όμως να γνωρίζει κάποιος από μέσα τον αντίπαλο. Μεγαλύτερη αξία έχει πάντα η ομορφιά, «λεπίδα μαχαιριού που διψάει για φόνο» (σ.10), καθώς και κινητήρια δύναμη («οίστρος»). Αυτή ξεπερνάει τα στενά όρια του ποιήματος και δημιουργεί μια απέραντη διαδοχή πιθανοτήτων. Η πραγματικότητα ωστόσο υπερέχει κάθε αναπαράστασης. Το αγαπημένο πρόσωπο πρέπει να μείνει ζωντανό σε πείσμα των λέξεων.

δεν θέλω να παγιδευτείς
μες στον λαβύρινθο των λέξεων
για να σε καταπιεί το τέρας
(σ.13)

Το γλωσσικό σημείο έχει διπλή υπόσταση: το απαρτίζουν «φθόγγοι και συλλαβές και λέξεις» (σ.11) καθώς και σημασία, περιεχόμενο. Σκοπός είναι η παρέμβαση στην πραγματικότητα. Το νεαρό παιδί αγωνίζεται «να φτιάξει ένα ποίημα/που θα κατέπαυε τον πόλεμο μεμιάς» (σ.11). Στη διαδικασία της ποίησης ωστόσο επεμβαίνουν «οι άλλοι», αμέτοχοι στο μήνυμά της και διακόπτουν. (Στο βάθος του ποιήματος ακούγεται ο Καβάφης). Όσοι δεν μετέχουν στον ποιητικό λόγο προφανώς αδυνατούν να συλλάβουν την μαγική του εξουσία. Είναι γεγονός πάντως ότι ακόμη και το άγραφο ποίημα «ακέραιο την αιωνιότητα διεκδικεί» (σ.15), καθώς περιέχει ασύλληπτη δύναμη. Μεγαλύτερη είναι η αναπαραστατική δύναμη των λέξεων στα ερωτικά ποιήματα, στα οποία φαίνεται γλαφυρά η δύναμη της μεταφοράς. Η φύση αποτελεί την μεγαλύτερη παρακαταθήκη εικόνων.

στον ποταμό του κρεβατιού
το κορμί σου σχεδία που ανεβαίνει
(σ.38)

Εντοπίζεται επομένως μια αμφίθυμη διάθεση απέναντι στις λέξεις που εγκλωβίζουν αλλά και συντηρούν την μαγική εικόνα. Από ψυχαναλυτική άποψη, η γλώσσα χρησιμεύει ως μηχανισμός αντιμετώπισης της εισβολής του πατέρα στη σχέση μητέρας και παιδιού[3]. Το μικρό παιδί τρομάζει από την αλλόκοτη πραγματικότητα των ποιημάτων και ομολογεί:

(…) η μητέρα μου για να διαβάσω
μ’ αγριοκοίταζε κραδαίνοντας Σαχτούρη
(σ.9)

Ο ποιητής  πραγματικά παρουσιάζει τρομακτικές εικόνες θανάτου στην προηγούμενη συλλογή (2020). Περιγράφει νεκρές φύσεις, πνιγμένους, τον κόσμο των οστών.Στου κανενός τη χώρα οι νεκροί μετέχουν και επεμβαίνουν στον κόσμο των ζωντανών. (Χαρακτηριστικοί είναι οι μονόλογοι-διάλογοι που αξιοποιούν την μυθική μέθοδο πχ. της Κλυταιμνήστρας). Οι λέξεις δημιουργούν έναν λαβύρινθο, από τον οποίο ο ποιητής και ο αναγνώστης μπορούν να βγουν ακολουθώντας τον μίτο του νοήματος. Οι σημασίες ανοίγουν μια νέα προοπτική στην εικόνα που απλώνεται ελεύθερη μέσα στο ποίημα. Πάντα όμως υπάρχει ένα όριο. Στη γραφή και την ανάγνωση.

ώσπου να σηκωθεί κακός αέρας
και το παράθυρο να κλείσει σφαλιστά
(σ.43)

Η πραγματικότητα ωστόσο αποτελεί μια ενότητα, ένα χωροχρονικό συνεχές. Η γλώσσα με τις άπειρες δυνατότητές της εξασφαλίζει την συνέχεια και η γραφή την μνήμη. (Καρπό αυτής της πολύπλευρης αναζήτησης αποτελεί το βιβλίο του Κουτσούνη Μπροστά σεαλλότριο ρόπτρο[4]: 2022). Ο ποιητής αποβλέπει στην απόδοση της διπλής αλήθειας (εικόνα και είδωλο), στοιχείο που επιτυγχάνεται απόλυτα στο ρόδο σε καθρέφτη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η απουσία κεφαλαίων στους τίτλους: δεν υπάρχουν σημαντικά και ασήμαντα στην ποίηση. Ο αναγνώστης μπορεί να εμπιστευτεί τη ματιά που διατρέχει τον κόσμο σε όλες του τις λεπτομέρειες «με έρωτα για τη γραφή και την τέχνη».

 

ΣΤΥΛΙΑΝΗ ΠΑΝΤΕΛΙΑ

[1]Ελισσαίος Βγενόπουλος, «Κώστας Αξελός», Χάρτης,  66, Ιούν. 2024 : «Άλλες φορές φτιάχνω τη σκάλα, λέξη τη λέξη. Καρφώνω δηλαδή μια λέξη πατάω πάνω της και μετά καρφώνω μιαν άλλη και προχωρώ» (hartismag.gr)
[2]«Ψυχανάλυση και Μαρξισμός», redlines.gr
[3]Οπ. παρ.
[4]Πλήρης τίτλος: Μπροστά σε αλλότριο ρόπτρο. Κριτικές επισκέψεις και άλλα κείμενα (1989-2020), Μεταίχμιο 2022

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Η Στυλιανή Παντελιά γεννήθηκε στην Αθήνα . Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Δημοσιεύει μελέτες για θέματα ελληνικής λογοτεχνίας σε εφημερίδες και  λογοτεχνικά περιοδικά.