Ταυτότητες και ιδιοκτησίες. Για το κείμενο «Η ταυτότητά σου δεν είναι ιδιωτική ιδιοκτησία του Εντουάρ Λουί»

Τ@ Νόα Τίνσελ/ Βάγιας Κάλφα

Αυτές τις μέρες αναπαράγεται ένα κείμενο του Edouard Louis στο οποίο απαντά στην ερώτηση κατά πόσο κάποιος που δεν έχει το βίωμα της ομοφοβίας μπορεί να κάνει μια θεατρική διασκευή του έργου του, ερώτημα στο οποίο απαντά καταφατικά (1). Το κείμενο προκάλεσε αντιδράσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με κάποιους να το υποστηρίζουν με ενθουσιασμό, άλλους να το αντιμετωπίζουν έντονα αρνητικά και κάποιους να στέκονται αμφίθυμα απέναντί του – προσωπικά, με βρίσκει αντίθετ@, βρίσκω, ωστόσο, κάποια σημεία του που βρίσκω σημαντικά για συζήτηση και που θα ήθελα να επισημάνω.

Το κείμενο του Louis είναι ένα μόνο σε ένα αρχείο κειμένων που μιλάνε για το ζήτημα της αντιπροσώπευσης, από άτομα με διαφορετικές θεσιακότητες, τα οποία διαφωνούν μεταξύ τους, άλλα εκφράζοντας απόψεις που πλησιάζουν στις δικές του και άλλα εκφράζοντας τις αντίθετες – το ότι αντιμετωπίζεται με τέτοια ένταση δείχνει τις επενδύσεις στο πρόσωπό του και το πόσο έχει αποκτήσει κοινό και ορατότητα. Ένα από τα κείμενα που μου αρέσουν πάνω στο θέμα είναι αυτό της Alcoff (2), η οποία, αντίθετα με το Louis, πλαισιώνει το ζήτημα, πριν διατυπώσει τη δική της θέση. Συνομιλώντας με άλλους, η Alcoff, αναρωτιέται τι σημαίνει να (μη) μιλάς εκ μέρους των μη προνομιούχων άλλων και για αυτ@, κατά πόσο προβληματικό είναι και, αν ναι, πού θα πρέπει να τραβηχτούν οι γραμμές. Λέει, λοιπόν, πως όσο προβληματικό είναι το να μιλάς ως προνομιούχος εκ μέρους τους και για αυτ@, καθώς αυτό μπορεί να αναπαράγει την επιστημολογική βία (τον αφηγηματικό ιμπεριαλισμό), άλλο τόσο προβληματικό είναι να μη μιλάς, καθώς συχνά η επίκληση στον φόβο της οικειοποίησης και της αναπαραγωγής του προνομίου αποτελεί το καλύτερο πρόσχημα για να απαλλαγείς από την ευθύνη του να πάρεις θέση απέναντι στην αδικία/ καταπίεση, κρύβοντας πίσω από μια ωραία ιδεολογία την αδιαφορία σου. Η ίδια, μιλά για το αναπόφευκτο των λαθών των πολιτικών αγώνων, οι οποίοι συχνά έχουν θετικά αποτελέσματα στη ζωή των μη προνομιούχων, παρότι όχι για όλ@ (εδώ, και δικαιολογημένα, κλωτσά το κείμενό της, καθώς το ποι@ αφήνουμε πίσω στο όνομα των μαχών που επείγουν λέει πολλά για το ποιους πριμοδοτούμε). Καταλήγει σε ένα παραπλήσιο συμπέρασμα με το Louis ότι το ζήτημα δεν είναι το αν πρέπει να μιλήσει κανείς ή όχι (για εκείνη, πρέπει να το κάνει αν δεν θέλουμε να φτάσουμε στον ατομικισμό) όσο το τι κάνει παίρνοντας το λόγο – μιλά, δηλαδή, για την ευθύνη αυτού που μιλά, όσο και για την δημιουργία ασφαλών χώρων για να εκφέρονται οι λόγοι.

Linda Alcoff

Ο Louis, από την πλευρά του, είχε γράψει σε ένα βιβλίο του και είχε πει σε συνεντεύξεις του ότι ξεκίνησε να γράφει γιατί δεν υπήρχαν βιβλία που να μιλάνε για ανθρώπους σαν τους δικούς του (εννοώντας τους φτωχούς της γαλλικής επαρχίας) και ότι όταν υπήρχαν, ήταν κατά βάση αυτών που έγραφαν από προνομιακή θέση, οι οποίοι έκλεβαν πραγματικότητες που δεν τους ανήκαν, αλλοιώνοντας («εκλεπτύνοντας») τις («βάρβαρες») φωνές τους και κερδίζοντας από αυτούς τους οποίους σνόμπαραν βαθιά (έγραφαν, δηλαδή, εκ μέρους τους και για αυτούς, χωρίς καν να απευθύνονται σε αυτούς – ας σκεφτούμε εδώ τον «επαρκή» αναγνώστη και ποι@ μένουν έξω από αυτή την ιδέα). Από την άλλη, τα ίδια τα έργα των μη προνομιούχων διαγράφονταν ως μανιφέστα, εμμονικά με το τραύμα και περιορισμένα για ένα μικρό κοινό ομοίων. Μιλούσε, λοιπόν, για οικειοποίηση και κεφαλαιοποίηση τραυμάτων των μη προνομιούχων άλλων, για φετιχοποίηση και ρομαντικοποίηση της πραγματικότητάς τους, για αποκλεισμό τους από τις ιστορίες τους με το πρόσχημα της αισθητικής, τα ταξικά συμφραζόμενα της οποίας αποκρύπτονταν και προβάλλονταν ως ιδέα οικουμενική (3).

Στο κείμενό του εδώ (4) αρνείται την έννοια της ιδιοκτησίας της προσωπικής ιστορίας και, συνεπώς, της οικειοποίησης (την οποία βλέπει ως στοιχείο δεξιάς ιδεολογίας) και υποστηρίζει ότι το ζήτημα είναι το τι κάνει αυτός που μιλά από προνομιακή θέση για τ@ λιγότερο προνομιούχ@ άλλ@: αν, δηλαδή, μέσω του λόγου του αναπαράγει και φυσικοποιεί ιεραρχίες ή, αντίθετα, κάνει ρωγμή σε αυτές (5). Βάζει, δε, το ζήτημα της (ξε)κούρασης: κάποιες φορές είσαι τόσο κουρασμέν@ από την πραγματικότητά σου, γράφει, που χρειάζεσαι να μη μιλήσεις για αυτή ή είσαι τόσο πονεμέν@ από αυτή που δεν μπορείς να το κάνεις, οπότε το να το κάνει κάποιος άλλος για σένα είναι μια μορφή αλληλεγγύης και ένας τρόπος επικύρωσης της πραγματικότητάς σου που σου επιστρέφει την ανθρωπινότητα (6). Εδώ μιλά, κυρίως, όχι για τη φτώχεια και την ομοφυλοφιλία, όσο για το βιασμό και λέει πως είναι ένα είδος σαδισμού να σε συρρικνώνουν στο βιασμό που έχεις υποστεί (ή, για να το γενικεύσουμε, στο τραύμα που έχεις βιώσει) και να απαιτούν από εσένα να μιλάς για αυτό (ή και μόνο για αυτό) – διευκρινίζει, δε, ότι είσαι εσύ που θα αποφασίσεις τελικά αν θα το κάνεις ή όχι και ότι δεν θα σου επιβάλλει κανείς (εντός και εκτός κοινοτήτων) το ένα ή το άλλο.

Αυτό που διαβάζω εδώ, λοιπόν, όταν λέει ότι η ιστορία σου δεν σου ανήκει (και άρα μπορεί ένας άλλος να την διηγηθεί για σένα) είναι ότι εσύ δεν ανήκεις στην ιστορία σου, ότι μπορείς να μην την αφήσεις να σε διαμορφώσει (βλέπω τις ενστάσεις εδώ και έχω τις ίδιες) και αυτό μας πάει και στις πολιτικές της μνήμης (ξανά, εντός και εκτός κοινοτήτων), πέρα από το ζήτημα της εκπροσώπησης. Σκέφτομαι εδώ, για παράδειγμα, τη βία στη νέα γενιά λογοτεχνών της Κύπρου από την οποία περιμένουν να μιλήσει για την εισβολή που δεν έχει ζήσει, με έναν τρόπο που να πείθει ότι καίγεται από αυτή (με αρκετ@ ποιητ@ να αντιδρούν σε αυτό, θέτοντας σε ωραία βάση το ζήτημα της ενσυναίσθησης: πόσο μπορούμε να νιώσουμε αυτό που δεν ζήσαμε και μήπως είναι τελικά πιο ηθικό να αναγνωρίσουμε τα όριά της, αφήνοντας τ@ άλλ@ να μιλήσει -εφόσον θέλει- αντί να υποθέτουμε ότι τ@ καταλαβαίνουμε και να μιλάμε πάνω στη φωνή τ@ (7)), και, από την άλλη, τη βία της υπενθύμισης της εισβολής κάθε χρόνο σε όσους την έχουν ζήσει: κατά πόσο το αίτημα του να μη ξεχνάς σε κρατά στο τραύμα, κατά πόσο η μνήμη γίνεται ένας τρόπος να πουλάς πολιτισμικά προϊόντα. Φυσικά, το να ξεχνάς, από την άλλη, καθόλου δεν σου εξασφαλίζει τίποτα, αφού και οι πολιτικές της λήθης είναι ένας τρόπος διαγραφής και αναπαραγωγής της αδικίας/ καταπίεσης: ας σκεφτούμε εδώ πόσο βολικό είναι για την πατριαρχία να αποσιωπήσεις το βιασμό που έχεις υποστεί και πόσο στο νεοφιλελευθερισμό βιαζόμαστε να ξεμπερδέψουμε με το τραύμα, σπρώχνοντάς το στην ιδιωτική σφαίρα, κάνοντας ευθύνη τ@ τραυματισμέν@ να γιατρευτεί, με ολόκληρους μηχανισμούς να προσπαθούν να το διαγνώσουν εγκαίρως και να το αντιμετωπίσουν μια και καλή, επιστρέφοντας στην κοινωνία επιζώντ@ που έκαναν κάτι θετικό από τη βία που υπέστησαν. Σκέφτομαι εδώ, επίσης, μια σειρά λογοτεχν@ και στοχαστ@ (όπως τον Baldwin, τη Spivak, τον Preciado) που μιλάνε για την άρνηση στα μη προνομιούχα υποκείμενα να παράγουν λόγο για τον εαυτό τους, την Lorde που έλεγε ότι αν δεν με ορίσω εγώ θα με φάνε ζωντανή οι ιδέες των άλλων για μένα, την Parker, η οποία στο ποίημα της «στ@ λευκ@ που θέλει να γίνει φίλ@ μου», δεν επιτρέπει στους λευκούς να σβήσουν τη μαυρότητά της και τις καταπιέσεις που έχει υποστεί πάνω σε αυτή τη βάση, ενώ ταυτόχρονα τους αρνείται να την αντιμετωπίζουν σαν κινητή εγκυκλοπαίδεια που οφείλει να τους επιμορφώνει πάνω σε αυτή.

Audre Lorde, Robert Alexander/Getty Images

Αυτό που διαβάζω στο Louis, λοιπόν, είναι όχι τόσο μια προδοσία (ή μια παραχώρηση στο κυρίαρχο ετεροκανονικό βλέμμα να χωθεί παντού), όσο ένα άλμα: όπως το διαβάζω, μιλά για αυτούς που θα μιλήσουν για το μη προνομιούχ@ άλλ@ παίρνοντας ως δεδομένο, κάτι που καθόλου δεν είναι, ότι αυτός που θα το κάνει, θα το κάνει με σεβασμό και έχοντας ελέγξει πρώτος τα κίνητρά του και τον αντίκτυπο των αναπαραστάσεών του πριν ανεβάσει ένα έργο στη σκηνή ή κυκλοφορήσει ένα βιβλίο στην αγορά. Βεβαίως, οι κακές αναπαραστάσεις θηλυκοτήτων από άνδρες συγγραφείς καθόλου δε δείχνουν αυτό που θέλει να πιστεύει ο Louis (σκέφτομαι εδώ τη Λεσβία του Ραπτόπουλου, ένα έργο βαθιά ομοφοβικό που τιμωρεί τη λεσβία με βιασμό -τον οποίο πολύ περιγραφικά δίνει και μάλιστα διπλά, τη μια ως όνειρο, την άλλη ως πραγματικότητα και μέσα από τη ματιά του βιαστή τον οποίο αθωώνει δίνοντας του χίλια άλλοθι- με άνδρες κριτικούς να το αποθεώνουν ως έργο ορατότητας και φιλανθρωπίας), ενώ άτομα νευροδιαφορετικά ή με κάποια αναπηρία ξέρουν καλά τι θα πει να σε εκνηπιώνουν και να μιλάνε πάνω στη φωνή σου, με τα αποτελέσματα της εκνηπίωσης να τα υφίστανται και όσα άτομα που, για παράδειγμα στη βάση του φύλου ή της σεξουαλικότητας, κατασκευάζονται ως άρρωστα (8).

Από την άλλη, η θέση του ότι το βίωμα δε σε προστατεύει από την εσωτερίκευση των καταπιεστικών συστημάτων (λέει, το εμπειρικά αυτονόητο, ότι ένας γκέι μπορεί να είναι ομοφοβικός, ένας μη λευκός ρατσιστής, μια γυναίκα μισογύνισσα) έχει ενδιαφέρον στο βαθμό που θέτει το ζήτημα της μη εξιδανίκευσης των μη προνομιούχων ατόμων και κοινοτήτων, πράγμα σημαντικό, αφού από τη μία η απαίτηση / προσδοκία του να είναι το μη προνομιούχο άτομο ορθό σε όλα, είναι μια μορφή απανθρωποποίησης, που οδηγεί σε μια μετατροπή του σε ηθικό φετίχ και σε ένα νέο κυνήγι μαγισσών, σπρώχνοντας το στη φίμωση στο όνομα της αποτυχίας του να συμπεριλάβει/ αντιπροσωπεύσει τους πάντες (με αυτό δεν αρνούμαι καθόλου την ευθύνη του να ελέγχει αυτά τα συστήματα και τις καταπιέσεις που φέρνει σε άλλ@), από την άλλη, η αγιοποίηση της κοινότητας δεν επιτρέπει να τεθούν ζητήματα αποκλεισμών και ιεραρχιών εντός της (9). Και αυτό μας πάει στην αστυνόμευση των ταυτοτήτων και στην οικειοποίηση του συλλογικού εμείς από τις κοινότητες, ζητήματα που καθόλου δε συζητάμε: ας σκεφτούμε εδώ το ανδροκεντρικό αφήγημα των ταξικών αγώνων και την απουσία των αριστερών συντρόφων από τους αγώνες για το φύλο και την σεξουαλικότητα (το πώς τους χαλάμε την εικόνα της χαρούμενης συντρόφου και πρέπει να μας κατασκευάσουν ως προβληματικές/ διασπαστικές/ εγωκεντρικές για να μην κινδυνεύσει το φαντασιακό της (ανδροκεντρικής) συλλογικότητας (10)) ή την έμφαση σε μια επανορθωτική στάση ζωής στο λευκό mainstream φεμινισμό, που προβάλλει την ευαλωτότητα, την τρυφερότητα, το cuteness, δυνητικά ή ανοιχτά επαναστιγματοποιώντας το θυμό των λιγότερο προνομιούχων γυναικών ως «παρανοϊκή» στάση ζωής (11).

Édouard Louis

Αυτό που αντιλαμβάνομαι, λοιπόν, όταν ο Louis μιλάει για αλήθεια και βίωμα (και είναι κομβικό να μιλάμε για «βίωμα», αντί για «εμπειρία», αφού η δεύτερη παραπέμπει σε μια εξωτερική, ταξιδιωτική αντιμετώπιση του βιώματος το οποίο, ιδωμένο έτσι, πιο εύκολα γίνεται κοινό κτήμα) είναι ότι δεν υπάρχει μία αλήθεια για το ίδιο το βίωμα: ανάμεσα στα ανάπηρα και νευροδιαφορετικά άτομα, για παράδειγμα, υπάρχουν αυτά που βιώνουν την αναπηρία ή τη νευροδιαφορετικότητα με δυσφορία και αντιδρούν στην όποια κατηγοριοποίησή τους (12) και αυτά που θέλουν να μιλάνε για αυτή και να προχωρούν σε ακτιβιστικές δράσεις• αυτά που την βλέπουν ως περιορισμό, μένοντας στο σώμα (κάποια από τα οποία βλέποντας τις ιατρικές παρεμβάσεις ως θεραπείες αντί για έλεγχο και ευγονική), και αυτά που τη βλέπουν ως κοινωνική κατασκευή, δίνοντας έμφαση στο πώς η κοινωνία την αναπαράγει με τα αφηγήματα και τις πολιτικές της και καλώντας σε επαναοικειοποίηση των σωμάτων (αλλά και των κατηγοριών της αναπηρίας και της νευροδιαφορετικότητας) και σε θετικότερες αναπαραστάσεις. Τα πρώτα χρεώνουν συχνά στα δεύτερα υποβάθμιση (και αισθητικοποίηση) της κατάστασής τους, υποκρισία και αλυτρωτικές διαθέσεις, ενώ τα δεύτερα βλέπουν στα πρώτα εσωτερίκευση του μισαναπηρισμού και του καπιταλισμού (και οι δύο πλευρές, στο μεταξύ, αγνοούν τη διατομεακότητα και το πώς αυτή παίζει το ρόλο της στην βίωση της αναπηρίας). Μέσα στη ΛΟΤΚΙΑ+ κοινότητα, επίσης, όπου το να βγεις από τη ντουλάπα θεωρείται απόδειξη της απελευθέρωσης (και της αυθεντικής ζωής/ της πραγματικότητας της ταυτότητας), η αμφισεξουαλικότητα ακόμα θεωρείται κρυφο-ομοφυλοφιλία και υποχώρηση στην πατριαρχία, και αυτό γιατί στο παρελθόν (ή σήμερα για παράδειγμα στην επαρχία), λεσβίες που ζούσαν ανοιχτά ανέλαβαν το βάρος του στιγματισμού -και τις απόλυτα υλικές συνέπειές του- τον οποίο απέφυγαν άλλες λεσβίες που μέσα από την συντήρηση της ετερόφυλης σχέσης/ γάμου τους διατηρούσαν το κοινωνικό τους κύρος, την ίδια στιγμή που απολάμβαναν από την λεσβιακή σχέση τα ευχάριστα (13). Ποιος τρόπος ζωής είναι ο πιο έγκυρος και ποι@ το ορίζει;

Γράφοντας αυτά, δε θέλω να πω ότι όλα είναι σχετικά (ακριβώς το αντίθετο), ούτε ότι δεν ένιωσα να απογοήτευομαι από αυτό το κείμενο, αλλά ότι είναι μια ακόμα καλή αφορμή για σκέψη: να σκεφτούμε πόσο βιαζόμαστε να κλείσουμε τις συγκρούσεις εντός των κοινοτήτων στο όνομα μιας εύκολα ορισμένης σύμπνοιας που δεν κατακτήσαμε ή κουηροσύνης που καταλήγει να γίνει όπλο εναντίον αυτών που το χρησιμοποιούν, και, κυρίως, να δούμε πώς κάτι τέτοια κείμενα χρησιμοποιούνται, από ποιους και τι κάνουν με αυτά και να μετρήσουμε το πού βρισκόμαστε. Αναφέρομαι σε κείμενα που γράφτηκαν τόσο από τον χώρο της αριστεράς (14), όπου βλέπει κανείς τη βιασύνη να πεταχτεί η ευθύνη της επιλογής της αναπαραγωγής ενός τέτοιου κειμένου και την άρνηση της εξέτασης αυτού που λέμε, ότι το κείμενα σαν του Louis μπορούν να βλάψουν αν διαβαστούν εκτός πλαισίου και διατομεακών ζυμώσεων, όσο και σε άλλα που με τις επιλογές των σημείων που μαρκάρουν δίνουν έμφαση σε αυτά, κατευθύνοντας -έστω και χωρίς πρόθεση- αναγνώσεις (15).

Βάγια Κάλφα

 

@ Νόα Τίνσελ [Βάγια Κάλφα/ Αλεξανδρούπολη, 1984] σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία (BA, MPhil) στην Κομοτηνή και στο Μπέρμιγχαμ και Σπουδές Φύλου (MA) στη Λευκωσία. Κάνει διδακτορικό στο Τμήμα Πολιτισμικής Ανάλυσης του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Απλά Πράγματα (Βραβείο Γ. Αθάνα Ακαδημίας Αθηνών, Βραβείο Γ. Βαρβέρη Εταιρείας Συγγραφέων, βραχεία λίστα για το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Ποιητή και το Βραβείο των περιοδικών Αναγνώστη και Μανδραγόρα). Ποιήματά τ@ έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες και έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γερμανικά και τα λιθουανικά. Γράφει κατά καιρούς σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ έχει στήλη στη Θράκα και στο Poeticanet όπου γράφει δοκίμια και λογοτεχνική κριτική. Η νέα τ@ ποιητική συλλογή Μακάρι Να Το Είχα Κάνει Νωρίτερα (2023) κυκλοφορεί από τη Θράκα.

 

 

 

(1) «Εντουάρ Λουί: η ταυτότητά σου δεν είναι ιδιοκτησία»Jacobin Greece 18/04/2024.

(2) Linda Alcoff, «The Problem of Speaking For Others», Cultural Critique, τ.χ. 20, χειμώνας 1991-1992, σ.σ. 5-35.

(3) Βλ. «Μου έχουν πει πως η λογοτεχνία δεν πρέπει ποτέ να προσπαθεί να εξηγήσει, μόνο να απεικονίζει την πραγματικότητα κι εγώ γράφω για να εξηγήσω και να κατανοήσω την ζωή της [ενν. της μητέρας του]. Μου έχουν πει πως η λογοτεχνία δεν πρέπει να επαναλαμβάνεται κι εγώ δεν θέλω να γράφω παρά μόνο την ίδια ιστορία ξανά και ξανά να επιστέφω σε αυτή μέχρι να την κάνω να αποκαλύψει θραύσματα της αλήθειας της (…) Μου έχουν πει πως η λογοτεχνία δεν πρέπει ποτέ να μοιάζει με επίδειξη συναισθημάτων κι εγώ δεν γράφω παρά μόνο για να κάνω να αναβλύσουν από μέσα μου συναισθήματα που το σώμα δεν ξέρει πώς να τα εκφράσει. Μου έχουν πει πως η λογοτεχνία δεν πρέπει ποτέ να μοιάζει με πολιτικό μανιφέστο κι εγώ ήδη ακονίζω κάθε μου φράση όπως θα ακονίζαμε τη λάμα ενός μαχαιριού. Γιατί τώρα το ξέρω, έχτισαν αυτό που ονομάζουμε λογοτεχνία ενάντια σε ζωές και σε σώματα σαν το δικό σου. Γιατί ξέρω πια πώς το να γράψω για εκείνη και να γράψω για τη ζωή της σημαίνει να γράψω ενάντια στην λογοτεχνία.» στο Εντουάρ Λουί, Αγώνες και Μεταμορφώσεις μιας Γυναίκας, μτφ. Στέλα Ζουμπουλάκη, Αντίποδες, 2021.

(4) Δεν βάζω κάτι αντιστικτικό σε αυτό το σημείο, γιατί δεν πιστεύω ότι αντιφάσκει σε αυτό το κείμενό του ή ότι μετατοπίζεται -πόσο μάλιστα με πόζα- οριστικά κάπου, αλλά ότι διχάζεται, ως άτομο που έφυγε από τη φτώχεια σε έναν κόσμο αστών διανοούμενων, και αυτός ο διχασμός είναι συχνά κοινή εμπειρία όσ@ ζουν στο ενδιάμεσο δύο κόσμων, χωρίς να κατοικούν απόλυτα στον ένα ή στον άλλο. Βλέπω την ντροπή και το imposter syndrome που διατρέχει το έργο του ως υπενθύμιση του από ποια θεσιακότητα μιλάει και αυτό το λέω χωρίς διάθεση παθολογικοποίησης, αλλά εκφράζοντας τη σημασία του να μην αρνούμαστε τη ντροπή ως «κακό»/ μη ριζοσπαστικό/ μη πολιτικό συναίσθημα, καθώς ενέχει και αυτή τη δυναμική. Επίσης, ας δούμε αυτό το διχασμό σε άλλες συνεντεύξεις του, όταν καλείται να απαντήσει γιατί γράφει όπως γράφει (έχει σημασία να παρατηρήσουμε εδώ ότι αυτό -με αυτούς τους όρους- το ρωτάνε κατά βάση σε συγγραφείς που μιλάνε για μη ετεροκανονικές πραγματικότητες). Βλ. Στο «Εντουάρ Λουί: Δε γεννήθηκα διαφορετικός αλλά έγινα διαφορετικός»Σοφοκλέους In, 14/09/2019.

(5) Μιλώντας για προνομιούχο άλλο στο κείμενο του Louis, εννοώ κάποιον που έχει το προνόμιο της ετεροκανονικής σεξουαλικότητας που του εξασφαλίζει ότι δεν θα υποστεί το στίγμα και τις υλικές συνέπειές του στη βάση αυτής. Αυτό δεν αναιρεί καταπιέσεις και αποκλεισμούς στη βάση άλλων θεσιακοτήτων, αλλά, ταυτόχρονα, δεν σχετικοποιεί, στη βάση μιας μεγάλης (κοινής) κατηγορίας τραύματος, τις ιδιαιτερότητες των αποκλεισμών και καταπιέσεων στη βάση κάθε επιμέρους θεσιακότητας.

(6) Είναι σημαντική εδώ η έμφαση που δίνει στην κούραση, καθώς είναι μια αποτελεσματική μέθοδος αργού θανάτου, ένας τρόπος να σε εξοντώνουν, χωρίς να σε εξοντώνουν «εντυπωσιακά», ένα «σχεδόν γεγονός», κατά την Elizabeth Povinelli, που κανονικοποιεί και αναπαράγει την εξουσία. Την κούραση μέσω του εξοντωτικού μηχανισμού της γραφειοκρατίας έχει αναδείξει μεταξύ άλλων ο Ken Loach, με τον οποίο ο Louis, παρά τις διαφωνίες τους, συνομιλεί (βλ. επίσης Κεν Λόουτς- Εντουάρ Λουί, Διάλογος για την Τέχνη και την Πολιτική, μτφ. Στέλα Ζουμπουλάκη, Αντίποδες, 2021). Το επιχείρημα που βάζει εδώ είναι ότι το να παραγνωρίζεις την κούραση τ@ καταπιεσμέν@ και την ανάγκη τ@ να ξεφύγει από την καταπίεση ως προδοσία συχνά οντολογικοποιεί και ηθικοποιεί την καταπίεση, οδηγώντας σε μια αντίληψη της ζωής ως μαρτυρίου.

(7) Βλ. ενδεικτικά τα ποιήματα «hashtag» και «Εγωισμός» (Αντωνίνη Σμυρίλλη, Κάτω Από το Πάπλωμα, Σαιξπηρικόν, 2020), «Παγωτό Δακρυγόνο» (Παύλος Ανδρέου, Παγωτό Δακρυγόνο, Θράκα, 2022), εμμέσως μιλώντας για αρρενωπότητα και έθνος ο Παπαγεωργίου στο ποίημα «Ανδρική Γραφή» (Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, Ανθρωπόκαινος, Ενύπνιο 2022).

(8) Βλ. ενδεικτικά Γιάννης Πάσχος, Το Χρονικό Ενός Δυσλεκτικού, Περισπωμένη, 2022. Παρενθετικά εδώ να πω ότι μόλις χθες, σε ομάδα για τον αυτισμό στο facebook, άτομο (παιδαγωγ@ ή ψυχολόγ@) έκανε ένα ποστ στο οποίο ρωτούσε αν κάποιο άλλο άτομο έχει δουλέψει με «άτομα με διαταραχή Asperger που να έχουν ταυτόχρονα διαταραχή φύλου». Όχι μόνο είχε μια φοβερά προβληματική προσέγγιση τόσο για τη νευροδιαφορετικότητα όσο και για μη ετεροκανονικές ταυτότητες φύλου, αλλά ζητούσε από νευροτυπικά cis άτομα, με την εξουσία της επιστήμης, να μοιραστούν μαζί τ@ εμπειρίες (αντιμετωπίζοντας τα μη cis, νευροδιαφορετικά άτομα ως ενιαίο πληθυσμό), με εκείνα να απαντούν σχολιάζοντας το τι λέει η βιβλιογραφία για τις αιτίες του φαινομένου που αποτελούν. Κανένα άτομο δε σκέφτηκε να ρωτήσει τα ίδια τα άτομα ή -ακόμα χειρότερα- να μείνει σε όσα του λένε αυτά με τα οποία δουλεύει και, παρότι έκανε παρέμβαση στη συζήτηση χρήστ@ διατυπώνοντας αντίστοιχες ενστάσεις, η συζήτηση συνεχίστηκε στον ίδιο τόνο.

(9) Βλ. ενδεικτικά το ποίημα «αρκετά» (Χαρά Τρε, Ελ Ποι. Ελληνική Λεσβιακή Ποίηση, 2020).

(10) Βλ. ενδεικτικά το ποίημα «οι σύντροφοί μας/ θυμώνουν…» (ΜΚΧ, Βουκαμβίλια Ποπ, Τεφλόν 2022).

(11) Αναφέρομαι εδώ στη διάκριση της Sedgwick σε παρανοϊκή και επανορθωτική ανάγνωση/ οπτική (Eve Kosofsky Sedgwick, «Paranoid Reading and Reparative Reading Or You’re so Paranoid, You Probably Think This Introduction Is About You» στο Eve Kosofsky Sedgwick, Novel Gazing: Queer Readings In Fiction, Duke University Press, 1997). Για εκείνη, η παρανοϊκή ανάγνωση/ στάση ξεκινά από μια θέση καχυποψίας απέναντι στους άλλους (ή στα κείμενα) στους οποίους αποδίδει από πριν κακά κίνητρα και τα οποία θέλει να ξεσκεπάσει. Αντίθετα, η επανορθωτική ανάγνωση/ στάση, η οποία, αντίθετα από την παρανοϊκή, αναγνωρίζει τους περιορισμούς της ενσώματης εμπειρίας από τη θέση της οποίας γραφής, διατηρεί μια ανοιχτότητα απέναντι στον άλλο, αφήνοντας χώρο στην έκπληξη. Αυτοί που υποστήριξαν τη θέση της για την επανορθωτική ανάγνωση/ στάση, ισχυρίζονται ότι η παρανοϊκή διαρρηγνύει τη συλλογικότητα και αναστέλλει τη συλλογική δράση, σπέρνοντας καχυποψία ανάμεσα στα άτομα. Ένα ερώτημα που προκύπτει, ωστόσο, είναι κατά πόσο έχει κανείς την πολυτέλεια της μη καχυποψίας. Για παράδειγμα, το να έχεις εκπαιδευτεί να ανιχνεύεις εγκαίρως τα σημάδια της έμφυλης βίας πριν κλιμακωθούν και να φεύγεις, πιθανόν αδικώντας κάποιον, ονομάζεται από τους άνδρες (και κυρίως τους απολογητές της κουλτούρας της βίας) «παράνοια» (σκέφτομαι εδώ το ποίημα της Blythe Baird, “the aesthetic of rape culture”στο Blythe Baird, If My Body Could Speak, Button Poetry, 2019), ωστόσο, αυτό που δε λέγεται είναι ότι η καχυποψία αυτή έχει βάση, αν σκεφτούμε τόσο την έμφυλη βία όσο και την στάση της αστικής δικαιοσύνης απέναντι σε αυτή. Για την αναγκαιότητα και τον κίνδυνο της «παρανοϊκής» ανάγνωσης παραπέμπω σε ένα άρθρο με το οποίο συντάσσομαι: Danika Ellis, «The Danger -and Necessity- of Paranoid Reading»Book Riot, 14/10/2021.

(12) Βλ. ενδεικτικά το ποίημα του Αρτέμη Μαυρομμάτη «Shemarshforash» (Ανθολογία Ελληνικής Κουήρ Ποίησης (συλλογικό), Θράκα/ Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ, 2022).

(13) Άννη Σιμάτη, Οι Νταλίκες και Τα Γυναικάκια Τους. Θηλυκοί Ανδρισμοί και Πολιτικές της Γυναικείας Ομοερωτικής Επιθυμίας, Futura, 2022.

(14) Σωτήρης Σιαμανδούρας, «Εισαγωγή στο κείμενο του Εντουάρ Λουί»Jacobin Greece, 21/04/2024 .

(15) The LiFo team, «Μπορεί ένας straight να ανεβάζει το θεατρικό έργο ενός gay; Ο Εντουάρ Λουί απαντά»LiFO, 15/04/2024.