Tο φετινό Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης φιλοξένησε την Αλβανίδα ποιήτρια Alma Braja.

ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΨΕΜΜΑΤΑ

Σε μια γη που ήταν χρόνια απάτητη
πέρασε τυχαία το όνειρο
τα πόδια του μάτωσαν από τα αγκάθια
που έφταναν ως τη μέση
τα μαλλιά του μπερδεύτηκαν
με τους λεπτούς ιστούς των αραχνών
που απογοητεύτηκαν
όταν είδαν εκείνο αντί για τα έντομα
η ψυχή του αναζητούσε εξυψωμένη γη
γιατί από κει η πανσέληνος δεν φαινόταν
περπατούσε απρόσεκτα περπατούσε
μέχρι που πάτησε μια νάρκη
καιρό ξεχασμένη
κάτω από εκείνη τη γη χρόνια απάτητη
κομματιάστηκε το όνειρο
ένα ονειράκι ψυχής πέταξε προς την πανσέληνο
ό,τι απέμεινε, σκορπίστηκε παντού στον κόσμο
κάθισε εν αγνοία του πάνω σ’ άλλα ψέματα.

2.

Επιλεγμένη μνήμη

Στο λιγοστό φως
της σχεδόν γεμάτης σελήνης
οι δρόμοι φαίνονται στρωμένοι σκιές.
Ξεχασμένα έχω τα λόγια ενός ποιήματος
μόνο η ουσία έχει μείνει εδώ
και ο εαυτός μου ξεχασμένος είναι
ανάμεσα σε στίχους
που ήξεραν να με κλείσουν μέσα τους.
Εν τω μεταξύ άλλοι
λένε ότι η ζωή είναι κάπου κρυμμένη
και το μόνο που άφησε πίσω
είναι επιλεγμένη μνήμη.

3.

Κάποιοι ένιωσαν κοντά
την μόνιμη καύση ενός δάσους.
Κάποιοι
το λιώσιμο ενός πάγου.
Κάποιοι είπαν ότι η Σαχάρα με την Ανταρκτική
είναι πολύ μακριά για να συναντηθούν.
Έτσι δεν μπορεί να λιώσει η Ανταρκτική
μόνο επειδή η Σαχάρα είναι έρημος.
Κάποιοι ήπιαν το νερό ζεματισμένο.
Κάποιοι άλλοι
με άφθονο νερό τριγύρω
το ήθελαν κρύο και δεν το ήπιαν.
Κάποιοι έχουν πάντα μια Ανταρκτική μέσα τους.
Κάποιοι μια Σαχάρα.
Άλλοι κλαίνε
για την εξαφάνιση των ονομάτων μεταξύ.

4.

Έτσι μπήκες τις νύχτες σιωπηλά στις φλέβες
Τις άνοιξες όπως ανοίγουν οι πόρτες
ενός σκοτεινού διαδρόμου
και το φως απ έξω σε τυφλώνει.
Δεν είχες φτερά ονείρου.
Κινιόσουν μέσα
συνδεδεμένη με την αναπνοή που μπαινόβγαινε
και έδινες την εντύπωση του πετάγματος.
Έτσι μπήκες τις νύχτες σιωπηλά…
Σαν να έβλεπες τον εαυτό σου
στους σχεδόν αόρατους καθρέφτες του σκότους
Και το είδωλο τόσο ανεπαρκές.
Έτσι μπήκες τις νύχτες
σε ανεπαρκές είδωλο.
Έτσι μοναξιά…

5.

Μικρές λέξεις (σαν από απελπισία)

Να είχε πέσει το βράδυ
να είχε πέσει, λέω, τόσο δυνατά
να είχε σπρώξει τα παραθυρόφυλλα
το φως της πανσελήνου
να είχε χυθεί σε ένα δωμάτιο
να είχαν ανάψει τα περίεργα βλέμματα
σαν πυγολαμπίδες, κρυμμένες στο σκοτάδι
και να είχαν δει τον άντρα
πώς κρατούσε το κεφάλι του στα χέρια
ακουμπώντας στο τραπέζι
λίγο πιο πέρα
τετράδιο και μολύβι, αφημένα στη μοίρα τους
ένα λευκό πιάτο, μεγάλο
με κάτι μικρό στη μέση.

Να είχαν πλησιάσει οι πυγολαμπίδες
πιο κοντά
για να διακρίνουν πιο καθαρά
το καθημερινό ψωμί (ποτέ χαρισμένο)
χωρισμένο στα δύο
να έφευγαν ύστερα πιο πέρα ​​για να ψάξουν
λιγότερο κατακτημένο
από το φως της πανσελήνου
σκοτάδι.

6.

Βαριά βροχή

Εκείνη είχε στα χέρια της μια ακέφαλη κούκλα.
Εκείνος ένα καπέλο.
Εκείνη είπε να πάνε στο πάρκο.
Εκείνος είπε ότι η βροχή ήταν κοντά.
Εκείνη γέλασε και σήκωσε το κεφάλι προς τον ουρανό.
Εκείνος είδε ότι δεν υπήρχαν σύννεφα.
Εκείνη είπε ότι το καπέλο ήταν μεγάλο.
Εκείνος είπε ότι η κούκλα ήταν ακέφαλη.
Εκείνη άρχισε να κλαίει.
Εκείνος πήγε να την αγκαλιάσει.
Εκείνη απομακρύνθηκε.
Εκείνος είπε ότι πλησίαζε η βροχή.
Εκείνη σκούπισε τα δάκρυα με το φόρεμα της ακέφαλης κούκλας.
Ύστερα έδειξε πάλι τον ουρανό και γέλασε.
Εκείνος είπε ξανά ότι η κούκλα δεν ήταν πια κούκλα, έτσι ακέφαλη.
Εκείνη είπε ξανά ότι το καπέλο δεν ήταν δικό του.
Ήταν τεράστιο.
Εκείνος είπε ότι ήταν του πατέρα του
κι ότι δεν το χρειαζόταν γιατί δεν είχε πια κεφάλι.
Εκείνη σώπασε και πέταξε την κούκλα.
Εκείνος τη σήκωσε, την έβαλε στο καπέλο
και κάτι της ψιθύρισε στο αυτί.

 

***

Ύστερα έσκυψαν και σκέπασαν το καπέλο και την κούκλα με φύλλα.

Εν τω μεταξύ, στο απέναντι πάρκο, ένας άντρας κάτι έγραφε.
Κάτι για μια βροχή που δεν μοιάζει με οποιαδήποτε βροχή.
Για μια βαριά βροχή που αφού σταματήσει, αφήνει πίσω του ένα ποτάμι γεμάτο καπέλα.
Όπως αφήνει πίσω άλλο ένα ποτάμι, με ακέφαλες κούκλες.

 

Η Alma Braja γεννήθηκε στο Αργυρόκαστρο της Αλβανίας το 1974. Ζει στην Αθήνα από το 1993. Σπούδασε τουριστικά επαγγέλματα.
Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε ανθολογίες καθώς και σε λογοτεχνικά περιοδικά στην Αλβανία, Κόσοβο, Χιλή καθώς και στην Ελλάδα.
Η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο, “Άμμος στο χέρι”, εκδόθηκε το 2020. Ποιήματα της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά και ισπανικά. Γράφει στα αλβανικά και στα ελληνικά.
Ετοίμασε και μετέφρασε την ανθολογία “15 + 1 Αλβανοί ποιητές” στα ελληνικά, για το περιοδικό  “Φρέαρ” στην Αθήνα το 2021. Έχει επίσης μεταφράσει μερικούς Έλληνες ποιητές στην Αλβανία και το Κόσοβο.
Συμμετείχε σε κάποια Φεστιβάλ Ποίησης στην Ελλάδα και στο Ράχοβετς του Κοσόβου.