Η λέξη «ελευθερία» τραβάει την ανηφόρα[1]
Ασφυκτιούσε. Δεν ένιωθε καλά. Λες και το βάρος όλων των σελίδων του λεξικού έπεφτε πάνω της και την πλάκωνε. Και για την ίδια, μόνο λίγες γραμμές αφιερωμένες, λέει, στην ερμηνεία της: ελευθερία (η) ουσ. ανεξαρτησία από κάθε βία ή επίδραση//(ειδ.) η εθνική ή πολιτική ανεξαρτησία, αυτοτέλεια/ Αντιθ. δουλεία, σκλαβιά// το σύνολο των δικαιωμάτων του πολίτη σύμφωνα με τα συνταγματικά θέσμια//άνεση, ευκινησία//έλλειψη ηθικού περιορισμού.[2] Και τι σήμαινε αυτό; Άλλοι είχαν δώσει την ερμηνεία αυτή και όχι η ίδια. Της έλλειπε ο αυτοπροσδιορισμός. Έπρεπε να δράσει. Να αποδράσει. Να ξεκινήσει το ταξίδι, κι ας ήταν δύσκολο. Με όλη της τη δύναμη σήκωσε πρώτα το «έψιλον» και το «λάμδα» και σιγά – σιγά , αλλά με κόπο, ξεκόλλησαν και τα υπόλοιπα γράμματα. Η λέξη «ελευθερία» αποχώρησε από τη σελίδα του λεξικού και ξεκίνησε το ταξίδι της στον κόσμο.
Στάθηκε πρώτα σε μια μικρή πόλη. Ανακάλυψε ότι οι άνθρωποι εφάρμοζαν τον ορισμό του λεξικού: για ορισμένους, ελευθερία ήταν η δυνατότητα να λαμβάνουν αποφάσεις χωρίς περιορισμούς, ενώ για άλλους, ήταν η απουσία της καταπίεσης και του ελέγχου. Ο γέρο- φιλόσοφος που καθόταν στο καφενείο και μιλούσε μόνος του, της εξήγησε ότι δεν ήταν μόνο ένας τρόπος ζωής, αλλά και μια ευθύνη: είναι ουσιαστικά η ικανότητα των ανθρώπων να χρησιμοποιούν την αυτονομία τους με σοφία και σεβασμό προς τους άλλους. Είναι μια συνεχής πρόκληση να εξερευνούν τις συνέπειες των επιλογών τους και να επιδιώκουν το κοινό καλό. Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο, της είπε. Η λέξη «ελευθερία» ένιωθε την ανάγκη να προχωρήσει περισσότερο.
Επόμενος σταθμός, μια πρωτεύουσα. Εκεί συνάντησε ανθρώπους που πάλευαν αγωνιζόμενοι για δικαιώματα και ισότητα. Είδε πορείες και διαδηλώσεις, και άκουσε τις φωνές των ανθρώπων να ανεβαίνουν στον αέρα, παλλόμενες. Διεκδικούσαν. Φώναζαν ρυθμικά για «ελευθερία» και «δικαιοσύνη». Μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη.
Το ταξίδι της συνεχίστηκε σε μια χώρα που βρισκόταν υπό καταπίεση. Εκεί οι άνθρωποι έπρεπε να κρύψουν τις σκέψεις και τις ιδέες τους, επειδή η ελευθερία της έκφρασης ήταν απαγορευμένη. …ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο. Μεταμφιέστηκε, λοιπόν, σε στίχο τραγουδιών ή σύμβολο στη γραφή των ποιητών. …θα δώσει μια με τη γροθιά του να τινάξει την τυράγνια στον αγέρα…. Η λέξη «ελευθερία» έγινε η φωνή αυτών των καταπιεσμένων ανθρώπων. Μια εσωτερική ελπίδα που τους έδινε δύναμη για να παλέψουν για την απελευθέρωσή τους.
Βρέθηκε σε πολέμους και συγκρούσεις, όπου οι άνθρωποι τη θεωρούσαν πολύτιμη αξία που έπρεπε να υπερασπιστούν. Οι νέοι έδιναν τη ζωή τους γι’ αυτή, και όλοι θυσίασαν τα πάντα για να τη διαφυλάξουν. Ήταν ο πυρήνας της αντίστασης, η πηγή εμπνεύσεως που τους κρατούσε ζωντανούς. Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι/το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους/το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους …γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους. …πόσο θὰ στίψει ἀκόμα ἡ μάνα τὴν καρδιὰ τῆς πάνου ἀπ᾿ τὰ ἑφτὰ σφαγμένα παλληκάρια της/ ὥσπου νὰ βρεῖ τὸ φῶς τὸ δρόμο του στὴν ἀνηφόρα τῆς ψυχῆς της.
Καθώς η λέξη «ελευθερία» συνέχιζε το ταξίδι της, αντιλήφθηκε ότι δεν ήταν απλώς μια λέξη. Ήταν ένα συναίσθημα. Ένας ανεξίτηλος πόθος, που καίει μέσα στις καρδιές των ανθρώπων. Ήταν η δύναμη που τους έκανε να αντιστέκονται, να ονειρεύονται και να παλεύουν για έναν καλύτερο κόσμο. Κατάλαβε ότι δεν ήταν δεδομένη. Δεν ήταν απλά η απουσία φυλακών ή των αλυσίδων. Ήταν η ικανότητα της ελεύθερης έκφρασης, της διατύπωσης των ονείρων και της επιλογής ενός δρόμου στη ζωή. Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,/αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,/αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,/αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο. Ήταν μια κατάσταση πνευματική και ψυχική.
Μετά από αυτά, η λέξη «ελευθερία» επέστρεψε στο λεξικό. Όμως, δεν ήταν πλέον ένα αφηρημένο ουσιαστικό. Ήταν έτοιμη η ίδια να αντιμετωπίσει κάθε πρόκληση. Θα συνεχίσει να περιπλανιέται στον κόσμο, να ακούει τις ιστορίες και τις φωνές των ανθρώπων. Θα είναι πάντα η ελπίδα και η δύναμη που θα τους ωθεί να αγωνίζονται για τα δικαιώματά τους και τα όνειρά τους: …όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τους. Θα γίνει ο δρόμος που θα οδηγεί τους ανθρώπους σε μια ζωή άξια να βιωθεί, γεμάτη αυθεντικότητα και αλληλεγγύη. Θα είναι η ποίηση της ύπαρξης. …όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ’ τ’ άγρια γένια τους.
Η Γιάννου Βασιλική κατάγεται από την Άρτα και ζει στη Θεσσαλονίκη από το 1989. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του ΑΠΘ και κάτοχος ΜΑ στις Σπουδές στην Εκπαίδευση (Συνεχιζόμενη Εκπαίδευση) από το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο της Κύπρου. Υπηρετεί ως εκπαιδευτικός στη Μέση εκπαίδευση. Είναι μέλος του Ομίλου για την Ιστορική Εκπαίδευση στην Ελλάδα, των ευρωπαϊκών EuroClio και Europeana και του PEN Greece. Έχει δημοσιεύσει σε διάφορα ηλεκτρονικά περιοδικά βιβλιοκριτικές και διηγήματα.
[1] Οι στίχοι είναι παρμένοι από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Ρωμιοσύνη», Αθήνα 1961, εκδ. Κέδρος.
[2] Μείζον Ελληνικό Λεξικό, Τεγόπουλος-Φυτράκης, Αθήνα 1997,εκδ. Αρμονία.