Στο πλαίσιο του προγράμματος “Το καταφύγιο του Οδυσσέα” που χρηματοδοτείται από το πρόγραμμα Δημιουργική Ευρώπη, το φετινό Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης φιλοξένησε την Κροάτισσα ποιήτρια Marija Andrijašević.
Μετάφραση: Νικόλας Κουτσοδόντης
***
το βλέμμα των ματιών μου είναι όσο ευγενική είναι μια αμφεταμίνη και πιστεύει πως η φαρμακευτική είναι μια θεόσταλτη επιστήμη.
κάθε πρωί, άδεια ακόμη από σκέψεις, το χέρι μου γλιστράω κατά μήκος στο στομάχι μου ελπίζοντας να φτάσω στους μηρούς.
ένα παράξενο συναίσθημα.
θα σηκωθώ, θα υπάρξω και θα με γνωρίσετε.
είμαι κακή στις υποσχέσεις, δεν μου αρέσουνε, μα τείνω να υπόσχομαι αβίαστα.
η ζωή γλιστράει όταν την ελέγχω. πάει αργά και αδιάκοπα. και δεν μιλάει σε κανέναν ποτέ. όρια δεν έχει.
τώρα κοίτα, κάποτε είδα τον γέρο μου να κλαίει και ήταν τόσο άβολο.
είχε κακή όραση κι εγώ συνήθως του έλεγα τι χρώμα είχαν τα φώτα
και τη μέρα που έκλαψε οδηγούσαμε για την εξοχή. αυτός κι εγώ. το φως ήτανε πράσινο. έκλαιγε.
διαρκώς σκεφτόμουνα: λοιπόν, τι διάολο πρόβλημα έχεις; αι και γαμήσου, να κλαις έτσι μπροστά μου. δεν ήμουνα εγώ που σε χαστούκισα.
δεν είναι το γκρι το αγαπημένου μου χρώμα, όμως για μένα ο ουρανός ποτέ δεν είναι μπλε.
είναι πάντοτε του γκρι. ο ήλιος είναι κόκκινος και οι δρόμοι καλυμμένοι με αίμα.
κρέμονται από έναν σπάγκο δώδεκα ιντσών. όπως και το σώμα του.
το όνομα μου είναι πολύ ιερό για τη ζωή που διάγω.
τώρα λοιπόν, ορίστε που έκλαιγε., έκλαιγε για, ας πούμε, 12.5 μίλια κι εγώ συνέχιζα να αναρωτιέμαι
εάν θα σταματούσαμε στο βενζινάδικο κι αν θα μου αγόραζε ένα παγωτό και
αν η υπόλοιπη οικογένεια θα τα κατάφερνε στο σπίτι δίχως εμάς.
μακάρι μόνο να σταμάταγε να κλαίει.
ποτέ μου δεν ανησυχώ για το αύριο, τον χρόνο αφήνω να περνάει από τη μια στιγμή στην άλλη.
κρύβω το πρόσωπό μου, το διακόπτουνε κόμματα και τελείες. είναι ακατανόητο.
τα μάτια μου έχουνε μια μαύρη τελεία στη μέση. σκοτάδι βγαίνει από μέσα.
συνέχιζε να λέει πως μας αγαπούσε. ήμασταν η ζωή του. κανείς δεν πίστευε ποτέ πως κάτι σωστό θα έκανε.
οικογένεια. ήτανε μαύρος για όλους. έπειτα άρχισα να συνειδητοποιώ και να θέτω το ερώτημα από μέσα μου:
και τότε γιατί μας καταστρέφεις; μας έκανες, μην μας καταστρέφεις κιόλας. και σκούπισε
κείνα τα δάκρυα απ’ τα μάτια σου ειδάλλως θα βρεθούμε κάτω απ΄το βυτιοφόρο μπροστά.
δεν ξέρω πως να αγαπώ αν η αγάπη αυτή δεν επιστρέφεται.
ο ουρανός μου είναι πάντα γκρι.
τη μέρα εκείνη ο αδερφός μου κλειδώθηκε μες στο δωμάτιο. ο γέρος μου κάλεσε τους μπάτσους. πιο μετά ο θείος μου έφτασε και ικέτευσε τον αδερφό μου να βγει έξω. έκλαψα στο δωμάτιο μου. δεν το καταλάβαινα. ήμουνα έντεκα δεν γνώριζα γιατί λέγανε τον κόσμο κόσμο και γιατί ο πατέρας δεν μας αγαπούσε ή γιατί μας αγαπούσε με αυτόν τον τόσο περίεργο τρόπο. ικέτευσα τον γέρο μου να φύγουμε. καθίσαμε στο αμάξι και κινήσαμε για την εξοχή.
έπειτα άρχισε να κλαίει κι έπαψα να είμαι σίγουρη ποιος ήταν πια ο φταίχτης στην ιστορία μας.
περπατώ ψηλά. τίποτε κακό δεν υπάρχει στη ζωή μου.
θέλω αυτό να το ξέρεις.
μερικές μέρες μετά όλα πάλι ήταν εντάξει. είχαμε ξεχάσει. αυτό κράτησε αρκετά για να μας σπάσει το επόμενο χτύπημα σε ακόμα περισσότερα κομμάτια. ο γέρος μου δεν έκλαψε ξανά ποτέ.
***
έχουμε ολοκληρώσει αυτόν τον μαραθώνιο μέσα στις ζωές μας.
σήμερα πουλόβερ πλέκουμε για νέους χειμώνες και γι’ αλλονών κορμιά.
μου λέει εκείνη πως δεν σε αγαπώ όσο νομίζω και πως δεν σε θυμάμαι καν.
σε αποκαλεί ανάγκη.
σε βλέπω μέσα από τους πράσινους φακούς των γυαλιών μου και μέσα από το αίμα που αφήνει ίχνη γύρω από τα νύχια.
της λέω πως σε αγαπώ όσο νομίζω κι οτι δεν υπάρχει ανάγκη καν να σε θυμάμαι.
είσαι δεμένος μες στα μάτια μου από κινητική φωτογραφία.
από της στιγμής τη διασπορά.
ο χώρος είναι ένοχος για τη διάχυση της αγάπης τούτης.
μα ουδέποτε θα μας ζεσταίνει, το ξέρεις; ο ήλιος που αντανακλάται απ’ το σώμα της.
συνήθως πέφτω άρρωστος γύρω στη μια και πενήντα το πρωί.
σβήνω τα φώτα και ζώ στον ιδρώτα που παράγει από μέσα μου η όποια αρρώστια.
μεταμορφώσεις στην ύπαρξη μου που είναι η μόνη ζωή μέσα μου.
χειραγωγώντας το παρόν. στήνοντας το σκηνικό για την κοινή λογική.
η στρατηγική για μια μεγάλη, υγιή κι ευτυχισμένη ζωή.
εξαιτίας σου άρχισα να κατηγοριοποιώ τα συναισθήματα ως σοβαρά ποινικά αδικήματα.
εκτίω τα τέταρτα απ’ τα ποιος ξέρει πόσα ισόβια μου.
εξαιτίας σου.
αύριο θα μου πάρουν δείγμα αίματος. ίσως επιτέλους διαπιστώσουνε τι έχω.
της λέω: με κρατούσε με λουρί. με έλεγχε. με δίδαξε πως να ακούω τις σκέψεις. με λίκνιζε
σε μια κούνια κι άγγιζε τα στήθη μου.
ήταν το πιο όμορφο κάστανο που βρέθηκε ποτέ στου μαζουράνιτς τον πεζόδρομο και στην αγορά του χαντζούκ.
ήταν μια δεξιότητα. πρωινό στο κρεβάτι κι ένα χωράφι γαρύφαλλα φτιαγμένα από τετραγωνισμένο χαρτί.
μου λέει εκείνη πως δεν σε αγαπώ όσο νομίζω και πώς μια μέρα θ’ ανατιναχτώ με δυναμίτη
που πηγάζει από την επινόηση του αληθινού.
κι επινοούσαμε τους εαυτούς μας.
εφεύραμε τους εαυτούς μας.
χαίρομαι που…
κρατούσα τα χέρια σου. ξάπλωνα μαζί σου σε κεραίες και ξεσπάθωνα μαζί σου στις οθόνες του σύγχρονου κόσμου.
θάφτηκα μαζί σου στο χιόνι των λευκών μας μάγουλων βρίσκαμε ο ένας τον άλλο πιο όμορφους έτσι.
κρατούσα το όνομα σου μες στην τσέπη μου σαν υπενθύμιση του μεγαλείου του σύμπαντος.
***
χωρισμένοι σε δύο μέρη φτιάχνουμε δυο διασταυρώσεις.
κοιμάμαι κάτω απ’ τα φανάρια στη δυτική πλευρά.
προσέχω τη θερμοκρασία κάτω απ΄τα πόδια σου.
μας έδωσα χρόνο. γίναμε μέρος του μεγάλου σχεδίου.
αγάπη συν χρόνος μας κάνει το τέλος. μαράζι.
παρακράτηση, παρακράτηση, αγαπητέ μου γουότσον.
δεν μπορώ να σε βάλω σε βάθρο. δεν θα ήτανε σωστό.
δεν είμαι σε θέση να αντιμετωπίσω το ρίσκο των διαπροσωπικών σχέσεων.
λυπάμαι, λέει. ένα βλέμμα κενό. ένα φίλτρο καφέ. συναισθηματική παραμόρφωση με τον καυστήρα του γκαζιού αναμμένο.
δεν θα βρεις ποτέ διέξοδο απ’ τούτη τη μεταφορά, έτσι δεν είναι;
τα δάκρυα λειτουργούν σαν καύσιμο που βάζει σε κίνηση τη ζωή μου . πίνακες που κρέμονται σε όλο το εσωτερικό.
τα δάχτυλα σου στα νεφρά, τα πόδια σου στην σπλήνα. τα χείλη σου επάνω σε όλο το συκώτι.
κάποιος έραψε κουμπιά σε όλο μου το σώμα. απ’ τον λαιμό ως τον αφαλό. φοβάμαι να κοιμηθώ επάνω στο στομάχι μου. θα ανοιχτώ στον κόσμο και θα πω όλα μου τα τρομερά μυστικά.
θα πρέπει να κρατήσει κανείς το στόμα του κλειστό για σένα.
σε αφήνω να φύγεις.
αυτή τη στιγμή.
αμέσως
ναι, αμέσως.
τώρα.
συγχώρα με. φίλησε με. κοιμήσου μαζί μου κάτω από τον δία.
και το φανάρι είναι κόκκινο. άρα κορνάρουνε και βρίζουν. από μέσα.
αναγκάζονται να βγούνε έξω. και θα με ανοίξουν. κάποιος θα ξεκουμπώσει το παλτό μου.
αντιστέκομαι στην καλοσύνη. αυτή που μας αιφνιδίαζε στα στατικά μας αισθήματα.
στρεβλώνω το αληθινό όπως ο χώρος μέσα μου λυγίζει εδώ και χρόνια
ώστε τον χρόνο να προλάβει
και να σου κάνει χώρο.
στο τέλος κατανάλωσε τον εαυτό του.
υπερβάλλω. ίσως καταλάβω. ίσως καταλάβω.
είναι πολύ αργά για να μιλήσω και να κρατήσω σημειώσεις.
σταμάτησε με. μόνος μου να το κάνω δεν μπορώ.
το σπίτι που χτίζω είναι φτιαγμένο από δισταγμό και σε βάζω μέσα του.
η δουλειά μου είναι οι επινοήσεις. επινοώ τον εαυτό μου. επανεπινοώ τον εαυτό μου.
η ευθύνη μου τελειώνει όταν καταστρέφω κάθε τι που συνιστά“ένα ζευγάρι».
σε αφήνω να εξουδετερωθείς. κατρακύλα.
μέσω της μετενσάρκωσης θα εξιλεωθώ για τον πόνο που μου προκαλώ.
λικνίσου μαζί μου. αυτή η αλήθεια δεν μπορεί να αλλάξει.,δεν πρέπει να αλλάξει.
στις 2 π.μ., βλέποντας τους να αμολούν χαρταετούς (κρύψου στο ακουστικό του τηλεφωνικού θαλάμου)
τρέχω μες στην πόλη. ο λαιμός μου είναι σφιγμένος.
τα ακουστικά στ’ αυτιά μου με πονούν
σήμερα είναι απλώς κάποιου άλλου η μέρα.
το όμορφο της πρόσωπο, νύχια, μαστοί. αυτόπουδεγνωρίζω.
όνειρο, όνειρο, όνειρο! ξέχνα το όνειρο! το ξεχνώ μα επιμένει να το παίζει τσούλα στο μυαλό μου.
μου σηκώνεις τα χέρια ψηλά στον αέρα. με κρεμάς σε γάντζους κρέατος.
ανοίγοντας μου διάπλατα τα πόδια. το φερμουάρ μου κατεβάζοντας.
είσαι λίγο αδέξιος, μπερδεμένος. τα πόδια σου γλιστρούν στο παγωμένο αίμα των
σφαγμένων μοσχαριών που γύρω μας στοιβάζονται.
ετοιμάζεσαι να με γαμήσεις, από λεπτό σε λεπτό, περιμένω, περιμένω, περιμένω…
ας μην ήσουν τόσο αδέξιος και μπερδεμένος.
πονάει το στομάχι μου. το οξύ τραγουδάει νανουρίσματα στα δημητριακά.
στομαχική σφαγή που προκαλείται απ’ το χολικό οξύ.
πετάω βλακείες. ούτε καν που έχω χοληδόχο κύστη. μου την έκοψαν όταν ήμουνα δεκαεννέα.
έβαλαν όλες τις πέτρες στα νεφρά σε αυτό το ωραίο, λευκό μικρό μπουκάλι
που κρατούσα μες στην τσέπη του παλιού παλτού μου.
33 στομαχικοί αστεροειδείς παγιδευμένοι μες στο πλαστικό.
θα πρέπει να τρελάθηκαν. κλειστοφοβία.
έτσι τους πέταξα. ώστε να μην πάθουν ψύχωση.
επιτέλους! μπορείς να μας ακούσεις να βογγάμε μες στην τεράστια κρύα αποθήκη.
επιτρέπεις στη φωνή μου να είναι τολμηρή. κανονικά είν’ εντελώς άτολμη.
σου δαγκώνω τα μαλλιά, τις βλεφαρίδες, το μέτωπο. προσεύχομαι στον θεό να μην διακόψεις.
προσεύχομαι στον θεό να γλιστρήσεις και να μην πέσεις πάνω σε μια αγελάδα.
που να πάρει, είσαι τόσο καλός.
και τώρα…
μιλάμε σε ένα είδους ξέφωτο. ούτε που ξέρω πως βρεθήκαμε εκεί.
στην άλλη πλευρά, ο ξάδερφος μου, μάρτυρας του ιεχωβά, κάνει κάποιο κήρυγμα.
αυτή η σπαστική, ένρινη φωνή του, που προκαλεί την ασωτία.
ασωτία; είπε κάποιος ασωτία;
σταματάω στα φανάρια. το κινητό μου κοιτάζω. σκάσε και βάλτα με το σκοτάδι.
στέκομαι, στέκομαι, στέκομαι. μέσα, συμβαίνει η ναυτία.
είμαι εντελώς σαν την άιρις χέντερσον. απολογείσαι που μου έσκισες το βραδινό μου φόρεμα.
μου κρατάς το χέρι. στύβεις τα μαλλιά μου γύρω απ’ τη γλώσσα σου.
Ταιριαστοί, φτιαγμένοι απ’ τα ουράνια- σόδομα και γόμορρα.
θα κόψω τα μαλλιά μου για να μην ξανασυμβεί αυτό.
τι μπορώ να σου πω;
για ποιό θέμα να μιλήσω- στον θεό μου δεν αρέσω όταν γελάω.
***
ο γέρος μου αυτοκτόνησε.
πήγε να δουλέψει ένα πρωί με λίγο σκοινί στην τσέπη.
τον είδαν τελευταία φορά στις 5.45 π.μ. καθ οδόν για τη στάση του λεωφορείου.
ο γέρος μου ήταν τρελός και ριψοκίνδυνος.
θα με συμπαθήσει; τι λες; απόψε, ξέρεις, δεν θα υπάρξουν άλλες χρονοτριβές ή
άλλα μακρόσυρτα βλέμματα. κοίτα με. τι λες; αυτό είναι;
πήρε το λεωφορείο για την επαρχία και κρεμάστηκε σε κάποιου είδους θάμνο.
συνετό καθίκι. βγήκε από το λεωφορείο μια στάση πιο πριν και διέσχισε τον ποταμό
ξυπόλητος ώστε να σιγουρευτεί πως δεν θα εντοπίσουμε τα ίχνη του.
τον ψάχναμε ένα μήνα και πέντε μέρες.
θέλαμε να πιστεύουμε πως ήταν ζωντανός και παλαβός κάπου εκεί έξω. θέλαμε να πιστέψουμε πως ζούσε σε κάποιο μέρος.
βρωμερός. άπλυτος. αναίσθητος. ζωντανός.
το πυροσβεστικό όχημα έτρεχε στο δρόμο όταν με ρώτησες εάν για πρώτη φορά σε αγαπούσα.
φυσικά σε αγαπούσα.
μα πως να γνώριζα τι μας επιφύλασσε ο γέρος μου.
ένας μήνας και πέντε μέρες αγωνία.
δοκιμάσαμε όλα τα κόλπα, ψάξαμε ακόμα κάτω κι απ’ το κρεβάτι.
παραλίγο να διαλύσουμε την τηλεόραση επίσης. ίσως να κρύφτηκε μες στις καθόδους.
ένα πρωί η μαμά μου την ξύπνησε και τους αδελφούς του. και τον αδερφό μου επίσης.
τους έστειλε στον θάμνο και είπε: αυτή είναι η τελευταία φορά. ακόμα μια και τέλειωσε.
ο αδερφός μου κάτι μύρισε. τον θάνατό του.
χτύπησε το τηλέφωνο και ήξερα τι θ’ ακολουθούσε.
της είπα: όλα εντάξει. τον βρήκαμε. ήταν το μόνο που είχαμε ανάγκη.
η μάνα μου έκλαψε. το ξέρω, κάτι τέτοιο δεν σας άξιζε, αλλά… συνέβη.
συγγνώμη που σε άφησα ένα μήνα και πέντε μέρες πριν και συγνώμη που δεν ήμουν αρκετά καλός για σένα.
κλαίω όποτε θυμάμαι τον αδερφό μου να τον βρίσκει.
το κεφάλι του, κομμένο απ’ το σώμα. κι εκείνη η μυρωδιά.
φορούσε τη ζακέτα του αδερφού μου και το ρολόι μου.
τρεις μέρες μετά μου επέστρεψαν το ρολόι με σκουλήκια επάνω του. το εξέτασα στην τουαλέτα.
ο γέρος μου ζούσε μέσα σε αυτά τα σκουλήκια, και μπορούσα να τον κουβεντιάσω.
ήταν ανατριχιαστικό. δεν είχε υπάρξει πιο λευκός. γίνηκε σκουλήκι.
του είπα: όλα είναι εντάξει. του είπα: είσαι παλαβός πραγματικά.
του είπα: θα σε ξεχάσω. σύντομα. του είπα: συγνώμη, μα πρέπει να το κάνω.
έσβησα όλα τούτα τα σκουλήκια, έριξα το ρολόι σε βραστό νερό για ώρα πολλή.
έκλαψα.
ο γέρος μου αυτοκτόνησε. έχασε της ζωής του τον έλεγχο.
ο αδερφός μου τον βρήκε, κι έσπασα την πόρτα του δωματίου σου φωνάζοντας οτι δεν θα πάω στην κηδεία του.
ο αδερφός μου στεκόταν δίπλα μου στην νεκρώσιμη πομπή. δεν υπήρχε άλλη στιγμή
που να τον αγαπούσα περισσότερο.
η μάνα μου είπε: γάμησε τον κι ας αναπαυθεί εν ειρήνη.
δεν περνάει μέρα που να μην πιάνω τον εαυτό μου να αναλογίζεται πως θα είχαν εξελιχθεί
τα πράγματα για εμάς ένα μήνα και έξι μέρες αργότερα.
Η Marija Andrijašević (γεν. 1984, Σπλιτ) είναι Κροάτισσα συγγραφέας. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στη Συγκριτική Λογοτεχνία και στην Εθνολογία και Κοινωνική Ανθρωπολογία (2015) από τη Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών του Ζάγκρεμπ. Το 2007 κέρδισε το βραβείο “Goran for Young Poets” για το ποιητικό της βιβλίο “davide, svašta su mi radili”. Το πρώτο της μυθιστόρημα “Zemlja bez sutona” εκδόθηκε το 2021. Το μυθιστόρημα τιμήθηκε με το λογοτεχνικό βραβείο “Tportal” για το καλύτερο μυθιστόρημα του 2022, αλλά και με το περιφερειακό βραβείο “Štefica Cvek” ως ένα από τα εννέα καλύτερα μυθιστορήματα που εκδόθηκαν το 2021 στις χώρες των γλωσσών BCSM (Βόσνιο-Κροάτο-Μαυροβούνιο-Σερβικές γλώσσσες). Το 2023 δημοσίευσε το βιβλίο ποίησης “Temeljenje kuće”. Η επόμενη δουλειά της, το βιβλίο διηγημάτων “Liga ribara”, αναμένεται να κυκλοφορήσει τον Σεπτέμβριο του 2024. Είναι μέλος του Versopolis, μιας ευρωπαϊκής πλατφόρμας για ανερχόμενους ποιητές. Ζει μεταξύ Ζάγκρεμπ και Σπλιτ και συνεργάζεται με το Skribonauti, μια οργάνωση που προωθεί τη λογοτεχνία μέσα στις περιθωριοποιημένες ομάδες.