Ποιων οι φωνές ακούγονται πάλι (και ποιων δεν πρέπει να ακουστούν (ξανά))

Τ@ Νόα Τίνσελ/ Βάγιας Κάλφα

Έγραψε ένα κείμενο η Ρένα Λούνα στη lifo όπου εξαρχής δηλώνει ότι συζητά τις έμφυλες αναπαραστάσεις σε ένα έργο ενός συγγραφέα (στη Μεγάλη Χίμαιρα του Καραγάτση) και, από την αρχή, με σαφήνεια, παίρνει θέση απέναντί του. Ήδη από τον τίτλο διαβάζουμε: «Η πατριαρχία δεν φύτρωσε μόνη της: Η «Μεγάλη Χίμαιρα» και οι έμφυλες ταυτότητες. Το Σύνδρομο της Στοκχόλμης, έστω με τους λογοτέχνες, μπορεί να σταματήσει εδώ (1). Στη συνέχεια, μέσα στο κείμενο, κάνει ακριβώς αυτό που δηλώνει στον τίτλο: δίνοντας παραδείγματα από το έργο του Καραγάτση, στηρίζει την ανάγνωσή της, ότι αναφορικά με τις αναπαραστάσεις της γυναίκας, το κείμενο ήταν προβληματικό και τότε και είναι προβληματικό να μην αναγνωρίζεται και σήμερα -κυρίως, σήμερα- αυτή του η διάσταση, όπου κάθε μέρα σχεδόν μαθαίνουμε για μία νέα γυναικοκτονία και περιστατικά έμφυλης βίας. Το επιχείρημά της είναι ότι η βία είναι ένα πατριαρχικό συνεχές που μαθαίνεται, κανονικοποιείται και αναπαράγεται μέσα στα χρόνια και αυτό δεν είναι κάτι που αφορά μόνο τη λεγόμενη «χαμηλή κουλτούρα». Σε κανένα σημείο, δε, δεν συνδέει αιτιακά τον Καραγάτση (πολύ περισσότερο, την κλασική λογοτεχνία γενικά) με τις γυναικοκτονίες, αλλά την αναπαραγωγή μιας σεξιστικής ρητορικής (γυναίκα μοιραία και βρώμικη) με την ρητορική που ξεπλένει τους γυναικοκτόνους (όπου δαιμονοποιείται το θύμα και το έγκλημα αποδίδεται στη θηλυκότητά της). Τι διάβασαν; Ρίξτε όλα τα βιβλία στην πυρά.

Ξεκίνησε κατευθείαν ένας σχολιασμός στο facebook, όπου όσοι κοινοποίησαν το κείμενο, κλήθηκαν να απαντήσουν στις οργισμένες αντιδράσεις λογοτεχνών και κριτικών, που είδαν κουλτούρα ακύρωσης, απόπειρα λογοκρισίας, ηθική σταυροφορία. Σε αυτό το σημείο, να πω δύο πράγματα: πρώτον, αυτή η ρητορική περί ηθικής σταυροφορίας που ξεκινά από μία θέση υποτιθέμενης ιδεολογικής καθαρότητας, ειρωνικά, είναι η ίδια αποτέλεσμα της κυρίαρχης ιδεολογικής κατασκευής της φεμινιστικής κριτικής ως φεμιναζισμού και ως ιδεολογίας του φύλου (2). Δεύτερον, μιλώντας για κουλτούρα ακύρωσης και λογοκρισίας, δεν είδα να γίνεται λόγος ποτέ -πόσο μάλλον με αντίστοιχη ένταση και σε τέτοια μαζικότητα- για τα βιβλία γυναικών, ΛΟΑΤΚΙ+ συγγραφέων, και άλλων που αποδεδειγμένα και συστηματικά έχουν τεθεί και τίθενται εκτός λογοτεχνικού κανόνα επί αιώνες και παγκόσμια, και ας υπάρχουν επιστημονικές μελέτες (3) και σχετική ειδησεογραφία (4) πάνω στο θέμα. Σε αυτή την περίπτωση, δεν πρόκειται για αποσιώπηση, διαγραφή ολόκληρων παραδόσεων, είναι απλά Δευτέρα.

Πώς απάντησαν μπροστά στην αγωνία τους για την πυρά, που κανείς δεν άναψε πέρα από το φαντασιακό τους, κάποιοι; Έσπευσαν να ρίξουν τη Λούνα στην πυρά, θέλησαν να τη ντροπιάσουν, να την γελοιοποιήσουν, ώστε να το ξανασκεφτεί -και αυτή και όσες έχουμε αντίστοιχες προθέσεις- πριν ανοίξει ξανά δημόσια το στόμα της. Την είπαν «ιδεολογικά αποβλακωμένη», μίλησαν για woke κουλτούρα (5), την (μας) αποστόμωσαν με την Βουγιουκλάκη «Συνεχίστε… Διασκεδάζω μαζί σας. Με εμένα ονειρευτήκατε από τις οθόνες. Κι εσείς είστε ακόμα στον εξώστη» (εδώ, «η χαμηλή κουλτούρα» έρχεται στο στόμα των υποστηρικτών -και παραγωγών- της «υψηλής κουλτούρας» για να κερδίσουν τα πλήθη που σνομπάρουν). Μίλησαν, με δύο λόγια, απέναντι στην απόπειρα λογοκρισίας -που ως έτσι μετέφρασαν τη διατύπωση γνώμης (θυμίζω πως το κείμενο έχει γραφτεί στη στήλη με το χαρακτηριστικό τίτλο «Οπτική γωνία»)- με απόπειρα λογοκρισίας.

Και, ωστόσο, αυτό που κάνει η Λούνα στο άρθρο της είναι πολύ συγκεκριμένο: δηλώνοντας το σκοπό της (την εστίαση στις έμφυλες ταυτότητες), δηλώνει τις θεσιακότητές της και από αυτή τη θέση, με ανοιχτά χαρτιά, κάνει κριτική. Γενναίο και έντιμο. Δεν είναι το πρόβλημα εκείνη, το πρόβλημα είναι των κριτικών που δεν αναγνωρίζουν τις δικές τους θεσιακότητες και πώς εμπλέκονται αυτές στην πρόσληψη των έργων και παρουσιάζουν τις κριτικές τους ως θέσφατα. Όσοι βλέπουν, λοιπόν, απουσία μεθόδου σε αυτό που κάνει, ας αναρωτηθούν πόσο επιστημονικό είναι να γράφεις χωρίς να δηλώνεις τα ερευνητικά σου ερωτήματα, τρόπο ανάλυσης, κριτήρια, χωρίς να στοχάζεσαι πάνω στις θεσιακότητες, τους περιορισμούς σου, χωρίς καν να χρησιμοποιείς βιβλιογραφία όταν κρίνεις ένα έργο (6) και να πιστεύεις ότι κατέχεις κάποια θέση εποπτείας από πάνω. Πέρα από αυτό, όμως, ας αναρωτηθούν τι σημαίνει ο ισχυρισμός ότι αν δεν έχεις θεωρητικά εργαλεία -που εκείνοι εγκρίνουν ως έγκυρα- δεν σου πέφτει λόγος να μιλάς.

Τι μας λένε, λοιπόν, οι αντιδράσεις που είδαμε αυτές τις μέρες;

Α) αν ένας συγγραφέας υπήρξε ως τώρα κλασικός, οφείλει να μείνει έτσι (μην αγγίζετε τα ιερά μας τέρατα, τη δική μας πατρίδα/ θρησκεία/ οικογένεια). Η περίφημη διαχρονικότητα των έργων είναι η αναπαραγωγή των κλασικών έργων ως κλασικών (και των κακών ως κακών), η αναπαραγωγή των ανδρικών γνωμών δηλαδή στο βαθμό που η κριτική υπήρξε ανδροκρατούμενη και της ελίτ και πήγαινε χέρι χέρι. Το να ξαναδείς λοιπόν ένα έργο κλασικό σήμερα σημαίνει να επικυρώσεις το αφήγημά τους, αλλιώς κάτι πάει πολύ λάθος μαζί σου.

Β) αν ένας συγγραφέας υπήρξε κλασικός, αυτόματα όλα του τα έργα είναι κλασικά: ας αναρωτηθούμε τι σημαίνει αυτό σήμερα για τον τρόπο με τον οποίο το όνομα κάποιου (ή η καταξίωσή του ως σπουδαίου στη βάση του προηγούμενου έργου του) εξασφαλίζει προκαταβολικά την ισόβια αποδοχή ή τη μη δημόσια άσκηση αρνητικής κριτικής στα επόμενα έργα του όσο προβληματικά και αν είναι. Ή μήπως δεν ξέρουμε ότι από τη στιγμή που συγκεκριμένα ονόματα ανακοινώνουν το νέο τους βιβλίο θα μπει στη λίστα με βραβεία πριν καν διαβαστεί.

Γ) η λογοτεχνία δεν είναι πολιτική, αλλά καθαρή από ιδεολογία. Κοινώς, γράφουμε στο κενό, δεν είμαστε κατασκευές της κοινωνίας ή είμαστε τόσο πεφωτισμένοι που είμαστε ήδη πέρα από αυτά λόγω ποιητικής ιδιότητας. Είναι εντυπωσιακό πως όλοι είναι πολίτες εκτός από τους ποιητές (γιατί ήταν οι ποιητές κατά βάση που ξεσηκώθηκαν), με κάποιους από αυτούς να μη δηλώνουν καν ποιητές αλλά στιχάκια.

Πώς διαγράφεται η κριτική σου;

Α) ανακατεύθυνση σε άλλη βάση. Εσύ να μιλάς για έμφυλες αναπαραστάσεις (γειώνοντας το έργο στο σήμερα των γυναικοκτονιών και της έμφυλης βίας και μιλώντας για ένα συνεχές που κακοφορμίζει, όχι μόνο στην τηλεόραση αλλά και στη λογοτεχνία) και να σε επαναφέρουν στην αισθητική και την επιστημοσύνη (νοούμενες ως άφυλες, αταξικές κτλ). Είτε σου χρεώνουν απουσία μεθόδου (λες και καταδέχτηκαν να συνομιλήσουν ποτέ με φεμινιστικές διατριβές ας πούμε και το πρόβλημά τους είναι αυτό) είτε προσπερνούν αυτό που λες, αλλάζοντας πλαίσιο και μιλώντας ξανά με θολές έννοιες λογοτεχνικής ποιότητας (λες και ένας σεξισμός καλοδουλεμένος λογοτεχνικά δεν αγγίζεται), αναπαράγουν το ίδιο αφήγημα από άλλο δρόμο και συγκεκριμένες οπτικές ως έγκυρες ξανά (και, ωστόσο, αυτό που λέμε «κλισέ» είναι η αισθητική μετάφραση της κριτικής των πολιτισμικών σπουδών στις τότε αντιλήψεις για το φύλο, τη σεξουαλικότητα, την τάξη, την εθνικότητα κτλ και ο λόγος που αυτές σήμερα, μέσω της αποφυσικοποίησής τους, μοιάζουν «παρωχημένες»). Το αίτημα για καλύτερες αναπαραστάσεις, ωστόσο, βλέπει τη λογοτεχνία ως κάτι με αίμα και ζωή και όχι ως πτώμα στο νεκροτομείο της παλιάς φιλολογίας.

Β) υπερέμφαση στο ύφος και το συναίσθημα του κειμένου (ειδικά στο θυμό) για την ακύρωση του περιεχομένου του. Άλλη μία μορφή ανακατεύθυνσης. Φιλόσοφοι του συναισθήματος δείχνουν τους τρόπους με τους οποίους διαγράφονται τα συναισθήματα αυτών που μιλούν για καταπιέσεις (γιατί η Λούνα πολύ καθαρά για αυτό μιλά και είναι η ανάδειξη των σχέσεων δύναμης που θίγει που ενοχλεί). Ανάμεσα σε αυτούς τους τρόπους είναι η απαίτηση να ξεφορτωθείς το θυμό σου πριν εμπλακείς σε δημόσιες συζητήσεις και η επιβολή των συναισθημάτων αυτών που δεν καταπιέζονται πάνω σε αυτ@ που καταπιέζονται (7). Η θεωρία του affect χρόνια τώρα μιλάει για τις πολιτικές των συγκινήσεων, αλλά εμείς πού.

Γ) επίκληση στο ήθος (δεμένο με το Β). Από τη μία, οι ρητές κατασκευές των φεμινιστριών ως υστερικών, πουριτανών, ιδεολογικά στρατευμένων και αποβλακωμένων, με δυο λόγια, μη επαρκών αναγνωστριών, που δεν τους αναγνωρίζεται το στάτους του συνομιλητή, από την άλλη, οι αυτοκατασκευές αυτών που τις επιτίθενται (ή δεν ασχολούνται μαζί τους) ως ψύχραιμων, ευρυμαθών, ειδημόνων, ικανών να απολαύσουν αισθητικά χωρίς ιδεοληψίες. Εντύπωση μου έκαναν παρεμβάσεις συγγραφέων με posts, στα οποία μας λένε, σε περίπτωση που δεν το έχουμε προσέξει, ότι δεν πήραν θέση σε αυτό, διαφημίζοντάς μας το ηθικό και αισθητικό τους πλεονέκτημα. Καταδικάζοντας τη βία από όπου κι αν προέρχεται, εξισώνουν τις επιθέσεις με την απάντηση σε αυτές, παρουσιάζοντας τη μη εμπλοκή τους σε κάτι που έτσι κι αλλιώς δεν τους αφορά, ως κάτι που αξίζει χειροκρότημα.

Δ) μείωση του ζητήματος και επαναφορά στα πραγματικά σημαντικά. Παρεμβάσεις συγγραφέων που μας θυμίζουν ότι το πραγματικό πρόβλημα είναι η Γάζα, γιατί φυσικά ως γυναίκα δεν ξέρεις να ιεραρχείς και πρέπει να σου υποδείξουν τα σημαντικά, και φυσικά δεν μπορείς να παρακολουθείς ταυτόχρονα τίποτα άλλο όσο παρακολουθείς τη γενοκτονία. Μίλα μου για εργαλειοποίηση των σημαντικών και εντυπωσιακή φίμωση κριτικής.

Ε) γελοιοποίηση του ζητήματος, συστηματική παρερμηνεία και κριτική πάνω στην ίδια σου την παρερμηνεία. Ή η τέχνη του να συνομιλείς (ξανά) με τον εαυτό σου.

Κλείνοντας, δύο λόγια για τις δικές μου θεσιακότητες. Ήμουν από αυτ@ που δε μεγάλωσαν με Τσαρούχηδες και Καβάφηδες και Χατζηδάκηδες ως παιδί, γιατί οι δικοί μου δεν είχαν αυτές τις προσλαμβάνουσες (και ντροπιάστηκαν και ντροπιάστηκα για αυτό, ενώ ποτέ δεν ήταν το πρόβλημα δικό μας) και περίμενα να μάθω για αυτούς από το σχολείο. Αυτό που έκανε το σχολείο, ήταν να με/μας φορτώσει εθνικά αφηγήματα, αποσεξουαλικοποίησε τον Καβάφη γιατί δεν ήταν στρέητ, προκειμένου να τον χωρέσει, και αργότερα μπήκα(με) σε κάτι φιλολογίες όπου μας διάβαζαν ρωμαϊκές σάτιρες όπου παρουσίαζαν τις γυναίκες ως γλάστρες και όπου ήταν απόλυτα αυτονόητο να κοροϊδεύεις όσα άτομα είχαν κάποιο ελάττωμα ορατό και εγώ/ εμείς έπρεπε να εκστασιαστώ/ εκστασιαστούμε από αυτά, γιατί αλλιώς ήμουν/ ήμασταν ακαλλιέργητη/ ακαλλιέργητες, χωρίς χιούμορ και όλα αυτά που είσαι αν δεν γελάς με προσβολές στα μούτρα σου.

Ε, λοιπόν, δεν ήταν τίποτα χωρίς ιδεολογία, εξαρχής. Ούτε η λογοτεχνία που γράφεται, ούτε η λογοτεχνία που διδάσκεται. Αντίθετα, η λογοτεχνία -η ποίηση κυρίως- στην Ελλάδα ήταν πάντα μια πόρτα ολόκλειστη για την πλέμπα, τις λεσβίες, τα τρανς άτομα, τους Αλβανούς, τους δυσλεκτικούς (και όχι μόνο). Και προσπαθεί να μείνει έτσι και τώρα, αλλά πια δεν πιάνει.

Βάγια Κάλφα

 

Νόα Τίνσελ [Βάγια Κάλφα/ Αλεξανδρούπολη, 1984] σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία (BA, MPhil) στην Κομοτηνή και στο Μπέρμιγχαμ και Σπουδές Φύλου (MA) στη Λευκωσία. Κάνει διδακτορικό στο Τμήμα Πολιτισμικής Ανάλυσης του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Απλά Πράγματα (Βραβείο Γ. Αθάνα Ακαδημίας Αθηνών, Βραβείο Γ. Βαρβέρη Εταιρείας Συγγραφέων, βραχεία λίστα για το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Ποιητή και το Βραβείο των περιοδικών Αναγνώστη και Μανδραγόρα). Ποιήματά τ@ έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες και έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γερμανικά και τα λιθουανικά. Γράφει κατά καιρούς σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ έχει στήλη στη Θράκα και στο Poeticanet όπου γράφει δοκίμια και λογοτεχνική κριτική. Η νέα τ@ ποιητική συλλογή Μακάρι Να Το Είχα Κάνει Νωρίτερα (2023) κυκλοφορεί από τη Θράκα.

 

(1)Ρένα Λούνα, «Η πατριαρχία δεν φύτρωσε μόνη της. Η Μεγάλη Χίμαιρα και οι έμφυλες ταυτότητες», lifo, 20/06/2024
(2) Shubhangani Jain, «Hey, Feminazi! On deconstructing the ignorance behind the term», Feminism in India, 01/11/2017; Danielle Brannan, «Feminazis’: A feminist poststructuralist discourse analysis into the mainstream media’s representations of feminist activism», Psychology of Women and Equalities Section Review, 2019 (2), 85-91; Sonia Nunez Puente, Diana Fernandez Romero, Sergio D’ Antonio Maceiras, «New Discourses of Masculinity in the context of online misogyny in Spain: the use of “feminazi” and “gender ideology” concepts on Twitter», Media Representations and Narratives of Masculinities Across Europe, 2021
(3) Ενδεικτικά αναφέρω: Joanna Russ, How to suppress women’s writing, University of Texas Press, 1983
(4) «Ηνωμένο Βασίλειο: Ανησυχεί για τα αιτήματα λογοκρισίας βιβλίων το 82% των βιβλιοθηκονόμων», Διάστιχο, 13/05/2023; «Αμερικανική Ένωση Βιβλιοθηκών: τα ΛΟΑΤΚΙ+ βιβλία δέχονται τις περισσότερες επιθέσεις», Antivirus, 09/04/2024; Team Pride, «Ένας ακήρυχτος (;) πόλεμος στα βιβλία με ΛΟΑΤΚΙ+ θεματολογία»,  PRiDE, 13/04/ 2024; «Λογοκρισία: η Ρωσία δημιουργεί «συμβούλιο εμπειρογνωμόνων» που θα ελέγχει τα βιβλία» Liberal, 23/06/2024; Βασίλης Θανόπουλος, «Βιβλιοπωλείο στη Σίνδο ακύρωσε παρουσίαση βιβλίου λόγω ΛΟΑΤΚΙ περιεχομένου», Antivirus, 20/06/2024
(5)Για την ιστορία του όρου και την οικειοποίησή του από την ακροδεξιά παραπέμπω εδώ: Kiara Alfonseca, «What does “woke” mean and why are some conservatives using it?», abc news, 24/01/2024
(6)Για μια εισαγωγή στη φεμινιστική επιστημολογία εδώ: «Feminist Epistemology», Internet Encyclopedia of Philosophy, A Peer-Reviewed Academic Resource
(7)Jakob Huber, Alfred Archer, «Faces of affective injustice – International Workshop at Freie Universitat Berlin»