Ολική αναμέτρηση πριν από την αντίστροφη μέτρηση
Για την Κάλπη της Μαρίας Βαχλιώτη (Μελάνι 2023) γράφει η Αυγή Λίλλη

 

Κάλπη ίσον αναμέτρησηˑ και πρώτα απ’ όλα πολιτική αναμέτρηση. Πολιτική, ως η αναμέτρηση του πολίτη με τους θεσμούςˑ πολιτική, ως η αναμέτρηση της χώρας με το παρόν της, το καθοριστικό παρελθόν και το αβέβαιο μέλλον τηςˑ πολιτική, ως η αναμέτρηση του ανθρώπου με την ίδια τη (βιολογική και κοινωνική) ύπαρξή του. Και ακολούθως: αναμέτρηση με τον Θεό, με την εξουσία, με το φύλο, με τη μητρότητα, και, περαιτέρω, με τη λογοτεχνική παράδοση. Όλα τα παραπάνω ζητήματα συναντώνται πάνω από μια Κάλπη, την ώρα μιας κρίσιμης απόφασης και συμπυκνωμένα στο πιο αγωνιώδες (sic) ερώτημα της εποχής μας: Και τώρα τι;

Με έναν πολυεπίπεδο και εποικοδομητικό διάλογο με τη Γυναίκα της Ζάκυνθος, το ποιητικό βιβλίο της Μαρίας Βαχλιώτη παρουσιάζει μια αξιοζήλευτη πυκνότητα νοημάτων και δομική συνοχή. Η συνοχή δεν ορίζεται απλώς από την προφανή κυκλικότητα, από τις οφειλές του Ανθρώπου στον «Προμηθέα» και τον «Επιμηθέα», από τα ερμηνευτικά και ειδολογικά αλληλένδετα «At last» και «At least» ούτε απλώς από τα αντιθετικά ζεύγη ποιητικών υποκειμένων τα οποία απαντούν στη σολωμική επιγραφή του βιβλίου «ποιος ρωτάει, ποιος αποκρένεται». Στο βιβλίο της Βαχλιώτη η αλυσιδωτή σύνδεση ανάμεσα στα θέματα είναι ουσιαστικό σημείο αναφοράς. Η ποιήτρια με κομβικές έννοιες και εικόνες μεταφέρεται από το ένα ποίημα στο άλλο, χρησιμοποιώντας όλες τις δυνατότητες της γλώσσας, ακόμη και τη φωνητική ομοιότητα των λέξεων, όπως συμβαίνει στα  ποιήματα «Exit II» στο ποίημα «Κάλπη Ι». Στο πρώτο ποίημα η θρυλική έξοδος του Περικλή Γιαννόπουλου επαναλαμβάνεται για μια «κάλπικη ζωή», ενώ στο αμέσως επόμενο ποίημα στην κάλπη πικρά «τα κομμένα δάχτυλα αντηχούν / τον καλπασμό / ακόμα μιας χαμένης τετραετίας».

Μαρία Βαχλιώτη, “Κάλπη”. Μελάνι, 2023

Η πολιτική απογοήτευση και η αίσθηση του πολιτικού αδιεξόδου είναι διάχυτη στο βιβλίο. Το ποίημα «Διάγγελμα» αποτελεί μια αναφορά στην παραπλάνηση του Έλληνα από τους ηγέτες του διαχρονικά, ενώ το ποίημα «Εδέμ» θέτει υπό αίρεση τον αγώνα, την πίστη, το όραμα των πολιτικών κρατουμένων των ξερόνησων, μια τραυματική συνθήκη η οποία —και αυτή— οδήγησε την χώρα στην παρούσα δυσμενή κατάσταση:

ΕΔΕΜ ΙΙ

Κάτι διεπράχθη στις προηγούμενες γενιές
τόσο ανίερο
που δεν εκμηδενίζεται ούτε με κατακόμβη κατιόντων.

Παρ’ όλ’ αυτά γλιτώσαμε τον πόλεμο –
θύτες και θύματα
εγκλήματα και δίκες
προσευχηθείτε
ανεύθυνοι πληγέντες αδερφοί
νηστεύσατε
και δόξα εν υψίστοις.

Ο κρατικός μηχανισμός αντίθετα
οφείλει ταχύτατα να αναλάβει να προβεί και τα λοιπά
και οπωσδήποτε με αίθριο καιρό
γιατί η υγρασία δεν αστειεύεται –

σαπίλα και αποφορά κάθε φορά που βρέχει. […]

Και τώρα τι; Ακόμη και αν απετράπη ο πόλεμος, τι αφήνει στη χώρα η αμέλεια δεκαετιών απέναντι στο κοινό καλό και μάλιστα μέσα στην κλιματική αλλαγή, η οποία αποκαλύπτει όλο και πιο θλιβερά τη συλλογική αποτυχία; Ενώπιον αυτής της πρόκλησης βρίσκεται σήμερα η γονεϊκότητα. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι στο βιβλίο της Βαχλιώτη η μητρότητα αντικρίζεται κυρίως ως η ευθύνη του γονέα προς το παιδί μέσα στην αδιαπραγμάτευτη ισχύ του χρόνου, και όχι ως —κατά την Antoinette Fouque— βιολογικό προνόμιο. Διά του λόγου το αληθές, στο «Θερινής νυκτός ΙΙ» ο πατέρας/η μητέρα δεν κοιμάται από την έγνοια και την αγωνία, η κόρη δεν κοιμάται από την άγνοια της ύπαρξης και τον φόβο, αλλά αυτό το αμετατόπιστο βάρος αντισταθμίζεται πάντοτε από την αγάπη, χωρίς να εμφαίνεται η έμφυλη διάσταση αυτού του ρόλου (μητρότητα αντί πατρότητας, ή το αντίστροφο): «δεν λέει να ησυχάσει // ίσως την ενοχλεί που είμαι ναυαγός / ίσως που είναι θάλασσα / ίσως που είναι δυνατό το φως – // τα κλείνω όλα. // Τα χέρια μου εξετάζουν ενδεχόμενα / καθώς την αγκαλιάζουν στο σκοτάδι». Στο ποίημα «Δήμητρα» θέα και κόρη στέκονται ανάμεσα σε ένα υπαρκτό χάσμα γενεών, όπου η μητέρα φέρει το βάρος της μεγαλύτερης σοφίας της ωριμότητας απέναντι στη νεότητα: «Νομίζει πως εκείνη θα γλιτώσει» («Δήμητρα Ι»). Ωστόσο, η γυναίκα μητέρα φορτώνεται αενάως και αδίκως την ενοχή της (προνομιούχας) μητρότητας και του φύλου της:

ΘΕΤΙΣ Ι

Να λείπουν τα ημίμετρα
και το δηλώνω εκ προοιμίου:
Τη δεύτερη φορά
όλα θα γίνουνε σωστά –
θνητή θα σμίξω με θνητό
κι ο γιος μου ολόκληρος μια φτέρνα.

Να πάψει αυτός ο διασυρμός
για λίγα εκατοστά αμέλειας –
μη δείτε μια φορά Θεό να κάνει λάθος

να πάψει αυτή η ενοχή

να πάψουν και τα δράματα – κρίμα τι νέο το παιδί
κι οι επικές σκηνές με προοικονομία πτώσης

ας ψάξει αλλού η ανθρωπότητα τον μύθο της
και το κοινό θεάματα και άρτους. […]

Η αναμέτρηση με το φύλο (είτε το ίδιο είτε το άλλο) στην Κάλπη δεν θεωρητικοποιείται με στείρο τρόπο. Στο ποίημα «Ατρείδες» η Ελένη και η Κλυταιμνήστρα εκφέρουν με παραφράσεις τη γυναικεία εμπειρία απέναντι στον κυρίαρχο ανδρικό λόγο, ο οποίος διαχρονικά «ξεπλένεται», μέσα από ένα πρίσμα υπεραπλούστευσης της μοιχείας, το κληροδοτημένο πταίσμα από το οποίο η γυναίκα δεν γλιτώνει, ό,τι και να αντιπροτάξει:

Ι

Άβουλος μια ζωή
ούτε φωνή ούτε και πόδια να σταθεί
όλα εγώ –
σχεδιασμοί μαχών και παραγγέλματα
πρόληψη και καταστολή και διορθωτικές κινήσεις
να τον πηγαίνει απ’ το χέρι σαν τον αόμματο
να μη μου ανήκει μια τυφλή στιγμή
ολοδική μου
[…]
Καλόψυχος και τρυφερός
μα η αγκαλιά του φαγητό νοσοκομείου –
κι όλα αντέχονται, μα τον θεό,
αλλά η πείνα όχι

ΙΙ

[…]
δεν βλέπεις πως πληρώσαμε εμείς
τις άκρατες ορμές του κρεβατιού μας
να ρέουν στα συμπόσια τα σάλια του
χυδαίος, ανεξέλεγκτος
να μην ανήκει πουθενά –
δεν έχει τον θεό του

Αποφασιστικός, δεν λέω, πρακτικός
μα τα πνευμόνια του άπληστα
στερέψανε κι ελπίδα κι οξυγόνο
όλα αυτός –
κι εγώ χωρίς μισή ανάσα ολοδική μου
[…]
κι όλα αντέχονται, μα τον θεό,
αλλά η δίψα όχι

Μαρία Βαχλιώτη

Απέναντι στην ευθύνη του είδους και της συνέχειας, τα φύλα εξισώνονται. «Ψέματα λένε και τα δυο – κοινή γραμμή», γράφει στο εικαστικής εμπνεύσεως ποίημα «Γκαλερί» η ποιήτρια, για το «χρέος που αποκηρύξαν <οι Πρωτόπλαστοι> με τόση ευκολία». Στα δραματικής κορυφώσεως «At last» (: έρχεται η Μούσα) και «At least» (: θα έρχεται η Μούσα), σαν άλλοι Αδάμ και Εύα που έχουν γεράσει και ασθενήσει, ο πλανόδιος βιβλιοπώλης παππούς και η παραμυθού γιαγιά εναποθέτουν φόρο τιμής για τις ιστορίες που απομένουν εν ονόματι της Μούσας, η οποία καταφέρνει ακόμη να σώζει «απ’ την καθολική αναπηρία» το χέρι που επιμένει να ψηφίζει, να γράφει, να ελπίζει. Και όντως, σε μια από τις πιο τρυφερές στιγμές του έργου, η Βαχλιώτη γράφει για την αγάπη, αυτήν την παντοτινά αδιαπραγμάτευτη: «μα φτάνει πια με τη γενετική – / ό,τι κι αν έκανες, εγώ θ’ ακολουθούσα // κι αφού είχες πόλεμο / θα μάθαινα να πολεμώ / κι αφού έκανες παρέα με λουλούδια / τη γύρη θα κρεμούσα στον λαιμό / κι αφού χορεύατε στα δάση με τις μέλισσες / θα μάθαινα χορό // κι αφού πετούσες, θα πετούσα» («Γενέθλια Ι»).

Και τώρα τι; Η ποιήτρια απαντάει με το ποίημα «Σκηνοθεσία ΙΙ». Δίπλα από την ακατάδεχτη φωνή του «Σκηνοθεσία Ι», που «δεν περίμεν[ε] ποτέ κανέναν να [την] σώσει», παρατίθεται ένα ποίημα πολιτικής και υπαρξιακής στάσης, αυτής που ακολουθούν όλο και λιγότεροι, της ευγνωμοσύνης και της κοινής ευθύνης απέναντι στην τύχη των ευνοημένων εμάς και των άτυχων άλλων, του κοινού βιώματος της δυστυχίας όπως και της ευτυχίας, του μοιράσματος, της συμπαράστασης:

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΙΙ

Και το είδα ώς τη μέση γιομάτο και
είπα: «Δόξα σοι ο Θεός!»

Εμείς τουλάχιστον προλάβαμε ζωή
πριν έρθει η συμφορά σαν το ψωριάρικο σκυλί
να γδέρνεται στην πόρτα μας

πληγές, πνιχτοί λυγμοί –
μα εμείς, να λες, προλάβαμε

άλλοι δεν αξιώθηκαν γιορτή
το μάτι τους δεν είδε άσπρη μέρα
τους χτύπησε ο θεός κατάστηθα
απ’ την κοιλιά της μάνας τους δεν πήρανε ανάσα

έτσι τα βρήκαμε – καθένας το μοιράδι του
κι είναι αμαρτία να μετράς μέρες χαμένες

πάλι καλά να λες
το κεραμίδι στο κεφάλι μας
το πιάτο μας γεμάτο
άλλοι δεν πρόκαμαν, παιδί μου
να φάνε μια μπουκιά ψωμί

είπα ψωμί –
τράβα να ρίξεις λίγο και στο ζωντανό
ψυχή κι αυτό

κι οι γρατζουνιές
και οι πληγές του κι οι λυγμοί
κι αυτά δικά μας είναι.

 

Bιογραφικό

Η Αυγή Λίλλη γράφει ποίηση, μικροδιηγήματα και σενάρια μικρού μήκους. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές Πρόχειρες Σημειώσεις Πάνω σ’ ένα Σωσίβιο (Λευκωσία, Αρμίδα, 2011), Η Σφαγή του Αιώνα (Λάρισα, Θράκα, 2018∙ β΄ εκδ. 2020) και Στην Άκρη μια Ουρά (Λάρισα, Θράκα, 2021∙ β΄ εκδ. 2023), καθώς και τη συλλογή μικροδιηγημάτων Ρυζόχαρτο και άλλες μικρο-ιστορίες (Ποταμός 2023). Έχει μεταφράσει και ανθολογήσει ποιήματα του Georgi Gospodinov (Εκεί όπου δεν είμαστε, Ίκαρος 2022). Ποιήματα και μικροδιήγηματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα ισπανικά, τα ιταλικά και τα τουρκικά. Έχει γράψει επίσης θεατρικά κείμενα και μονόπρακτα, τα οποία έχουν παρουσιαστεί σε διάφορες σκηνές στην Κύπρο. Βιβλιοκριτικές της δημοσιεύονται κατά καιρούς σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά. Έχει συμμετάσχει σε πολλά λογοτεχνικά φεστιβάλ στην Κύπρο και στο εξωτερικό. Σπούδασε Κλασική και Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η διδακτορική διατριβή της (ΕΚΠΑ, 2017) αφορά στο έργο του μεταπολεμικού συγγραφέα και κριτικού Αλέξανδρου Κοτζιά. Γεννήθηκε το 1980 στη Βουλγαρία. Ζει και εργάζεται στη Λευκωσία.