Στο πλαίσιο του προγράμματος “Το καταφύγιο του Οδυσσέα” που χρηματοδοτείται από το πρόγραμμα Δημιουργική Ευρώπη, το φετινό Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης φιλοξένησε τον Josip Čekolj.

Μετάφραση: Νικόλας Κουτσοδόντης

μεγαλώνοντας

καθώς οι κάμπιες σκάρφάλωναν ακόμη επάνω στους μηρούς μου
σέρνοντας μαζί τις πρώιμες εκείνες, άσπρες τρίχες
πέφταν οι άγγελοι από τον ουρανό
ένας προς έναν

παράχωσα τον φόβο μου του λιθοβολισμού σ’ ένα κουτί,
μα καμιά φορά ακόμη ξετρυπώνει στο μεσονύχτι
και γλείφει τα τρεμάμενα μου πόδια με την ιοβόλο γλώσσα του

αντίκρισα τον φόβο του θανάτου
στις επισκέψεις που θα έκανε ο παππούς στο μπράντυ που είχε στο κελάρι
και μες στο φθαρμένο προσκυνητάρι της γιαγιάς
και σε σπασμούς που διατρέχουνε το δέρμα

ο φόβος του εαυτού
υπάρχει στο κρυμμένο καριοφίλι και στο αμβλύ μαχαίρι,
σε αχρησιμοποίητα φάρμακα κι αχρησιμοποίητα κρεβάτια
σε αλυσίδες σφυρηλατημένου σίδερου επάνω στους καρπούς

κι όλα αυτά τα πράγματα έπρεπε να γραφούν στο χώμα μ’ ένα
ξύλο και όλα αυτά τα πράγματα έπρεπε να χαθούνε στη σιωπή
κι όλα αυτά τα πράγματα έπρεπε να λησμονηθούν.

 

*** 

στο τέλος της διαδρομής
υπάρχει μια φωλία, μια κρυψώνα, ένα δασύλλιο,
ένας τόπος, ζεστός και στενεμένος,
που σε σκεπάζει, σε αποκρύπτει, σου παρέχει άσυλο
όταν οι γροθιές των πατεράδων και των παππούδων μανιάζουν
κι όταν οι ουρανοί χάνουν την ψυχραιμία τους
άδικα

κι αυτό το μέρος χρειάζεται να ξαναχτιστεί
πάντοτε εκ νέου, από λουλούδια μαζεμένα,
πεσμένα φύλλα και κλαδιά, τούφες καφέ μαλλιού
και μια χούφτα γη θερμή

σκιάζεσαι, το γνωρίζω, σκιάζεσαι
τις λέξεις οικογένεια, διαμονή, κατοικία,
συγγένεια, γένος, σόι, γεννητούρια,
όλα τούτα τα πρωταρχικά κύτταρα της κοινωνίας,
άβολα γιατι τους λείπει η χαρά

πληγωμένοι δεν πυροβολούνται από συμπόνοια,
ελαφάκια ορφανεύουν, και τώρα το σπίτι τους είναι σαν φοβερός κεραυνός,
σαν πνοές ψαριών έξω απ’ το νερό, μια απύθμενη πληγή,
ένα κατάπληκτο «ο», ένα σώριασμα άφωνο

το αίμα δεν είναι μήτε γάλα μήτε δροσιά,
είναι μια γέφυρα μακριά παρασυρμένη απ’ το ξέχυλο ποτάμι

μέσα σε άυπνες νύχτες τους προγόνους μας μεμφόμαστε,
αυτοί ευθύνονται για την ατελή μορφή μας,
είναι εύκολο να συγχωρείς, είναι δύσκολο να λησμονάς,
οι λέξεις είναι μώλωπες και χαρακιές

το να στρίβεις δικαιολογείται μερικές φορές ώστε να γλιτώσεις κι άλλα ατυχήματα,
οι διασταυρώσεις είναι πάντα επικίνδυνες, οι επιλογές μονίμως λάθος

χτίσε τούτη την κρυψώνα στο λαγκάδι, επιβίωσε του χειμώνα

 

*** 

οι πελαργοί μας αφήνουν, χαμηλώνοντας στα κεχρυμπαρένια λυκόφωτα

φιλώ την κορυφή του αριστερού σου ώμου,
παίζω με τους κόκκους καφέ στων αυτιών σου τους λοβούς

σαν να φωλιάζω στην κοιλιά των δροσερών γρασιδιών,
απαλά κι ασφαλής- έτσι νιώθω όταν χώνομαι στην αγκαλιά σου

μου διηγείσαι
οι φιλίες είναι ιερές, οι αγάπες φευγαλέες,
μα στα μάτια των πελαργών όλα είναι φευγαλέα και ιερά ταυτόχρονα

 

*** 

η μαρμελάδα δαμάσκηνο ξεχειλίζει στα ουράνια και στα χέρια μου,
τα πάντα είναι καμένα και γλυκά, σφήκες και μυρμήγκια πλησιάζουν,
όλα τα ποιήματα έχουν γραφτεί, οι κήποι έχουν όλοι σκαλιστεί,

ένα θρύμμα δάσους διαπέρασε το στήθος μου, ψιθυρίζω
στους αγαθούς λαγούς ας είναι να σωθώ, ας γίνω ένα παιδί, ας γίνω ένα παιδί από κερί,

ας ξανακάνω τα παρατημένα δάση σημύδας ζεστά ξανά

 

κάτω απ’ τη μάσκα της αρκούδας 

προσεγγίζεις τα μπουμπούκια της περιοδικότητας μας,
γλείφεις τα σύννεφα μελιού και στα ξαφνιασμένα γρυλίζεις πουλιά
περπατάς αργά στις οξιές ανάμεσα που έχεις τραυματίσει, τις μελαγχολικές σου κατεβάζοντας
σκέψεις, πατούσα-πατούσα, επάνω στα άσημα μυρμήγκια,
η μάσκα σε πνίγει έτι ακόμα πιο πολύ κι απλώνεται μέσα στο τρυφερό σου δέρμα, έχει ισοπεδώσει
την σαν καρύδι μύτη σου κι έχει λυγίσει τα φραουλένια αυτιά σου
σαν τις γωνίες κάποιου βιβλίου εικονογραφημένου, κι ωστόσο δεν τη βγάζεις, φοβούμενος το άγγιγμα
φοβούμενος τον θόρυβο των κουδουνιών και των γλαστρών με τις οποίες σ’ έχουν χτυπήσει
εκείνοι όπου πρόσεχες, φοβούμενος τις στάχτες που σου έχουνε στα μάτια ρίξει, τις στάχτες
των πτώσεων, ιστοριών, ανακωχών και των παροιμιών
κάτω απ’ τη μάσκα της αρκούδας
περιπλανιέσαι αργά σαν ν’ αναμένεις τους τσιγγάνους να σε αλυσοδέσουνε, τους τσιρκολάνους να σε φυλακίσουν,
τους Λευκούς να σου φυτέψουνε μια σφαίρα
κάτω απ’ τη μάσκα της αρκούδας
δεν χάνεις τα χωριά σε σταυρού σχήμα
μήτε τις κορυφές των γιγάντιων, απειλητικών βουνών
κάτω απ’ τη μάσκα της αρκούδας
ξέχασες τη γλώσσα σου να βάλεις στα φιλιά και το τραγούδι, τα χέρια σου να βάλεις
να εξασφαλίσεις ζεστασιά, ξέχασες το λίκνο και τη μάνα και τους βρυχηθμούς σου
έγινες ο,τι πάντοτε σου ήθελες να γίνεις- ένα ζώο άγριο, μα μοναχικό

 

Βιογραφικό

Ο Josip Čekolj γεννήθηκε το 1999 στο Zabok της Κροατίας. Είναι συγγραφέας του ποιητικού βιβλίου “Η παρακμή των ηρώων και των δράκων” (Junaci i zmajevi u zalasku, Mala zvona, 2022), του ποιητικού βιβλίου “Ένα αγόρι πριν από τη συγκομιδή” (Dječak pred žetvu, Jesenski i Turk, 2023), ένα μυθιστόρημα με τίτλο “Οι κατεργάρηδες βαθιά στη λάσπη” (Hahari na dnu mulja, Mala zvona, 2022), και ένα παιδικό εικονογραφημένο βιβλίο με τίτλο “Η Σίρνα και ο Μακ στο κυνήγι του Φοβισμένου Μήνα” (Srna i Mak u potrazi za uplašenim mjesecom, Mala zvona, 2020).

Το δεύτερο ποιητικό του έργο “Ένα αγόρι πριν από τη συγκομιδή” κέρδισε το βραβείο “Na vrh jezika” και το βραβείο “Zvonko Milković”. Το παιδικό μυθιστόρημα “Οι κατεργάρηδες βαθιά στη λάσπη” μπήκε στη βραχεία λίστα για τα λογοτεχνικά βραβεία “Grigor Vitez”, “Mato Lovrak” και “Mali princ”. Έχει συμμετάσχει σε πολλά κροατικά και περιφερειακά λογοτεχνικά φεστιβάλ. Διηγήματα και ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε περιφερειακά και κροατικά περιοδικά και ανθολογίες. Εκτός από τις σπουδές του, εργάζεται ως επιμελητής κειμένων για λογοτεχνικά έργα.