Μνήμη και αντικειμενική συστοιχία
(Γιάννης Τζανετάκης, Μετά από μένα, Πόλις, 2023, σ.58)
Γράφει η Στυλιανή Παντελιά
Στιγμιότυπα ζωής και φευγαλέες αναμνήσεις συνθέτουν την ποιητική συλλογή του Γιάννη Τζανετάκη με τίτλο Μετά από μένα (2023). Το βιβλίο συνοδεύουν χαρακτηριστικά μότο των W.B.Yeats, T.S. Eliot, Wallace Stevens και Louise Gluck καθώς και ο ατμοσφαιρικός πίνακας του Odd Nerdrum «Καλοκαιρινή ημέρα». Διακρίνεται μια μυστηριώδης ομάδα στην ακρογιαλιά, ενώ ένας έφηβος λουόμενος μετεωρίζεται «θαρρείς στο ποτέ και στο πουθενά» (Χλόη Κουτσουμπέλη). Στις σελίδες του βιβλίου αναδύεται επομένως μια ιδιότυπη νοσταλγία. Το ποιητικό υποκείμενο επιδιώκει να ανακαλέσει εικόνες μετέωρες στον χρόνο και να τις επαναφέρει ως αντικειμενική πραγματικότητα. Το φάσμα των εικόνων δημιουργεί ένα καλειδοσκόπιο στο κέντρο του οποίου βρίσκεται ο ποιητής. Ο ίδιος συγχρόνως αποστασιοποιείται και φαντάζεται τον κόσμο «εν τη απουσία» του. Στη συστοιχία που προκύπτει φαίνεται ότι το αντικείμενο της νοσταλγίας είναι ο ίδιος του ο εαυτός.
Η συλλογή διαιρείται σε τρεις ενότητες («Με πάνω τους το χνούδι», «Άδεια ακρογιαλιά», «Δίχως εσένα») με κύριο χαρακτηριστικό τον συνδυασμό μνήμης και νοσταλγίας (T.S.Eliot). Η παιδική ηλικία, η περασμένη νιότη και οι στιγμές ερωτικής ευτυχίας αποτελούν ορόσημα. Ακούγονται «ιδανικές φωνές» και περιγράφονται αισθήματα του παρελθόντος (Καβάφης) καθώς και στιγμές του σώματος (Σεφέρης). Σκοπός είναι η δημιουργία ενός αισθηματικού περιβάλλοντος. Σύμφωνα με τον ορισμό άλλωστε του Eliot «ο μόνος τρόπος να εκφράσουμε τη συγκίνησή μας με τη μορφή της τέχνης είναι να βρούμε μιαν ‘αντικειμενική συστοιχία’, με άλλες λέξεις, ένα σύνολο αντικειμένων, μια κατάσταση, μιαν αλληλουχία περιστατικών, που θα είναι ο τύπος (η φόρμουλα) αυτής της ειδικής συγκίνησης[1]».
Στο εισαγωγικό σημείωμα «Άνοιξη θα ‘ταν Σάββατο» ο συνδυασμός οπτικής, ακουστικής και κινητικής εικόνας παράγει το ποιητικό αποτέλεσμα. Πρόκειται για την περιγραφή μιας κινητής γιορτής με μουσική. Η ποίηση ωστόσο δεν προκύπτει από το υψηλό, αλλά από μια λεπτομέρεια: η μανσέτα του μουσικού της μπάντας γλιστράει στον καρπό του μπροστά στα μάτια του μικρού αγοριού, μελλοντικού ποιητή. Ορόσημο αποτελεί το «Amarcord» (θυμάμαι) ως ενδεικτικός τίτλος με πολλά συμφραζόμενα. Το παρελθόν άλλωστε αποκτά αντικειμενική υπόσταση: «σαν να με συλλογίζεται/κάτι απ’ το παρελθόν/ηδύ μαζί κ’ επώδυνο» (η χαρμολύπη των περασμένων). Οι εικόνες του καλοκαιριού αποδίδουν με μεγαλύτερη ένταση τον ζωγραφικό πίνακα του Nerdrum, ενώ ο λιτός στίχος αναβιώνει το ελληνικό καλοκαίρι των μύθων. Τα δίστιχα ανακαλούν τα αντίστοιχα του Γ. Σεφέρη.
Στο χέρι σου το ξάνθισμα
γύρη του ρόδου στ’ άνθισμα(«Άνθισμα»)
Στα πλαίσια της αντικειμενικής συστοιχίας η θάλασσα και ο ήλιος συνδέονται με τον έρωτα και τα «δελφίνια μεσοπέλαγα» με τα ανθρώπινα σώματα («Καθώς το θέρος φεύγει»). Η θάλασσα συνδέεται και με τη νιότη, την ορμή της ζωής. Το ποιητικό υποκείμενο επιδιώκει να αναμετρηθεί με το υγρό στοιχείο, όριο των προσδοκιών του. Στο τέλος όμως απομένουν μόνο τα ίχνη του στην άμμο, που συμβολίζουν την πρόσκαιρη ανθρώπινη ύπαρξη. Ίσκιος στον ίσκιο είναι τα ανθρώπινα, «κύμα που έχει χάσει τον αφρό». Η αρχαία ελεγειακή ποίηση οδηγεί το νήμα στα μονοπάτια αυτά.
Τα αντικείμενα μεταφέρουν με τη σειρά τους τη μνήμη των προσφιλών προσώπων («Πρόσχαροι να περνάνε»). Το ρόπτρο του σπιτιού συνεχίζει να κρούει τη θύρα μόνο του «λες κι έρχονται οι συγγενείς επίσκεψη». Η κούνια διατηρεί το αποτύπωμα του παιδικού σώματος που πλάγιασε εκεί. Η μπάλα ποδοσφαίρου συνεχίζει την τροχιά της στο άπειρο. Τα πράγματα εξασφαλίζουν τη διάρκεια και επιβιώνουν έστω και με τα σημάδια της φθοράς (βλ. τις «Άγριες ναυμαχίες»: Με τα φώτα της ερήμου,20022). Το αισθηματικό περιβάλλον αποσύρεται διακριτικά κάτω από το φως μιας νέας κατάστασης. Απομένει όμως η γοητεία του ακόμα και Με θαμπή πατίνα, σύμφωνα με την προηγούμενη συλλογή του Γ. Τζανετάκη (2017). Στα ποιήματα διαφαίνονται συμβολιστικές επιδράσεις. Ο Συμβολισμός είναι η τέχνη «του να ανακαλείς βαθμιαία ένα αντικείμενο έτσι ώστε να φανερώσεις μια διάθεση ή, αντίστροφα, του να διαλέγεις ένα αντικείμενο και ν’ αποστάξεις από αυτό μια ‘ψυχική κατάσταση’[2]». Από τα πράγματα αναβλύζουν συνήθως «τα δάκρυα των αψύχων» (lacrimae rerum) τα οποία συνδέονται με την απουσία.
Την μεγαλύτερη πρόκληση αποτελεί ο θάνατος, ο οποίος αντιπροσωπεύεται από τα «νεκρά άνθη». Οι απλοί άνθρωποι ωστόσο τον αντιλαμβάνονται σαν «Μελτεμάκι». Μέσα στην αθωότητα της ύπαρξης στα χείλη τους «ανθίζει ένα γελάκι», όπως στο ποίημα του Δ. Σολωμού «Η ψυχούλα». Τα μακρινά φώτα της Βέργας, «της Άνω της αχνής» καθρεφτίζουν τις ψυχές των πεθαμένων φίλων που έρχονται «στον κόλπο κάτω/όπως παλιά/λιμάνι να ρεμβάσουν» όπως στο διήγημα του Παπαδιαμάντη «Άνθος του γυαλού». Παρά το οριστικό και τελεσίδικο στοιχείο του, ο θάνατος διαθέτει συγκατάβαση και απλώς ξεθωριάζει τα χρώματα στις φωτογραφίες. «Γκρο» γίνεται το φόντο στη φωτογραφία του πατέρα, ο οποίος στέκεται πάντα αμέριμνος «σε μια θάλασσα/θέρος του εξήντα». Η αναδρομική ματιά χαρακτηρίζει τον ποιητή που αντιλαμβάνεται την λεπτή ειρωνεία του χρόνου.
Υπάρχει λοιπόν η αιώνια επιστροφή; Ο ποιητής προειδοποιεί τα νεαρά παιδιά της πόλης του που ακολουθούν τα βήματά του: «Θα ‘μια εκεί/εκεί/μετά από μένα». Για τα αγαπημένα όμως πρόσωπα ισχύει το «ποτέ πια» (nevermore). «Δίχως εσένα» επιγράφεται το τρίτο μέρος της συλλογής. Η απώλεια γίνεται αντιληπτή στο πρόσωπο των άλλων. Η μνήμη καταλήγει να είναι το μόνο καταφύγιο – «Η Σίλια ας σωθεί στη μνήμη». Οι χρόνοι, τόποι και οι αισθήσεις συμφύρονται στην αναδρομική ματιά, σε μια «Δίνη» (Ονείρου έρως:1995). Επιπρόσθετα, η μνήμη στηρίζεται στις αντιθέσεις («Μία στη φωτιά και μια στα χιόνια»: Τα ζώα της Κυριακής,1988) και προχωρεί σε οριζόντιες αντιστοιχίες, από τη μια σωματική αίσθηση στην άλλη. Το ποιητικό υποκείμενο αναζητεί συνήθως τον «χλωρό παράδεισο των παιδικών ερώτων – σε παράφραση του Μπωντλαίρ.
Στην εξέλιξη του χρόνου, το «μετά» αποτελεί ένα όριο. Η αντικειμενική συστοιχία βασίζεται στην επανάληψη της συγκίνησης με μια σειρά αποκρυπτογραφήσεων. «Με σκοπό να προχωρήσει πέρα από την επιφάνεια της πραγματικότητας γίνεται συχνά μια συγχώνευση των εικόνων, ένα είδος στερεοσκοπικής εντύπωσης, ώστε να δοθεί μια τρίτη διάσταση[3]». Πραγματοποιείται με αυτόν τον τρόπο μια συγχώνευση του πραγματικού και του ιδεατού κόσμου, του σώματος και της ψυχής. Ο πνευματικός εαυτός του ποιητή μπορεί «να στέκεται παράμερα και να παρατηρεί τη δράση του αισθησιακού εαυτού του, σμίγοντας μαζί του μερικές φορές για να τον παροτρύνει, να τον αναχαιτίσει ή να τον κατευθύνει σε ορισμένα αυλάκια[4]». Η επιστροφή στηρίζεται στη διαρκή επανάληψη μέσα στη μνήμη, ένα είδος αθανασίας.
Επιγραμματικός στίχος, οικείος τόνος, μουσική διατύπωση χαρακτηρίζουν τα ποιήματα της συλλογής. Η μπάντα του εισαγωγικού ποιήματος συνοδεύει τον αναγνώστη με τον ρυθμό της σε όλη του τη διαδρομή. Οι μετρικές αναζητήσεις αποτελούν τη βάση του στίχου. «Πιο αόριστο και διαλυτό μεσ’ στον αιθέρα/χωρίς τίποτα μέσα του να στέκεται ή να βαραίνει[5]» το περιεχόμενο των ποιημάτων έρχεται σε αντιστοιχία με τον ιδιότυπο πίνακα του Νerdrum. Ο αναγνώστης έγκαιρα αντιλαμβάνεται ότι η νοσταλγία δεν είναι πια αυτό που ήταν.
Στυλιανή Παντελιά
Bιογραφικό
Η Στυλιανή Παντελιά γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών). Δημοσιεύει μελέτες για θέματα ελληνικής λογοτεχνίας σε εφημερίδες και περιοδικά. Yπηρετεί στη Μέση Εκπαίδευση.
[1] Ν. Βαγενάς, Η ειρωνική γλώσσα. Κριτικές μελέτες για τη νεοελληνική γραμματεία, Στιγμή, Αθήνα 1994,σ.57-58
[2] Stefan Mallarme: Charles Chadwick. Συμβολισμός, Μετάφραση: Στέλλα Αλεξοπούλου, Ερμής/Η γλώσσα της κριτικής, σ.9-10
[3] Οπ. παρ., σ.15
[4] Οπ. παρ., σ.75
[5] Paul Verlaine: οπ. παρ., σ.41