Για την Τζένη Μαστοράκη / αποχαιρετιστήρια κάρτα
Eπιμέλεια: γεωργία διάκου
Η Τζένη Μαστοράκη πέθανε και μας άφησε να διαβάζουμε τα ποίηματά της σε υπνοδωμάτια και μέσα μαζικής μεταφοράς. Η Τζένη που της δόθηκε το όνομα Ιφιγένεια. Η Ιφιγένεια θυσία για τον άνεμο των πλοίων και την έναρξη του τρωικού πολέμου, η Ιφιγένεια προστατευόμενη της Αρτέμιδος ιέρεια στη χώρα των Ταύρων. Παιδί διαβάζοντας τους μύθους η ιστορία με το πέταγμα και το ταξίδι της κόρης μού έμοιαζε απελευθερωτική. Ένα κορίτσι που δολοφονείται προς όφελος του πολέμου σώζεται από μια γυναίκα – που δεν είναι ούτε μάνα, ούτε αδερφή παρά μονάχα μια άγνωστη θεά – και μένει ασφαλής μακριά από το σπίτι.
Η ποιήτρια έπαυσε λίγο πριν μπει ο Αύγουστος καίγοντας τις τελευταίες δυνάμεις μας στο χυλό των εξελίξεων. Στη Γάζα βομβαρδίζουν σχολεία. Κάθε μέρα ο αριθμός των θανάτων αυξάνεται. Εντός της επικράτειας ζέστη, φως και θάλασσα, ορδές τουριστών καταφθάνουν στα ελληνικά νησιά, η βαριά βιομηχανία της διασκέδασης πλάι σε πυρκαγιές, καμένα δάση, νεκρά ζώα και πλάνα για ενεργειακά πάρκα. Η ποιήτρια έφυγε από το σώμα της. Αυτά που έφτιαξαν τα χέρια της μένουν μαζί μας και εμείς επισκεπτόμαστε ξανά τις λέξεις και τους ήχους τους.
Με τις τέσσερις συλλογές της Διόδια (Κέδρος 1972), Το σόι (Κέδρος 1978), Ιστορίες για τα βαθιά (Κέδρος 1983) και Μ’ ένα στεφάνι φως (Κέδρος 1989) δημιούργησε ένα ποιητικό σύμπαν πολιτικής κριτικής και φεμινιστικών αναζητήσεων, το οποίο μάς επηρεάζει σωματικά. Διαρκές και πλούσιο υπήρξε και το μεταφραστικό της έργο (Κανέτι, Κάρσον Μακ Κάλερς, Ε.Α. Πόου, Χάρολντ Πίντερ, Σάρα Κέιν, Αδελφούς Γκριμ, Λιούις Κάρολ, Χάινριχ Μπελ, Χάινριχ φον Κλάιστ, Λόρκα, Σάλιντζερ). Αξίζει να σημειωθεί η μετάφραση της Μαστοράκη στο μυθιστόρημα The Catcher in the Rye του Σάλιντζερ μία φορά το 1978 με τον τίτλο Ο φύλακας στη σίκαλη και δεύτερη φορά το 2014 με τίτλο Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης.
Γράφω “μας” εννοώντας τις ποιήτριες που κλήθηκαν σε αυτό το αφιέρωμα να γράψουν συνομιλώντας με το έργο της Τζένης Μαστοράκη, σε μια προσπάθεια αποτύπωσης αυτής της σχέσης. Θέλουμε να κρατήσουμε ζωντανά τα βυσσινιά, τα κρεμεζιά, τα ωραία της, αυτά τα ρούχα που δεν κάνουν για ταξίδι[1], επιθυμώντας να τιμήσουμε το γεγονός πως υπήρξε.
Αυτό το αφιέρωμα έγινε από μια προσωπική ανάγκη να συνδιαλαγώ εκ νέου με την ποίηση της Μαστοράκη και την επιθυμία να έρθω σε επαφή με ποιήτριες που εκτιμώ το έργο τους. Να μπορέσουμε μαζί να γράψουμε για την Τζένη, από την Τζένη, με αφορμή την Τζένη και να αναγνωρίσουμε τις κοινές μας καταβολές και επιρροές. Να φτιάξουμε το δικό μας συλλογικό σώμα ποίησης.
Οι ποιήτριες που δέχτηκαν με πολύ μεγάλη μου χαρά να συμμετάσχουν είναι οι εξής: Μαρουσώ Αθανασίου, Μπρικένα Γκίστο, Σίσσυ Δουτσίου, Τώνια Τζιρίτα-Ζαχαράτου, Αφροδίτη Κατσαδούρη, Ιωάννα Λιούτσια, Παυλίνα Μάρβιν, Βίκυ Μπρούσαλη, Ευσταθία Π., Μαλαματή-Μαρία Πετρίδου, Κωνσταντίνα Σιαχάμη, Νάντη Χατζηγεωργίου
– γεωργία διάκου
πελαγυνή φλέγομαι – Μαρουσώ Αθανασίου
το κρεμεζί κρατάω άδειο ρούχο
πριν προλάβω
ανεμοζάλη ξεσπαθώνει και θαμπώνομαι
ονειρεύω τη γύμνια
τον πειρασμό του νερού
πολύ νερό σέρνεται
υπόγειο και ρουφιέται
η ώρα μία εγώ
και το ζάλισμα ακράτητο
σαν αργά το βράδυ να γλυτώνομαι
ψηλώνει η νύχτα στο άγριο φως
κι η αυγή με παίρνει και με φέγγει
χαιρετάει αλλά δεν φεύγει
αλλάζει σώμα και άστρο
δεν είναι πια ολολυγή η λύκαινα
μην ρωτάς και που γκρεμίζεται
όταν λαχταρά
ξέρει εκείνη να βουτάει
Η μάνα μου – Μπρικένα Γκίστο
Όταν γεννήθηκα
η μάνα μου με φίλησε
στα μάτια και μου
ζήτησε συγγνώμη
για το μέλλον που θα
έρθει.
Ήξερε
η δόλια
πως όταν σε
σκοτώνουνε
κανένας δε γυρνά
δεν σε κοιτά στα μάτια.
Συνομιλεί με το ποίημα «Η χαρά της μητρότητας» της Τζένη Μαστοράκη από τη συλλογή «Το σόι», Κέδρος, 1978
φαντάσματα μέσα στο σπίτι – γεωργία διάκου
Τα “έλα να σε δω απόψε όμορφη”, τα ερωτικά μηνύματα από ασπρισμένη οθόνη, στα σπίτια μας – εμείς, με τις μουσούδες μας στα στρώματα, οι φοβικές σκυλίτσες – τα μαξιλάρια τον χρόνο να μετρούν μακριά από τις θάλασσες, πνιγμένων τρίχες οι ραφές στα εσώρουχα
να τα εχθρεύεσαι αυτά κοιτώντας τους καθρέφτες, τα πρόσωπα που δεν αντανακλούν
κάποια ανάμνηση για λύπη ή χαρά, κάποια πορεία αντίστασης στον τρόμο του φιλιού μας,
κάποια γιορτή που χάλασε η φωνή: πατέρας, γιος ή άλλος αρσενικός όπως φαντάσματα που περπατούν στα νύχια αρπάζοντας αέρα και φωτιά και σε εξαπατούνε. Για να σε φτάνω και να έρχεσαι νύχτα με τα αθλητικά σου κόκκινα, γκρίζα δεμένα στην καρδιά, να σε ξεντύνω γρήγορα και γρήγορα να βρίσκεις τα δόντια που ρίξαμε στις στέγες, μικρές εμείς και πιο μικρές στο τώρα, αγγελιοφόροι τρυφεροί, “σε θέλω πώς”, εγώ χαράζω χάρτες κρυμμένου θησαυρού και σε αναγνωρίζω “σε θέλω πόσο”.
Συνομιλεί με το ποίημα «Οι βουτηχτές» της Τζένης Μαστοράκη από τη συλλογή «Ιστορίες για τα βαθιά», Κέδρος, 1983
Aποχαιρετισμός – Σίσσυ Δουτσίου
συνομιλώντας με την Τζ. Μαστοράκη 2024
Χαμογέλασαν οι Κυψέλες της πόλης
Οι εργάτριες διηγήθηκαν τον θάνατο μιας φίλης
μιας γυναίκας
Είναι αδύνατον αυτή η λέξη πάλι:
το παράλογο, ο φόβος, η μελαγχολία
Ο λόγος τρέμει μπροστά της
Υψώθηκε ένα τείχος σιωπής
Η μυστικότητα δέσμευσε τα μέλη μιας παράνομης οργάνωσης
Η σιγή της δρόσισε την Αυγουστιάτικη Αθήνα
Ο καύσωνας υποκλίθηκε – ο αποχαιρετισμός
Περπάτησαν με τις σκληρές παλάμες τους επάνω στην ιδρωμένη άσφαλτο
Η υγρασία έπνιξε το συντακτικό μέσα στο λαιμό της πολιτείας
Σήμερα κηδεύεται η μεταφράστρια του Σάλιντζερ
Παλιές κινηματογραφικές ταινίες μουρμουρίζουν στα παιδιά
τη σημασία της φιλίας, του έρωτα, της αυθάδειας
Συναντηθήκαμε στη λεωφόρο του Ανείπωτου
εκεί που οι άγγελοι εκπίπτουν στα πεζοδρόμια
και οι προφήτες ουρλιάζουν την αλήθεια
μέσα από κατεστραμμένα μεγάφωνα
στη διασταύρωση του Χρόνου με την Αιωνιότητα
Μετά από χρόνια αναγνώρισα τα μακριά μαύρα μαλλιά σου
–χύνονταν πάνω από τους ώμους σου–
καθώς έσκυβες ταπεινή και μεγαλειώδης συγχρόνως
να δέσεις τα κορδόνια ενός μικρού αγοριού στην Αιόλου
Και μετά, εκεί, πάλι, στην ερειπωμένη Μητρόπολη
ακούγοντας ψιθύρους από παλιούς εξοστρακισμούς και
νυσταγμένους εξορκισμούς
Δεν ξέρω αν θα ‘θελες μαζί να λάβουμε μέρος σε αυτή την ιερή σαρκοφαγία
Αβέβαιη μπροστά σου, ω! αδερφή μου
Τα μαλλιά σου μπλέχτηκαν στο κέντημα μιας τσιγγάνας
πούλαγε πολυελαίους, δερμάτινα αξεσουάρ, φθηνά
εργαλεία χειρός, παιχνίδια και εσώρουχα
έπλεκε και τάιζε σκαντζόχοιρους με λαχανόρυζο τα πιτσιρίκια της
Κάθε πόλη κρύβει ένα δάσος
Ένας ομόσπονδος οδυρμός για την ποίηση που χάθηκε
η φιλοδοξία, γυμνή και αχόρταγη
στοιχειώνει τους αναγνώστες
Ήμουνα ο Γκρέγκορυ Σάμσα
κοιμήθηκα στο θέατρο του Ποταμίτη
περίμενα να ξαναδώ το άδικο θαύμα μαζί σου
Μετά ήρθες, με βρήκες, μου είπες
μοιράζουνε φράουλες σε μια βραδινή προβολή στη Σταδίου
Συγκλονισμένες οι φίλες μου όταν
τους απαγόρευσαν τα τετράδια ποίησης να κυκλοφορήσουν
Κανένας δεν κατάφερε να ξορκίσει το σκοτάδι που μας καλύπτει
Ένας μαγεμένος κρατήρας που θα κρύψει
τον κατάδικο και τον Δράκουλα
Γοητευτήκαμε από τον σπαρακτικό οδυρμό της γιαγιάς μας:
γυρίστε νωρίς στα σπίτια σας κορίτσια
Κουβαλάω αυτή την ανίατη εφηβεία σαν ανθοδέσμη
και μου φτιάχνει το κέφι
Δίπλα στο κομοδίνο έχω ένα τραντζιστοράκι
και περιμένω ένα ταξίδι στο χρόνο
ν’ ακούσω τους πειρατικούς σταθμούς της δεκαετίας του ‘60
Είχα και εγώ ροζ πουέντες
δεν μου τις έφερε ο καπετάνιος
η μάνα μου με τα βιβλιοπωλείο άνευ γραφικής ύλης
στην άκρη της πόλης
δώρο γενεθλίων
Είμαι τόσο γενναιόδωρη με αυτή την αδέσποτη γάτα
στη Φωκίωνος Νέγρη
Συνομωσίες, ο ένας φίλος παροτρύνει τον άλλον
να μετενσαρκωθεί στο καλοκαίρι
στον Μάη
στη νύχτα
και όχι σε κάποιο ήρωα ή κάποια αρετή.
Η μαύρη γάτα ξεκίνησε να τρώει τα σημεία στίξης
μεταξύ μικροαστικής καθημερινότητας και
ρομαντικών ποιητών
Τότε κατάλαβαν ότι είσαι εσύ.
Ωραία ζωγραφιά και πράσινη – Τώνια Τζιρίτα-Ζαχαράτου
Ωραία ζωγραφιά και πράσινη είπε και την έκοψε στα δυο· πράσινη σαν τα φίδια που σείονται στη φτέρη σφυρίζοντας τα μυστικά και άλλες αναλήθειες. Εδώ αρκεί να είσαι όμορφη για να είσαι ευτυχισμένη απλώνοντας τα πέπλα σου γύρω απ’ το φιλιατρό, κι ας ονειρεύεσαι ερπετά να σφίγγονται στους ώμους. Όσο γεμίζει το φεγγάρι, μύγα μπλέκεται στις μπούκλες, γίνεται χρυσόμυγα, παντάξενη η πανσέληνος μοιράζει τα χαρτιά της. Πρώτα τραβά τους εραστές σε κήπο ανθισμένο, έπειτα άρμα φαίνεται κι εκείνη ξεθαρρεύει, και τέλος, ύστατο χαρτί, η κάπα του ερημίτη.
~
Ωραία ζωγραφιά και πράσινη η ανάμνηση της μέρας· πράσινα φίδια έφεραν τους γνώριμους κινδύνους, που τακτοποιούσαν τη ζωή γύρω απ’ τα δάχτυλά της. Τι απόμενε άραγε σε εκείνο το λιβάδι με το ψηλό χορτάρι κι επέστρεφαν κάθε χρονιά τα χελιδόνια λες και τα έσερνε ως εκεί κατάρα σκαλισμένη στον φλοιό κούφιας βελανιδιάς; Με την τελευταία ανάσα το νούφαρο επιστρέφει στην αταραξία.
~
Ωραία ζωγραφιά και πράσινη από εκείνες που γοητεύουν τα στοιχειά και τις δασώδεις νύμφες, και χώνονται στις φυλλωσιές θνητή σάρκα ζητώντας· το ένα κομμάτι το ’βαλε κάτω απ’ το μαξιλάρι, να τη φυλάει απ’ το κακό που θέριευε στους ίσκιους· το άλλο κομμάτι το ’βαλε επάνω στην καρδιά της να τραγουδάει σιωπηλά τα πάθη της αγάπης.
Ο τίτλος προέρχεται από το ποίημα «Τα πάθη της αγάπης» και η ποιητική αυτή σύνθεση συνομιλεί με τις απόκοσμες λυρικές φαντασίες του πιο αγαπημένου μου από τα βιβλία της Τζένης Μαστοράκη, Ιστορίες για τα βαθιά. Πιστεύω ειλικρινά πως όταν κάποια αρχίζει να διηγείται ιστορίες για τα βαθιά, είναι φυσικό επόμενο να έρθει κάποια άλλη με τις δικές της νέες ιστορίες, κι έπειτα κάποια άλλη, και κάποια άλλη. Το κουβάρι δεν έχει τελειωμό και ο χρόνος είναι διάρκεια.
Ο φωταγωγός της Τζένης – Αφροδίτη Κατσαδούρη
Eίχαμε ανταλλάξει κάμποσα από τις
δαχτυλήθρες του φωταγωγού
πένθος βαρύ και ευτυχία ανάλαφρη
κατά τα πρότυπα των μοντέρνων οίκων
τις λέξεις δεν τις αποχωριζόμασταν ποτέ
κοβόμασταν απ’ τα ριζά τους σαν απρόσεκτες νοικοκυρές
μόνο για το ασθενικό φως του ακάλυπτου
φωνάζαμε βοήθεια
μπροστά στους συγγενείς
κλάμα μονάχα για τον αγιάτρευτο καημό της λαχανίδας
τότε ο δούρειος ίππος
έμπηγε τις φωνές
τον είχανε δει πολλές φορές ξυπόλυτο
και διψασμένο στην Αθήνα
ανάβανε βλέμματα και αίματα στις
συνοικιακές πολυκατοικίες
εκείνη
δεν του φώναξε ποτέ
αυτοί που χάθηκαν στην Τροία
αποκοιμήθηκαν στα γόνατα της
εγώ τους βγάζω τα παπούτσια κάθε βράδυ
εκείνη τρέχει στα φθηνά υπόγεια της Αιόλου το πρωί
για να γυρίσει ο ήλιος στα καφάσια – να νοστιμέψουν τα εμβατήρια
των λαών της γης
θέλει δουλειά πολλή
εδώ μιλάμε για αντοχές υψηλών προδιαγραφών
εδώ μιλάμε για γραφές ηλιόλουστων κλαυθμών
είχαμε ανταλλάξει κάμποσα από τις
δαχτυλήθρες του φωταγωγού
τηλέφωνα δεν ξέρω αν ανταλλάξαμε ποτέ
είχαμε αδυναμία στα σπασμένα
Τη μέρα που σ’ αφήνει για τους ουρανούς η αγαπημένη σου ποιήτρια σφηνώνεται δριμύς Γενάρης στην καρδιά σου. Κι ας λένε τα ημερολόγια και τα εργοστασιακά μαθηματικά πως έχουμε πυρίμαχα τέλη καλοκαιριού. «Αγιάτρευτος ο καημός της λαχανίδας», απαρηγόρητος και ο δικός σου, τα χέρια κόβονται στα δυο, τα βιβλία της στο ράφι μυρίζουν κάτι από λιβάνι και όλα τα «Διόδια» στην πόλη απεργούν εις ένδειξη μεγάλου, πολύ μεγάλου πένθους.
Αναλήφθηκε στους φωταγωγούς, μ’ ένα «στεφάνι φως» τώρα χαϊδεύει τις μελαχρινές μεσοτοιχίες της Κυψέλης από άλλη θέση, κάτι γεμάτο θλίψη ψιθυρίζει στ’ αλογάκια του λούνα παρκ της, κάτι που έκανε τον «Δούρειο Ίππο» να λιποθυμήσει, και έβγαλε τα όνειρα, τα πολύ συνοικιακά, εκτός της κυκλικής τους λειτουργίας.
Έσβησε εκείνο το υποκίτρινο, ασθενικό φως, που χάσκει και όλο ξεγελάει τα σοβαρά φαντάσματα του φωταγωγού, υμνώντας τα με τα ποιητικά της θάρρετα όσο άλλος κανείς και, καταγράφοντας τους συνοικιακούς αχούς των ακάθιστων μυστικών μιας τόσης δα οικουμένης στις λευκές της σελίδες.
Όχι, δεν έσβησε η Τζένη Μαστοράκη. Την πήρε ο ύπνος μ’ ανοιχτό το παραθύρι ένα βράδυ ή ένα πρωί. Αποκοιμήθηκε από το κουβεντολόι των πολύ μεγάλων και όπου να ‘ναι θα ξυπνήσει από το κλάμα ενός μικρού παιδιού, που απόψε έχει σηκώσει στο πόδι όλη τη γειτονιά γι’ αυτή.
Συμβιβασμός – Ιωάννα Λιούτσια
Τα παπούτσια που κληρονόμησα
κάθε μέρα γίνονται πιο φαρδιά
μοιάζω γελοία περπατώντας τα
ιλαροτραγωδία του Σαρλό.
Πηγαίνω στον καθρέφτη και γυμνάζομαι
μαθαίνω στους μύες μου να χαμογελάνε
με δυσκολία αντέχουνε τα μαγουλά μου
αυτόν τον πόνο.
Ξαπλώνω με το πρόσωπο να βλέπει τοίχο
και ξύνω με τα νύχια την μπογιά
θυμάμαι πως κάποτε έκρυψα εκεί τα δέντρα.
Ό,τι κι αν γράψω, στρέφεται εναντίον μου
κι αυτή είναι ακόμη μια προσπάθεια.
«Δυο λόγια για την Τζ. Μαστοράκη»: Θυμάμαι το 2013, ποιητικό νεογνό, συμμετείχα στην 2η Λογοτεχνική Σκηνή που διοργανώνει το περιοδικό Εντευκτήριο κι ο Γιώργος Κορδομενίδης. Εκεί, στο φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου της Καλαμαριάς συνάντησα τη Τζένη Μαστοράκη. Ασφαλώς και δεν της μίλησα. Με κοίταξε, την κοίταξα και είπαμε με την παρέα μου «ουάου είναι η Μαστοράκη, πρέπει να πω καλά». Ήταν ένας μύθος για μας αυτό το πρόσωπο.
Οι σταυροί – Παυλίνα Μάρβιν
Δεν ξεκινήσαμε πότε από την Εγνατία
για το νεκροταφείο των Βογόμιλων
γιατί φοβάμαι τα σκυλιά στις ερημιές.
Όσο και να περίμενα
δεν έβρεξε ούτε πότισε αψηφησιά
εκείνη η ατρόμητη μανιχαϊστική θεότητα –
το λεωφορείο για Νέα Χαλκηδόνα πέταξε μακριά μας.
Ούτε ένας επιβάτης του δεν έδινε δεκάρα τσακιστή για τους Βογόμιλους.
Το ίδιο απόγευμα έγινα μάρτυρας μιας καλά λησμονημένης υποθαλάσσιας νεκρόπολης που ψήλωνε μπροστά στις αποθήκες, κάτω από τα χορταριασμένα νερά του λιμανιού.
Με μάτια μαυροπίνακες ήξερα να διαβάζω στην εντέλεια ό,τι μου διαμήνυσαν οι στρογγυλοί σταυροί:
Να ντρέπεσαι για τη σκόνη στο κλειστό βιβλίου του καιρού μας
για όλες τις απαγωγές συντρόφων μας που δεν εμπόδισες.
Πως μείναμε μόνον οκτώ, μάθε και διάδοσε.
Από τα βάθη του μεσαίωνα
σαν βρύα εκδικητές
ριζώνουμε στην εποχή σου
που μας ρημάζει
που μας θάβει
που μας περιγελά
σαν να μην είμαστε
σταυροί από κατατρεγμένα μνήματα
νεκρά σκυλιά κυνηγημένα
Ποίημα αναφοράς της Τζένης Μαστοράκη: «Τι έλεγε εκείνη η επιστολή», από το βιβλίο «Ιστορίες για τα βαθιά».
για την Τζ. – Βίκυ Μπρούσαλη
«…μικρή γυναίκα, γυναίκα βάρβαρη καλεί τον θάνατο καλεί
που ήταν καλός, από μακρυά σου μήνυσα, του λέει…»
Τζένη φοβάμαι,
Άγρια τυλίγεται η σιωπή γύρω απ’ τη γλώσσα
και άγρια παραδέρνει
μισή αυγή απ’ το παράθυρο φουσκώνει
μισά μετράνε όλα πια
κι’ ίσα που άνοιξες την πόρτα για να δεις
θα ’ρθει σκυφτός με αλεξίσφαιρο γιλέκο φορεμένο
ένας λιγότερο Θεός για να σου πει
θα πολλαπλασιάζεσαι μουγγή με τσακισμένα χέρια
Οι δικαστές θα φύγουν τρέχοντας κι αυτοί
απελπισμένα φώτα
και ένα ποίημα που επιβάλλεται
στον εαυτό του.
μπορούν αυτοί οι στίχοι εκείνους που Τους χάλασαν να κάψουν; – Ευσταθία Π.
À la manière de Τζένη Μαστοράκη
I
Δεν μου είναι πια
καθόλου εύκολη διαδικασία
δικάζομαι λέξη τη λέξη
σαν γράφω
για γυναίκες τρυφερές με κλάματα και τα μακριά τους μαλλιά όρθια, πνιγμένες.
Όταν το κάνω στην καρδιά μου αρχίζει μια βουή
ποδοβολητό, με κρότο,
στην καρδιά μου φυτρώνει ένα δέντρο πελώριο, με πολύ κρότο.
II
Είναι που πολύ βαθιά δεν μ’ άγγιξε πιο πολύ ποιητής, μα ψάρι
κι έτσι τώρα
όχι μ’ αστροπελέκι γλυκό στο κεφάλι, μα με τα ορθά τους μαλλιά και τους γάντζους μαχαίρια
στριφτά
οι σκοτωμένοι
με το κεφάλι βουτάνε έξω απ’το ποίημα
Μέσα, θέλω-δεν θέλω, μένω εγώ
Το δίπτυχο έχει ως σημείο αφετηρίας και βασικό τόπο μετάφρασης νοημάτων τους «Υπνοβάτες» και τα «Παραμύθια της Χαλιμάς».
Εξάσκηση ακινησίας – Μαλαματή-Μαρία Πετρίδου
σε ένα μέρος που οι φωνές
τρυπάνε από μακριά
Αποκαλόκαιρο
Αποθαρρύνομαι ή ανακτώντας
τη σιωπή που όλο με αλλάζει
χαρίζω στη θάλασσα
μακριές κλωστές με όλα τα στοιχεία
που κρύβονται στο χειμερινό παλτό μου
Τα χρώματα τα βλέπω να χάνονται
πίσω απ’ τα θολά μου δάχτυλα
Τίποτα δεν είναι θλιμμένο σήμερα
κι όμως
κάτι φωνές πουλιών
που έρχονται πίσω από τους βράχους
μεταφέρουν την εικόνα μιας ήρεμης σφαγής
κι αυτό μου παγώνει το αίμα
Ένα δέντρο ξεκουμπώνει τις ρίζες του
αφήνεται ελεύθερο στην πτώση
Πίσω από τους βράχους
μπορεί να βρούμε τα χαμένα μας μέλη
να φτιάχνουν επιτέλους έναν ολόκληρο άνθρωπο
να παίζουν μεταξύ τους
Συνομιλεί με το ποίημα «ΙΙΙ.» από τη συλλογή «Διόδια», εκδ. Κέδρος, 1972.
Φέγγε της, Ποιητή, ότι πολύ σ’ αγάπησε – Κωνσταντίνα Σιαχάμη
εις μνήμην της πολυαγαπημένης Τζένης Μαστοράκη
Ενθάδε κείμαι, σε στάχυα και νύχτες αλογίσιες, όταν οι λαμπάδες του Θεού
ριγούν μέσα σε περιβόλια, ενθάδε και οι στίχοι μου οι πιο δικοί, ανοίγουν το
βαζάκι τους, αλείφουν τα μαλλιά μου, όταν εχτενίζομαι έξω στο φεγγαράκι,
μιά φλέβα ανθού κι αδειάζει το ποτήρι μου στα σκότη, δεκάδες σπάγγοι με
τραβούν μ’ ένα στεφάνι φως σε ριζικά ολόφωτα, βάλε τα δυνατά σου,
Ποιητή, και η βελόνα σου να δείχνει προς την έξοδο, χάιδεψέ μου τα μαλλιά,
βάσανο τα μαντήλια, ανάμεσά μας άνθη του χαμού, μεσουρανώ,
Αρχάγγελε, μεσουρανώ, κι ο Αγαρηνός το ξέρει.
Κάποιος να με σταματήσει – Νάντη Χατζηγεωργίου
Στη λαϊκή κοιτάζω τα ρούχα που κρέμονται απ’ τα ουράνια. Εδώ κάτω είναι απλώς Δευτέρα. Έτσι διασκεδάζω τη λύπη μου, ανάμεσα σε λύκρα και βαμβακερά. Αποστολή μου η ευτυχία. Κι η ευτυχία ένα εμπόρευμα μακριά. Θέλω να πάρω μπρος μα δε μπορώ. Κινούμαι από κεκτημένη ταχύτητα. Νόμιζα κάτω απ’ τα κουμπιά του φουστανιού μου ό,τι χτυπούσε ήταν καρδιά. Μα ο ρυθμός μού είναι ξένος. Αντί να πάρω μπρος, παίρνω φωτιά.
Θα το σκεφτώ, λέω στον άνθρωπο και κάνω την κίνηση. Απλώνω το χέρι και παίρνω αυτό που μου λείπει. Χωρίς ντροπή, χωρίς να λαθεύω, χαμογελώντας. Όχι πως δεν είχα χρήματα.
Ήθελα να με δουν να κλέβω.
Συνομιλεί με το ποίημα «Τι έλεγε εκείνη η επιστολή» – Τζένη Μαστοράκη, «Ιστορίες για τα βαθιά», Κέδρος, 1983
Βιογραφικά
H Μαρουσώ Αθανασίου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Ημερολόγιο Θήτα» (Υποκείμενο 2018) και «Μερικές Φορές η Λύκαινα» (Θράκα 2019). Έχει μεταφράσει επίσης την ποιητική συλλογή της Κροάτισσας ποιήτριας Μόνικα Χέρτσεγκ Αρχικές Συντεταγμένες» (Θράκα 2022).
H Μπρικένα Γκίστο είναι σκηνοθέτρια και ποιήτρια. Γεννήθηκε το 1992 στην Αλβανία, μεγάλωσε στη Σκιάθο και ζει στην Αθήνα. Είναι απόφοιτη της Ανώτερης Σχολής Δραματικής Τέχνης «Ανδρέας Βουτσινάς», του Τμήματος Αγωγής και Φροντίδας στην Πρώιμη Παιδική Ηλικία του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής και εκπαιδευόμενη Διερμηνέας Ελληνικής Νοηματικής Γλώσσας. Τον Φεβρουάριο του 2022 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ιωλκός η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Πέρα από τους φράχτες».
Η γεωργία διάκου (1995) γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καρδίτσα. Είναι απόφοιτη του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας (2017) και τελειόφοιτη του τμήματος Θεάτρου Α.Π.Θ με κατεύθυνση Σκηνοθεσίας. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Αυτά που φαίνονται στο φως μού μοιάζουν οικεία, εκδόσεις Θράκα (2022), υποψήφια για το βραβείο Γιάννης Βαρβέρης της Εταιρείας Συγγραφέων, έχει συγγράψει με τη Μελίνα Αποστολίδου το θεατρικό έργο Η πόλη έβαλε τους ανθρώπους της στα παγκάκια και κατάπιε μια μέντα, εκδόσεις Βακχικόν (2022) και τη νουβέλα Λαβίνια Σουλτς, εκδόσεις Θράκα (2024).
Η Σίσσυ Δουτσίου είναι ηθοποιός, ιδρυτικό μέλος του Ινστιτούτου Πειραματικών Τεχνών και επιμελήτρια του ετήσιου Διεθνούς Φεστιβάλ Βίντεο Ποίησης. Πρωτοπόρος του spoken word στην Ελλάδα. Περιόδευσε με αναγνώσεις ποίησης, performances και διαλέξεις στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και την Ασία. Το τελευταίο της βιβλίο «Οι αδερφές του Κάιν» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Η Τώνια Τζιρίτα Ζαχαράτου είναι ποιήτρια και διδακτορική ερευνήτρια συγκριτικής λογοτεχνίας. Από το 2020 έχει εκδώσει δύο βιβλία ποίησης, «Δεύτερη νεότητα» (Βραβείο Θράκα, 2020), και «Εμείς και ο κόσμος» (Θράκα, 2024). Το πρώτο της βιβλίο απέσπασε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενης στην ποίηση του περιοδικού «Αναγνώστης» και το αντίστοιχο βραβείο “Jean Moréas”. Στο έργο της την απασχολεί η καλλιέργεια μιας διακαλλιτεχνικής πρακτικής για να εξερευνήσει ζητήματα ταυτότητας, γενεαλογίας, ευαλωτότητας και ανήκειν. Είναι τακτική συνεργάτιδα του ποιητικού περιοδικού «Τεφλόν», μέλος της ομάδας «γραφούλες» και της οργανωτικής ομάδας του διαθεματικού φεστιβάλ για το φύλο και τη λογοτεχνία «Μωβ Μέδουσες». Έχει συμμετάσχει σε διάφορα καλλιτεχνικά πρότζεκτ και λογοτεχνικά φεστιβάλ στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Συχνά δημοσιεύει δοκίμια και μεταφράσεις σε έντυπα και διαδικτυακά περιοδικά, και διοργανώνει εργαστήρια γραφής.
Η Αφροδίτη Κατσαδούρη κατάγεται από τη στέρφα ύπαιθρο του ορεινού Βάλτου. Σπούδασε κλασική φιλολογία και στη συνέχεια ολοκλήρωσε μεταπτυχιακές σπουδές στην Eιδική Aγωγή. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά –έντυπα και διαδικτυακά. Αρθογραφεί στον «Δρόμο της Αριστεράς» επί της στήλης «Δισάκι». Έχει εκδώσει δυο ποιητικές συλλογές: «Ανθρωπίνα», εκδ. Αμείλιχος 2020, «Η σάρκα στάζει στο μπαλκόνι», εκδ. Έναστρον, 2024.
Η Ιωάννα Λιούτσια γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1992. Υποψήφια διδάκτορας στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών (Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου) με αντικείμενο διατριβής την τέχνη της περφόρμανς στα Βαλκάνια και τις πολιτικές της διαστάσεις. Απόφοιτη των τμημάτων Ιστορίας –Αρχαιολογίας & Θεάτρου ΑΠΘ και της Ανωτέρας Δραματικής Σχολής «Σύγχρονο Θέατρο Βασίλης Διαμαντόπουλος». Έχουν κυκλοφορήσει τέσσερις ποιητικές της συλλογές με πιο πρόσφατη τα Ανοιχτά Φωνήεντα και Δαγκωμένα Σύμφωνα (2022), ένα μουσικό θεατρικό παραμύθι (τα δρακουλινάκια, 2024), μία συλλογή θεατρικών έργων για παιδιά (12 σκετς για 19 Παγκόσμιες Ημέρες, 2021), καθώς και οι μεταφράσεις της στα έργα του Ε. Ίψεν Νόρμα ή Ο έρωτας ενός πολιτικού (2020) και Η νύχτα του Αγίου Ιωάννη (2023). Είναι συνδημιουργός της ομάδας συγγραφέων δρόμου «γραφούλες» και μέλος της οργανωτικής ομάδας του διαθεματικού φεστιβάλ για το φύλο και τη λογοτεχνία «Μωβ Μέδουσες». Εργάζεται ως ηθοποιός, σκηνοθέτης, δραματουργός και θεατροπαιδαγωγός.
Η Παυλίνα Μάρβιν γεννήθηκε το 1987 στην Αθήνα, μεγάλωσε, όμως, στην Ερμούπολη της Σύρου. Σπούδασε Ιστορία και θέατρο. Το πρώτο της βιβλίο «Ιστορίες απ’ όλον τον κόσμο μου» (Εκδόσεις Κίχλη 2017), τιμήθηκε με το βραβείο Γιάννη Βαρβέρη της Εταιρείας Συγγραφέων. Το δεύτερο βιβλίο της «Θαύματα στου Πολύφημου|Σβήστε τους φάρους για τον Ιβάν Ισμαήλοβιτς» κυκλοφόρησε το 2022 από τις ίδιες εκδόσεις. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε δέκα γλώσσες.
Η Βίκυ Μπρούσαλη γεννήθηκε το 1987.
Η Ευσταθία Π. γεννήθηκε, μεγάλωσε και σπούδασε στη Θεσσαλονίκη. Έχει γράψει την ποιητική συλλογή Γνωρίζω αυτές που πλέκουν στη μέση της θάλασσας (Θράκα, 2022), για την οποία έλαβε το βραβείο «Γιάννης Βαρβέρης» της Εταιρείας Συγγραφέων. Ζει, μεταφράζει και συνεχίζει να γράφει στην Αθήνα, όπου εργάζεται ως επιμελήτρια εκδόσεων.
Η Πετρίδου Μαλαματή Μαρία γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και έπειτα συνέχισε τις σπουδές τις στην πολιτική φιλοσοφία και στις σπουδές φύλων. Το 2022 εξέδωσε την πρώτη ποιητική της συλλογή Οι θάλασσες τον χειμώνα. Αγαπάει τα παγωτά, τις γάτες και τις βουτιές όλο τον χρόνο.
Η Κωνσταντίνα Σιαχάμη γεννήθηκε το 1967 στην Αδελαΐδα Αυστραλίας. Ήρθε στην Ελλάδα το 1971.Σπούδασε κλασική φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Έχει εκδώσει ένα βιβλίο για τον Αριστοτέλη (εκδόσεις Κέδρος, 2008). Άρθρα της έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά όπως Το Βήμα, Καθημερινή, Νέα Παιδεία, Ποιητική, Χάρτης, Φρέαρ, Culture Book. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα ισπανικά και δημοσιευτεί στο ηλεκτρονικό περιοδικό του Μεξικού Circulo de Poesia. Έχει εκδώσει ποιητική συλλογή με τίτλο Άδης απαλώς από τις εκδόσεις Κίχλη το 2023 για την οποία απέσπασε το βραβείο Μαρία Πολυδούρη για πρωτοεμφανιζόμενους ποιητές. Διδάσκει σε ιδιωτικό σχολείο.
Η Νάντη Χατζηγεωργίου μεγάλωσε στην Ερμούπολη της Σύρου. Σπούδασε φιλοσοφία και Γερμανική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μελετά ανθρωπολογία, μουσική και χορό. Το πρώτο της βιβλίο με ποιήματα, «ήδη προς εξαφάνιση» (Θίνες, 2022) τιμήθηκε με το βραβείο του «Αναγνώστη» στην κατηγορία πρωτοεμφανιζόμενου στην ποίηση (2023). Γραπτά και σχέδιά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.
[1]Οι πρώτοι στίχοι του ποιήματος Άλλος ύπνος δεν εγίνη… από τη συλλογή «Μ’ένα στεφάνι φως» της Τζένης Μαστοράκη (1989)