Ο χρόνος είναι τώρα και ο τόπος είναι εδώ. Σκέψεις πάνω στην ποιητική συλλογή του Σωτήρη Σιαμανδούρα «Έκτος όροφος», εκδ. Κουκκίδα (2024).
Διαβάζωντας τη συλλογή του Σωτήρη Σιαμανδούρα με έπιασα να τραγουδάω τους στίχους «ο χρόνος είναι τώρα και ο τόπος είναι εδώ, ετοιμάζει να μπει στον καινούριο χορό είμαι πάνω, είμαι κάτω, είμαι κει, είμαι εδώ» από το τραγούδι «Κάτω στην πόλη» του συγκροτήματος «Μωρά στη φωτιά» και λίγο σαν οφειλόμενη αναφορά στα νιάτα, λίγο σαν έκφραση του ασυνειδήτου θέλησα να ξεκινήσω με αυτούς τους στίχους που τελικά νιώθω ότι διατρέχουν ολόκληρη τη συλλογή του Σωτήρη.
«η Φωκίωνος είναι / όλες οι φυλές όπως φιλούν / ένα πράσινο ποτάμι / … / η Αλεχάντρα ήταν μια ποιήτρια / μικρή πολύ μεγάλη / σαν εσένα / εσύ λίγο πιο τυχερή / σε καλύτερες εποχές λίγο / ζούμε / … / Α! Η Αλεχάντρα! / σε πήρε από το χέρι / χέρι χέρι / της έδειχνες καφέ και την καινούρια μόδα / σε σήκωνε με εκείνο το αερόστατο / … / η Φωκίωνος άρα / Είναι / η Αλεχάντρα Πισαρνίκ / επιτέλους ελεύθερη / από ψηλά / από τον έκτο όροφο / η Αλεχάντρα ακούει τη Φωκίωνος / η Αλεχάντρα βλέπει τα φώτα/ η Αλεχάντρα κάνει έρωτα / η Αλεχάντρα μου κάνει έρωτα / γυμνή στα φώτα του φεγγαριού / της πόλης / Πως ανασαίνει πάνω μου / η Φωκίωνος / η Κυψέλη / η Κυψέλη είναι το πιο όμορφο / το πιο όμορφο μέρος της γης / το πιο όμορφο ολοστρόγγυλο καταφώτεινο φωτεινό φεγγάρι / … / πως ανοίγει η Κυψέλη και βγαίνουν / τι άλλο / μέλισσες / μεγάλες μέλισσες που κάνουν / να γέρνουν τα λουλούδια / να λυγίζουν τα λουλούδια / να σκάνε τα λουλούδια / όπως το σώμα σου / όπως το σώμα μου / όπως τα μάτια του πρόσφυγα / που κοιτάζει / την Ανατολή του / μια τέτοια επιστροφή / ένα φευγιό τέτοιο / πάνω φύγαμε στις μέλισσες / Φωκίωνος είναι εκεί / όπου καβαλήσαμε τις μέλισσες / Κυψέλη είναι εκεί / όπου το αίμα σου έμοιαζε μέλι / όπου το μέλι ήταν αλμυρό / φλούδες πεπόνι τα όρια της / Φωκίωνος / ένα φεγγαροφάναρο / τα στήθη σου / … / κι εγώ ένας ναυαγός / ναυαγός πάνω στην Αλεχάντρα / ναυαγός απάνω στη δικαίωση / ναυαγός απάνω στο θρίαμβο / … / γράφετε και πετάτε / στη Φωκίωνος, στην Κυψέλη / πάνω σας πάνω μου / τι είναι η Φωκίωνος / Είναι τα μάτια σου να λάμπουν / στο σκοτάδι / τόσο πολύ / που φοβήθηκα / με τόσο φως / που χάθηκα / εγώ / … / εγώ είμαι η Κυψέλη / εσύ είσαι η Φωκίωνος» (Κυψέλη σελ. 13).
Στα ποιήματα της συλλογής είναι πολύ έντονη η διαλεκτική κίνηση, άλλοτε ως άρνηση της άρνησης άλλοτε ως μετάβαση από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο και πάλι πίσω στο συγκεκριμένο. Η άρνηση της άρνησης είναι καταστατικό στοιχείο της ποίησης του Σιαμανδούρα. Για παράδειγμα, στο ποίημα «Η σημαία» (σελ. 16), γράφει «πως κολυμπούσες / σαν ορίζοντας / σε πλησίαζα και απομακρυνόσουν / απομακρυνόσουν και σε πλησίαζα / μια θάλασσα μέσα στη θάλασσα / πριν λίγο» ή στο ποίημα «Το γιασεμί» (σελ. 28), το οποίο διατρέχεται από άκρο σε άκρο από την αντίφαση. Λέει «Το γιασεμί δεν το φαντάζεσαι/ στην Αλεξάνδρας / φαντάζεσαι το γιασεμί σε μικρές γλάστρες / σε λευκά σπιτάκια / με φόντο το γαλάζιο Αιγαίο / πισίνα καρτποστάλ αντιηλιακό / ξέχειλοι ξημερώματα κάδοι / δεν το φαντάζεσαι / το γιασεμί στην Αλεξάνδρας ευωδιάζει / ευωδιάζει η νύχτα / τα φρύδια τα μεγάλα / τα λεκιασμένα πεζοδρόμια / πιασμένα χέρι χέρι / Τι νόμισεν η μάνα σου δεν ξέρω / Μα ήρθα να σε κλέψω». Το ίδιο και στο ποίημα «Ιλιάδα» (σελ. 30) όπου γράφει «Πως θα αντισταθώ στη διδασκαλία / Των κανόνων της σύνταξης / Πώς να παραμείνω ασύντακτος χωρίς εσένα /… / Αλλά σου έβαλα δύσκολα / Μ’ έσωσες πάλι, μ’ έσωσες / Μα τέντωσες τόσο, τόσο πολύ / Έσπασες». Αλλά και η ίδια η δομή της ποιητικής συλλογής, η οποία ξεκινάει με το ποίημα «Ήρεμο φύλλο» (σελ. 9) όπου γράφει «Είμαι ένα φύλλο στο δένδρο / Αν ανασάνεις τρέμω / Αν φυσήξεις πετώ» και καταλήγει με το ποίημα «Πορφύρα» (σελ. 38) «Νηφάλια η πορφύρα κείται / Φθινοπωρινό φύλλο / που κάηκε ένα καλοκαίρι ολόκληρο / Φλεγόταν τον χειμώνα την άνοιξη / Καλοκαίρι δεύτερο / Φλεγόταν / Φύλλο διάπυρο / … / Τώρα περνάνε μανιασμένοι έφηβοι / Χωρίς πατέρα / Με πειραγμένες εξατμίσεις / Χωρίς μάνα / Πάνω από τα φύλλα τα πεσμένα / Των δέντρων / Τα διάπυρα διάπυρα διάπυρα / Φύλλα της πορφυρής στιγμής / Σκορπίσανε γίνανε / Πολύ καλό προσάναμμα / Νηφάλια η πορφύρα κείται».
Η διαλεκτική μετάβαση από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο και πάλι πίσω χρειάζεται το που και το ποιοι. Ο τόπος και το εγώ και το εσύ σε μια αντιφατική ενότητα του εμείς είναι το όχημα στα ποιήματα της συλλογής. Γράφει ο Σιαμανδούρας στο ποίημα «Κάδιθ» (σελ. 25) «Έξω ρουθούνιζε η θάλασσα ένα κοπάδι μανιασμένοι ταύροι με τα λευκά τους κέρατα έτοιμα να βυθιστούν στο αίμα, αιμόπεπλος αυγή, απ’ την αυγή του χρόνου μύριζε αίμα ο ρομαντισμός, χοροί και coplas, μυστικά, ο χαρτοπόλεμος τα γράμματα σου, μελλούμενα φλαμένκο στα παλαιά σφαγεία, μέσα στα σφαγεία, τα τσαγκαράδικα, την αρένα, σε ένα στενό χωμένη μια αρένα, κι εκείνη η αγορά των αιώνων, αιώνια αγορά στο κέντρο της πόλης, ολόκληρος ο λαβύρινθος εκεί κατέληγε, φιδογυριστός» ή στο ποίημα «Ιλιάδα» (σελ. 30), «Βόλτες στην Αθήνα / Ξημερώματα / Ποιος θα φέρει τα ξημερώματα / Με ποιον θα πίνω καφέ στις πέντε το πρωί / στην Αλεξάνδρας», ή στο ποίημα «Μικροπλαστικό» (σελ. 33) γράφει «κομμάτια πάνω κάτω στον Εύριπο / ο έρωτας μετά τα 40».
Το κλείσιμο του διαλεκτικού κύκλου φέρει ακέραια την αντίφαση, η επιστροφή στο συγκεκριμένο γεννά δυνατότητες που δεν πραγματοποιήθηκαν, αινίγματα και απώλειες. Γράφει ο Σιαμανδούρας στο ποίημα «Η Αφροδίτη της Μήλου» (σελ. 36) «σκορπισμένα τα χέρια της δεν βρέθηκαν ποτέ / ποτέ δεν μπορούσε να κλείσει την αγκαλιά της / καθώς καθόταν ανυπεράσπιστη / λοιπόν / αινιγματική επίσης / δεν ήξερες αν τα σταυρώνει ή / αν έχει σφίξει τις γροθιές της / πως στο καλό έπινε δεν ήξερες πως έπαιζε στο πιάνο / το μόνο σίγουρο / δεν βρέθηκαν ποτέ / τα σκορπισμένα χέρια της / δεν σκόνταψε πάνω τους υνί / δεν βρήκε εκεί τσάπα προσεκτικό βουρτσάκι / αρχαιολόγου / τα χέρια της / μπορεί να χάθηκαν νωρίτερα σε κάποιο / βλεφαριδωτό πέλαγος προϊστορικό / … / θα μπορούσες να σκεφτείς ότι βλάστησε δίχως / δίχως χέρια βλάστησε μέσα από τη γη/ πως στο καλό ίσιωνε τις μπλούζες χτένιζε / τα μαλλιά της / δεν ήξερα / δεν ήξερα ποιο κομμένο χέρι με σημάδεψε μέσα / στη νύχτα / εκεί ακριβώς όπου έσφιγγαν / τα χέρια της».
Κάθε στιγμή φέρει τις ξαστοχημένες δυνατότητες της και τις ματαιώσεις της, τις απώλειες της. Γράφει ο Σιαμανδούρας στο ποίημα «Κοντορεβιθούλα» (σελ. 26) «Να, αν χαθούμε μια νύχτα στο δάσος, θα βρούμε ένα φακελάκι τσάι, μια μουχλιασμένη κούπα, ένα παλιό μπρελόκ με κόκκινο αστέρι, ένα πλήκτρο από κάποιο πληκτρολόγιο», ή στο ποίπημα «Πόλεμος και ειρήνη» (σελ. 27) γράφει «Θυμήσου τους ανάπηρους πολέμου. Πως προσπαθούν για πάντα να κουνήσουν ένα μέλος κομμένο. Ένα χέρι, ένα πόδι. Νομίζουν πάντα ότι είναι εκεί. Καμιά φορά αλήθεια θα μπορούσαν να το ξύσουν. Έτσι προσπαθούμε να κουνήσουμε κι έναν αγαπημένο…Πιάνεις τα μέλη σου, είναι αληθινά; Τσιμπιέσαι, αρχίζεις να χοροπηδάς, μπορείς να πονέσεις. Μπορεί και να τραυματιστείς μες στη χαρά σου». Στο ίδιο πλαίσιο και το ποίημα «Μικροπλαστικό» (σελ. 33), όπου λέει «φορούσε μια μπλούζα με λουλουδάκια / σαν αυτή που σου είχα πάρει κάποτε / τη ρόμπα του ’30 / ή του ’50 μπορεί / ήταν κάτι παλιό / σαν singer μηχανή / τραγουδούσες για ένα γιασεμί / μια βεντάλια επίσης / την αγαπημένη σου / τα γυαλιά τα μαύρα.
Απώλεια όμως έχει και η μετάβαση από την ποιότητα στην ποσότητα, εκείνη η διαλεκτική διαδικασία, στην οποία πάλι εμφανίζεται πυρηνικά η έννοια της άρνησης. Η ίδια η κατηγορία της ποιότητας έχει την ουσία της στα όρια του πράγματος όπου μετασχηματίζεται σε κάτι άλλο, και όχι μια σταθερή, τυπική, ουσιαστική δομή. Η έννοια της άρνησης είναι Aufhebung: το πέρασμα μιας οντότητας στο άλλο της (αυτό που δεν είναι) ως εκπλήρωση της εσωτερικής δυνατότητας του πράγματος. Σε αυτό το πλαίσιο ο Σιαμανδούρας επιμένει πολύ στη σύνδεση ποιότητας και ποσότητας, προσπαθώντας να γεφυρώσει αυτή την αρνητικότητα του μετασχηματισμού. Γράφει στο ποίημα «Κυψέλη» «ήταν μια ποιήτρια / μικρή πολύ μεγάλη / σαν εσένα / εσύ λίγο πιο τυχερή / σε καλύτερες εποχές λίγο / ζούμε» και παρακάτω «Δεν είναι ανάγκη ακριβώς», τονίζοντας τις λέξεις λίγο αλλά και μικρή, μεγάλη, πολύ. Και πάλι «καταφώτεινο φωτεινό φεγγάρι», ή στο ποίημα «Παγκάκι» «σε άλλους γλυκερό / πολύ» και παρακάτω «και να φιλιούνται / Πολύ», όπου κι εδώ πάλι το πολύ ποσοτικοποιεί ποιότητες όπως το φιλί ή η γλυκύτητα, ή ακόμα στο ποίημα «Στη Γένοβα στο Πόρτο κάτι» γράφει «θα βρω ένα κορίτσι να σου μοιάζει κάπως / κάπως σαν να βγήκε από» και παρακάτω «σαν να φοβάμαι μην τη χάσω πως / πως θα την πάρει ο χρόνος και θα σκιστεί», όπου πάλι το κάπως αναλαμβάνει την ποσοτικοποίηση της ποιότητας.
Η συλλογή του Σιαμανδούρα μας εξοικειώνει με το συγκεκριμένο και την απώλεια του σε σχέση με το αφηρημένο, με τις ποιότητες και τις ποσότητες, με την αντίφαση. Μας φέρνει αντιμέτωπους και αντιμέτωπες με το συγκεκριμένο κάθε φορά τώρα τραγουδώντας «ο χρόνος είναι τώρα και ο τόπος είναι εδώ, ετοιμάζει να μπει στον καινούριο χορό είμαι πάνω, είμαι κάτω, είμαι κει, είμαι εδώ».
Bιογραφικό
Ο Φάνης Παπαγεωργίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1986. Σπούδασε οικονομικά σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο και είναι Διδάκτωρ Πολιτικής Οικονομίας στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Σήμερα είναι επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πατρών. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές: Πλυντήριο Άστρων (εκδ. Λογότεχνον, 2013, βραχεία λίστα πρωτοεμφανιζόμενων ποιητών για το Βραβείο «Γιάννη Βαρβέρη» 2013) Η Θάλασσα με τα 150 Επίπεδα (εκδ. Κουκούτσι, 2016), Διώρυγα μεταξύ νεφών (εκδ. Θράκα 2018), Με λάθος σκιά (Κουκκίδα, 2021). Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα σέρβικα, τα φινλανδικά, τα γερμανικά, τα γαλλικά, τα ισπανικά και στα καταλανικά, ενώ έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες.