Για τον Γκίνσμπεργκ του Μπλάνα

Του Γιώργου Κωνσταντίνου Μιχαηλίδη

Το κείμενο αυτό για τον Γιώργο Μπλάνα  είχε γραφτεί πριν αρκετό καιρό, μα πρωτίστως καιρό πριν το θάνατό του. Η αγαπητή Μάρια Ντεγιάνοβιτς (Marija Dejanović) μου ζήτησε να γράψω ένα μικρό επικήδειο λόγο, ένα «in memoriam», και να αλλάξω τον χρόνο του κειμένου: να γίνει το «είναι» «ήταν». Όμως δε θα κάνω τίποτε απ’ όλα αυτά, ή πιο σωστά, όχι έτσι, αλλά με το δικό μου ύφος και στιλ.
Δε γίνεται να μιλήσεις για έναν ποιητή σε παρελθοντικό χρόνο, διότι τα έργα του μένουν στις καρδιές του κόσμου, όσο αυτός τον διαβάζει. Όσο τον διαβάζουμε, είναι αθάνατος. Δεν κάνουμε νεκρολογίες για τους ποιητές, διότι οι λέξεις τους χαράζονται στις ψυχές των αναγνωστών του– όσο υπάρχουν αυτοί βέβαια. Το μόνο που αξίζει να πούμε: «εις το επανιδείν», διότι  θα δούμε ξανά την ψυχή του στο έργο του– εκτός αν πιστεύουμε στον Θεό και πιστεύουμε ότι θα τον βρούμε στο επέκεινα‧ πράγματι, οι καλοί ποιητές πάνε στην Παράδεισο, όπως και τα καλά σκυλιά. Ο ποιητής είναι μαντρόσκυλο που ουρλιάζει την αλήθεια, όταν ο κόσμος κοιμάται με παραμύθια. Ο Γιώργος Μπλάνας συνεχίζει να ουρλιάζει, όμως είναι πλέον κοιμώμενος– εις το επανιδείν. 

Πετούσανε βιβλία απ’ τα πατάρια, στην οδό του Μπλαμαντώ, στην Εθνικής Αμύνης και στη Στουρνάρη κι έσωσα κάποια λες και ήταν άγρια ορφανά που ψάχνανε πατέρα κόντρα στον αέρα– σαν τα λουλούδια του Βασίλη Βασιλικού στο Εκτός των Τειχών. Μέσα σ’ αυτά ήταν το Ουρλιαχτό του Άλλεν Γκίνσμπεργκ, η πρώτη μετάφραση στα ελληνικά από τον Δημήτρη Πουλικάκο και τον Γιώργο Μπλάνα. Ιστορικής σημασίας, διότι αφενός ήταν η πρώτη επίσημη σε βιβλίο και αφετέρου έχει μιαν ιδιότυπη εισαγωγή του Γιώργου Μπλάνα, στην οποία κατηγορεί τον Γκίνσμπεργκ που εντάχθηκε στου χώρους της Ακαδημίας, εκείνης της Ακαδημίας που τον απέβαλλε και τον θεωρούσε τρελό, παρακμιακό, αντιποιητικό.

Άλλεν Γκίνσμπεργκ via Lapham’s Quarterly

Τον μόνο ποιητή που γνώριζε τότε ως «μεγάλο» ήταν ο Όγκτεν Νας με τους βαρετούς κι ανέραστους στίχους του– κάτι σαν το δικό μας Νόβα τον «Γαργάλατα», όπως τον αποκαλούσε σκωπτικά ο Κώστας Σταματίου. Όμως, τώρα αυτήν τον δέχεται και μπορούσε να υπογράφει «αντίτυπα σε κεντρικό βιβλιοπωλείο του Λονδίνου, [ενώ] τον έψαχναν να τον βρουν στα μπαράκια των λαϊκών συνοικιών».[1] Κάτι παρόμοιο λέγει και η Τζένη Μαστοράκη για όλους του Μπιτ:

«Αποστάτες της πραγματικότητας, οι Beats δε θέλουν να παραδεχτούν πόσο τεχνητή είναι η φυγή τους· η στάση τους δεν πείθει κανένα –καμιά φορά ούτε και τους ίδιους […]. Πλατύτερα ιδωμένο, το κίνημα των Beats δεν έχει πολιτικό χρώμα· ο αριστερισμός τους είναι […] μια πόζα, ας πούμε».[2]

Άλλεν Γκίνσμπεργκ via Grove Atlantic

Ο χαρακτηρισμός αυτός είναι άδικος, διότι στην ποιητική και στη διάπλαση του μυθιστορήματος των Μπιτ η πολιτική αποτελεί προέκτασή τους,[3] εφόσον αναλογιστεί κανείς ότι μιλούν για αυτούς που καταπιέζονται από την Αμερική του Ρούζβελτ, του Τρούμαν, του Αϊζενχάουερ, του Κένεντυ, του Νίξον, του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου,  του πολέμου κατά των ναρκωτικών, του Ψυχρού Πολέμου, του πολέμου εντός των τειχών της Γουώλ Στριτ, με τον Μπάρτλμπι τον Γραφιά που κρύβεται σε Σούπερμαρκετ μαζί με τον Γουίτμαν, τον Λόρκα και κάθε Ποιητή που ο νεοφιλελεύθερισμός και το Κεφάλαιο τον θέλει ταπεινό, κυνηγημένο και καταφρονημένο. Ζούσαμε και ζούμε στην εποχή που οι μεταφορείς των πιάνων πληρώνονται καλύτερα απ’ τους πιανίστες, διότι είναι «χρησιμότεροι»– καλώς ήρθατε στην Κόλαση της Ποίησης.

Το ενδιαφέρον της Εισαγωγής του Μπλάνα σ’ αυτήν την πρώτη έκδοση βρίσκεται στην ακόλουθη φράση:

«Ο Ποιητής όποιον δρόμο και αν ακολουθήσει, αγγίζοντας την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης παραμένει μεγάλος».[4]

Γιώργος Μπλάνας

Αυτό το κατορθώνει ο ποιητής, όταν αποβάλλει οποιαδήποτε προσποίηση κι αφουγκραστεί τις δονήσεις της φωνής του, η οποία θάπρεπε να ονομαστεί Πτώση ή Πτήση που σπάζει το λειψό κορμί του ποιητή, όπως διαμορφώθηκε από το άβατο της ερωτικής ένδειας, η οποία καλύπτει  την απόσταση ανάμεσα στη νεότητα και την ωριμότητα, καθώς ταυτόχρονα αποκαλύπτει όσα η νιότη του δίδαξε, όσα του δίδαξε η ταπείνωση του Έρωτα και οι αγώνες της απελεύθερωσής του– η καλύτερη και συντομότερη οδός για αυτογνωσία και μεγαλεία. Η ποίηση σε σπάζει για να σε ξαναπλάσει απ’ το πάθος, τον σπαραγμό και την απελπισία στην προσωπική σωτηρία και κατ’ επέκταση στη συλλογική ελευθερία, διότι γράφεις μόνος για πολλούς– ποτέ το αντίστροφο. Τα βάσανα του Γκίνσμπεργκ είναι τα βάσανα του τυφλού ερωτευμένου θνητού, όταν τα πάθη του δεν κρατιούνται απ’ την αστική ομορφιά, αλλά τον έρωτα του νομά στην έρημο που ψάχνει  την αιωνιότητα μέσα στην άμμο. Αυτός ήταν ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ του Μπλάνα και για την εποχή του άνοιξε δρόμους για μας. Παρόλο που προχωρήσαμε πολύ από τότε και οι αναλύσεις γίνανε ακριβέστερες, αυτή η εισαγωγή έχει ενδιαφέρον για τα βάσανα του ποιητή, τα οποία δεν είναι άλλα από την ίδια του τη ζωή.

via Literary Hub

 

Σύντομο βιογραφικό

Ο Γιώργος Κωνσταντίνος Μιχαηλίδης είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Φιλοσοφίας, μεταφραστής, βιβλιοκριτικός και υπεύθυνος της γραμματείας του Ινστιτούτου Φιλοσοφίας ΙWPR.  Προσφάτως κυκλοφόρησε το πρώτο αφιέρωμά του πάνω στην Μπιτ Ποίηση από το περιοδικό των εκδόσεων Οδός Πανός, τεύχος 200.

 

 

 

 

[1] Γιώργος Μπλάνας, «Άλλεν Γκίνσμπεργκ» στο Ουρλιαχτό, μτφρ. Γ. Μπλάνας και Δ. Πουλικάκος (Αθήνα: Ελεύθερος Τύπος, 1987), 8.

[2] Τζένη Μαστοράκη, «Εισαγωγή», στο Άλλεν Γκίνσμπεργκ. Σύγχρονη ποίηση, εισαγ.–μτφρ.Τζένη Μαστοράκη (Αθήνα: Μπουκουμάνης, 1974), 10–12

[3] Μπλάνας, Ουρλιαχτό, 9–10 και Άρης Μπερλής, «Για τα 20 χρόνια του «Ουρλιαχτού»», Σπείρα, τχ. 2 (1975), 176–179.

[4] Μπλάνας, Ουρλιαχτό, 10.