Το πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία: Η περίπτωση του Σπύρου Μεϊμάρη (1942-2024)
Γράφει η Στυλιανή Παντελιά
Η πρώτη ποιητική συλλογή του Σπύρου Μεϊμάρη (1942-2024) με τίτλο Αρνάκι άσπρο και παχύ (1974) αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της Μπιτ Ποίησης στο ώριμό της στάδιο. Κυκλοφόρησε στη σειρά του περιοδικού/«Μηνιαίας Έκδοσης Τέχνης» Κούρος (τεύχος 22). Πρόκειται για την πρώτη συγκεντρωτική έκδοση του ποιητή. Στο βιογραφικό του σημείωμα αναφέρει ότι γνώρισε προσωπικά τους Allen Ginsberg, Gregory Corso και Peter Orlofsky. Έγραψε απευθείας στα αγγλικά αλλά μετά από σύσταση του Corso χρησιμοποίησε τη μητρική του γλώσσα. Η συλλογή συγκροτεί μια ποιητική αυτοβιογραφία με οδοδείκτες-σήματα, η οποία χωρίζεται σε πέντε ενότητες: α)Thanatos-Chronos β) Soma-Mycos Γ) Eros-Platos δ) Fos-Ypsos ε) Psyhe-Entropia. Περιγράφεται μια δύσκολη ενηλικίωση και μια ανέφικτη προσαρμογή στην πραγματικότητα, ενώ η νεανική ηλικία χαρακτηρίζεται «χτηνώδης και μαρτυρική». Βασικό στοιχείο αποτελεί το ταξίδι με τη μορφή μαιάνδρου: Παρίσι 1960, Λονδίνο ’70, Ελλάδα, Αλγέρι, Καλιφόρνια. Κυριαρχεί η ενόρμηση του θανάτου («ήθελα να εξαφανιστώ να μην υπάρχω να πεθάνω») και η μετατόπιση του ιδιωτικού προβλήματος μέσα στον δημόσιο χώρο της πόλης («Το ταξί με μεταφέρει απ’ τόνα νοσοκομείο, στ’ άλλο, με/κομμένες τις φλέβες»). Έρωτας, θάνατος, ταξίδια της ψυχής είναι μερικά από τα θέματα της συλλογής. Πρόκειται για έκρηξη νεανικής ορμής, η οποία θα ακολουθήσει σταθερά κανάλια στο ώριμο έργο του Μεϊμάρη. Το Αρνάκι άσπρο και παχύ, με τον ευρηματικό τίτλο του, αποτελεί και ένα ειρωνικό κλείσιμο του ματιού στον αναγνώστη. Χαρακτηρίζεται από θραύσματα λόγου και ποικιλία γλωσσών (ελληνικά-αγγλικά-γαλλικά-γερμανικά). Η σύνθεση αναδεικνύει το πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία, εκείνου που θα συνεχίσει τη Μεταμόρφωση τοπίου.
Η ποιητική συλλογή με τίτλο Αρνάκι άσπρο και παχύ… (1974) του Σπύρου Μεϊμάρη κυκλοφόρησε στη σειρά του περιοδικού/«Μηνιαίας Έκδοσης Τέχνης» Κούρος (τεύχος 22)[1]. Πρόκειται για την πρώτη συγκεντρωτική έκδοση του ποιητή κατά το έτος 1 της Μεταπολίτευσης[2]. (Μέχρι τότε είχε δημοσιεύσει στα περιοδικά Ηνίοχος, Πάλι, Residue, Interim Pad, Σήμα). Σύμφωνα με το βιογραφικό του σημείωμα στο οπισθόφυλλο, «Γεννήθηκε στην Αθήνα το ‘42(…) Το ’59-‘60 τον βρίσκουμε στην Καλιφόρνια. Μετά, πολλά ταξίδια, στο Λίβανο-Ιταλία-Ισπανία-Μαρόκο. Παράλληλα γράφει από το ’59. Περιπέτειες της ψυχής και άλλα περιστατικά τον οδηγούν σε απομονώσεις από το ’61-65. Γνωρίζει προσωπικά τον Allen Ginsberg, τον Gregory Corso και τον Peter Orlofsky. Γράφει απευθείας και στην αγγλική γλώσσα[3] (…) Το ’71-‘72-’73 με αφετηρία την Αθήνα πραγματοποιεί πολλά ταξίδια στο εξωτερικό. Στην Αθήνα γράφει και μεταφράζει». Στο αυτοβιογραφικό[4] προφανώς σημείωμα αναγνωρίζουμε βασικά πρόσωπα και χαρακτηριστικά της beat generation(μπιτ γενιάς): ταξίδι, αναζήτηση, περιπέτεια της ψυχής, αντικομφορμισμός. Το τεύχος συνοδεύεται από εισαγωγικό σημείωμα του Τάσου Φαληρέα[5]. Εντυπωσιακή είναι η έγχρωμη (κόκκινη) γραμματοσειρά, η οποία συνιστά πρωτοτυπία, όπως οι βινιέτες και το άσπρο ιλουστρασιόν χαρτί. Η αναζήτηση επομένως δεν είναι μόνο ποιητική, αλλά και εικαστική. (Ενδεικτικό είναι και το γεγονός ότι δεν υπάρχει σελιδαρίθμηση, δείγμα προφανώς του αντισυμβατικού πνεύματος του περιοδικού). Το τεύχος-βιβλίο είναι μια κίνηση πέρα από τη λογοτεχνική οδό, προς «το άλλο φως που έχουμε μέσα μας, ως δείγμα να μας οδηγήση δια της Ασφαλούς οδού, μέσα απ’ τις διάφορες αλυσοδεμένες καταστάσεις της ψυχής, στον απάγκειο του Λιμανιού του Στήθους, της ευτυχίας, της γαλήνης και της ηρεμίας». Προκύπτει με αυτόν τον τρόπο «μια ανεξέλεγκτη γλωσσική ύλη, φουτουριστική, συσσωρευτική, επαναληπτική, απείθαρχη σε κάθε έννοια τάξης»[6]. (Το ποιητικό σώμα συνοδεύουν αφιερώσεις, αποσπάσματα, μότο). Το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται στην πίεση του πρωτογενούς υλικού, το οποίο θα οργανωθεί στα επόμενα βιβλία.
Η συλλογή συγκροτεί μια ποιητική αυτοβιογραφία με οδοδείκτες-σήματα, η οποία χωρίζεται σε πέντε ενότητες: α)Thanatos-Chronos β) Soma-Mycos Γ) Eros-Platos δ) Fos-Ypsos ε) Psyhe-Entropia. (Χαρακτηριστικές είναι οι συνδέσεις των εννοιών – ιδίως η εντροπία, η λειτουργία που καθορίζει την αταξία ενός συστήματος). Περιγράφεται μια δύσκολη ενηλικίωση και μια ανέφικτη προσαρμογή στην πραγματικότητα, ενώ η νεανική ηλικία χαρακτηρίζεται «χτηνώδης και μαρτυρική». Στον μικρόκοσμο αυτό κεντρικές μορφές αποτελούν η μητέρα και ο πατέρας, καθώς και τα υπαρκτά/ανύπαρκτα αδέλφια. Αδύνατη θεωρείται η επικοινωνία: «από μικρό παιδί άσκοπα προσπαθώντας να επικοινωνήσω με τους ανθρώπους». Βασικό στοιχείο αποτελεί το ταξίδι με τη μορφή μαιάνδρου: Καλιφόρνια, Βηρυτός, Παρίσι 1960, Αλγέρι, Λονδίνο 1970, Ελλάδα. Επικρατεί πλήρης απομυθοποίηση του κόσμου («Κάτω απ’ τον ήλιο ζούμε απαίσια/σύντροφοι της επαναστάσεως») και του εαυτού («φτύνω τις παιδικές μου φωτογραφίες με τον τσιγαρόβηχα της ώριμης δυστυχίας μου»). Κυριαρχεί η ενόρμηση του θανάτου («ήθελα να εξαφανιστώ να μην υπάρχω να πεθάνω») και η μετατόπιση του ιδιωτικού προβλήματος μέσα στον δημόσιο χώρο της πόλης: «Το ταξί που με μεταφέρει απ’ τόνα νοσοκομείο, στ’ άλλο, με/κομμένες τις φλέβες/και μ’ ένα περιοδικό στα σκελετωμένα γόνατα». Η πόλη άλλωστε αποτελεί ένα τεράστιο χώρο «του δωματίου της δυστυχίας». Εκεί περπατούν «τα πυρωμένα μυρμήγκια» και «προχωρούν τα σφυριά των εργατών» και ακούγεται «το τρίξιμο των καρεκλών στα κρανία μας». Οι εκκωφαντικοί θόρυβοι αποτελούν δείγματα της ανθρώπινης δραστηριότητας και του σφυγμού των αστικών κέντρων. Οι εικόνες των μεγάλων πόλεων μπορούν να συνδεθούν με εκείνες του Ginsberg[7]. Στο ποίημά του με τίτλο «Ο θλιμμένος μου εαυτός» αποδίδεται παραστατικά η ατμόσφαιρα της Νέας Υόρκης. Tον θλιμμένο/οργισμένο τρόπο του ακολουθεί ο Μεϊμάρης. Την ένταση επιτείνουν το πεζό ύφος, οι αρνήσεις και τα επιφωνήματα της ανατροπής («ήχοι κορακιών//ψέματα τίποτα δεν υπήρχε ποτέ/ Χα, χα, χα, τίποτα δεν υπάρχει ούτε υπήρξε/ποτέ, πια, ουδέποτε Νέβερ ούτε κάν υπήρχε περίπτωση να/υπάρξη απ’ αρχής/και έτσι δεν ήταν, δεν είναι, ναι, όχι,/Τίποτα.» Τον ποιητή ακολουθεί το Κοράκι του Πόε.
Ο αγωνιώδης, εξομολογητικός μονόλογος αποκαλύπτει τη «δύσκολη, ανάποδη ζωή του παιδιού» που βίωσε ο ποιητής, χωρίς κατανόηση, μέσα στους πράσινους λειμώνες που αντιπροσώπευαν την τιμωρία («όταν μου μαστίγωναν – κουτά ω τόσο κουτά – τιμωρώντας τον εαυτό τους – την ψυχή!»). Σχηματίζεται με αυτόν τον τρόπο το πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία και ενός ευαίσθητου ανθρώπου («Ένα δάκρυ φανερώνεται στο αμόλυντο κάτασπρο μάγουλο της φωτογραφίας της Κατερίνας ή του Σπυράκου που κρέμεται απέναντί μου στον πράσινο τοίχο ενός εργαστηρίου Χημείας»). Οι φωτογραφίες του ποιητή και της κόρης του Κατερίνας είναι σημεία αναφοράς, καθώς συντίθενται από χιλιάδες αποκόμματα. Προβάλλεται η αποσπασματικότητα της εμπειρίας καθώς και η ανάμνηση-στιγμιότυπο. Ο χρόνος κατακερματίζει την ανθρώπινη ζωή που κινείται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Η επίδραση του κόσμου στο άτομο είναι καταλυτική: «Καταστράφη το πρόσωπο του αγνού παιδιού/έγιναν τα φρύδια σμικτά και το πρόσωπο προορισμένο για/μεγάλο πόνο και θάνατο, γιατί όλα αυτά;» Η παιδική ηλικία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο ως εποχή αθωότητας και επικράτησης του ονείρου. Ταυτόχρονα ακούγονται και οι φωνές οικολογικής ευαισθησίας για την φύση που καταστρέφεται. Ο Μεϊμάρης αναζητεί το χώμα, αφού είναι το δημιούργημα των παιδικών του ματιών και το πιο όμορφο πράγμα που είδε ποτέ του. («Ο ήλιος είναι βασιλιάς και το χώμα λάμπει»). Ο ήλιος και οι ελιές της Ελλάδας συνδέονται με τις «ανθρώπινες συνήθειες και σχέσεις»). Πρόκειται για την εικόνα της χώρας μισό αιώνα πριν, όταν και εκείνη βρισκόταν στην εποχή της αθωότητας. (Η Ελλάδα στα μάτια του παιδιού μοιάζει χαμένος παράδεισος). Δεν έχει έρθει ακόμα η εισβολή του τουρισμού, η ψηφιακή πολιτική, το ίντερνετ[8] και η παγκοσμιοποίηση.
Η πραγματικότητα και το παρόν ωστόσο δημιουργούν μια κατάσταση εφιαλτική από «τηλεφωνήματα παρελθόντος σαν ηλεκτροσόκ», ενοχλήσεις του σώματος και των νεύρων, πόνο, τσιγάρα και λοιπούς περισπασμούς. Η Ιστορία δεν απουσιάζει από αυτόν τον εφιάλτη ούτε οι «εργάτες κάτω απ’ το φως των τσιμεντένιων υπογείων της τεράστιας πρωτεύουσας», του Παρισιού. Τα ίδια συμβαίνουν άλλωστε και στο «London’70» – σε ένα εφιαλτικό οδοιπορικό στα αξιοθέατα της αγγλικής πρωτεύουσας. Ο ποιητής ωστόσο είναι πολύ απασχολημένος με τον εαυτό του, ώστε να προβληματιστεί σχετικά με την τύχη της εργατικής τάξης (όπως κάνει πχ. ο Λευτέρης Πούλιος). Περιγράφονται οι δυσκολίες ενός νέου ανθρώπου τη δεκαετία του 1970 – πέρα από ωραιοποιήσεις. Η φαντασία δημιουργεί ψυχεδελικά τοπία, στα οποία παρεμβάλλονται θραύσματα ευτυχισμένων στιγμών και στιγμές οδύνης. Η γλώσσα επιβάλλει τη δική της παρουσία με πολυ-γλωσσικά αποσπάσματα στα ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά («La poesie c’ est ne pas le fait/l’ecrire, c’ est un etat d’ ame»: Σ.Μ.). Οι λέξεις αντιστοιχούν στα όνειρα της πραγματικότητας, και αποτελούν «φαντασίες, νερά ποταμών της ψυχής». Είναι οι λέξεις-ψηφίδες του ονείρου. Εννοείται ότι δεν επικρατούν τα καλολογικά στοιχεία αλλά οι πιστές καταγραφές της πραγματικότητας («Όλο μαλακίες και ανοησίες. Έξω κυριακάτικος ήλιος. Εγώ κουτός πολύ και φοβερός. Χορεύω σα μαλάκας και καπνίζω έως την αρρώστια μου»). Τα ίδια μεταφέρονται και στα αγγλικά (a fuck-writing about fucking[9] has nothing to do with fucking – fucking is/just fucking-). Οι ενοχλήσεις και η δυσαρέσκεια της νεαρής ηλικίας ακούγονται το ίδιο σε όλες τις γλώσσες. Η ελεύθερη έκφραση αποτελεί αίτημα των νέων, πέρα από τους καθωσπρεπισμούς των αστών και τους περιορισμούς της λογοκρισίας. Επιτυχημένη είναι η ενσωμάτωση του λεξιλογίου αυτού στους τρόπους της λογοτεχνικής γλώσσας – έστω και με πεζολογικό αποτέλεσμα. Τον μπιτ ποιητή ενδιαφέρει η δική του πραγματικότητα, φτιαγμένη από θραύσματα εικόνων και εφιάλτες.
Δεν θέλω να ξυπνήσω ποτέ
δεν θέλω να σπάση το όνειρο στη
πεζή πραγματικότητα δε θέλω ν’ ακούσω
άλλους ήχους από εκείνους που έχω στο κεφάλι μου (…)
Στην επόμενη συλλογή Όνειρα πραγματικότητας (1975), έκδοση του Panderma και του Λεωνίδα Χρηστάκη, «ο Μεϊμάρης μέσα από λίγα αριστουργηματικά ποιήματα εκφράζει με μια γραφή λυρική, ορμητική ένα πηγαίο συναίσθημα[10]» σημειώνει η Βερονίκη Δαλακούρα. Η ονειρική διάθεση, πιο ορμητική στην πρώτη συλλογή, ισορροπεί σε μια δυναμική αντιπαράθεση πραγματικότητας και φαντασίας.
Πώς κουνιούνται οι τέντες στον άνεμο;
Θύελλες στου αιώνιου καιρού της ηλικίας μας
καθρεφτίζεται σ’ αυτές (…)(«Ιούνιος 1973 Νάξος»:1975)
Η γεωμετρία του εξωτερικού κόσμου συμπλέκεται με εκείνη του σώματος και η οπτική του «μέσα» συγχέεται με εκείνη του «έξω». («Τα ωραία νύχια μου μεγαλώνουν όπως τα κλαδιά/των Δέντρων στο αγαπημένο πάρκο τους»). Το σώμα ωστόσο επιβάλλει τη δική του βάσανο και υπάρχει «σαν αναγκαίο βάρος», σήμα της ψυχής, υπενθύμιση θανάτου. Λειτουργεί σαν θηκάρι της ψυχής που χάνει τα πολύτιμα συστατικά της «στις βλακείες της ρουτίνας και στα πεζά ψεύτικα όνειρα». Ακούγονται επίμονα «οι θόρυβοι του μυαλού» που σκεπάζουν όλους τους εξωτερικούς ήχους. Η φαντασία δημιουργεί ψυχεδελικά τοπία, στα οποία παρεμβάλλονται θραύσματα ευτυχισμένων στιγμών αλλά και στιγμές οδύνης. Προκύπτει ένας ζωντανός εφιάλτης, τον οποίο στοιχειώνουν «τα πιο φρικτά όνειρα» μιας σχιζοφρενούς ζωής, οι μορφές των ψυχιάτρων και τα φάρμακα. Ακόμη και ο ήλιος τις στιγμές αυτές φωτίζει τη «νευρασθένεια του τοπίου». Μόνο αντίδοτο, η μορφή της Αγαπημένης. Ο πόνος διασώζει το κορμί, ενώ ο έρωτας παρουσιάζεται με δαιμονικούς τρόπους. Ο μπιτ ποιητής επικεντρώνεται στον πόνο, τον φόβο και τον εφιάλτη τους οποίους ξεπερνά με τη δύναμη του έρωτα.
Όμορφο κορίτσι από σένα ζω
φως βγάζεις απ’ το πρόσωπό σου
Ιδίως τα μάτια σου και τα μαλλιά σου
π’ αγριοτράβηξε ο Δαίμονας.
Η ποίηση του Μεϊμάρη είναι οραματική[11]. Προβάλλει με τη βοήθεια των μεταφορών τη Μαγική χώρα. Αυτή ονομάζεται και «βράχος της Αιωνιότητας», το «Μεγάλο Τραίνο», τα «Αιώνια Χωράφια». Είναι ένας τόπος όπου τα πάντα μπορεί να συμβούν. Εκεί κατοικεί η γυναικεία μορφή Αγαπημένη ως Ινδική/Αιγυπτιακή θεότητα, ιερό μυστήριο, φωτεινή βροχή. Επικρατεί ένα είδος πανθεϊσμού, όπου έμψυχα και άψυχα μετέχουν στο θείο: η φύση, η γυναίκα, τα πράγματα, η μοναξιά. Επίμονη είναι πάντως η νοσταλγία για την «σκληρή καπριοτσιόζα/ψυχή γυναίκα της μόνης γυναίκας/που με γέννησε». Το φροϋδικό όνειρο είναι ζωντανό και στρέφεται προς την εποχή της ευδαιμονίας καθώς και την αναζήτηση ενός «Αληθινού, όχι Ψεύτη, ΠΑΤΕΡΑ». (Οι μπητ ποιητές αντιδρούν στην πατριαρχική κοινωνία). Πρόκειται για μια λησμονημένη προηγούμενη ζωή με Φως, Ήλιο, Αγάπη. Ακούγονται υπόκωφα «οι φωνές των Αγγέλων στον ήλιο και στα χωράφια του Παιδιού που Δημιουργεί τον κόσμο απ’ την Μαγική Ευτυχία». (Στο βάθος βρίσκονται τα οράματα του William Blake). Στη χώρα αυτή κατοικούν οι μακάριοι και ευδαίμονες[12]. Όλοι κατευθύνονται προς το μέλλον, το οποίο διαγράφεται σαν μια ουτοπία μέσα στον θολό καθρέφτη.
Οι πέντε ενότητες της συλλογής συγκλίνουν σε ένα «Νέο Όραμα» ευδαιμονίας, το οποίο συνδέεται με το ιερό, το απόκρυφο, το μυστηριακό[13]. (Το όνομα beat(μπιτ) σηματοδοτείται από τη λέξη beatitude που σημαίνει μακαριότητα, ιερή έκσταση, ευλογία[14]). Στην ποίηση του Μεϊμάρη η ευδαιμονία σχετίζεται με την παιδική ηλικία και την ανακάλυψη/επαναμάγευση του κόσμου. «Η ομορφιά μου είναι ένα πλάσμα της φαντασίας στον καθρέφτη – οι αναμνήσεις θεϊκά όντα που πάντα εργάζονται για μένα. Με θαυμάσια διάθεση και Μαγικά Μπιούτιφουλ αποτελέσματα στη Φύση ή στη Μαγική Πόλη και στα Δωμάτια της ευτυχίας πάνω στο Χαλί δίπλα στο Τεράστιο Βάζο κοντά στη φωτεινή σόμπα του Μωρού, που μπουσουλάει και κάνει την Ψυχή μου να χαίρεται απ’ τα Βάθη της» γράφει ο ίδιος. Η παιδική ηλικία συνδέεται αναπάντεχα με «ένα ποίημα του Γ. Δροσίνη στο τρυφερό σβέρκο της» και η παράδοση με μια υπερρεαλιστική εικόνα. Η ψυχεδελική Μαγική Χώρα αντικατοπτρίζεται στο Δωμάτιο: έχει όλα τα αντικείμενα της καθημερινότητας ανεστραμμένα και ένα μικρό παιδί που φαίνεται κι αυτό εξωπραγματικό. Όλες ωστόσο οι αμφιβολίες υποχωρούν μπροστά στην αθωότητα. Τότε εκδηλώνεται η μεταμέλεια και η υπόσχεση της επανόρθωσης. Έρχεται η ώρα της Αγάπης. Οι στίχοι θυμίζουν τα κείμενα-προκηρύξεις των μπιτ (και των χίπις) για τη δύναμη της αγάπης[15].
Η Ποίηση είναι η ΑΓΑΠΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ=ΕΝΕΡΓΕΙΑ – πονεμένο τραγούδι στα χείλη ενός Γαβριά – Παιδιού στη φωτογραφία που υπάρχει.
Στο ίδιο θέμα ο ποιητής επανέρχεται σταθερά.
Εκείνο που αναζητώ διακαώς είναι να ξαναγνωρίσω ένα μέρος συνέχεια
να το αναγνωρίσω ως κάτι που ήξερα από παλιά,
από πάντοτε, ως παιδί, ένα μέρος,
όπου θα ξαναζούσα τις στιγμές εκείνες που είχα ζήσει άλλοτε
και που είχαν εδραιωθεί μέσα μου λαμπερές, ουσιαστικές, αιώνιες[16].
Τις ευτυχισμένες στιγμές ωστόσο διαδέχονται οι ώρες κρίσης. Τότε παρουσιάζεται «η αδυναμία να ζήσεις σ’ αυτό εδώ το ζωικό περιβάλλον». Όταν οι συνθήκες είναι ανυπόφορες, επανέρχεται η αμφιβολία («Μήπως η Μαίρη δεν ήταν καλή για μένα;»). Η κρίση συνδέεται με τον αστικό εφιάλτη της καθημερινής ζωής στην Αθήνα («η πτώσις του εαυτού μου στο βάραθρο της πραγματικής ζωής»). Υπαρκτά αντικείμενα αποκτούν τον χαρακτήρα συμβόλων, όπως «το αίνιγμα των γυαλιών της μητέρας». Στα ποιήματα υπάρχει έντονη φιλοσοφική διάθεση, που συνδέεται με υπαρξιακή αγωνία. Αυτά απηχούν σκέψεις του ποιητή, είναι «εσωτερικά», μοιάζοντας κάπως με το αποτέλεσμα μιας «μάχης», που έχει συμβεί ανάμεσα σε κείνον και …τον εαυτό του[17]. Δημιουργούνται άπειρα είδωλα, άπειρα θραύσματα ενός προσώπου που κατακερματίζεται στις πολλαπλές εκδοχές της πραγματικότητας. Τότε προκύπτουν οι παρενθέσεις-παρεκβάσεις, με αυτοβιογραφικά στοιχεία, σκέψεις, συναισθήματα. Κάποιες άλλες φορές μπορεί να μοιάζουν κάπως με παραληρήματα, που αναδύονται μέσα από τις φασματικές διαδρομές του νου, και υπό αυτή την έννοια θα μπορούσες να τα χαρακτηρίσεις έως και διανοητικά (ποτέ, όμως, δυσνόητα). Ο ποιητής μοιάζει σαν να είναι πρωταγωνιστής σε πολλές ταινίες ταυτοχρόνως, αλλά βασικά σαν να είναι πρωταγωνιστής και συνάμα θεατής του εαυτού του[18].
Στο σημείο αυτό διαπιστώνεται η επίδραση της ζωγραφικής στην μπιτ ποίηση. Ο Μεϊμάρης αναφέρει σε συνέντευξή του: «Τόσο οι εικαστικές μου αναζητήσεις όσο και οι μουσικές μου επιρροές είναι εμφανείς στα γραπτά μου». Η σχέση με τη ζωγραφική αφορά στους: Πόλοκ, Ντε Κούνινγκ, Ρόθκο. Το ίδιο ισχύει και για τη μουσική (πιθανή προέλευση του όρου beat=ρυθμός): «Ακούω πολλή μουσική, από κλασική μέχρι τζαζ και ροκ, παλιότερα και μοντέρνα: Στραβίνσκι, Βέμπερ, Μπάρτοκ, Σένμπεργκ, Μεσιάν, Φάραο Σάντερς, Γουέιν Σόρτερ, Χέρμπι Χάνκοκ αλλά και ambient, bossa nova επίσης. Οι μεγάλοι αυτοί τζαζίστες[19] που αναφέρω ήταν κιόλας βουδιστές οι περισσότεροι − πολλοί Αμερικανοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι ασπάστηκαν τον βουδισμό». Η αίσθηση του ρυθμού μπορεί να αποδοθεί με την επανάληψη λέξεων και φράσεων. Η θρησκευτική αναζήτηση[20] – με την ευρύτερη έννοια – είναι εξίσου ορατή. Περισσότερο όμως τονίζονται τα σύμβολα της ειρήνης (περιστέρι). Όσο για την πραγματική επίδραση της τζαζ μουσικής, αυτή απεικονίζεται στην ίδια τη γραφή που χαρακτηρίζεται από τον αυτοσχεδιασμό[21]. Η μπιτ ποίηση ωστόσο είναι αυθόρμητη, όσο και ο υπερρεαλισμός. Βασίζεται στο υποσυνείδητο και τις δυνατότητές του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υφίσταται επεξεργασία. Εκφράζει περισσότερο μια έντονη αντίδραση σε κάθε λογής κατεστημένο, ενδεικτική για το κλίμα που επικρατούσε τις δεκαετίες του 1960 και 1970 (ακόμα και στην Ελλάδα της επταετίας). Η ελληνική μπητ λογοτεχνία εμφανίζεται με καθυστέρηση[22] σε σχέση με την αμερικανική (ορόσημο το εμβληματικό μυθιστόρημα Στο δρόμο του Τζάκ Κέρουακ το 1957).
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι αναφορές σε συγγραφείς, ζωγράφους, μουσικούς στο βιβλίο: Hassan Sabbah (θρησκευτικός ηγέτης του ‘’Τάγματος των Δολοφόνων’’ ή Γέρος του Βουνού), Rilke, Michaux, Mallarme, Artaud, Blake, Ρέμπραντ, Βαν Γκογκ, Wordsworth, Stefan George, Heine, Emily Dickinson, Nerval, Λαπαθιώτης, Καρυωτάκης, Λεοπάρντι, Νοβάλις, Αχμάτοβα, Σικελιανός, Σολζενίτσιν, Ότις Ρέγκιν, Γουίλσον Πίκετ (μουσικοί), Χέλντερλιν, Γιώργος Μακρής, Πόε, Πάουντ, Μαγιακόβσκι, Φερλινγκέτι[23], Σύλβια Πλαθ κα. Η διακειμενικότητα δημιουργεί ένα πλέγμα αναφορών. Η πολυμορφία αυτή αποδεικνύει ότι οι μπιτ καλλιτέχνες αντιμετωπίζουν το καλλιτεχνικό φαινόμενο ως ενιαίο. Χαρακτηριστικό είναι και το σκίτσο του Λάζαρου Ζήκου[24] στο εξώφυλλο: ένα υβριδικό πλάσμα, με δύο κεφάλια, εφιαλτικό στόμα, πολλαπλές απολήξεις για χέρια και πόδια. Το ον αυτό διαθέτει ένα μεγάλο μάτι του Κύκλωπα και κρατάει ένα ακουστικό τηλεφώνου. Δεσπόζει το παμφάγο στόμα που καταβροχθίζει τα πάντα. Το θύμα γίνεται θύτης στον κόσμο της κατανάλωσης. Η Ελλάδα της δεκαετίας του 1970 προχωρά με γρήγορα βήματα στην σφαίρα της καταναλωτικής κοινωνίας.
Κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζει η λευκή σελίδα, το «γυμνό χαρτί». Αυτή στεγάζει το προσωπικό αλλά και το συλλογικό όραμα. Τη φαντασία και την πραγματικότητα. Τις αναμνήσεις από την beat εποχή («το οινόπνευμα της Καλιφόρνια»), αλλά και την καθημερινή ζωή στο Παρίσι («η μωβ μοναξιά του Παρισιού») που αποκτά διαστάσεις ονείρου. Η πόλη μεταστοιχειώνεται στις σελίδες του βιβλίου: «το τραγούδι της μεγάλης Πολιτείας του Παρισιού κάτω απ’ τη φωτεινή βροχή που αγαπάει το λιθόστρωτο (…) όνειρα κι’ εκστάσεις και Αιώνιες Πραγματικότητες». Ακούγεται η γαλλική συμβολιστική ποίηση και η μουσική της. Στο βάθος βρίσκονται αναμνήσεις από τα ταξίδια[25]. Οι υπαινικτικοί στίχοι, η χρήση των χρωμάτων με ζωγραφικό τρόπο, η επανάληψη δημιουργούν το ποιητικό αποτέλεσμα. Υπόκειται η ρομαντική αντίληψη της φυσικής ζωής, αντίδοτο απέναντι στον τεχνολογικό πολιτισμό.
Συνεχίζεται η παλιά, αρχική εκείνη ζωή,
τα γεγονότα της συνεχώς επαναλαμβάνονται
κι εύκολα χάνομαι στους δρόμους της Πόλης
ως παιδί της ποιητικής φύσης –
στα δέντρα, τα σύννεφα, τα μακρυνά βουνά.
σ’ αυτά πάντα υψώνεται το βλέμμα μου –
προς το Υπέρτατο φως του πρωινού ήλιου.
Η συλλογή Αρνάκι άσπρο και παχύ, με τον ευρηματικό τίτλο που αποτελεί και ένα ειρωνικό κλείσιμο του ματιού, διακρίνεται για την πυκνότητα του ποιητικού λόγου. Χαρακτηρίζεται από ποικιλία γλωσσικού υλικού (ελληνικά-αγγλικά-γαλλικά-γερμανικά). Οι περισσότεροι μπητ ποιητές είναι πολύγλωσσοι. Εφαρμόζεται η εναλλαγή ελεύθερου στίχου και ποιητικής πρόζας. Μεγάλο μέρος του υλικού μπορεί να θεωρηθεί αντιποιητικό και πεζολογικό, που σκοπό έχει να προκαλέσει τον αναγνώστη-ακροατή (συχνές είναι οι δημόσιες αναγνώσεις ποιημάτων από τους μπιτ). Τα ποιήματα αυτά εγκαινιάζουν ένα στοιχείο επικοινωνίας, μια γέφυρα με το ευρύ κοινό, μολονότι οι συνθέσεις δεν είναι τόσο απλές όσο φαίνονται. Ακολουθείται ο προφορικός χαρακτήρας της γλώσσας, ο ρυθμός της καθημερινής ομιλίας, οι ρυθμικές επαναλήψεις που δημιουργούν μουσική. Έμφαση δίνεται με αυτόν τον τρόπο στην καθημερινότητα-αιωνιότητα μιας πόλης (Παρίσι-Λονδίνο) ως ζωντανής περιπέτειας. (Το Παρίσι είναι η αγαπημένη πόλη, όπως διασώζεται στη συνείδηση του ποιητή. Η Αθήνα συνδέεται με την προσγείωση στην πραγματικότητα). Τα θραύσματα λόγου αποκαλύπτουν τα υπέροχα, τραυματικά αισθήματα που λειτουργούν ως όνειρα-εφιάλτες. Επικρατεί ο δυισμός (σώμα-ψυχή, παρελθόν-παρόν, παρελθόν-μέλλον). Το παρόν αποδεικνύεται τραυματικό και συνδέεται με σκοτεινές εμπειρίες. Πρόκειται για έκρηξη νεανικής ορμής, η οποία θα ακολουθήσει σταθερά κανάλια στο ώριμο έργο του Μεϊμάρη. Ως γνήσιο εκφραστή της ελληνικής γενιάς των μπητ τον θεωρούν οι Λεωνίδας Χρηστάκης[26], Π. Κουτρουμπούσης[27] και Τ. Φαληρέας[28]. Η γνησιότητα της έμπνευσης αποδεικνύεται από τη συνέχεια του έργου του. Οι πρώτες αυτές συλλογές αναδεικνύουν το πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία, εκείνου που θα συνεχίσει με τη Μεταμόρφωση τοπίου[29].
Στυλιανή Παντελιά
Bιογραφικό
Η Στυλιανή Παντελιά γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών). Δημοσιεύει μελέτες για θέματα ελληνικής λογοτεχνίας σε εφημερίδες και περιοδικά. Yπηρετεί στη Μέση Εκπαίδευση.
Σημειώσεις
[1]Ο Τάσος Φαληρέας και ο Λεωνίδας Χρηστάκης αναγράφονται ως promoter (sic) και εκδότης αντίστοιχα, ενώ το εντυπωσιακό εξώφυλλο φιλοτεχνεί ο Λάζαρος Ζήκος. Η επιμέλεια είναι του Κ. Θεοφιλόπουλου.
[2] Αλέξης Σ. Ζήρας, «Ο Κέρουακ, ο Γκίνσμπεργκ και οι κρίσιμες εποχές των ΄΄ανοιχτών ακροάσεων΄΄. Σχόλια και βιώματα της μετα-beat μυθολογίας», περ. Οδός Πανός, τχ.200, Ιαν.-Μαρ. 2024, σ.4 [Αφιέρωμα Στον Χορό των Μπητ]. Παρά τις αμφιβολίες του Α.Ζ., πιστεύω πως η Μεταπολίτευση υπήρξε πραγματικά «εμβληματικό πολιτιστικό συμβάν με σαρωτική επίδραση», τουλάχιστον όσο διάρκεσε η μαγεία της.
[3]Σπύρος Μεϊμάρης, «Μόνο όταν γράφω νιώθω ευτυχής» [Συνέντευξη στον Θοδωρή Αντωνόπουλο: www.lifo.gr,12.10.2023: «Τα πρώτα μου ποιήματα τα έγραψα στα αγγλικά, αλλά όταν το ’61 γνώρισα τον Γκρέγκορι Κόρσο στο πρώτο ταξίδι του στην Ελλάδα, με παρότρυνε να γράψω στη δική μου γλώσσα, τα ελληνικά»
[4] Το βιογραφικό σημείωμα συμπληρώνεται στο πρόσφατο βιβλίο του Επίλεκτα ποιήματα (και άλλα κείμενα (2012-2022), Εκδόσεις Opportuna, 2023
[5] Για τον Τάσο Φαληρέα, βλ. Χαριστική βολή, Εκδόσεις Ιστός, 2011
[6] Μορφία Μάλλη, Στον δρόμο των beat. Μια ανάγνωση της ποίησης του Λευτέρη Πούλιου, Futura, 2016 σ.49
[7] Περ. Panderma, τχ. 7 [Αφιέρωμα]: «Ουρλιαχτό» μετ. Ιουλίας Ραλλίδη, «Μαγικός ψαλμός» μετ. Σ. Μεϊμάρη, «Αμερική» μετ. Τζένης Μαστοράκη και Δ. Πουλικάκου κα. Βλ. επίσης, Γ.Κ. Μιχαηλίδης, «1ο Ιντερλούδιο: μικρό κείμενο για τον Γκίνσμπεργκ του Μπλάνα», περ. Οδός Πανός, οπ .παρ., σ.24-25
[8] Στα 17 του ο Σπύρος Μεϊμάρης βρίσκεται με υποτροφία στο Menlo Park, San Francisco. Καμμιά σχέση με το σύγχρονο κέντρο κοινωνικής δικτύωσης που έχει έδρα αυτήν την τοποθεσία.
[9] Το beat λογοτεχνικό κίνημα «μπόρεσε να επιβάλει τη λέξη ‘fuck’ στην τυπωμένη σελίδα στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Οι beat απελευθέρωσαν τη λέξη και έδειξαν (…) ότι το ‘εμπόδιο της αισχρότητας εγείρεται από τη λογοκρισία και τον φόβο. Χτίζεται από τον φόβο του φυσικού και την ιδέα ότι η φύση είναι αισχρή’». Μ. Μάλλη, οπ. παρ., σ.138
[10] Βερονίκη Δαλακούρα, «Η Κρυφή Γενιά», περ. frear, τχ.4, Σεπ. 2021 [Αφιέρωμα: Γενιά του 70, μια αποτίμηση»] mag.frear.gr
[11] Για το όραμα και τους «αποκαλυπτικούς οραματισμούς» (‘epiphanies’), βλ. Μ. Μάλλη, οπ. παρ., σ.153
[12] Λ. Χρηστάκης, Η γενιά των beat και ο πρώην Πητ. Αφορμές για την αμερικάνικη και ελληνική beat generation, Τυφλόμυγα, Αθήναι 2011, σ.10
[13] Γ. Λειβαδάς, Τα οράματα μιας απίθανης γενιάς: Στοιχεία για την beat generation, Κέδρος, Αθήνα, 2010, σ.11-12
[14] Οπ.παρ.,σ.65. Για τον όρο beat βλ. και Α. Ζήρας, οπ. παρ., σ.14
[15] «Θα βολτάρουμε αναπολώντας την παλιά/Αμερική της αγάπης/προσπερνώντας θλιμμένα αμάξια, τραβώντας/στα σιωπηλά στην εξοχή»: Δ. Καραμβάλης, «Άλλεν Γκίνσμπεργκ», περ. Οδός Πανός, οπ. παρ., σ.42 σε μετάφραση Γ. Λειβαδά
[16] Σπύρος Μεϊμάρης, Επίλεκτα ποιήματα και άλλα κείμενα (2012-2022), οπ. παρ., σ.196 [20-11-2021]
[17] Φώντας Τρούσας «Σπύρος Μεϊμάρης: το νέο βιβλίο ενός σημαντικού ποιητή», Lifo, 27-08-2023
[18] Οπ. παρ.
[19] Άρις Γεωργίου, «Hic et nunc “επί τόπου”, η μουσική εν τη γενέσει της» περ. Χάρτης, τχ. 62, Φεβρ. 2024:»Η ‘’φρη τζαζ’’ είχε γεννηθεί ανυπότακτα στην Αμερική του ’60 καθόλου ανεξάρτητα από τα πολιτικά κινήματα και κοινωνικούς αναβρασμούς της εποχής, από τον Μάλκομ Χ, από τον Λούθερ Κινγκ, από την Άντζελα Ντέιβις, τον Αμίρι Μπαράκα, τον Κέρουακ και την Μπητ Τζενερέισον»(hartismag.gr). Βλ. Γ. Λειβαδάς, «Η μπιτ λογοτεχνία και η τζάζ», οπ. παρ., σ.39κ.ε.
[20]Σπύρος Μεϊμάρης: «Προσπάθησα να εγκαταλείψω την ποίηση, αλλά δεν με εγκαταλείπει»: poli-k.net/spyros-meimaris-prospathisa-na egkat/πόλη Κ art & politics: «Έχω ασχοληθεί σε μεγάλο βαθμό με όλες τις θρησκείες, όχι μόνο τις ΄΄Ανατολικές΄΄ (Βουδισμός, Ινδουισμός, Ταοϊσμός), αλλά και τις μονοθεϊστικές, όπως είναι ο Ιουδαϊσμός, ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ»: Βλ. Γ. Λειβαδάς, «Η μπιτ γενιά και η θρησκεία», οπ. παρ., σ.65 κ.ε.
[21] Μ. Μάλλη, οπ. παρ., σ.17
[22] Αγγέλα Γιώτη, «The beat generation goes on στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης», Μεταπολίτευση 1974-1981. Λογοτεχνία και πολιτισμική ιστορία, Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστημίου Κρήτης, 2021 [Πρακτικά Συνεδρίου]
[23] Η πορεία της ζωής του Μεϊμάρη μπορεί να συγκριθεί με εκείνη του Φερλινγκέτι (μπητ ποίηση, εκδοτική δραστηριότητα, ενασχόληση με βιβλιοπωλείο κλπ). Βλ. Lawrence Ferlinghetti. 100 χρόνια ποίηση. Μετάφραση Ρούμπη Θεοφανοπούλου, 24 Γράμματα, 2019. Η Ρ.Θ. ασχολείται από το 1979 με τον Φερλινγκέτι Βλ. και Ferlinghetti, Ποιήματα, Πρόσπερος /Τετράδια ξένης ποίησης αρ.1, 1989 σε μετάφραση της ίδιας με βάση την ιταλική/αμερικανική έκδοση της Guanda. Αλληλογραφία αναπτύχτηκε ανάμεσα στους δύο ποιητές (βλ. Σ. Μεϊμάρης, «Μόνο όταν γράφω νιώθω ευτυχής», οπ. παρ.)
[24] Ο Λ.Ζ. (1954-2011) «από το 1971 ζωγράφιζε φρηκ αντιοικογενειακά σχεδιάσματα» σημειώνει ο Λ. Χρηστάκης, οπ. παρ., σ.43. Ο ίδιος πιστεύει ότι ο σκιτσογράφος υπήρξε «ο πρώτος που οραματίστηκε τον κλωνισμό της Ντόλυ» (οπ. παρ., σ.72), δηλαδή την κλωνοποίηση
[25] «Κιθάρες τσιγγάνικες στη γαλήνη/της νύχτας της Μπεϊρούτ/ροβολάω προς το καφενείο με τη δροσερή/ψυχή του Πήτερ Ορλόφσκυ δίπλα να γλυστρά/στη φωτεινή κι ήσυχη θαλασσινή νύχτα»
[26] Οπ. παρ., σ.73: «Δυο χρόνια αργότερα τού τυπώνω στις εκδόσεις Panderma και μία νεώτερη πολυσέλιδη ποιητική συλλογή με τον τίτλο ‘’Όνειρα πραγματικότητας’’».
[27] Π. Κουτρουμπούσης, «Η συναρπαστική ζωή του όπως την αφηγήθηκε στη Lifo», 26-11-2009
[28] «Σπύρο Μεϊμάρη πρώτε beat ποιητή μιας παγκόσμιας γλώσσας»: Αρνάκι άσπρο και παχύ
[29]Τα επόμενα βιβλία του Σ.Μ.: Εξορκισμοί [Καστανιώτης,1983], Αλμπέρ Κοσερί., Ξεχασμένοι απ’ το Θεό [Απόπειρα,1991]-μετάφραση, Τζακ Κέρουακ, Τα όνειρά μου [Αίολος, 1992] & Μάγκι Κάσιντι [Αίολος, 1997]-μετάφραση, Άλλεν Γκίνσμπεργκ, Ημερολόγια [Εστία,1993]-μετάφραση, Γραφτά [Απόπειρα,1998], Δηλώσεις της σιγαλιάς,1997-2009 [Εκδόσεις Πολιτιστική Δράση-ΕΜΣΕ,2011], Η μεταμόρφωση του τοπίου. Ποιήματα 1961-2014[ Εκδόσεις Πολιτιστική Δράση-ΕΜΣΕ,2016], Επίλεκτα ποιήματα και άλλα κείμενα (2012-2022), Opportuna, 2023