Άσκηση Θάρρους

«Πρέπει να έρθετε αντιμέτωπη με τις φοβίες σας, μπλοκάρουν το Εγώ σας. Δείτε το σαν μια άσκηση θάρρους, όπου θα θυμίσετε στον εαυτό σας μια στιγμή δυναμισμού. Φανταστείτε τον να κάθεται στην απέναντι καρέκλα. Ξεκινήστε χαλαρά την αφήγηση.»

«Θα προσπαθήσω γιατρέ, αν και έχω τις αμφιβολίες μου.»

«Αφεθείτε, υπενθυμίστε του μυστικά κρυμμένα μέσα του»

«Έστω, ας ξεκινήσουμε.

Επιστρέφεις χαράματα μ’έναν νυσταγμένο οδηγό στο τιμόνι του ταξί. Πίνει τον έναν καφέ πίσω από τον άλλο, μήπως καταφέρει ν’ ανταπεξέλθει στις ανάγκες της ξενυχτώσας νεολαίας και της τσέπης του. Κάθεσαι στα πίσω καθίσματα, γιατί το ύψος του αλκοόλ στο αίμα σου δεν ενδείκνυται για φλυαρίες. Στο πίσω κάθισμα, λοιπόν, αλλά ποτέ μόνη. Η αντρική συντροφιά σου είναι πάντα απαραίτητη.

Έχεις περάσει εξαιρετικά το βράδυ σου. Στο ημίφως βέβαια, αλλά έδωσες τον καλύτερο εαυτό σου στον χορό και τα τελευταία ψήγματα του μηνιάτικου στο αλκοόλ. Φτάνεις στην φοιτητική εστία. Το μονοκόμματο κτίριο υψώνεται στα δεξιά σου. Αλλά, εσύ, δεν το βλέπεις. Γιατί δεν το αντέχεις το ποτό, βρε κοπέλα μου κι έχεις αποκοιμηθεί τόσο βαθιά που η λογομαχία του φίλου σου με τον οδηγό ούτε καν ταράζει τον ύπνο σου.

Ο δικός σου εξηγεί πως έτσι κάνεις όταν πίνεις και αύριο θα ξυπνήσεις περδίκι. Ο οδηγός, όμως, θέλει να σε πάει στο νοσοκομείο. Ίσως φοβάται μην μπλέξει. Ή σαν μεσήλικας που είναι, έχει μια κόρη στην ηλικία σου και θέλει να σε προστατέψει. Προτιμάς την δεύτερη εκδοχή. Αυτή υπερισχύει τελικά.

Βρίσκεσαι πια στα έκτακτα. Σε μεταφέρουν με αμαξίδιο, πλήρως εξαρτημένη από τις ορέξεις του νοσηλευτικού προσωπικού. Το εκτυφλωτικό φως του χώρου αντανακλάται στους υπόλευκους τοίχους και σε χτυπά στα μάτια. Βλεφαρίζουν για ένα δεύτερο και ύστερα, πάλι, παραιτούνται.  Σε οδηγούν σ’ ένα δωμάτιο, μπροστά σε μια επιτροπή ειδικών. Συζητούν για την διαδικασία της πλύσης

στομάχου. Μια γιατρός, έξαλλη, αρχίζει να κατηγορεί τον κάθε μεθυσμένο που τις φέρνουν και εκείνη πρέπει να τον φροντίσει. Την ακούς ξεκάθαρα, ίσως διαπλέκεται η φωνή της με κάποιο όνειρο που αγγίζει τα όρια της ανοχής σου.

Τότε σηκώνεσαι, ευθυτενής όσο ποτέ. Με σταθερό τόνο φωνής και αξιοζήλευτη νηφαλιότητα, της αντιγυρίζεις πως ως γιατρός επιβάλλεται να φροντίζει τον κάθε ασθενή χωρίς διακρίσεις. Ότι θα έπρεπε να ντρέπεται για τον τρόπο που εκφράζεται. Μ’ ένα νόημα καλείς τον εμβρόντητο φίλο σου να φύγετε. Αναίσχυντα ξυπόλητη και αφοπλιστικά ηρωική.

Το μόνο πρόβλημα είναι ότι γνωρίζεις την θαρραλέα σου στιγμή από τις διηγήσεις των άλλων. Ήταν η μοναδική φορά που στάθηκες αγέρωχη. Κι εσύ δεν την θυμάσαι καν.

Ευχαριστημένος γιατρέ;»

Μίνα Μοίρου