Χρύσα Φάντη, “Οδός Ευτυχίδου”, (Εκδόσεις Σμίλη, 2023, σ. 452.)
Γράφει η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη
«Η αλήθεια στην Τέχνη είναι εκείνο που και το αντίθετό του είναι επίσης αληθινό.»
Το βιβλίο της Χρύσας Φάντη Οδός Ευτυχίδου, Εκδόσεις Σμίλη, 2023, αποτελεί ένα πολυεπίπεδο και ποικίλο ως προς τη μορφή μυθιστόρημα. Μια οικογενειακή σάγκα τριών γενεών που εκτείνεται από τον ξεριζωμό του 1922 μέχρι το 2022.
Το στόρι αφορά στην επιστροφή στην παιδική και νεανική ηλικία, τις αναζητήσεις και τα ερωτήματα του εβδομηντάχρονου αστού Πέτρου Χρήστου από το Παγκράτι, σαν μια ασύνειδη ανάγκη αποτίμησης και συμφιλίωσης με τους δαίμονές του, μέσα από την ανίχνευση του προσώπου και της διαδρομής του πατέρα του. Παράλληλα ρίχνει φως και σε άλλα συγγενικά πρόσωπα, στην καταγωγή των παππούδων, ενώ σκιαγραφεί τη συνταρακτική εποχή της γενιάς του πατέρα, της κατοχής και του εμφυλίου δηλαδή, την κηλίδα που μαύρισε τον τόπο και όρισε όχι μόνο τους ίδιους αλλά και τους απογόνους τους.
Ο τόπος αποτελεί κομβικό άξονα του μυθιστορήματος. Το προϊδεάζουν τόσο ο τίτλος του βιβλίου και η φωτογραφία που κοσμεί το εξώφυλλο, όσο και η προμετωπίδα που δηλώνει: «Ίσως εκείνος ο τόπος να ήταν ο πρώτος που σε όρισε.» (σ. 7).
Ο τόπος και η γλώσσα τρέφουν τον ψυχισμό του ατόμου και τρέφονται από αυτόν. Τον διαμορφώνουν και διαμορφώνονται από αυτόν. Οι αμφίδρομες αλληλεπιδράσεις του ατόμου με τον τόπο και τη γλώσσα του μέσα από συναισθηματικούς δεσμούς και βιωματικές εμπειρίες επιδρούν κυρίαρχα στην συνείδηση του κόσμου που το περιβάλλει, τη συνείδηση της ταυτότητάς του, την αίσθηση του ανήκειν και του υπάρχειν, και τις διεργασίες αυτογνωσίας.
Η Φάντη αποδίδει αριστοτεχνικά κυρίαρχες παραμέτρους του τόπου και των ανθρώπων του, έτσι που ο αναγνώστης μεταφέρεται στο Παγκράτι εκείνης της εποχής, συνομιλεί με τον ανάπηρο περιπτερά, παίζει ομαδικά παιδικά παιχνίδια από άχρηστα υλικά, αλλά και εισχωρεί στον εσωτερικό τόπο των ηρώων, οικειώνεται με τους χαρακτήρες, ακολουθεί την πορεία τους, αφουγκράζεται τον παλμό και τις ανησυχίες τους, τα ερωτικά τους ξυπνήματα, τις πρώτες ερωτικές εμπειρίες τους, τα τραυματικά βιώματα του εμφυλίου και της εξορίας, τη ρετσινιά του “δηλωσία” με την ενοχή να κληροδοτείται στους απογόνους τους, τον έλεγχο των στρατευμένων στην μετεμφυλιακή Ελλάδα, τις αγωνίες και τα ερωτήματά τους.
Πρόκειται για ένα βιβλίο, με ιδιαίτερη μετανεωτερική γραφή και ξεχωριστό προσωπικό ύφος, πολυποίκιλο ως προς τη φόρμα, καθώς εμπεριέχει εκτός από τα αφηγηματικά αποσπάσματα και εσωτερικούς μονολόγους του αφηγητή και αφηγούμενου, εγκιβωτισμένες επιστολές του πατέρα του προς τη μητέρα, ημερολογιακές σημειώσεις του, και πλούσιες διακειμενικές αναφορές, όπως η συνομιλία με τον Μισέλ Φαις πχ. Μια γραφή όπου εναλλάσσεται η ρεαλιστική αφήγηση με τον μαγικό ρεαλισμό και τον εσωτερικό μονόλογο, η λελογισμένη γραφή με την συνειρμική, όπου ο χρόνος αφήγησης μετατίθεται εναλλασσόμενος από το τώρα του αφηγητή-συγγραφικού υποκειμένου, καί της συγγραφέα, στο τότε, και από την ευθύγραμμη αφήγηση στις αφηγηματικές αναχρονίες και σε παρελθοντικά πρόσωπα και γεγονότα όπως οι παππούδες και οι γιαγιάδες του αφηγητή. Μια γραφή που εντυπωσιάζει με τη χρήση του δεύτερου προσώπου στην αφηγηματική ροή, λόγω της δυσκολίας της, αλλά και των δυνατοτήτων που προσφέρει κατά τη στοχαστική διεργασία και παράλληλη παράθεση πολλαπλών υποθέσεων, ερωτημάτων, αβεβαιοτήτων, αμφισβητήσεων, αναιρέσεων, σχετικοποιώντας και αποδομώντας βεβαιότητες και σταθερές.
Αλλά και η δομή του βιβλίου παρουσιάζει μια ιδιαίτερη σύνθεση, όπου το κεφάλαιο “Χωρίς αλεξίπτωτο Ι” που αναφέρεται στον αρχέγονο υπαρξιακό φόβο, στην αμφιθυμία και τα φόβο μπρος στην ενηλικίωση, στο πρώτο ερωτικό ξύπνημα, και στην ενηλικίωση, μαζί με το κεφάλαιο “Χωρίς αλεξίπτωτο ΙΙ” που αναφέρεται στο άγχος θανάτου, τη νέκυα και τον υπαρξιακό στοχασμό εμπλέκονται με τα κεφάλαια “Κτερίσματα Ι”, “Κτερίσματα ΙΙ” και “Κτερίσματα ΙΙΙ” που αφορούν στα πραγματικά γεγονότα και την ψυχοκοινωνική συνθήκη των ηρώων και εκτυλίσσονται παράλληλα όπως παράλληλα εκτυλίσσονται στη δομή του βιβλίου οι δυο διαφορετικές χωροχρονικές αναφορές που αφορούν, η μια στο τότε του εμφυλίου και της μετεμφυλιακής περιόδου μέσα από τις ημερολογιακές επιστολές του πατέρα, και η άλλη στο τώρα μέσα από τις ημερολογιακές σημειώσεις του αφηγητή.
Σε πρώτο επίπεδο ένας μεσήλικας ανατρέχει στο παρελθόν του, αναθυμάται συνομιλώντας με τον Άλλον αλλά κυρίως με τον εαυτό του, μελετά οικογενειακές φωτογραφίας και παλιές επιστολές του πατέρα για να μάθει, για να κατανοήσει συμπεριφορές και στάσεις του, να γνωρίσει βαθύτερα τη ρίζα του και τον εαυτό του.
Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο καταγράφονται ψηφίδες συνταρακτικών ιστορικών γεγονότων που συγκλόνισαν τον τόπο και τους ανθρώπους που τα έζησαν, ενώ παράλληλα γίνεται μια προσπάθεια χαρτογράφησης και κατανόησης των ψυχοκοινωνικών παραμέτρων του τόπου και των επιδράσεών τους στην διαμόρφωση του ψυχοσυναισθηματικού τοπίου των προσώπων αναφοράς, και στην πρόκληση ψυχικών τραυμάτων τους. Στην αρχή σχετικά του βιβλίου αναφέρεται: «Θα μου πεις: υπάρχει τόπος; Αν υπάρχει, θα είναι μέσα σε κάτι, γιατί κάθε πράγμα είναι μέσα σε κάτι, άρα και ο τόπος θα είναι μέσα σε κάποιο άλλο τόπο, και τούτο επ’ άπειρον, άρα δεν υπάρχει ο τόπος κ.λπ. κ.λπ. Το τραύμα όμως έχει πάντα έναν τόπο, ένα χωριό, μια χώρα, ένα σπίτι.» (σ. 57).
Σε ποιό τραύμα αναφέρεται η Φάντη; Στου αφηγητή και γιου, στου πατέρα; στο συλλογικό τραύμα του εμφυλίου; Υπαινίσσεται την επίκτητη κληρονομικότητα του τραύματος που ακολουθεί το άτομο από τη μια γενιά στην άλλη, όπως το τραύμα του ξεριζωμού που αναπαράγεται στις επόμενες γενιές[1] πχ.
Σε ένα άλλο επίπεδο βαθύτερο και βασικότερο κατά την προσωπική μου ανάγνωση σκιαγραφείται η σημαντικότατη αυτοαναλυτική διεργασία του αφηγητή-συγγραφικού υποκειμένου που ουσιαστικά αφορά στην αυτοανάλυση της συγγραφέα και την παραγωγή γνώσης μέσα από τη διαίσθηση, το φαντασιακό και το ασύνειδο που εκμαιεύει στο εσωτερικό ταξίδι των ηρώων, τον στοχασμό και αναστοχασμό του αφηγητή, δίνοντας ερέθισμα για αναστοχαστικές και αυτοαναλυτικές διεργασίες και στον αναγνώστη, όπως υποστηρίζεται από την ψυχαναλυτική θεώρηση[2]. Εδώ ανιχνεύονται και υπαρξιακά ερωτήματα και αναζητήσεις για το νόημα της ζωής σε αντιπαράθεση με την υπαρξιακή αγωνία και το άγχος θανάτου.
Τέλος σε ένα άλλο επίπεδο διαφαίνεται η προβληματική που καταθέτει η συγγραφέας για τη λογοτεχνική γραφή, το νόημά της, την ενδεχόμενη διαχρονία και αλήθεια της. Τελικά φαίνεται να είναι όλα τόσο σχετικά, αμφίσημα και πολύμορφα, όσα και τα βλέμματα πάνω τους τη δεδομένη στιγμή, τόσο στη ζωή όσο και στην Τέχνη, όπως διατείνεται και ο Όσκαρ Γουάιλντ πχ, ότι: «Η αλήθεια στην Τέχνη είναι εκείνο που και το αντίθετό του είναι επίσης αληθινό.[3]».
Η Χρύσα Φάντη παράλληλα με την παράθεση ιστορικών καταγραφών και γεγονότων που συνέλεξε μετά από ενδελεχή μελέτη, αμφισβητεί, υπονομεύει, ακυρώνει ή αποδημεί εικασίες και υποθέσεις στις αναζητήσεις του αφηγητή, ενώ προς το τέλος του βιβλίου αναφέρει: «Όταν κάποιος μιλά, μιλά με τον εαυτό του, για τον εαυτό του. Όσα λέει, άπαξ και βγουν από το στόμα του, γίνονται ένα με τον αέρα. […] Υπάρχει κάποιο σημάδι που να δείχνει αυτό που πραγματικά είναι; Για ένα είναι σίγουρος: μπροστά στον θάνατο θα εισπράξετε όλοι την ίδια διάψευση. […] Όλοι είναι ένοχοι, όλοι πέφτουν σε ατοπήματα, προπαντός όταν τους ζορίζεις.» (σ. 394).
Η Φάντη με το βιβλίο της Οδός Ευτυχίδου καταθέτει ένα ξεχωριστό μυθιστόρημα, που διεμβολίζει απολυτότητες και βεβαιότητες, γεννώντας μας ερωτήματα και απορίες, αλλά και αίσθηση κάθαρσης και συμφιλίωσης, ιδιαίτερα σε σχέση με το συλλογικό μας τραύμα του εμφυλίου, τις ενοχές και τις αγωνίες μας. Παράλληλα εγείρει αναστοχαστικές διεργασίες που μας πάνε βαθύτερα σε σχέση με τον τον εαυτό, το νόημα, την ομορφιά και την αξία της ζωής, την οδύνη και την ανθρώπινη περατότητα.
Βιογραφικό
Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη ζει στις Σέρρες απ’ όπου κατάγεται. Είναι Κλινική Ψυχολόγος (Msc), ποιήτρια, συγγραφέας και μεταφράστρια, μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε ως ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια σε δημόσιες μονάδες Εκπαίδευσης, Αποκατάστασης και Ψυχικής Υγείας στη Σουηδία και στην Ελλάδα. Διετέλεσε Προϊσταμένη του ΚΕΔΔΥ Σερρών, δίδαξε ως Λέκτορας επί συμβάσει στο ΤΕΦΑΑ Σερρών του ΑΠΘ και συντόνισε ομάδες Εκπαίδευσης Εκπαιδευτών Ενηλίκων και Συμβουλευτικής γονέων. Εξέδωσε έξι ποιητικές συλλογές και μια συλλογή διηγημάτων, ενώ ανθολόγησε και μετέφρασε τρία βιβλία σουηδικής ποίησης. Τελευταίο βιβλίο της είναι η ποιητική σύνθεση “με λένε Εύα”, εκδόσεις Μανδραγόρας, 2023. Δημοσιεύει, ποιήματα, διηγήματα, μεταφράσεις και κριτικές αναγνώσεις της σε λογοτεχνικά περιοδικά. Ποιήματά και διηγήματά της μεταφράστηκαν και δημοσιεύτηκαν σε ξενόγλωσσα περιοδικά και εκδόσεις. Το 2024 κυκλοφόρησε στα ισπανικά το βιβλίο με επιλεγμένα ποιήματά της “Los hijos de Eva” σε ανθολόγηση – μετάφραση του José Antonio Moreno Jurado από τις εκδόσεις Padilla Libros, Sevilla. Το 2023 της απονεμήθηκε Τιμητική διάκριση για το ποιητικό έργο της στο 1ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Σερρών του Συνδέσμου Φιλολόγων Σερρών. Το 2024 βραβεύτηκε από την Λέσχη Λάιονς Σέρρες Στρυμονιάς.
[1] Λίμπυ Τατά Αρσέλ, Με το διωγμό στην ψυχή, Κέδρος, Αθήνα 2014.
[2] Γεράσιμος Στεφανάτος, Γιατί γράφουμε, για ποιον γράφουμε, ποία η θέση της γραφής στην ψυχανάλυση; (σ. 6-9).
[3] Όσκαρ Γουάλιντ, Τέχνη και κριτική, μετάφραση: Ιάνης Λο Σκόκκο, εκδόσεις Γερ. Αναγνωστίδη, σ. 101.