Για τα Οριστικά Φαινόμενα του Σπύρου Γούλα ή Τι Κάνει Ένας Προγραμματιστής στην Ποίηση;
Τ@ Νόα Τίνσελ/ Βάγιας Κάλφα
Τα Οριστικά Φαινόμενα (Πόλις, 2024) είναι η δεύτερη συλλογή του Σπύρου Γούλα, ο οποίος επιστρέφει 4 χρόνια μετά τη συλλογή του Τα Περσινά τους Βάζουν Για Καλά (Πόλις, 2020).
Στη νέα του συλλογή, ο Γούλας, απόφοιτος του τμήματος Μηχανικών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών & Πληροφορικής και προγραμματιστής, τοποθετείται πάνω στην συζήτηση που έχει εντατικοποιηθεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια πάνω στο πολιτικό και την αισθητική. Από τη μία πλευρά, ασκεί κριτική απέναντι στην ποίηση -την τέχνη γενικότερα- που δεν παίρνει θέση στα πράγματα και μένει στην ασφάλεια της τεχνικής• από την άλλη, δηλώνει τις επιφυλάξεις του απέναντι σε μια επαναστατικότητα που εξαγγέλλεται, γνωρίζοντας καλά πως μπορεί να είναι απλά μια παράσταση που δεν έχει αντίκρισμα στην πράξη. Έτσι, στο ποίημα «Οι Ωραίοι Παίζουν Σέντερ Φορ», παρουσιάζεται ανεντυπωσίαστος από όσους γράφουν απλώς σωστά τεχνικά και τους ταρακουνάει: «Σοβαρέψου./ Από τα βάθη του καθιστικού/ κανείς δεν είναι δημοκράτης.», ενώ στο ποίημα «Πολυτελή Πλωτά Και Ελικοφόρα»: «αισθάνομαι πως εδώ μέσα κάποιοι μπήκαμε γονατιστοί/ και άλλοι σκαφάτοι». Ταυτόχρονα, στο ποίημα «Ιππόκαμπος & Χειρομάντης», προτρέπει τον εαυτό του και τον αναγνώστη του: «Μην επιτρέψεις στις πρόσφατες εξελίξεις να/ σε αποπροσανατολίσουν», έχοντας βιώσει διαψεύσεις και την απομυθοποίηση που έρχεται όταν γνωρίζεις τα πρόσωπα πίσω από τις λέξεις τους. Όλοι θα ψαχτούμε, καταλήγει, «και θα φανεί ποιος το ‘χει μέσα του/ και ποιος απλώς μπλοφάρει» ή για να παραπέμψω στον τίτλο ενός άλλου ποιήματός του, φαίνεται πως μαζευτήκαμε εδώ «Πολλοί Αρχηγοί, Ελάχιστοι Ινδιάνοι».
Αρκετά είναι τα ποιήματα ποιητικής στη συλλογή, με την ευαλωτότητα να επανέρχεται ως μοτίβο. Η ευαλωτότητα για τον Γούλα είναι αναγκαία, προκειμένου ο ποιητής να πει κάτι που θα έχει σημασία για τον αναγνώστη. Ωστόσο, ξέρει καλά, πως είναι και κάτι που εμπορευματοποιείται, φετιχοποιείται και ενθαρρύνεται, συχνά, στα όρια της ανθρωποφαγίας. Έτσι, στο πρώτο χαϊκού της ενότητας «Τέσσερα Haiku Κάνουν Try Hard», γράφει: «Γράψανε τόσοι/ τόσα, που παρέλειψαν/ κάτι να μας πουν», ενώ στο ποίημα «Βαθμός Δυσκολίας» κλείνει ως εξής:
χορτάσαμε από επιδείξεις
κι εσύ ασφαλώς κατέχεις τεχνική
ασφαλώς
δεν ήρθαμε εδώ όμως για τεχνική
αλλά για το σώμα σε πτώση
ανέβα να τελειώνουμε/ και πήδα.
Ενδιαφέρον έχει, επίσης, το ποίημα «QR σε έναν Νέο Ποιητή», όπου ο Γούλας, καταλήγει: «Η ποίηση δεν γράφεται/ Αλίμονο αν το αφήναμε σε αυτούς που/ γράφουν». Το ενδιαφέρον σε αυτό το ποίημα είναι ότι διαμεσολαβείται μέσω ενός barcode. Αυτό σημαίνει ότι, για να αποκωδικοποιηθεί, χρειάζεται να σαρωθεί μέσα από συσκευή και να διαβαστεί με τη χρήση μιας κάμερας smartphone. Αυτό το εύρημα, σε συνδυασμό με το ότι, όπως δηλώνεται ανοιχτά στον τίτλο, ο ποιητής απευθύνεται σε νέο ποιητή, μπορεί να θέσει ζητήματα προσβασιμότητας. Προσωπικά, το διαβάζω ως κατάφαση του ποιητή στους σύγχρονούς του που φτιάχνουν μια νέα γλώσσα και ως απάντηση στους παλαιότερους ποιητές που βιάζονται να κηδέψουν την ποίηση που έπεσε στα χέρια τους, συντηρώντας ένα ευνοϊκό για εκείνους καθεστώς μέσα από την κανονικοποίηση κριτηρίων ποιότητας που δεν είναι χωρίς ταξικά, έμφυλα κτλ συμφραζόμενα.
Μέσω της κρυπτογράφησης, ο Γούλας, πρώτα από όλα, θέτει το ζήτημα της «αστυνόμευσης» στη λογοτεχνία, του γεγονότος, δηλαδή, ότι τόσο το να έχεις πρόσβαση στην έκδοση, όσο το να σου αναγνωριστεί η ιδιότητα του «ποιητή» -αλλά και του «επαρκούς αναγνώστη»- συχνά σημαίνει να ακολουθείς μια δοσμένη φόρμουλα από την οποία, αν παρεκκλίνεις, δεν σε αναγνωρίζει το σύστημα. Έπειτα, θέτει, εμμέσως, το ζήτημα της λογοκρισίας που συχνά οδηγεί σε δημιουργικές απαντήσεις όπως στη δική του, παρωδώντας, ταυτόχρονα, τον ηθικό πανικό για το καινούργιο -καθετί καινούργιο- και ακαταλαβίστικο που έρχεται, με την τεχνολογία -όχι πάντα άδικα- να είναι ένα από αυτά. Την ίδια στιγμή, καλεί σε «ξεβόλεμα» τους πιο «παραδοσιακούς» ποιητές, αλλά και αναγνώστες, οι οποίοι, για να μπορούν να συνομιλήσουν με τους νεότερους, χρειάζεται να τεστάρουν τα όρια της γλώσσας τους και να τα επεκτείνουν.
Επιπλέον, βρίσκοντας την ποίηση σε χώρους που δεν είχαν εξαρχής προβλεφθεί για αυτήν, διαταράσσει τα όρια. Αν αναλογιστούμε πώς ξεκίνησαν οι κωδικοί QR (σε βιομηχανικές εφαρμογές στην Ιαπωνία, όπως διαχείριση αποθεμάτων και logistics), όσο και τα περιβάλλοντα όπου τους συναντάμε μέχρι στιγμής πιο συχνά (π.χ. σε συσκευασίες προϊόντων, επαγγελματικές κάρτες, εταιρικά οχήματα, καταλόγους εστίασης), με τη χρήση τους να είναι, κατά βάση, πληροφοριακή, διαφημιστική και προωθητική, ο σχεδιασμός τους με σκοπό να αποθηκεύσουν ποιητικά δεδομένα, ενέχει μια επαναστατική -ή αντιστασιακή- δυναμική και αποτελεί αποδοχή της πρόκλησης να συνεχιστεί ο αγώνας με νέα μέσα. Όταν το να παραιτηθείς από την τεχνολογία δεν είναι επιλογή, το να μάθεις τη γλώσσα της, που είναι η γλώσσα στην οποία παίρνονται οι αποφάσεις, είναι ένας τρόπος να σαμποτάρεις, καθυστερήσεις ή έστω να ελέγξεις, να εκθέσεις και να καταστήσεις υπόλογους αυτούς που χαράσσουν πολιτικές.
Αναγνωρίζοντας ότι η ποίηση είναι και προϊόν, που, ομοίως, διαφημίζεται και προωθείται, ο Γούλας, μέσα από την κωδικοποίηση, θέλει να παρέμβει στους όρους της αγοράς, φιλτράροντας και επιλέγοντας ο ίδιος τον αναγνώστη του, για τον οποίο θέλει να συμμετέχει ενεργά στο έργο του, κάνοντας το έξτρα βήμα να τον αναζητήσει, με ένα τρόπο διαδραστικό που είναι ενδυναμωτικός και για τον ίδιο. Προσφέροντας τον κωδικό σε αυτόν που θα αναγνωρίσει το σήμα του και θα αποδεχτεί τους όρους του, διεκδικεί μια συναινετική επαφή, που, ωστόσο, ενέχει το ρίσκο της απογοήτευσης, με τους δύο να αποδέχονται, ως ενήλικες, την πιθανότητα, αναλογιζόμενοι τις προσλαμβάνουσες, τους περιορισμούς και τις προσδοκίες τους και τον αντίκτυπό τους στη συνάντηση. Η κρυπτογράφηση, συνεπώς, εκτός των άλλων, οχυρώνει τον ποιητή, ο οποίος έχει μπουχτίσει από υποδείξεις, προειδοποιήσεις, αφορισμούς και μυστικιστικά αφηγήματα για την τέχνη του, αλλά και για τη ζωή του, η οποία συμπίπτει με την πρώτη, εφόσον είναι συνεπής (βλ. «λες δεν έχω φτερά, θα σκοτωθώ/ μαλακίες/ τι είναι όλα αυτά/ τα τεθλασμένα λάθη;» στο ποίημα «Όσος Καιρός Και Αν Περάσει, Ακόμα Με Σκέφτομαι» και: «Οι ειδικοί προειδοποιούν πως κάποια στιγμή (…) ότι βρέξει θα το μαζέψουμε με τα χέρια» στο ποίημα «Περάσαμε Το Πρωί, Δεν Υπήρχε Κανείς Και Πήραμε Έναν Αριθμό»). Η απάντηση του Γούλα σε αυτά είναι «όχι, η απάντηση είναι όχι (…)/ τα πράγματα άλλαξαν/ και αυτός που θέλετε/ -όχι εγώ, σας παρακαλώ-/ αυτός που θέλετε/ δεν θέλει» («Δεν Νομίζω Πως Θα Μπορέσω») και «πως το κλαδί τεντώνει προς το φως/ και όχι όπου του δείχνουν.» («Έπρεπε Να Διαλέξεις και Διάλεξες Εσένα»).
Μέσω της τεχνολογίας, ο Γούλας, παίζει με τα όρια επιφάνειας και βάθους, ορατού και αόρατου, φτιάχνοντας ένα σύμπαν όπου όλα είναι φαινόμενα και τα οποία χάνεις επιμένοντας στον τρόπο σου και υπερεπενδύοντας στην όραση εις βάρος των άλλων αισθήσεων. Η αφή, άλλωστε, είναι και μια αίσθηση την οποία αναζητά ο Γούλας, ο οποίος δε δίνει εύκολες απαντήσεις υπέρ του ενός ή του άλλου τρόπου. Έτσι, ενώ πλοηγείται μέσα στην ψηφιακή πραγματικότητα (αναφέρει, λόγου χάριν, το tinder), δυσφορεί με το ανέπαφο αυτών των γνωριμιών, το οποίο βιώνεται συχνά ως φλύαρο. Στο ποίημα «Septum», για παράδειγμα, μετά από μία σειρά επτά τρίστιχων που ξεκινούν με το δίστιχο «ο έρωτας/ λες» που ακολουθείται κάθε φορά από μία νέα απόπειρα ορισμού του έρωτα, διαβάζουμε: «Ο έρωτας/ λες/ μα δεν αγγίζεις.». Αυτή η αμφίθυμη σχέση του ποιητή με την τεχνολογία -και οπωσδήποτε με τη διανοητικοποίηση- αποτυπώνεται και στο ποίημα «μετάl(aξη»:
(εγ)
(κλ)
(ει)s m s
Εδώ, ο Γούλας, παραπέμποντας στον εγκλεισμό κατά τη διάρκεια του covid-19, δείχνει πώς η τεχνολογία, ως μέσο επικοινωνίας, υπήρξε, αφενός, τρόπος επιβίωσης, αφετέρου, το σημάδι μιας μετάλλαξης σε εξέλιξη: κατακερματίζοντας τη λέξη «εγκλεισμός» σε τρεις στίχους, οπτικοποιεί την πτώση στο κενό της απομόνωσης, όπου στον τελικό στίχο έρχεται η λέξη sms και λειτουργεί ως δίχτυ ασφαλείας ή, με άλλη ανάγνωση, ως δάπεδο, με το τυπογραφικό διάκενο στη λέξη sms να διαβάζεται τόσο ως οπτική διάτρηση της μοναξιάς, όσο και ως θρυμμάτισμα του απελπισμένου σώματος πάνω του και αδυναμία απορρόφησης της πρόσκρουσης.
Κλείνοντας, θα συμπλήρωνα πως ο ποιητής, που μας συστήνει στον κόσμο των κωδίκων, χωρίς να εγκαταλείπει και πιο παραδοσιακές φόρμες και τρόπους, όπως το χαϊκού ή την ομοιοκαταληξία, παίζει με το σύγχρονο και το παραδοσιακό, το επίκαιρο και το διαχρονικό, το ψηφιακό και το έντυπο, το χρήσιμο/ θετικό και το λογοτεχνικό/ θεωρητικό, τη μηχανή και τον άνθρωπο, περιπλέκοντας τη σχέση τους και αρνούμενος τα δίπολα. Και κάνοντας αυτά, τελικά, αντιδρά σε υπερβολικές ερμηνείες -όπως αυτή- και σχήματα που επιβάλλονται επάνω του -και επάνω στις ζωές και τα γραπτά μας. Τον φαντάζομαι μέσα στην άνυδρη και αποπνικτική Πατησίων («Αυτή είναι η Πέτρα Μου») να αρνείται να εγκαταλείψει «τις παραισθήσεις του» και να παραμένει «το πρόβλημα» που του λένε ότι είναι -που μας λένε πως είμαστε- επιτρέποντας στον εαυτό του και προτρέποντάς κι εμάς πότε πότε να σπάμε. Κλείνω με τους στίχους του «Living Her Best Life»:
Έχω βαρεθεί να μου εξηγούν
τι είναι το kintsugi
αφήστε μας να ραγίσουμε
με την ησυχία μας.
@ Νόα Τίνσελ [Βάγια Κάλφα/ Αλεξανδρούπολη, 1984] σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία (BA, MPhil) στην Κομοτηνή και στο Μπέρμιγχαμ και Σπουδές Φύλου (MA) στη Λευκωσία. Κάνει διδακτορικό στο Τμήμα Πολιτισμικής Ανάλυσης του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Απλά Πράγματα (Βραβείο Γ. Αθάνα Ακαδημίας Αθηνών, Βραβείο Γ. Βαρβέρη Εταιρείας Συγγραφέων, βραχεία λίστα για το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Ποιητή και το Βραβείο των περιοδικών Αναγνώστη και Μανδραγόρα). Ποιήματά τ@ έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες και έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γερμανικά και τα λιθουανικά. Γράφει κατά καιρούς σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ έχει στήλη στη Θράκα και στο Poeticanet όπου γράφει δοκίμια και λογοτεχνική κριτική. Η νέα τ@ ποιητική συλλογή Μακάρι Να Το Είχα Κάνει Νωρίτερα (2023) κυκλοφορεί από τη Θράκα.