Το διπλό βιβλίο: Για το Δικό μου Ντριτρόιτ του Νταν Γεωργακά (μτφρ. Αναστασία Στεφανίδου, Εκδόσεις των συναδέλφων, 2016)
γράφει ο Αντώνης Μπαλασόπουλος
Στον πρόλογό του στο Δικό μου Ντιτρόιτ, ο Νταν Γεωργακάς—ιστορικός του εργατικού κινήματος, ποιητής, πολιτικός ακτιβιστής και μια από τις πιο σημαντικές πολιτικές και πολιτισμικές προσωπικότητες της ελληνικής διασποράς στις Ηνωμένες Πολιτείες—σημειώνει:
Για μένα δεν υπήρχε ποτέ μια παύλα στον όρο Έλληνας Αμερικανός. Ούτε και ποτέ θεωρούσα τον εαυτό μου Έλληνα που ζούσε στην Αμερική, έναν Αμερικανό Έλληνα. Ήμουν ταυτόχρονα Έλληνας και Αμερικανός. Αυτό δεν ήταν διαπραγματεύσιμο. Μια ολόκληρη ζωή επεξεργάζομαι τι είδους ακριβώς Έλληνας Αμερικανός μπορεί να είμαι, μια διαδικασία που ακόμη βρίσκεται σε εξέλιξη (σελ. 11).
Η διατύπωση αυτή είναι, θαρρώ, σημαντική: ο Γεωργακάς δεν ορίζει την ταυτότητά του ως μια «ταυτότητα με παύλες», μια ενδιάμεση ταυτότητα, αλλά μάλλον ως μια ταυτότητα δισυπόστατη, στερεοσκοπική. Δεν είναι κάτι «ανάμεσα» στον Έλληνα και τον Αμερικανό, αλλά ολοκληρωμένα και ταυτόχρονα Έλληνας και Αμερικανός. Και ταυτόχρονα, το τι ακριβώς σημαίνει αυτό, τι σηματοδοτεί αυτή η διπλή υπόσταση—αυτό, μας λέει, είναι μια ανοιχτή διαδικασία στην οποία εμπλέκεται πρωταγωνιστικά ο ίδιος, και βεβαίως, η γραφή του.
Το Δικό μου Ντιτρόιτ είναι ένα απλά γραμμένο βιβλίο. Η γλώσσα του είναι καθημερινή και προσιτή, το περιεχόμενό του εν πολλοίς ανεκδοτολογικό. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι ένα απλό βιβλίο. Στην πραγματικότητα, είναι, από αρκετές απόψεις, ένα διπλό βιβλίο, ένα βιβλίο που αντανακλά ή καθρεφτίζει το δισυπόστατο της ταυτότητας που θεματοποιεί εξ αρχής ο συγγραφέας του.
Ένα πρώτο επίπεδο αυτής της διττότητας αφορά τον πραγματικό πρωταγωνιστή της αυτοβιογραφίας: αυτός είναι βέβαια, ο ίδιος ο Γεωργακάς, αλλά ταυτόχρονα, και όπως μαρτυρά ήδη ο τίτλος του βιβλίου, είναι η πόλη στην οποία μεγάλωσε ως παιδί μεταναστών. Ο πρόλογος το θέτει ρητά:
Το Ντιτρόιτ που μοιραστήκαμε δεν είναι αυτό που βρίσκεται μέσα στις συνηθισμένες κοινωνιoλογικές ιστορίες. […] Δεν ισχυρίζομαι ότι η αφήγησή μου είναι η «πραγματική» περιγραφή του Ντιτρόιτ στα μέσα του αιώνα, παρά μόνο ότι είναι αυτή που έζησα εγώ (σελ. 10).
Η χρήση του πρώτου πληθυντικού προσώπου στο απόσπασμα που μόλις παρέθεσα («μοιραστήκαμε») δεν είναι τυχαία: γιατί αν ο πρωταγωνιστής της αυτοβιογραφίας του Γεωργακά είναι ταυτόχρονα ο ίδιος και η πόλη, η πόλη όπως την έζησε, την ερμήνευσε και την θυμάται ο ίδιος, αν είναι το Ντιτρόιτ μέσα του ή το δικό του Ντιτρόιτ—υποκειμενικό και προσωπικό, δίχως αξιώσεις ουδετερότητας ή «αντικειμενικότητας»—ισχύει επίσης ότι πρόκειται για ένα Ντιτρόιτ συλλογικά βιωμένο, για «το Ντιτρόιτ που μοιραστήκαμε».
Με τη σειρά της, αυτή η νέα δισημία σε συνάρτηση με το υποκείμενο που βίωσε την πόλη μάς οδηγεί και σε μία τρίτη: το «εμείς» που υποδηλώνεται στο «μοιραστήκαμε» είναι, βεβαίως, η ελληνοαμερικανική κοινότητα, εστιασμένη στο Γκρικτάουν, το οποίο ο Γεωργακάς περιγράφει αναλυτικά, είναι όμως ταυτόχρονα και η πολυεθνοτική κοινότητα με την οποία συγχρωτίστηκε ο ίδιος και η ευρύτερη οικογένειά του (Ιταλοί, Σύροι, Ιρλανδοί), και, πάνω από όλα, η Αφροαμερικανική κοινότητα για την καταπίεση της οποίας ο Γεωργακάς γράφει με ιδιαίτερη ενσυναίσθηση και με μέλη της οποίας πορεύτηκε στα πρώτα του βήματα, και για πολλά κατοπινά χρόνια, ως ιστορικός, ως καλλιτέχνης και ως πολιτικό ον.
Όμως δεν έχουμε ακόμα εξαντλήσει τις εκδοχές της δισημίας και της διπλής υπόστασης στο βιβλίο: μια προσεκτικότερη ματιά στη δομή του, η οποία δεν είναι ούτε αμιγώς χρονολογική ούτε όμως και χωρίς χρονολογικές και ιστορικές προεκτάσεις, θα μας δείξει ότι, σχηματικά μιλώντας, η αφήγηση του Γεωργακά κινείται με άξονα δύο πολύ διαφορετικές μεταξύ τους χρονικότητες, δύο διαφορετικούς ορίζοντες του χρόνου. Στα πρώτα οκτώ κεφάλαια του βιβλίου, όπου κυριαρχεί θεματικά η οικογένεια, τόσο στην Αμερική όσο και στην Ελλάδα, ο χρόνος είναι κατά βάση εθνογραφικός. Είναι ο χρόνος αφήγησης των επαναλαμβανόμενων συνηθειών και τελετουργικών μέσω των οποίων συγκροτείται η εθνοτική κοινότητα: επισκέψεις σε συγγενείς, δώρα, τελετουργίες γιορτών, γάμοι, θάνατοι, τόποι συνάρθρωσης και διασκέδασης, ή ακόμα και σποραδικές κοινοτικές αδυναμίες όπως το αλκοόλ ή ο τζόγος—αυτά είναι τα κυρίαρχα σημεία εστίασης της αφήγησης που θα βρούμε στα συγκεκριμένα κεφάλαια.
Από το ένατο κεφάλαιο όμως, αυτό που αφορά τη μετάβαση του νεαρού Γεωργακά στο πανεπιστήμιο Γουέιν Στέιτ, τα πράγματα αρχίζουν να παίρνουν μια διαφορετική τροπή: αφενός, η εστίαση είναι πλέον σε μια πολύ ευρύτερη, εθνοτικά μιλώντας, κοινότητα ανθρώπων, τους οποίους ο συγγραφέας συναντά, με τους οποίους συζητά και με τους οποίους συνεργάζεται σε μια σειρά από πρωτοβουλίες, περιλαμβανομένης της ίδρυσης περιοδικών για την τέχνη, της μύησης στην αμερικανική αντικουλτούρα ή την κουλτούρα της αμφισβήτησης, της συνδικαλιστικής συνειδητοποίησης, της διαφώτισης για τα διακυβεύματα του αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα των Αφροαμερικανών. Ο χρονικός ορίζοντας εδώ δεν είναι πλέον εθνογραφικός αλλά σαφώς ιστορικός. Δεν περιστρέφεται κατά κύριο λόγω γύρω από επαναλαμβανόμενες πρακτικές κοινωνικής συγκρότησης αλλά, αντίθετα, αφορά την είσοδο του νέου, του καινοτόμου, και συχνά του συνειδητά ριζοσπαστικού ή ρηξικέλευθου. Με άλλα λόγια, το Δικό μου Ντιτρόιτ αποτελεί ταυτόχρονα μια βιογραφία της ελληνικής καταγωγής μεταναστευτικής κοινότητας στην πάλαι ποτέ πρωτεύουσα της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας και μια βιογραφία της ανάδυσης του πολιτικού ριζοσπαστισμού του Γεωργακά, της διαμόρφωσής του ως ετερόδοξου, αμφισβητία και ριζοσπάστη, κυρίως από τη δεκαετία του 1960 και δώθε.
Τούτου δοθέντος, έχει νομίζω ενδιαφέρον να εξετάσουμε αδρομερώς τη συνάρθρωση ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο χρόνους και αυτές τις δύο εκδοχές κοινότητας: πρόκειται, άραγε, για δύο τμήματα αποκομμένα μεταξύ τους, ασύμβατα, αθεράπευτα ετερογενή; Κατά την κρίση μου, όχι. Κοιτάζοντας προς τα πίσω, ο Γεωργακάς δίνει συστηματική σημασία σε πρόσωπα ή γεγονότα στο παρελθόν πριν την πολιτική του αφύπνιση που προετοιμάζουν ή προεικονίζουν το δικό του ατομικό μέλλον. Χωρίς καμία διάθεση εξωραϊσμού της ελληνοαμερικανικής κοινότητας στην οποία μεγάλωσε, και χωρίς εξιδανικευτική νοσταλγία, ιχνηλατεί, τρόπον τινά, τις διαστάσεις εκείνες που, σε τελική ανάλυση, τον οδήγησαν στο παράδοξο μιας αυτονομίας από τις ρίζες του που ωστόσο δεν συνίσταται σε απάρνηση ή απόρριψη αυτών των ριζών.
Ένα πρώτο παράδειγμα είναι ο παππούς του Γεωργακά, ο Γιώργος Πουρσούκας, τον οποίο ο συγγραφέας μας συστήνει στην αρχή του τέταρτου κεφαλαίου ως ενστικτωδώς «αναρχικό» (σελ. 78). Παρά τις αντιφάσεις του, ο Πουρσούκας εντυπώνεται στον νου του νεαρού Γεωργακά για τον σαφή αντικληρικαλισμό του, την αντίθεσή του στη Μεγάλη Ιδέα και την Μικρασιατική Εκστρατεία, την αποστροφή του για τον μιλιταρισμό και τον πόλεμο, την απαξία του για την εξιδανικευτική νοσταλγία για την Ελλάδα ανάμεσα στους μετανάστες, και τέλος, τη βαθιά και μόνιμη καχυποψία του προς κάθε κρατικό μηχανισμό.
Μια δεύτερη φιγούρα που αναδύεται νωρίς ως επίδραση στην κατοπινή πορεία του Γεωργακά είναι ο συνδικαλιστής κουμπάρος του Λάζος, που του διδάσκει τη σημασία της πολιτικά ενεργής στάσης και της συμμετοχής στα κοινά, όπως ο παππούς Πουρσούκας φαίνεται να τον προετοιμάζει για την δεκτικότητα στον αντικληρικαλισμό του Τόμας Πέιν (σελ. 49, 51, 108, 116, 224). Ακόμα και ο τζογαδόρος κύριος Ζυγούρης προβληματίζει τον νεαρό Νταν με την επικριτική του στάση απέναντι στην αμερικανική ψυχροπολεμική και αντισοβιετική προπαγάνδα (σελ. 147)· οι συνομιλίες του με τον παππού Πουρσούκα μαθαίνουν στον Γεωργακά ότι «οι πράξεις των ξένων πολιτικών αρχηγών που φαίνονται ανερμήνευτες ή τρελές για την ευρύτερη αμερικανική κοινωνία μπορούν να είναι αρκετά λογικές, ακόμη και πονηρές, μόλις προσδιοριστεί το αρχικό κοινό στο οποίο απευθύνονται» (σελ. 148), και τον προδιαθέτουν θετικά απέναντι στο «κόκκινο πανί» των ΗΠΑ μετά την κουβανική επανάσταση, τον Φιντέλ Κάστρο.
Ακολουθούν άλλα μαθήματα, θετικά και αρνητικά: ο Νταν συνειδητοποιεί όλο και περισσότερο ότι ο ρατσισμός δεν είναι ένα φαινόμενο το οποίο αφορά στενά τις ομάδες «διαφορετικής φυλής» όταν δέχεται σειρά από υποτιμητικές συμπεριφορές για το όνομά του στο σχολείο, ενώ ταυτόχρονα γίνεται μάρτυρας της αντιρατσιστικής συμπεριφοράς του ελληνοαμερικανού καθηγητή του στο Λύκειο, Μάικ Συρόπουλου (σελ. 177, 178, 179)· συζητά μαζί του για ένα θέμα βαθιά άβολο και σχεδόν απαγορευμένο για τους περισσότερους ελληνοαμερικανούς, τον ελληνικό εμφύλιο και τον ρόλο των ίδιων των ΗΠΑ σε αυτόν (σελ. 181)· παρατηρεί, έκπληκτος όπως σημειώνει, τη σθεναρά αντιρατσιστική στάση του απρόβλεπτου παππού του· μαθαίνει για τον αριστερό ελληνοαμερικανό ποιητή Γιώργο Κουτουμάνο (σελ. 203).
Σκοπός του Γεωργακά δεν είναι βέβαια να παρουσιάσει την ελληνοαμερικανική κοινότητα ως λίκνο του αριστερισμού ή του πολιτικού ριζοσπαστισμού· αντίθετα, διαπιστώνει κατ’ επανάληψη τις μεγάλες ελλείψεις αυτής της κοινότητας ειδικά σε ό,τι αφορά τα ζητήματα τόσο του συστημικού ρατσισμού κατά των Αφροαμερικανών του Ντιτρόιτ όσο και σε ό,τι αφορά τη γυναικεία χειραφέτηση. Σκοπός του, θα έλεγα, είναι γενεαλογήσει τη δική του πολιτική διαμόρφωση, και τον δικό του προσανατολισμό ως ανθρώπου ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένου για την ταξική και φυλετική ανισότητα και αδικία, ως μια ταυτότητα που έγινε εφικτή μέσα στα πλαίσια της κοινοτικής ύπαρξης. Ως μέσο κατασκευής του εαυτού, το Δικό μου Ντιτρόιτ δεν είναι ούτε μια δήλωση δραστικής αποξένωσης του Γεωργακά από την ελληνοαμερικανική και την ελληνική κοινωνία και κοινότητα, ούτε όμως και μια δήλωση ταύτισης μαζί τους.
Μάλλον, ο συγγραφέας αναζητά να υπογραμμίσει το πάντρεμα, εντός του ίδιου ως προσωπικότητας, της γνώσης της παράδοσης και της αφοσίωσης στην αισθητική και πολιτική νεωτερικότητα, τη συναρμογή του ανήκειν και της ετεροδοξίας ως μίας δυνητικής θέσης και ως τρόπου θέασης του κόσμου και του εαυτού. Ανήκει σε μια γενιά ανθρώπων που, όπως ο σημαντικός πεζογράφος, ποιητής και μετανάστης πρώτης γενιάς Στρατής Χαβιαράς, δεν είδαν τη ζωή στις ΗΠΑ ως συνώνυμη της αποπολιτικοποίησης, του αεροστεγούς εγκλεισμού στις μέριμνες της ιδιωτικής ζωής. Άλλωστε, η μοίρα του ίδιου του Ντιτρόιτ—μοίρα παρακμής και σταδιακής ερείπωσης που συμπαρέσυρε αναπόφευκτα και την ελληνοαμερικανή κοινότητα—πιστοποιεί πως μια τέτοια αποπολιτικοποίηση συνιστά συνταγή παράλυσης και αδυναμίας κατανόησης του κόσμου γύρω μας. «Οι περισσότεροι Έλληνες του Ντιτρόιτ, όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι του Ντιτρόιτ», σημειώνει ο Γεωργακάς, «δεν κατάλαβαν ποτέ τι είχε συμβεί σ’ αυτούς ή στην πόλη τους» (σελ. 346). Όταν η μητέρα του φίλου του Μπιλ Καρρά τον ρωτά «Ντάννυ, γιατί αυτοί μας ανάγκασαν να μετακομίσουμε;», ο Γεωργακάς σημειώνει με μια δόση πικρίας: «Δεν είμαι καν σίγουρος ποιον εννοούσε με το αυτοί. Δεν είχε πει οι μαύροι, ίσως διαισθανόμενη ότι οι δυνάμεις που είχαν αλλάξει τη ζωή της τις τελευταίες δεκαετίες δεν ήταν διαφορετικές από εκείνες που την είχαν φέρει στην Αμερική την πρώτη φορά» (σελ. 346).
Χωρίς να απαξιώσει ή να εγκαταλείψει την κοινότητα των παιδικών του χρόνων, αλλά και χωρίς να την εξιδανικεύσει ή να ενδώσει στον πειρασμό γενικεύσεων για αυτή, ο Γεωργακάς αφιέρωσε τη ζωή του στην ιχνηλάτηση αυτών ακριβώς των δυνάμεων, πέρα από τα όρια που επέβαλλε η αναζήτηση του «αμερικανικού ονείρου» στην κοινότητά του, πέρα από την στενότητα οριζόντων που επέβαλλε η ίδια η βούληση για ενσωμάτωση και αποδοχή, και πέρα από τον μεγάλο πειρασμό της εθνοτικής ιδιωτείας, όπως την ονομάζει, παραπέμποντας έμμεσα στην ετυμολογική σύνδεση της στενά εθνοτικής ζωής και της αδυναμίας κατανόησης ενός όλο και πιο διεθνικά διαρθρωμένου κόσμου.
O Αντώνης Μπαλασόπουλος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμο Κύπρου, όπου διδάσκει αγγλόφωνη πεζογραφία του 18ου και του 19ου αιώνα, κριτική θεωρία και συγκριτικές λογοτεχνικές σπουδές. Στο ερευνητικό πεδίο έχει δημοσιεύσει πλειάδα άρθρων σε περιοδικά και συλλογικούς τόμους στο εξωτερικό και έχει επιμεληθεί, ανάμεσα σε άλλα, τους τόμους Χώρες της Θεωρίας: Ιστορία και γεωγραφία των κριτικών αφηγημάτων (με τον Απόστολο Λαμπρόπουλο, Μεταίχμιο, 2010), Reading Texts on Sovereignty (με τη Στέλλα Αχιλλέως, Bloomsbury Academic, 2021) και τη νέα έκδοση του The English Utopia του A.L. Morton (Peter Lang, 2023). Έχει επίσης εκδώσει τέσσερις συλλογές ποίησης, μία διηγημάτων (Ο Κύβος και άλλες ιστορίες, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος/Νουβέλας Κύπρου 2021) και δύο αφορισμών και δοκιμίων, καθώς και μια ανθολογία αμερικανικής ποίησης σε μετάφραση (Νέα Αγγλία: Dickinson, Frost, Stevens, 2022). Το πιο πρόσφατο λογοτεχνικό του έργο, Το βιβλίο των χεριών, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θράκα. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε μετάφραση στα περιοδικά Poetica Review, Ekphrastic Review, Evening Street Review και Wayne Literary Review.