«Ήδη προς εξαφάνιση», Νάντη Χατζηγεωργίου

του Αργύρη Δούρβα
Επιμέλεια: Γιώργος Κωνσταντίνος Μιχαηλίδης

Εισαγωγή

Η Νάντη Χατζηγεωργίου μεγάλωσε στην Ερμούπολη της Σύρου. Σπούδασε Φιλοσοφία και Γερμανική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μελετά ανθρωπολογία, μουσική και χορό. Για το πρώτο της βιβλίο με ποιήματα «ήδη προς εξαφάνιση» (Θίνες, 2022), τιμήθηκε με το βραβείο του «Αναγνώστη» στην κατηγορία πρωτοεμφανιζόμενου στην ποίηση (2023). Γραπτά και σχέδιά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά (πηγή: biblionet). Το βιβλίο «ήδη προς εξαφάνιση» αποτελείται από 39 ποιήματα,  με τα περισσότερα να έχουν έκταση μέχρι μία σελίδα και να είναι γραμμένα σε ελεύθερο στίχο. Το βιβλίο έχει επιμεληθεί ο Δημήτρης Γκιούλος, ενώ το εξώφυλλο έχει σχεδιάσει η Μελισσάνθη Σαλίμπα.

Μερικά βασικά χαρακτηριστικά της ποίησης της Χατζηγεωργίου είναι η έμφαση στην έννοια της δικαιοσύνης και της αθωότητας, η έμφαση στον ρυθμό του λόγου και η σύνδεση του με το τραγούδι και το παραμύθι και η εστίαση στην υλικότητα της ζωής (Σιορίκης, 2022).

Από την άλλη, ο Δημήτρης Γκιούλος (2022) σε κριτικό του σημείωμα τονίζει τον πολιτικό χαρακτήρα του βιβλίου. Η ποίηση της Χατζηγεωργίου σύμφωνα με τον Γκιούλο μιλά για το συλλογικό μέσα από το προσωπικό με έναν εντελώς δικό της τρόπο, μεταλαμπαδεύοντας ένα αίσθημα τρυφερότητας και κατανόησης.

Ο Γεράσιμος Γκόφας (2023) υποστηρίζει ότι το βιβλίο της Χατζηγεωργίου έχει μια οικοκεντρική θεώρηση των πραγμάτων, ενώ ταυτόχρονα πραγματεύεται τη θέση του ανθρώπου και του φυσικού περιβάλλοντος με ισότιμο τρόπο. Έτσι, σύμφωνα με τον Γκόφα (2023), το βιβλίο «ήδη προς εξαφάνιση» μπορεί να τοποθετηθεί στον χώρο της οικολογικής ή πράσινης ποίησης. Τέλος, σημαντική είναι η παρατήρηση της Παναγιωτοπούλου (2022) ότι η οικολογική θέση της Χατζηγεωργίου αντιτίθεται στην παντοδυναμία του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Στην ανάλυση που ακολουθεί θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε τα στοιχεία της πολιτικής οικολογίας που συναντά κανείς στο βιβλίο της Χατζηγεωργίου, μέσα από την παρουσίαση ορισμένων ποιημάτων του βιβλίου της. Πριν αναλύσουμε την ποιητική της Νάντης Χατζηγεωργίου, θεωρούμε απαραίτητο να σκιαγραφήσουμε συνοπτικά τις βασικές θέσεις της κοινωνικής οικολογίας και του οικοσοσιαλισμού, τις οποίες θα αξιοποιήσουμε  ως ερμηνευτικά εργαλεία του βιβλίου της.

Νάντη Χατζηγεωργίου, «ήδη προς εξαφάνιση» (Θίνες, 2022)
Κοινωνική οικολογία και οικοσοσιαλισμός

Η πολιτική οικολογία έχει αναπτυχθεί στη βάση διαφορετικών αντιλήψεων και πολιτικών θέσεων αναφορικά με τις σχέσεις του ανθρώπου με τη φύση και την αξία της. Μερικές από τις διαφορετικές προσεγγίσεις της οικολογίας είναι ο οικοφεμινισμός, η βαθιά οικολογία, η κοινωνική οικολογία και ο οικοσοσιαλισμός. Επίσης μπορεί κανείς να συναντήσει κι άλλες οπτικές, όπως είναι ο οικοσυντηρητισμός και ο οικοφιλελευθερισμός. Από αυτές τις διαφορετικές προσεγγίσεις θα εστιάσουμε στην κοινωνική οικολογία και στον οικοσοσιαλιασμό, καθώς θα αξιοποιηθούν στη συνέχεια για την κατανόηση των οικολογικών θέσεων της Νάντης Χατζηγεωργίου.

Η κοινωνική οικολογία –όπως θα αναλύσουμε στη συνέχεια– έχει αναρχικές προεκτάσεις, ενώ ο οικοσοσιαλισμός είναι εγγύτερα ιδεολογικά στον μαρξισμό. Πρόκειται για δύο προσεγγίσεις που παρά τα πολλά κοινά τους στοιχεία έρχονται συχνά σε ιδεολογικές συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις.

Η κοινωνική οικολογία θεμελιώθηκε από τον Μάρεϊ Μπούκτσιν (Murray Bookchin) με το κλασικό πια βιβλίο του, «Η οικολογία της ελευθερίας. Η ανάδυση και η διάλυση της ιεραρχίας» (2016), το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1981. Ο Μπούκτσιν υποστηρίζει ότι δεν μπορούμε να μιλούμε για εγγενείς ηθικές αξίες όλων των έμβιων όντων (βιοκεντρισμός), ούτε να αποδεχθούμε ότι μόνο ο άνθρωπος έχει απόλυτη ηθική αξία (ανθρωποκεντρισμός). Αντιθέτως πρέπει να προσεγγίσουμε όλα τα οικολογικά προβλήματα ως κοινωνικά. Μέσα από αυτή την οπτική αίρεται η αντίθεση μεταξύ φύσης και πολιτισμού, τα οποία για τον Μπούκτσιν αποτελούν μια ολότητα (Σκορδούλης, 2020).

Στην προβληματική του Μπούκτσιν κεντρική θέση έχει η έννοια της ιεραρχίας. Για την εξάλειψη της κυριαρχίας πάνω στη φύση είναι αναγκαία σύμφωνα με τον Μπούκτσιν η εξάλειψη της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο. Αυτό είναι δυνατό μέσα από τη δημιουργία μιας κοινωνίας που βασίζεται στην ελευθερία και την αλληλοβοήθεια. Για τον Μπούκτσιν στη φύση δεν επικρατεί μια γενική τάση ανταγωνισμού, αλλά υπάρχει η συνύπαρξη, η αμοιβαιότητα. Η προσέγγιση του Μπούκτσιν έχει οικο-αναρχικές προεκτάσεις (Σκορδούλης, 2020).

Ο οικοσοσιαλισμός αναπτύχθηκε τα τελευταία 30 χρόνια από τους Ρέιμοντ Ουίλιαμς (Raymond Williams), Ρούντολφ Μπάρο (Rudolf Baro) και τον Αντρέ Γκορζ (Andre Gorz). Επίσης, ο Τζέιμς Ο’Κόννορ (James O’ Connor), ο Τζον Μπέλαμι Φόστερ (John Bellamy Foster) και ο Μίκαελ Λεβί (Michael Levi) ανέπτυξαν τις δικές του οικοσιοσιαλιστικές προσεγγίσεις. Οι οικοσοσιαλιστές πιστεύουν ότι συναντά κανείς στη σκέψη του Μαρξ και του Ένγκελς οικολογικές αναλύσεις avant la letter, οι οποίες όντως υπάρχουν όπως τονίζει ο Serge Audier (2021). Ο οικοσοσιαλισμός αντλεί πολλά στοιχεία από τον μαρξισμό απορρίπτοντας όμως τον παραγωγισμό και τη γραφειοκρατία. Ο οικοσοσιαλισμός εστιάζει πέρα από τα οικολογικά ζητήματα σε μια κρατική, κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία και στην κατάργηση της μισθωτής εργασίας.

Νάντη Χατζηγεωργίου
Οπτική που συνδυάζει την πολιτική οικολογία και την ανθρωπολογία

Το βιβλίο «ήδη προς εξαφάνιση» της Νάντης Χατζηγεωργίου μπορεί να προσεγγιστεί ως σύζευξη της πολιτικής οικολογίας με την κοινωνική ανθρωπολογία και την ποίηση, όπως υποστήριξε η Διώνη Δημητριάδου (2022). Στη συνέχεια θα επιχειρήσουμε να αναδείξουμε αυτές τις συζεύξεις. Ο τίτλος του βιβλίου αποτελεί ένα σαφές λογοπαίγνιο με τα είδη που κινδυνεύουν να εξαφανιστούν και τον κατεπείγοντα κίνδυνο εξαφάνισης (ήδη προς εξαφάνιση). Επίσης, η φωτογραφία του βιβλίου καθιστά αρκετά σαφή την οικολογική κατεύθυνση της ποίησης της Χατζηγεωργίου.

Η βραβευμένη φωτογραφία του εξώφυλλου τραβήχτηκε από τον Pisco del Gaiso στον Αμαζόνιο της Βραζιλίας. Αναπαριστά μια ιθαγενή της φυλής Awa Guaja να κρατά το μωρό της, θηλάζοντας ταυτόχρονα έναν αγριόχοιρο. Όπως σημειώνεται στο βιβλίο, οι γυναίκες της φυλής συνηθίζουν να θηλάζουν άγρια ζώα, των οποίων οι γονείς σκοτώθηκαν ως θηράματα. Τα ζώα αυτά θεωρούνται μέλη της οικογένειας και δεν γίνονται ποτέ τροφή.

Το βιβλίο της Χατζηγεωργίου αφιερώνεται στη φυλή των ιθαγενών του Αμαζονίου, Awa Guaja και σε αυτούς που τους μοιάζουν. Η κοινωνική ανθρωπολογία μελετά την πολιτισμική ετερότητα επικεντρώνοντας πολλές φορές σε κοινωνίες διαφορετικές από τη δυτική, που βρίσκονται στην Αφρική, την Ασία, την Νότια Αμερική, την Πολυνησία και αλλού. Έτσι, η Χατζηγεωργίου υιοθετεί τον φακό της κοινωνικής ανθρωπολογίας για να περιγράψει μια κοινωνία που βρίσκεται στον αντίποδα του βιομηχανικού κόσμου, αυτή των ιθαγενών του Αμαζονίου. Στόχος της είναι να αμφισβητήσει διάφορες γενικεύσεις σχετικά με την ανθρώπινη φύση, όπως η νομοτέλεια της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση ή ο ανταγωνισμός μεταξύ φύσης και πολιτισμού. Η Χατζηγεωργίου αξιοποιεί την διαπολιτισμική γνώση που παράγει η κοινωνική ανθρωπολογία για να φωτίσει τις σχέσεις του ανθρώπου με τη φύση, όπως θα δείξουμε συνοπτικά παρακάτω.

Τη στενή σύνδεση του βιβλίου με οικολογικά ζητήματα δείχνουν και οι τίτλοι των τριών ενοτήτων του βιβλίου: «μέχρι την άλλη όχθη», «κάτω απ’ τη γη» και «ήδη προς εξαφάνιση». Οι τρεις τίτλοι προέρχονται από ομώνυμους στίχους που συναντάμε σε κάθε ενότητα.

Κεντρικό ζήτημα του βιβλίου δεν είναι η παρουσίαση της φύσης, ως ειδυλλιακής ή ως εσχατολογικού οράματος. Βασικό ζητούμενο για τη Χατζηγεωργίου είναι η σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον, η περιβαλλοντική δικαιοσύνη και ηθική, η παρέμβαση του ανθρώπου στο ενιαίο οικοσύστημα. Έτσι, η ματιά της ποιήτριας συμπυκνώνει μια ανθρωπολογική οπτική, η οποία συνομιλεί με την οικολογία.

Η ανθρωπολογική ματιά της διακρίνεται ξεκάθαρα στο ποίημα «το καινούργιο δάσος»,[1]  αφού γράφει το εξής η Χατζηγεωργίου: «Το γάλα στο στήθος της πήγαινε χαμένο[…] Εκεί τίποτα δεν θα εμποδίσει αυτό το κορίτσι να θηλάσει έναν μικρό λύκο». Η ποιήτρια μιλά με βάση το πρότυπο της φυλής του Αμαζόνιου για μια νέα σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον. Η νεαρή γυναίκα δε διστάζει να θηλάσει έναν μικρό λύκο σαν να είναι παιδί της, όπως η ιθαγενής θηλάζει στη φωτογραφία έναν αγριόχοιρο. Το νέο δάσος, το οποίο αναφέρεται στον τίτλο τονίζει ακριβώς τη νέα σχέση με την άγρια ζωή που οφείλει να οικοδομήσει ο άνθρωπος. Τα μη ανθρώπινα ζώα μέσα από αυτή την οπτική δε διαχωρίζονται από τα ανθρώπινα ζώα. Η ποιήτρια φαίνεται να καταφάσκει στην άποψη του Μπούκτσιν (2017) ότι η αμοιβαία συνεργασία και η συμβίωση μεταξύ των οργανισμών είναι σημαντικές πτυχές στη ζωή τους, καθώς ικανός είναι εκείνος που βοηθάει τον άλλο να επιζήσει– όχι το αντίθετο. Όλη η φύση αποτελεί ένα συνεχές και αυτό δεν είναι απλώς ένα φιλοσοφικό κατασκεύασμα αλλά μια ανθρωπολογική πραγματικότητα.

Επίσης, η ανθρωπολογική ματιά της ποιήτριας διακρίνεται μέσα από τις αναφορές της στον άνθρωπο ως ψαρά ή ως κυνηγό. Πιθανόν επηρεασμένη από την πολιτική ανθρωπολογία ενδιαφέρεται για προβιομηχανικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης στις οποίες επικρατούσε μια διαφορετική σχέση με τη φύση.

Τέλος, η ανθρωπολογική ματιά της ποιήτριας μπορεί πιθανόν να συνδεθεί με τους ουράνιους αστερισμούς που διακοσμεί το βιβλίο της. Θεωρούμε ότι οι έξι αστερισμοί που παρουσιάζονται στο βιβλίο (μεταξύ των οποίων ο αστερισμός του Λέοντα και της Μεγάλης Άρκτου) δεν έχουν μόνο διακοσμητικό χαρακτήρα. Όπως γράφει ο Μπούκτσιν (2017) στο βιβλίο του, «Τι είναι κοινωνική οικολογία», η φύση είναι ένας αστερισμός από κοινότητες, όπου δε διακρίνονται τόσο από τον ανταγωνισμό όπως υποστηρίζει μια δαρβινική αντίληψη αλλά από μια σχέση συμβίωσης. Οι αστερισμοί στο βιβλίο της Χατζηγεωργίου θεωρούμε ότι εκφράζουν μια ανθρωπολογική ματιά που προσεγγίζει τον άνθρωπο και τη φύση ως ένα συνεχές, ως μια ενιαία κοινότητα.

Η Χατζηγεωργίου συνδέει την καταστροφή και εκμετάλλευση της φύσης, με την τάση των ανθρώπων να περιφράξουν, να δημιουργήσουν ατομική ιδιοκτησία, να ελέγξουν τη φύση. Στο ποίημα της, ηλιοβασίλεμα στον χάρτη, η Χατζηγεωργίου περιγράφει ένα είδος πρωταρχικής συσσώρευσης μέσω των μεγάλων περιφράξεων: «Φαντάζονταν οι άρχοντες τον ορίζοντα πέρα όλο πιο πέρα καινούργιες κατακτήσεις κι έβαζαν πέτρινους φράχτες να θυμούνται μέχρι πού η γη τους ανήκει». Πιθανόν, η αναφορά στις περιφράξεις να αποτελεί έμμεση αναφορά στο βιβλίο της Σίλβιας Φεντερίτσι (Silvia Federici) (2014), «Ο Κάλιμπαν και η μάγισσα», στο οποίο περιγράφεται το πώς οι περιφράξεις συνέπεσαν με την πρόοδο των καπιταλιστικών σχέσεων και την πειθάρχηση του γυναικείου σώματος.

Silvia Federici, revistatrip

Επίσης, στο ποίημα, «το κραχ», η ποιήτρια αναφέρεται στην κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το οποίο απειλεί τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση («βαθιά στο χρηματοπιστωτικό σύστημα των μετοχών λένε για μια λιακάδα πέρα από τις ορέξεις του καιρού»). Με  την αναφορά στις περιφράξεις και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα η ποιήτρια φαίνεται να υιοθετεί μέρος μιας οικοσοσιαλιστικής οπτικής, η οποία συνδέει την εκμετάλλευση και την κυριαρχία επί της φύσης με την άνοδο του καπιταλισμού και την εμφάνιση της ατομικής ιδιοκτησίας.

Το ξεπέρασμα της οικολογικής κρίσης και η οικοδόμηση μιας νέας σχέσης με τη φύση που βασίζεται στον σεβασμό του περιβάλλοντος περιγράφεται από την ποιήτρια ως αφύπνιση και ως υπόσχεση για έναν άλλο κόσμο: «Όλοι τους αναγγέλλουν κρυφά την αφύπνιση Είναι η υπόσχεση για έναν κόσμο που προηγείται και για κείνον που έπεται».  Η ποιήτρια συσχετίζει τον κόσμο που έρχεται με την αντίσταση στην εξουσία και την άρνηση του πλουτισμού εις βάρος των φυσικών πόρων: «Ο βασιλιάς πέθανε μα κάποιοι υποτελείς αρνήθηκαν να κόψουν τα μαλλιά τους εις ένδειξη πένθους… διαφεύγοντας από τα νομίσματα των εμπόρων δεν βούτηξαν στο βυθό για μαργαριτάρια».

Η έννοια της δικαιοσύνης είναι κομβικής σημασίας για την κατανόηση της ποιητικής της Χατζηγεωργίου. Η δικαιοσύνη για την ποιήτρια ταυτίζεται με την άρνηση της κυριαρχίας, με την αναζήτηση της ελευθερίας. Έτσι, η ποιήτρια προσεγγίζει την οπτική του Μπούκτσιν (2016) για τη δικαιοσύνη, ο οποίος εγείρει μια απαίτηση να είναι ίση και ακριβής. Για τον Μπούκτσιν (2016), χάρη στη δικαιοσύνη μπορούμε να ακούμε τις διεκδικήσεις του ατόμου και του ιδανικού μιας παγκόσμιας ανθρωπότητας, η οποία με τη σειρά της μπορεί να υψώνει  τη φωνή της ενάντια στα όρια που επιβάλλονται στην ατομική προσωπικότητα και την κοινωνία. Ο Μπούκτσιν (2016), όπως και η ποιήτρια, υποστηρίζει ότι η δικαιοσύνη και η ελευθερία πρέπει να συνδεθούν με τη φύση, ώστε να προσδώσουμε ορθολογικότητα όχι μόνο στην κοινωνική αλλά και στη φυσική ιστορία.

Στο ποίημα, «με δικαιοσύνη και αθωότητα», κυριαρχεί το αίτημα θεμελίωσης μιας νέας σχέσης με το οικοσύστημα χωρίς τη χρήση βίας. Ο τίτλος του ποιήματος, όπως μας πληροφορούν οι σημειώσεις, βρίσκεται στο θεατρικό έργο του Αλμπέρ Καμύ, «Οι δίκαιοι». Ο ήρωας του βιβλίου αρνήθηκε να ρίξει βόμβα στην άμαξα του μεγάλου δούκα επειδή σ’ αυτή υπήρχαν παιδιά. Έτσι διεξάγεται ο εξής διάλογος με τους συντρόφους του: «…Οι άνθρωποι δεν ζουν μονάχα με τη δικαιοσύνη…Όταν τους κλέβουν το ψωμί με τι θα ζήσουν;… Με δικαιοσύνη και αθωότητα». Είναι φανερό πως η ποιήτρια υποστηρίζει ότι ο κόσμος που έπεται δε θα έρθει με τη χρήση τυφλής βίας. Η αθωότητα συνδέεται στο ποίημα με την αθωότητα που έχουν τα παιδιά και την ικανότητα να συμφιλιώνονται: «το μόνο που παρηγορεί είναι η αθωότητα που δείχνουνε τ’ αγόρια στο άγγιγμα του σβέρκου των φίλων αφού για λόγους άγνωστους σε μας ήρθανε προς στιγμή στα χέρια».

Η παιδική αθωότητα είναι ένα θέμα που διαπερνά την οπτική της Χατζηγεωργίου στο βιβλίο της. Ρητή αναφορά σε αυτή, υπάρχει στο ποίημα, «παιδική χαρά». Η ποιήτρια γράφει: «Κρεμαστήκαμε απ’ τον ζυγό  κι ο κόσμος ήρθε τούμπα όλα έμοιαζαν τώρα σωστά». Σε αυτούς τους στίχους, η Χατζηγεωργίου φαίνεται να υποστηρίζει την άποψη ότι η παιδική αθωότητα, ή μάλλον μια στάση αντίστοιχη προς αυτή μπορεί να οδηγήσει σε μια ριζική αλλαγή, να φέρει τον κόσμο τούμπα. Η παιδική αθωότητα που μπορεί να οδηγήσει στην πραγμάτωση μιας ουτοπίας συνδέεται με έναν μαγικό-μυθικό τρόπο σκέψης: «Λίγη ώρα μετά αστεράκια φύτρωσαν στα χέρια μας».

Στο ποίημα, «άοπλοι», το βλέμμα της παιδικής αθωότητας επανέρχεται ως ζητούμενο: «Στα παραμύθια όμως η φύση είναι με το μέρος μας/ Αυτό τα παιδιά και ο ευτυχής το γνωρίζουν καλύτερα». Η παιδική αθωότητα δεν ταυτίζεται μόνο με τη μη βία αλλά και με μια κατάσταση ευτυχίας ή μακαριότητας. Όπως υποστηρίζει η ποιήτρια, η παιδική αθωότητα, ως στάση, είναι αυτή που πρέπει να διακρίνει τους ανθρώπους στην προσπάθειά τους να επαναπροσεγγίσουν τη φύση με βιοκεντρικούς όρους.

Στο ποίημα, έτσι είναι καλύτερα, ο άνθρωπος παρουσιάζεται στον παράδεισο να έπεται από τα φυτά και ζώα: «Το δέντρο της γνώσης ήταν οξιά δεν υπήρχε αμφιβολία κι ένα φίδι βρισκόταν στον κήπο μου πριν από εμένα». Η χλωρίδα και η πανίδα προηγούνται σε σχέση με τον άνθρωπο στη δημιουργία: «φτάνω πάντα δεύτερος – στον Κύριο δεν αρέσουν οι ερωτήσεις και γι’ αυτό σύντομα έκπτωτος». Ο άνθρωπος παρουσιάζεται σαν να έχει εκπέσει από μια παραδείσια κατάσταση όπου βρίσκονταν σε μια αρμονική σχέση με τη φύση.

Από την άλλη στο ποίημα, «ο θηριοδαμαστής», ο ήρωας παίζει με τα λιοντάρια τρυφερά μέχρι που «μια μέρα τροφή εξίσου τρυφερά ένα με κείνα πια». Στο ποίημα αυτό η σχέση του ανθρώπου με τα άγρια ζώα μοιάζει να μην μπορεί ποτέ να γίνει αρμονική. Η άγρια ζωή δεν εξημερώνεται και μάλιστα εκδικείται τον άνθρωπο που προσπαθεί να την υποδουλώσει. Το ποίημα, όπως μας πληροφορούν οι σημειώσεις του βιβλίου, είναι αφιερωμένο στον Κέβιν Ρίτσαρντσον (Kevin Richardson), ο οποίος δημιουργεί καταφύγιο για λιοντάρια, λεοπαρδάλεις και ύαινες στη Νότιο Αφρική.

Kevin Richardson, Craghoppers

Στο ποίημα, μαγικός κύκλος, ο άνθρωπος παρουσιάζεται ως ο βασικός υπαίτιος της οικολογικής κρίσης: «Τα νήματα είναι φανερά το χέρι το δικό μου». Η δράση του ανθρώπου συνδέεται με την εκδήλωση μιας πολυπρόσωπης οικολογικής κρίσης: «Εδώ παίζεται η ομαλή διαδοχή των εποχών η ωρίμανση των καρπών η ευημερία της χρονιάς ο θρίαμβος του καλού επί του κακού». Η κλιματική αλλαγή, η καταστροφή της γεωργικής παραγωγής, η γενική ευημερία αποτελούν βασικά διακυβεύματα της οικολογικής κρίσης. Η ποιήτρια θέτει τα βασικά αυτά οικολογικά ζητήματα σε σχέση με τη θεμελίωση μιας περιβαλλοντικής ηθικής, με όρους καλού και κακού. Η Χατζηγεωργίου φαίνεται να υποστηρίζει ότι ο πολιτισμός μπορεί ηθικά να εγγυηθεί την προστασία του ενιαίου οικοσυστήματος. «Ο μαγικός κύκλος», όπως ορίζεται ο τίτλος του ποιήματος παίζει ακριβώς αυτόν τον προστατευτικό ρόλο εναντίον του κακού.

Τα δεινά της περιβαλλοντικής κρίσης αναφέρονται εκτός των άλλων και στο ποίημα, «η διανομή του άρτου», τίτλος που παραπέμπει έμμεσα στο μοίρασμα του άρτου από τον Ιησού. Η ποιήτρια αναφέρει: «οι μύλοι στέρεψαν το στάρι σώθηκε και το καλοκαίρι υποχώρησε…Άραγε πόσο θα κρατήσει η ξηρασία;». Η παρατεινόμενη ξηρασία συνδέεται με την επισιτιστική κρίση και την κλιματική αλλαγή.

Στο ποίημα, «να γίνουμε αστεράκια», η ποιήτρια οραματίζεται ένα γλυκόπικρο τέλος του κόσμου, όπου κάποιος βγάζει βόλτα τον σκύλο του και αναρωτιέται: «Κύριε, μισό λεπτό! Έχετε ποτέ αναρωτηθεί στο σύμπαν όλο μας βλέπει άραγε κανείς μας αγκαλιάζει;». Το τέλος του κόσμου γίνεται αφορμή για να αναρωτηθεί ο άνθρωπος με τον σκύλο του για τον Άλλο, αν εμφορείται από αγάπη, αν υπάρχει αγάπη. Πιθανόν, το τέλος του κόσμου με συντροφιά τον σκύλο, καθιστά τον σκύλο ένα ορατό Άλλο, ενώ η ύπαρξη ενός θεού της αγάπης τίθεται ακόμη και την ύστατη στιγμή υπό αίρεση.

Καταληκτικές σκέψεις

Το βιβλίο της Νάντης Χατζηγεωργίου «ήδη προς εξαφάνιση» συνδυάζει την πολιτική οικολογία και την ανθρωπολογία με την ποίηση. Μέσα από αυτήν την οπτική περιγράφει τον ρόλο του ανθρώπινου παράγοντα στην κλιματική αλλαγή, την επισιτιστική κρίση και την ξηρασία. Η κυριαρχική στάση του ανθρώπου απέναντι στη φύση, οι περιφράξεις, ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός, η επιδίωξη του κέρδους αποτελούν τις βαθύτερες αιτίες της περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Η Χατζηγεωργίου προσπαθεί να προσεγγίσει τα οικολογικά ζητήματα μέσα από τη θεμελίωση μιας περιβαλλοντικής ηθικής που θα συνδυάζει την περιβαλλοντική και κοινωνική δικαιοσύνη με το αίτημα της μη βίας, με την αθωότητα όπως την ονομάζει η ίδια. Η παιδική αθωότητα ως στάση ζωής είναι μια στάση αντι-εξουσιαστική που βασίζεται σε αξίες όπως η συνύπαρξη, η συμφιλίωση και ο σεβασμός στον Άλλο.

Η ποιήτρια υιοθετεί εκτός από βασικές θέσεις της πολιτικής οικολογίας, μια οπτική που βασίζεται στην κοινωνική ανθρωπολογία, η οποία αξιοποιείται ως κριτική της βιομηχανικής κοινωνίας. Η Χατζηγεωργίου μέσα από την περιγραφή μιας κοινωνίας, όπως αυτής των ιθαγενών του Αμαζονίου, καταδεικνύει ότι η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση συνδέεται με την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο και ότι ένας άλλος κόσμος είναι δυνατός. Αυτός ο ουτοπικός κόσμος μπορεί να βασιστεί στην αμοιβαιότητα, την αλληλοβοήθεια, στη συνύπαρξη ανθρώπου και φύσης, πέρα από σχέσεις ανταγωνισμού και τη λογική της επιβίωσης του δυνατότερου. Η φωτογραφία στο εξώφυλλο του βιβλίου αποτελεί την καλύτερη απεικόνιση αυτού του εκ πρώτης όψης ουτοπικού οράματος.

Η Χατζηγεωργίου οραματίζεται το αναποδογύρισμα του υπάρχοντος κόσμου, μια ριζική αλλαγή, μια αλλαγή κοσμοαντίληψης που θα σημάνει την έλευση ενός νέου. Η ποιήτρια φαίνεται να συνομιλεί με τις απόψεις της κοινωνικής οικολογίας του Μπούκτσιν, με τις ιδέες του οικοσοσιαλισμού και με τις διεκδικήσεις του φεμινιστικού και ειρηνιστικού κινήματος. Η  οικολογική οπτική της Χατζηγεωργίου έχει μια έντονη κοινωνική συνιστώσα καθώς συνδυάζει την απαίτηση μιας αρμονικότερης σχέσης με τη φύση και το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη και αλλαγή. Για τη Χατζηγεωργίου η αλλαγή της στάσης του ανθρώπου απέναντι στη φύση δεν μπορεί να αλλάξει αν δεν αλλάξουν οι κοινωνικές ιεραρχικές σχέσεις εκμετάλλευσης. Η ποιήτρια μας καλεί μέσα από την οικολογική οπτική της να εγκαταλείψουμε μια στάση κυριαρχίας που επιβάλλει ο καπιταλισμός και να υιοθετήσουμε τη συνεργασία, την αλληλοβοήθεια, την ισότιμη συνύπαρξη με τον Άλλο της φύσης.

 

Ο κριτικός και συγγραφέας Αργύρης Δούρβας (Κοζάνη, 1981) είναι απόφοιτος του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης (ΑΠΘ) και των Σπουδών στον Ευρωπαϊκό πολιτισμό (ΕΑΠ). Κατέχει Master of Education στις Επιστήμες της αγωγής (ΕΑΠ) και στην Διοίκηση και ηγεσία σχολικών μονάδων (Πανεπιστήμιο της Λευκωσίας).  Πρόσφατα κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο ποίησης, Νεκροταφείο ζώων/Άλλα ερωτικά (Νεφέλη). Διατηρεί το ιστολόγιο Ποίηση αλλιώς.

 

 

Βιβλιογραφία

Audier, S. (2021). Για μια πολιτική οικολογία. Αθήνα: Πόλις.
Γκιούλος, Δ. (2022). Προς εξαφάνιση, μα με τον τρόπο μας.
Γκόφας, Γ. (2023). Ένας ποιητικός διάλογος με φόντο πεύκα υπό εξαφάνιση.
Δημητριάδου, Δ. (2022). Διαβάζοντας τους ποιητές. Οδός Πανός, 194.
Μπούκτσιν, Μ. (2016). Η οικολογία της ελευθερίας. Η ανάδυση και η διάλυση της ιεραρχίας. Θεσσαλονίκη: Αντιγόνη.
Μπούκτσιν, Μ. (2017). Τι είναι κοινωνική οικολογία. Αθήνα: Βιβλιοπέλαγος.
Παναγιωτοπούλου, Κ. (2022). Ήδη προς εξαφάνιση. Μανδραγόρας, 66.
Σιορίκης, Χ. (2022). Αυτό που χάνεται το έχω αγγίξει.
Σκορδούλης, Κ. (2020). Από την περιβαλλοντική ηθική στην πολιτική οικολογία. Αθήνα: Προπομπός.
Φεντερίτσι, Σ. (2014). Ο Κάλιμπαν και η μάγισσα. Γυναίκες, σώμα και πρωταρχική συσσώρευση. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις των ξένων.
[1] Στο ποίημα αυτό υπάρχει αναφορά στη φωτογραφία του εξωφύλλου. Σ.τ.Σ.