Η νοσταλγία του λευκού χρώματος
Δήμητρα Κωτούλα, Θα ήσουν παντελώς ανυπεράσπιστος. Ποιήματα της λευκής σελίδας (Εκδόσεις Πατάκη, 2021)
Γράφει η Στυλιανή Παντελιά
Η δυναμική της λευκής σελίδας αναδεικνύεται στην πρόσφατη συλλογή Θα ήσουν παντελώς ανυπεράσπιστος της Δήμητρας Κωτούλα – με τον προσδιορισμό Ποιήματα της λευκής σελίδας (2021). Πρόκειται για «ερωτήματα για το έσχατο» ζήτημα της ζωής και του θανάτου και παραινέσεις «εις εαυτόν». Στις αρχές του 21ου αιώνα όλα φαίνονται να έχουν ειπωθεί. Μένει η υπεράσπιση του λευκού χρώματος, το οποίο ο Οδυσσέας Ελύτης συνδέει με την αθωότητα και την διαφάνεια (Εν Λευκώ). Η τελειότητα, η διαρκής ένταση και η σιωπή οι οποίες χαρακτηρίζουν το άγραφο χαρτί έρχονται σε αντιπαραβολή με την «κυκλική ευτυχία του κοινότοπου» που προσδιορίζουν την γραφή και τα δημιουργήματά της. Αν και συνήθως η λευκή σελίδα ταυτίζεται με την αμηχανία και το αδιέξοδο, στην παρούσα συλλογή το ίδιο θέμα λαμβάνει φιλοσοφικές διαστάσεις και συνάπτεται με τα όρια της γλώσσας, της γραφής και κατ’ επέκταση, της ποίησης.
Το θεμελιώδες ερώτημα για την θνητότητα και την ατέλεια τίθεται εξ αρχής. Είναι γνωστό ότι η γραφή καταργεί τη λήθη και τον θάνατο. Ιστορία σημαίνει διατήρηση της μνήμης και της γνώσης. Αντίθετα, σύμφωνα με το βιβλίο του Ενώχ (απόσπασμα από αυτό αποτελεί προμετωπίδα του βιβλίου), η καταγραφή της ανθρώπινης γνώσης οδηγεί προς τον θάνατο. Οι άνθρωποι «πλάστηκαν, όπως οι άγγελοι, για να μένουν δίκαιοι και αγνοί αλλά (…) με τη γραφή ο θάνατος παίρνει εξουσία και τους σαρώνει». Οι άγγελοι είναι τρομεροί[1] και προστατεύουν την λευκή σελίδα. Χωρίς αυτά τα όρια «θα ήσουν παντελώς ανυπεράσπιστος» προειδοποιεί η ποιήτρια τον αναγνώστη. Η υπέρβαση ισοδυναμεί με την παραβίαση του κανόνα για το καλό και το κακό (και του δέντρου της γνώσης) στο οποίο βασίζεται ολόκληρη η ανθρώπινη ιστορία.
Η ποιητική ματιά αντικρύζει στον κόσμο «ένα πεδίο διαρκούς έντασης» καθώς και «συνάφειες ανάμεσα σε αλλόκοτα πράγματα». Τα ποιήματα της συλλογής χωρίζονται σε δύο ενότητες («Ποιήματα της λευκής σελίδας» και «Animal Triste») και καταγράφουν τα ερωτήματα σχετικά με ένα φάσμα συναισθημάτων: τον φόβο και τον τρόμο, την σκληρότητα, την αστοχία αλλά και την ευγνωμοσύνη, το φως και την αιωνιότητα. (Υπάρχει αντιστοιχία θεμάτων ανάμεσα στα δύο μέρη της συλλογής, καθώς και στα επιμέρους). Η πρώτη ενότητα χωρίζεται σε «Θέσεις» και «Αντιθέσεις», χαρακτηριστικές της ανθρώπινης ύπαρξης. Οι αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό του ποιήματος εκφράζουν την πολυπλοκότητα από την οποία μάς διασώζει η λευκή σελίδα. Είναι όμως αυτό το ζητούμενο; Η γλώσσα επιχειρεί με «κουρέλια λέξεων» να αναπαραστήσει τη ροή του κενού ή να περιγράψει την «πικρή πατρίδα». Η γλώσσα διαθέτει μια «αλμυρή ουσία», οι λέξεις είναι εύπλαστες και πεισματάρες, καθώς κινούνται ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο. Αυτές αποτελούν τη μόνη βεβαιότητα, τη μόνη σίγουρη ανταλλακτική αξία. Είναι ο μόνος τρόπος για να οργανωθεί η χαοτική πραγματικότητα.
Σχηματίζεται με αυτόν τον τρόπο το παραλληλόγραμμο της ποίησης, το οποίο αποδίδει το χαμένο νόημα του κόσμου. «Τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου», σημειώνει ο Wittgenstein. Τα όρια αποτρέπουν τη «διολίσθηση προς το άπειρο» και αφήνουν να διαφανεί ο λυρισμός. Ο Σολωμός (αναφέρεται δύο φορές: σ. 20 και 63) οραματίζεται την τελειότητα της λευκής σελίδας αλλά, για αυτό το λόγο, το έργο του μένει ημιτελές (non finito). Η ποίηση άλλωστε διαθέτει «κάτι γιορταστικό», αφού βασίζεται στην ιαματική ικανότητα της λέξης. Οι οικείες εικόνες της καλύπτουν το «χάσμα σεισμού» και καθησυχάζουν την επισφαλή ανθρώπινη κατάσταση. «Ποιητικά κατοικούμε τον κόσμο» τονίζει ο Hoelderlin. Ακόμα και τα δύσκολα συναισθήματα (θλίψη, «λύπη ορεινή», αγωνία) βρίσκονται μέσα στα όρια των προσδοκιών. Η ατέλεια είναι μέρος της ύπαρξης, η αφελής («αγαθιάρικη») ματιά πάνω στα πράγματα. Ο κόσμος φαίνεται σαν ένα ωραίο μέρος να γεννηθεί κάποιος. Στη συνέχεια έρχεται η απομυθοποίηση και η ειρωνική εκτόνωση (το «μεγάλο βροντερό γέλιο»). Ο θολός, άδειος κόσμος αποτελεί την περιουσία του ποιητή αλλά μια σειρά ανατροπών, συγκεκριμένων και αφηρημένων, δυσκολεύουν την ύπαρξή του: πρώτα «το ξύλινο κρεβάτι της λογικής τρίζει». Ακολουθούν τα επακόλουθα της πικρής πατρίδας: οι «συνάφειες των πολιτισμών της», τα «γυάλινα ταξίδια της», η «σκοτεινιά της κάθε τελευταίας ώρας της». Οι μεταφορές αναδεικνύουν το οδυνηρό κλίμα που επικρατεί. Τα αφηρημένα εμπόδια είναι εξίσου οδυνηρά με τα πραγματικά. Τονίζει σχετικά η ποιήτρια: «Σε κάθε περίπτωση, το απόλυτο θέμα των τεχνών, της ποίησης, συμπεριλαμβανομένης της ποίησής μου, είναι ο Άλλος, πώς σχετιζόμαστε με τους συνανθρώπους και τον κόσμο γύρω μας. Πώς παραμένουμε συνειδητοί, πραγματικά ανήσυχοι για την ανθρώπινη κατάσταση. Η τέχνη της καταγραφής, της τεκμηρίωσης και της αμφισβήτησης αυτού του πολύπλοκου δικτύου εμπλοκών είναι το ίδιο το θέμα της ποίησης, και το δικό μου[2]».
Τα σύντομα, υπαινικτικά ποιήματα της πρώτης ενότητας αναδεικνύουν την νοσταλγία της τελειότητας (λευκή σελίδα) και την προσαρμογή στο ατελές (ανθρώπινη κατάσταση). Πρόκειται για τριάντα παραλλαγές που βασίζονται στους δύο αυτούς άξονες. Η ποιητική διάθεση ακροβατεί ανάμεσα στην περιγραφή, στην στροφή «εις εαυτόν» και στην καταφυγή στο ποίημα: «Φθινόπωρο…ω! λα λα!/Η αγκράφα της κάπας μου θα σφίξει/θα με προστατέψει». (Στις αντιξοότητες λειτουργεί ο προστατευτικός μανδύας της ποίησης). Τα επιφωνήματα και η λεπτή ειρωνεία εγκλωβίζονται στο εσωτερικό του ποιήματος. «Η λευκή σελίδα αναδιπλώνεται./Κι αυτό δεν είναι/το τελευταίο της σκίρτημα». Επικρατεί η «κατηγορική προσταγή» και η σκληρότητά της: «Επιτέλους!/ Άναψε το φως./ Όρθωσε το ανάστημά σου/σ’ αυτή τη σελίδα». Η τελευταία ταυτίζεται με παράθυρο ή τη φωτεινή αντανάκλαση, με το άνοιγμα επομένως σε μια νέα διάσταση. Το status quo ωστόσο κινείται γύρω στην πραγματικότητα. Λυρικές εικόνες παρεμβάλλονται με ποικίλες αναπαραστάσεις. Η εναλλαγή δύο φωνών δίνει πολλαπλές διαστάσεις στο θέμα. Η γοητεία της λευκής σελίδας παρόλα αυτά επιμένει. Ποιος μπορεί να προστατέψει τον ποιητή από τον εαυτό του;
Αν σταθείς ακίνητος
πάνω απ’ αυτό το λευκό
θ’ ακούσεις έναν άγγελο
στο δωμάτιο
Σε αντίθεση με τους αγγέλους που έχουν τα φτερά τους, το ποιητικό υποκείμενο μεταχειρίζεται ταπεινά υποκατάστατα. Η ειρωνεία παραμένει έντονη: «Η ιπποτική της σέλα/δεν μπορεί να σε κάνει πρίγκιπα». Η λευκή σελίδα αποτελεί ένα πεδίο έντασης. Μετασχηματίζεται σε λέξεις που καθρεφτίζουν σκέψεις και διαμορφώνουν το ποίημα. Αυτό όμως, ως δημιούργημα των χεριών, είναι ανεξάρτητο. (Το ίδιο συμβαίνει και με τη μετάφραση. Η ποιήτρια έχει μεταφράσει μεταξύ άλλων την Louise Gluck και το έργο Πιστή και ενάρετη νύχτα:2021).
Μικρό ποίημα –
βρες μονάχο τον δρόμο σου
μέσα στον κόσμο.
Η υπεράσπιση της τελειότητας γίνεται αυτεπάγγελτα, καθώς ο ποιητής δεν μπορεί να αναλάβει αυτόν τον ρόλο. Μέσα στα πλεονεκτήματα της λευκότητας είναι η έλλειψη φωτοσκίασης, ενώ η ανθρώπινη σκιά «κάποτε θα εκπέσει./ Ανυπεράσπιστη./Νωθρή». Ο θάνατος αποτελεί ένα ακόμη δείγμα ανθρώπινης αδυναμίας, το οποίο κάποιος πρέπει αναγκαστικά να υποστεί ως διολίσθηση «προς το άσπρο». Όλα επισυμβαίνουν «Ποιητική αδεία» και αποκαλύπτουν την ρωγμή στο ταβάνι ή την παλιά πληγή. Οι εικόνες είναι εντυπωσιακές και βασίζονται στο καθημερινό και συνάμα απροσδόκητο. Ακόμα και στην ανιαρή πραγματικότητα, παρεμβάλλεται το ουράνιο.
Αν ανοίξεις το ψυγείο, θα σε χτυπήσουν
καταπρόσωπο ασφόδελοι και πεταλούδες.
Οι αντιθέσεις υπάρχουν εν δυνάμει μέσα στο ποίημα, καταλαμβάνουν όμως την ομώνυμη δεύτερη ενότητα από τα «Ποιήματα της λευκής σελίδας». Πρόκειται για στοχασμούς γύρω στην ποιητική τέχνη, τις πηγές και τα όρια της έμπνευσης. Περιγράφεται αυτό «το ευλογημένο κενό/ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο». Είναι το ορόσημο, η στιγμή «που το ένα χρώμα εισέρχεται στο άλλο», όπως στο τέλος της ημέρας όταν τα χρώματα συμπλέκονται. Στο σημείο αυτό διαχωρίζεται η «επιθυμία από το ποίημα/το ποίημα από την επιθυμία». Έρχονται οι λέξεις επίμονες και απλώνονται «όλο και πιο βαθιά στη σκέψη/όπως η ρίζα στο χώμα μετά τη βροχή». Οι λέξεις είναι ασταθείς αλλά περικλείουν τη βεβαιότητα του νοήματος. Οι παύσεις διαδέχονται τη Μουσική, ενώ νέες πηγές θεμάτων προκύπτουν: η πείνα, η αφάνεια, το τέλος. Στην ανθρώπινη κατάσταση, ακόμα και «οι μικρές φθορές στο περιθώριο» έχουν ιδιαίτερη αξία. Το ατελές είναι ο δικός μας Παράδεισος και διασώζει κάτι από τον χαμένο κήπο της Εδέμ. Η αιωνιότητα ωστόσο κάνει την εμφάνισή της σε απόσταση ασφαλείας, καθώς «δεν είναι ιδιοτροπία ή ιδέα./ Ούτε ποίηση». Η ίδια ταυτίζεται με την απεραντοσύνη του λευκού.
Το ποιητικό υποκείμενο παρεμβάλλεται ανάμεσα στη λευκή σελίδα και τις λέξεις, αλλά δοκιμάζει όλα τα συναισθήματα του φόβου που χαρακτηρίζουν την ασταθή αυτή κατάσταση. Προσπαθεί να επιβιώσει «με το μάγουλο/πάνω/στη ζεσταμένη /σάρκα της». Δημιουργείται ένας ζωτικός χώρος με τη μεσολάβηση της γλώσσας. Όπως σημειώνει η ποιήτρια, «η γλώσσα είναι η πρώτη ύλη της ποίησης. Ένα εργαλείο, ένα μηχανικό εργαλείο με άπειρες δυνατότητες, ικανό, κυρίως, να εμπνεύσει ηθικές (επανα)δράσεις. Και, επομένως, σίγουρα, ένα επικίνδυνο εργαλείο. Η ποιητική γλώσσα επιδιώκει να φωτίσει τη ζωή των πραγμάτων, να διευρύνει την (αυτο)συνείδηση. Εξ ορισμού , μιλάει για κάτι πέρα από αυτό για το οποίο μιλάει. Αυτή είναι η ρητορική της σιωπής. Ο ποιητής πρέπει να το σέβεται, να το τρέφει αυτό – δεν είναι εύκολο. Πρέπει να κοιτάξετε βαθιά στο παρελθόν και, ταυτόχρονα, να συνδεθείτε αυθεντικά με το «τώρα». Ο τρόπος που χειρίζεται ο κάθε ποιητής που δημιουργεί τον ιδιαίτερο τόνο, το ύφος ( ύφος ) της ποίησής του, η χαρακτηριστική φωνή του[3]».
Η ποίηση επομένως κινείται ανάμεσα στο τότε και στο τώρα, ανάμεσα στο ατομικό (ομιλία-εσωτερικοί μονόλογοι) και στο συλλογικό (γλώσσα). Η πρωτογενής αφήγηση ωστόσο είναι εκείνη των ανθρώπινων σχέσεων (βλ. της ίδιας, Ποιήματα για την κόρη μου) και συναισθημάτων που διακατέχουν το δεύτερο μέρος της συλλογής («Animal triste»). Επικρατεί η «συμπάθεια», η ταύτιση με τα όντα, όσο ταπεινά κι αν είναι, «γιατί χειμώνιασε, Κύριε, κι όσο πάει και σκοτεινιάζει» (σύμφωνα με το μότο της ενότητας από το Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα του Τάσου Λειβαδίτη). Η οικολογική ματιά είναι βαθιά φιλοσοφική και αποδεικνύει το ενδιαφέρον για όλες τις μορφές ζωής του πλανήτη – ακόμα και για τα «Νεκρά ιμπρεσιονιστικά φρούτα στο τραπέζι». Η ματιά του ποιητή παρακολουθεί σταθερά τις κινήσεις των ζωντανών οργανισμών, οι οποίες διδάσκουν την αφοσίωση. (Ο Σολωμός άλλωστε χρησιμοποιεί το παράδειγμα του φυτού). Χαρακτηριστική είναι πάντως η δυσθυμία για την δοκιμασία του «εγκλεισμού». (Η λέξη αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία μετά την πανδημία των ετών 2019-21. Μια ειδική ορολογία αναπτύσσεται στα συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια). Η αδυναμία επικοινωνίας με τους οικείους, με την «ομαδική αμοιβαιότητα» διαταράσσει την ροή της αφήγησης. Η ζωή αναγκαστικά περιορίζεται σε στενά, στοιχειώδη πλαίσια. Το «Όνειρο» όμως εξελίσσεται σε «ποιήματα/με/πλατιά/άσπρα/ανοιγμένα φτερά» και πετάγματα ελευθερίας. Ακόμα και οι κοινόχρηστες λέξεις λαμβάνουν άλλη χροιά όταν περνάνε στη γραφίδα του ποιητή.
Το ποίημα αυτό είναι λυπημένο
επειδή δεν μπορεί να σ’ αγγίξει.
(«Λυπημένο ποίημα»)
Η ποιητική γραμματική περιλαμβάνει παρομοιώσεις, μεταφορές, οπτικές και ακουστικές εικόνες. Χρησιμοποιεί τον εσωτερικό μονόλογο, τις ερωτήσεις (ευθείες, πλάγιες), καθώς και παρενθέσεις (οι οποίες αποτελούν δεύτερες σκέψεις). Ο στίχος αρθρώνεται σε σύντομη ή περισσότερο εκτεταμένη φόρμα. Οι παρεκβάσεις διακρίνονται από τα πλάγια γράμματα και διαχωρίζονται από τους στίχους- «αυτοσχέδιες διηγήσεις». Οι υποθέσεις είναι επίμονες («Κι αν δεν ήταν εκείνη τώρα εδώ») και η απόδοση κοινή: «θα ήσουν παντελώς ανυπεράσπιστος». Η λευκή σελίδα πλαισιώνεται με λυρικές φυγές (fugae) οι οποίες αποτελούν καταλόγους και απαριθμήσεις. Πρόκειται για ένα ευρύ φάσμα συναισθημάτων και χρωμάτων, από το λευκό μέχρι το μαύρο.
Αυτή είναι η άλλη πλευρά
της ύπαρξής μας
Η λιτότητα των εκφραστικών μέσων αναδεικνύει την ουσιαστική πλευρά της γλωσσικής επικοινωνίας που είναι η μετάδοση μηνυμάτων. Σύμφωνα με τη διατύπωση της ποιήτριας, το βιβλίο «αφορά τις λέξεις και τα ποιήματα, και τις θεραπευτικές ικανότητες της γλώσσας, της ποίησης και της τέχνης, την επιμονή και τη θέλησή της, τη μοναδική ικανότητά της να απευθύνει ανοιχτό κάλεσμα στις καλύτερες ποιότητές μας ως των ανθρώπων ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης[4]». Η τελική «Βεβαιότητα» του ποιητή αναφέρεται στην αναγέννηση. Αυτή τη φορά στην επικράτεια του λευκού.
Στυλιανή Παντελιά
Bιογραφικό
Η Στυλιανή Παντελιά γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών). Δημοσιεύει μελέτες για θέματα ελληνικής λογοτεχνίας σε εφημερίδες και περιοδικά. Yπηρετεί στη Μέση Εκπαίδευση.
[1] Μότο της α΄ ενότητας οι στίχοι του Hans Magnus Enzenderger: «Όταν σήκωσα τα μάτια/πάνω απ’ τη λευκή μου σελίδα/είδα έναν άγγελο στο δωμάτιο» (μετάφραση Γ. Πρεβεδουράκη)
[2] Συνέντευξη Δήμητρας Κωτούλα, «Αυτή η αλμυρή ουσία στη γλώσσα ποίηση είναι», The Book’s Journal 124 (Νοέμβριος 2021)
[3] Οπ. παρ.
[4] Οπ. παρ.