Δεν μπορεί να βρέχει συνέχεια: Ο Καιρός του Κορακιού του Άλεξ Πρόγιας

Του Γιώργου Κωνσταντίνου Μιχαηλίδη

«Το όνειρο του για έναν κόσμο καινούργιο αντανακλά τους κτύπους  του πυρετικού του αίματος».[1]

Η πρώην γυναίκα μου πάλεψε με το σκυλί της, ένα μεγαλόσωμο πίτμπουλ oνόματι Τζακ, καθώς της δάγκωνε το δεξί πόδι, έχοντας «κλειδώσει» το σαγόνι στον μηρό της‧ αναγκάστηκε να το σκοτώσει σπάζοντας το κεφάλι του με το βαρύ κηροπήγιο της– παραλίγο νάχανε, εκτός από τον σκύλο της, και το πόδι της‧ πλέον τα ράμματα, τα σημάδια από σκυλίσια δόντια και μερικά μοσχεύματα δέρματος αποτελούν το κέντρο της ύπαρξής της. Αυτή η γυναίκα δεν ξέρει τι σημαίνει πόνος.

31 Oκτωβρίου: σ’ αυτή την πόλη έχει γίνει φονικό‧ ένα ζευγάρι κατακρεουργήθηκε τη μέρα του γάμου τους μέσα στο σπίτι του από στυγνούς εγκληματίες, μια συμμορία που θέλει την πόλη να βυθίζεται στο χάος, μέρα με τη μέρα, νύχτα με τη νύχτα. Ένα χρόνο μετά τον θάνατό του, ο Έρικ ξυπνά με το Κοράκι συντροφιά, έχοντας ταραχή στην καρδιά διότι κάτι κακό συνέβη στην πόλη, στην Σέλλι, την αιώνια αγαπημένη που του μιλάει από τον τάφο της,  στη Σάρα, την «οιονεί» κόρη τους‧ και για να βρει την ηρεμία πρέπει να πει στη βία: «Ποτέ πια». Μόνο εφόσον εξαφανίσει τα αποβράσματα της νύχτας και επιφέρει τη δικαίωση και τη κάθαρση στην καρδιά των ζωντανών, στης Σάρα, στης Σέλλι, μα πρωτίστως στη δική του καρδιά, τότε θα μπορέσει να επιστρέψει στη νέα του ζωή.

Brandon Lee – “The Crow”

Μερικοί λένε ότι  τον είδαν μέσα σε σκοτεινά σοκάκια, μέσα στις σκιές να περπατά και υπερασπίζεται τους αδύναμους μέσα στη βροχή‧ όμως, είναι οι σκιές και δεν μπορεί να βρέχει συνέχεια. Όλα αυτά συμβαίνουν και στη λογοτεχνία.

Το Κοράκι, όπως και ο λογοτέχνης, βρίσκεται ανάμεσα σε δύο κόσμους: των νεκρών και των ζωντανών. Όπως ο Έρικ, έτσι και ο λογοτέχνης, ως έκπτωτος άγγελος  ρίχνει την καρδιά του, εκεί στα σκυλιά της Κόλασης, διότι όσοι αγαπούν τη ζωή, ξοδεύονται, διότι δίνουν και δίνονται ολοκληρωτικά και δεν επιθυμούν να τους κλέβουν αυτό  θαύμα. Το όπλο του λογοτέχνη του δεν είναι το Κοράκι, αλλά η πένα του. Mερικές φορές εκεί στα σκυλιά της Κόλασης χρειάζεσαι έναν συνένοχο και να του μιλάς χωρίς καμία διάθεση για προσποίηση, παραπλάνηση, επίτηδευση· τότε θα ‘χεις φωνή, τη φωνή σου· τότε θα ‘σαι «ένα θλων όργανο/ που μετρά τη θερμοκρασία δωματίου του παραδείσου».[2] Ο Έρικ είχε το Κοράκι, τη Σάρα, το φάντασμά της Σέλλυ, έναν τίμιο αστυνομικό‧  ο λογοτέχνης έχει τον εαυτό του και το κοινό του, την κοινότητά του– μέχρι εκεί.

Σε μιαν εποχή που όλο και περισσότεροι γράφουν για προβολή, βραβεία, για επιρροή, για λόγους εκτός απ’ την ίδια την ηδονή της λογοτεχνίας, της γένεσης λόγου, ξεχάσαμε λογοτέχνες που έγραφαν για αυτούς και την κοινότητάς τους. Πρέπει να παλέψεις για κάποιον, είτε αυτός ονομάζεται Σέλλυ, Σάρα, Έρικ, «η πόλη σου»,  κ.ο.κ.

Brandon Lee – “The Crow”

Η λογοτεχνία και η εκδίκηση του Κορακιού έχουν κάτι κοινό: είναι  ένα ραγισμένο Αλληλούια, μιαν arte povera, μιαν ευχαριστία που βυθίζεται στη λάσπη, αλλά δείχνει την οργή της κόντρα στη Νύχτα.Ο λογοτέχνης και το Κοράκι δεν είναι ποτέ μόνοι. Είναι αναγκαίο για την εξέλιξή τους  να συναντήσουν  κάποιον  άνθρωπο που να τέμνει τη ζωή τους σ’ ένα «πριν» και σ’ ένα «μετά»: σ’ένα «πριν» και  σ’ ένα «μετά» απ’ αυτόν. Τότε κερδίζουν τη ζωή τους. Αν δε με πιστεύεις, ρώτα τον Μπαντίνι, ρώτα την Καμίγια, ρώτα τη Σκόνη, ρώτα το Κοράκι και θα σου πουν: δεν μπορεί να βρέχει συνέχεια.

 

Σύντομο βιογραφικό

Ο Γιώργος Κωνσταντίνος Μιχαηλίδης είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Φιλοσοφίας, μεταφραστής, βιβλιοκριτικός και υπεύθυνος της γραμματείας του Ινστιτούτου Φιλοσοφίας ΙWPR.  Προσφάτως κυκλοφόρησε το πρώτο αφιέρωμά του πάνω στην Μπιτ Ποίηση από το περιοδικό των εκδόσεων Οδός Πανός, τεύχος 200.

 

[1] Χένρυ Μίλλερ, Ο Καιρός των Δολοφόνων, μτφρ. Θ. Β. Νιάρχος και Αντ. Φωστιέρης (Θεσσαλονίκη: Εγνατία, 1970), σελ.67.

[2] Max Ritvo, ΤΙΠΟΤΑ στο Αιωνες, μτφρ. J. Khaleed και Ελ. Μπούρου (Θεσσαλονίκη: Σαιξπηρικόν, 2016), σελ.53.