Αφιέρωμα στην Έμφυλη Βία (μέρος δ2)
Ενόψει της βραδιάς ανάγνωσης με τίτλο “Γυναίκες Επί Σκηνής”
που θα πραγματοποιηθεί στις 8 Μαρτίου, σας παρουσιάζουμε
το νέο άρθρο της σειράς “Αφιέρωμα στην Έμφυλη Βία”
σε επιμέλεια Βάγιας Κάλφα.
Την 25η Νοεμβρίου, Διεθνή Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας Κατά των Γυναικών, η Θράκα δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «#NoExcuse: 11 Ποιήματα για τη Διεθνή Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών». Στόχος του άρθρου ήταν η ευαισθητοποίηση πάνω στο ζήτημα της έμφυλης βίας. Σε εκείνο το άρθρο, καλέσαμε επίσης και άλλες/ους δημιουργούς να συμμετάσχουν με κείμενά τους σε ένα δεύτερο μέρος. Ο αριθμός των σπουδαίων έργων που λάβαμε μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε πόσο πολύ χρειάζεται στη χώρα μία σειρά κειμένων που εστιάζουν στο ζήτημα και, έτσι, αποφασίσαμε να επεκτείνουμε το αρχικό άρθρο σε αφιέρωμα με τίτλο «Αφιέρωμα στην Έμφυλη Βία» που επιμελείται η Βάγια Κάλφα.
Μετά την ανάρτηση του β’ μέρους, στις 18 Δεκεμβρίου 2023, όπου δημοσιεύτηκαν κείμενα της ομάδας Sister Outsider και του γ’ μέρους, όπου αναρτήθηκαν, σε τρεις συνέχειες (στις 11, 12 και 13 Ιανουαρίου 2024 αντίστοιχα), κείμενα από το Δίκτυο Γυναικών Συγγραφέων Κατά της Έμφυλης Βίας και των Γυναικοκτονιών, «η φωνή της», παρουσιάζουμε το δ’ και τελευταίο μέρος του αφιερώματός μας, σε δύο συνέχειες, με πρώτη αυτή της 21ης Φεβρουαρίου 2024.
Στο σημερινό και τελευταίο γράφουν (με τη σειρά που παρουσιάζονται) οι: Νίκη Χαλκιαδάκη, Άλεξ Λακάκη, Βάσω Χριστοδούλου, Αναστασία Γκίτση, Ανθούλα Αθανασιάδου, Κωνσταντίνα Μπιζέ, Συρματένια Πλατανά, Κωνσταντίνα Σώζου-Κύρκου, Κατερίνα Λιβιτσάνου-Ντάνου, Μαρία Λάτσαρη, Άννα Μαρία Φ..
Ως κλείσιμο στο αφιέρωμα κατά της έμφυλης βίας, στις 8 Μαρτίου 2024 και ώρα 20.30 στο Altai (Θεμιστοκλέους 65, 106 83, Αθήνα) θα πραγματοποιηθεί βραδιά ανάγνωσης, με τίτλο “Γυναίκες Επί Σκηνής”, όπου όσες συμμετείχαν στη δράση θα διαβάσουν κείμενά τους. Την εκδήλωση διοργανώνει η Θράκα από κοινού με το Δίκτυο Γυναικών Συγγραφέων Κατά της Έμφυλης Βίας και των Γυναικοκτονιών «η φωνή της».
Σας ευχαριστούμε όλες από καρδιάς για το υλικό που μας εμπιστευτήκατε.
Περιοδικό Θράκα
Νίκη Χαλκιαδάκη
Πάει αυτοί πέταξαν*
Αν σας μιλάω απότομα είναι που από μικρή τους άντρες
τους έμπλεκα με τα επαγγέλματα
ταχυδρόμος, σύζυγος, περιπτεράς και παντοκράτωρ
έναν -δεν θυμάμαι ποιον- τον γράφουμε με κεφαλαίο
μετά του ζητάμε χάρες που δεν τις κάνει
Για κάποιο λόγο εξωσχολικό είμαι κορίτσι
το κορίτσι είναι ρυάκι λεύκα λαιμός σε μια λέξη
άκλιτο και περισπώμενο, μελανιασμένο στη λήγουσα
Γι’ αυτό όταν έχουμε γλώσσα – γλώσσα το σκάω δάσκαλε
κάπως νομίζω πως είστε μόνο αγόρι
σας καταλαβαίνω αλλά δεν μου είναι εύκολο αυτό που σας έχει συμβεί
και μένα μου τυχαίνουν όλο κάτι λέξεις που επιμένετε ότι είναι αρσενικές
πελαργός, πατέρας, ποιητής
Πώς να τις κλίνω όρθια στον πίνακα χωρίς να κλαίω
χωρίς να θέλω να τις πιάσω
κάπως μπερδεύομαι και όλο πηδάω τις αιτιατικές
ο, του, των, του, ω
στο διάολο να πάτε, στο διάολο
*Σημ. το ποίημα περιλαμβάνεται στη συλλογή της Νίκης Χαλκιαδάκη ‘Μικρές Κανίβαλες’, Μανδραγόρας 2022
Άλεξ Λακάκη
Tango
H σιωπή χόρευε σε ψηλοτάβανα δωμάτια
Όταν ξύπνησε
της ζήτησε ένα διαμάντι
Το δαχτυλίδι της κληρονομιάς της
το ‘χασε στο κουμάρι
Έφερε εκσκαφείς
Τσάκισε τον ιδεαλισμό της
Ξέθαβε το χώμα με τα χέρια
για να ξεδιψάσει
Βρήκε την πρώτη αμυγδαλιά
Το δέντρο ανήμερα ήταν ήδη old news
Το πιάτο έσπασε
Η κουζίνα έγινε πουά
Εκείνη έτρεξε στο σώμα της χελώνας
όταν έβγαλε το κεφάλι της
πίσω ακολουθούσαν παιδιά
έγινε σημαιοφόρος
ο θεός ήταν τόσο μεγάλος
όσο Η σελήνη δίπλα
η σιωπή στριφογύριζε
στην υπερώα.
Δηλαδή:
έμαθε ν’ αγαπά
σαν εγγαστρίμυθος
Βάσω Χριστοδούλου
αντάρα*
Θα μπορούσε να είναι η απόλυτη αγάπη, η μοναδική, η τελευταία
παντοτινή αγάπη. Θα μπορούσε να είναι η σχέση που νομίζαμε, η τρέλα
σου με τη δική μου, το δικό μας σκοτάδι κι όλα τ’ άλλα στον διάολο. Θα
μπορούσαμε, αν μπορούσα να με μπορώ. Να μην πνίγομαι στα σάλια
από αυτά που δε λέω γιατί δειλιάζω, γιατί υπομένω τα «γιατί» μέχρι που
πρήζεται το συκώτι μου στο πιώμα. Θα μπορούσα βράδια να εξαφανιστώ
στην Πατησίων και λίγο πριν τις Τρεις Γέφυρες να μετανιώσω σαν σκυλί
και να σκέφτομαι ότι δε θα βρω να παρκάρω το σπίτι μου αν γυρίσω
πίσω. Θα μπορούσα να βολέψω τα κόκκαλά μου που πότισαν απ’ την
υγρασία στο Καματερό στις πορτοκαλί φλοκάτες γύρω από το κρεβάτι
σου, στο τρύπιο μπουρνούζι και στον καναπέ που παλαντζάρει γιατί
υπάρχουν βίδες που αρνούνται να κουμπώσουν
-εγώ.
Θα μπορούσα να μη νιώθω ότι πνίγομαι στα 80 τετραγωνικά με την
εντοιχισμένη κουζίνα, τα διπλά τζάμια και τα λαμπάκια που τρώνε τις
μπαταρίες πιο γρήγορα απ’ ό,τι τρώω τα σωθικά μου. θα μπορούσα να
νιώθω ότι ανήκω επιτέλους κάπου. Αυτός ήταν πάντα ο αναστεναγμός
πριν τον ελαφρύ ύπνο.
Θα μπορούσα να μη βάζω δεκαπέντε πλυντήρια τη βδομάδα γιατί δεν
ξέρω τι να κάνω τον θυμό μου, τον εαυτό μου και ψάχνω αφορμές να
κάθομαι στο μπαλκόνι με τα περιστέρια. Θα μπορούσε το κεφάλι μου
να βγάλει τον σκασμό για λίγο, να μη θυμάται, να μη μετράει πλακάκια
στο πεζοδρόμιο, να μην ουρλιάζει όταν με φιλάς. Θα μπορούσε να μην
ξεκινήσει και το αυτί μου να σιγοντάρει μ’ ένα συνεχόμενο βουητό
-σκάσε πια
-δε θέλω άλλο
-σ’ άκουσα
Θα μπορούσα να μην πετάγομαι κάθε βράδυ στον ύπνο μου γιατί
πέφτω από σκάλες, γλιστράω σε νερά και με κυνηγάει ένας κακός με
αγαπημένο πρόσωπο. Θα μπορούσα να μη νιώθω περισσότερο μόνη απ’
ό,τι πριν έξι μήνες στο ισόγειο γατόσπιτο με το σπασμένο πορτατίφ και
τα νερά να τρέχουν στους τέσσερις τοίχους. Θα μπορούσα απόψε να μη
συνειδητοποιώ τη ζωή μου και να τη γράφω στο σημειωματάριο που μου
χάρισες αλλά να σου ζητάω αναπτήρα γιατί ο δικός μου τελείωσε όπως
τελειώνει το κωλόχαρτο και λερώνω το βρακί μου.
-δε γαμιέται.
Θα μπορούσα να είχα έρθει πιο νωρίς σπίτι να σε προλάβω κι όχι να
πίνω καφέ στη Φυλής μετρώντας αυτοκίνητα χωρίς πινακίδες
-θυμάσαι τον Νοέμβρη;
Θα μπορούσα να προσπαθήσω πιο πολύ και πιο πολύ όμως στ’
ορκίζομαι προσπάθησα, τα ’δωσα όλα, ρήμαξα το είναι μου, σ’ έβαλα
στα κλειδιά μου.
Θα μπορούσα.
Δε λυπάμαι που τελικά δεν μπορώ. Στα 40 μου έμαθα ν’ αρνούμαι,
ανάποδη κι ανυπάκουη κατάφερα. Λυπάμαι μόνο που όταν σου
ψιθύριζα «για πάντα» ήξερα ότι έλεγα ψέματα.
*Σημ. από τη συλλογή της Βάσως Χριστοδούλου ‘Κάνε με’, Καζανάκι 2023
Αναστασία Γκίτση
univer_gender 01.01.01*
αγαπημένε μου
τώρα πια
δεν έχω χρόνο
και κυρίως διάθεση
για μετα_πτώσεις
να τους πεις πως
τίποτα
δεν δάγκωσα
απαγορευμένο
έχοντας
από μικρή την κλίση
της προστακτικής
ίσως ν’ αξίζει να ειπωθεί
-ίσως και όχι-
όταν τα κύτταρα
μεταλλάσσονται σε δέρμα
φλέβες ορίζουν γένη
ο η το
le la
Der Die Das
ωστόσο
στο τρέμουλο του ενστίκτου
το ίδιο στήθος ανασαίνει
στο ματιού το μαυράδι σκοντάφτει
το μπροστά και το πίσω
και ο άνθρωπος στο λίγο
αγαπημένε μου
από καιρό
με σφραγισμένα χείλη
τινάζω σκόνες και πλευρά
από τη μέση και κάτω
καίω φύλ(λ)α
γλεντάω με κόσμο αλλόκοτο
τις παραδείσιες κραυγές
στο εκεί υπάρχω
και φαίνομαι στο εδώ
εγώ
φαγιούμ πανάρχαιο
σε νέες εμφανίσεις.
*Σημ. το ποίημα είναι από τη συλλογή της Αναστασίας Γκίτση ‘Ό,τι ΛύΠΕΙ ΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓείΤΑΙ. τοπιο_ραφίες’, Σαιξπηρικόν, 2023
Ανθούλα Αθανασιάδου
απόσπασμα από την αδημοσίευτη νουβέλα Το Χαστούκι
ΡΙΑ
Ένα απόγευμα αργά, είχα ραντεβού με τον γυναικολόγο, για το καθιερωμένο,
ετήσιο μου τσεκ-απ. Και ως συνήθως, το ιατρείο του ήταν γεμάτο. Και ως
συνήθως, άργησε να με πάρει και καθυστέρησα πολύ πάνω από την ώρα που
συνήθιζα να γυρίζω σπίτι, ακόμα και όταν έκανα υπερωρίες. Ήταν
προχωρημένη νύχτα όταν μπήκα μέσα, σέρνοντας τα πόδια μου από την
κούραση. Το μόνο που ονειρευόμουν τις τελευταίες ώρες ήταν πότε θα πετάξω
τα παπούτσια μου, πότε θα βγάλω το ενοχλητικό μου σουτιέν και πότε θα
χωθώ στην μπανιέρα με ένα χαλαρωτικό αφρόλουτρο. Το σπίτι μύριζε χοιρινό
με σέλινο. Μύριζε όμως και κάτι πολύ δυσοίωνο. Θυμό. Μύριζε θυμό. Άγριο
θυμό, ζωώδη. Από αυτόν που μπορεί να βγάλει δόντια ύαινας και να σε
ξεσκίσει, να σου φάει το συκώτι. Ο Περικλής, βρέθηκε δίπλα μου, σαν
αιλουροειδές που τινάχτηκε.
-Που ήσουνα;
Η φωνή του ήταν πιο σκοτεινή απ’ το βλέμμα του.
-Στον γυναικολόγο, δεν στο είχα πει; Αμύνομαι. Είχε πολύ κόσμο, άργησε να
με πάρει…
-Γυναικολόγο το λέμε τώρα; Αγρίεψε. Σε είχα προειδοποιήσει, ΝΑ ΜΗΝ ΜΟΥ
ΠΕΙΣ ΠΟΤΕ ΨΕΜΑΤΑ!
Και με σπρώχνει με δύναμη. Παραπατάω ξαφνιασμένη, γλιστράω και πέφτω
στο πάτωμα. Τον κοιτάω από κάτω.
-ΔΕΝ ΣΟΥ ΛΕΩ ΨΕΜΑΤΑ! Φωνάζω. Αλλά… Ποιος μιλάει; Αυτός που στήνεται
κάθε μέρα έξω απ’ το γραφείο μου και μου λέει πως είναι σπίτι και μαγειρεύει;
Τα ψέματα είναι δικό σου χούι, για αυτό τα βλέπεις παντού γύρω σου, κι εκεί
που δεν υπάρχουν!
Τι ήταν να το πω; Με άρχισε στις κλωτσιές. Και φορούσε μπότες. Και ήταν
ένας άλλος, με αλλοιωμένο πρόσωπο, που πια δεν αναγνώριζα. Όσο μπορούσα
να βλέπω, ανάμεσα στα χέρια μου, με τα οποία προστάτευα το κεφάλι μου.
-Πουτάνα! Μαλακισμένη! Που πηδιέσαι με όλους και μου παριστάνεις την
παρθένα! Αλλά, πάντα έτσι ήσουνα… έπρεπε να σε είχα σπάσει στο ξύλο την
μέρα που σε γνώρισα για να καταλάβεις πως άλλαξε πια το σκηνικό…ΤΩΡΑ
ΞΕΡΩ!
Έκλαιγα ασυγκράτητα με λυγμούς. Από τον πόνο, από τον φόβο, από τις
ασυναρτησίες που άκουγα, από αυτό που ζούσα, που ήταν σαν εφιάλτης.
Αλλά, έπρεπε να σωθώ, έπρεπε να αμυνθώ. Ενστικτωδώς, κοίταξα γύρω μου.
Δίπλα μου, ήταν ένα μικρό έπιπλο -σαν ψηλός κουβάς- που βάζαμε τις
ομπρέλες της βροχής. Το σήκωσα και του το ’φερα στο κεφάλι με όλη μου την
δύναμη, μαζί με τις δύο ομπρέλες που περιείχε. Τον πέτυχα στο πλάι. Η μια
ομπρέλα του έσκισε το αυτί, που άρχισε να τρέχει αίμα. Βρίζοντας και
κατεβάζοντας καντήλια, πήγε στην βρύση της κουζίνας να πλύνει τα αίματα.
Εγώ ήμουν ακόμα στο πάτωμα, με την τσάντα μου πεταμένη δίπλα μου, το
παλτό μου ακόμα φορεμένο στο ένα μου χέρι. Σηκώθηκα αστραπιαία, άρπαξα
την τσάντα μου, βγήκα έξω και κατρακύλησα τις σκάλες. Τον άκουσα να
βγαίνει φωνάζοντας και απειλώντας, την στιγμή που κλείδωνα τρέμοντας την
γυάλινη εξώπορτα της πολυκατοικίας. Αυτό, θα τον καθυστερούσε αρκετά,
μέχρι να προλάβω να βάλω μπρος το αυτοκίνητο…
Οδηγούσα τυφλά, τα δάκρυα μου έκρυβαν τον δρόμο. Νομίζω πως απλά
έκανα κύκλους, ούτε ήξερα που βρισκόμουν, ούτε που πήγαινα. Η μόνη μου
ανάγκη ήταν να κινούμαι διαρκώς, να «φεύγω». Ένιωθα σαν κυνηγημένη,
κάθε λίγο κοίταζα τον καθρέφτη πίσω μου και περίμενα να δω τον Περικλή να
τρέχει πίσω απ’ το αυτοκίνητο, να με καταδιώκει. Τον φανταζόμουν να με
φτάνει, να ανοίγει ξαφνικά την πόρτα, να με τραβάει έξω, να με πετάει στο
δρόμο και να με τσαλαπατάει. Σε κάθε κόκκινο φανάρι που σταματούσα, η
καρδιά μου χτυπούσε πιο δυνατά. Μου πήρε δυο ώρες να ηρεμήσω, να
στερέψουν τα δάκρυα, να επανέλθει η λογική. Η ώρα ήταν περασμένη, κάπου
έπρεπε να καταφύγω για να περάσω τη νύχτα και σίγουρα, δεν μπορούσα να
επιστρέψω στο σπίτι. Ακόμα και αν εν τω μεταξύ ο Περικλής είχε συνέλθει,
ακόμα κι αν είχε μετανιώσει, ακόμα κι αν με άρχιζε στα γλυκόλογα, τις
συγνώμες και τις υποσχέσεις. Αυτό που συνέβη απόψε, αποκάλυψε το πιο
σκοτεινό του πρόσωπο, ένα πρόσωπο που είχα αρχίσει να υποψιάζομαι
καιρό, αλλά δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Τώρα, ήταν εδώ μπροστά μου,
ολοφάνερο και αποτρόπαιο. Δεν υπήρχε επιστροφή μετά το αποψινό. Ήταν το
τέλος. Το τέλος άλλης μια σχέσης που είχα ονειρευτεί ως την ιδανική, που με
είχε παραπλανήσει, με έκανε να κλείνω τα μάτια στα κακά προαισθήματα και
στις τόσες ενδείξεις. Άρχισα πάλι να κλαίω, θρηνώντας το θλιβερό τέλος ενός
άδοξου έρωτα. Μα τι στο καλό μου συνέβαινε; Γιατί αυτό το
επαναλαμβανόμενο μοτίβο αποτυχίας; Δεν είχα κουράγιο να σκεφτώ πια, ούτε
να κλάψω άλλο. Συγκέντρωσα τις τελευταίες μου δυνάμεις, τις τελευταίες
ακτίδες λογικής και οδήγησα ως το σπίτι της Άννας.
ΠΕΡΙΚΛΗΣ
ΤΙ ΕΚΑΝΑ; Την χτύπησα πολύ, την κλώτσησα, θα μπορούσα να την
σκοτώσω. Με τύφλωσε ο θυμός, όλη η οργή και ο φόβος που έκρυβα μέσα
μου, βγήκαν ξαφνικά με τέτοια βία, που ήταν αδύνατον να σταματήσω. ΘΑ
ΤΗΝ ΣΚΟΤΩΝΑ. Και θα τέλειωνε πάλι αυτός ο έρωτας με έναν θάνατο. Και θα
έπρεπε να περιμένω την επόμενη ζωή, για να ξαναβρεθούμε. Όμως δεν την
σκότωσα. Μου ξέφυγε. Ευτυχώς βέβαια, γιατί έτσι ίσως να έχω την ευκαιρία να
επανορθώσω. Να την φέρω πίσω. Να της πω, πόσο φοβάμαι μην μ’ αφήσει,
μην πάει με άλλον, μην με εγκαταλείψει ΞΑΝΑ. Να της πω πόσο την αγαπώ,
πόσο την χρειάζομαι, να της θυμίσω πως στην προηγούμενη ζωή μας, ΕΓΩ
έχασα την ζωή μου όταν με άφησε. Κι ας έλεγε πως μ’ αγαπούσε. ΜΕ ΑΦΗΣΕ
ΟΜΩΣ. ΜΕ Α Φ Η Σ Ε. Και τώρα, δεν θα επιτρέψω να με αφήσει ξανά. Θα την
φέρω πίσω, θα την ξανακερδίσω. Θα την παντρευτώ, θα γεννήσει τα παιδιά
μου. Θα σταματήσει να δουλεύει για να τα μεγαλώσει σωστά. Και εγώ, θα
κάνω κι άλλα μαθήματα, κι άλλες συναυλίες, για να τους τα έχω όλα όπως
πρέπει. Και θα είμαστε για πάντα μαζί, θα γεράσουμε μαζί και θα πεθάνουμε
παρέα, σε βαθιά γεράματα. Πρέπει να της δώσω να καταλάβει πως αυτός είναι
ο σκοπός της ζωής και των δυο μας. Να είμαστε ΜΑΖΙ. Κάποτε, πήραμε ιερό
όρκο γι αυτό, δεν επιτρέπεται να τον σπάσουμε. Πρέπει να της θυμίσω, να την
κάνω να καταλάβει. Όμως πρώτα, πρέπει να την βρω, να γυρίσει στο σπίτι
μας, να της ζητήσω συγνώμη που παραφέρθηκα. Κι από δω και μπρος, δεν
θα πηγαίνει πουθενά μόνη της. Στον γυναικολόγο είπε ήτανε; Την επόμενη
φορά, θα πάω μαζί της. Να ξέρω κάθε στιγμή που είναι και τι κάνει. Και με
ποιόν… Μόνο να την φέρω πίσω. Μόνο αυτό και όλα θα φτιάξουν…
Κωνσταντίνα Μπιζέ
Σπλατς
καθώς η κοτσίδα
περίτεχνα δένεται στο
χέρι του άλλου
(ο άλλος: στίβος, βουνά
και όρη το κορμί
χείμαρροι ποτάμια
οι φλέβες και τα λοιπά
και τα λοιπά) σέρνει
την κοτσίδα μαζί
το κεφάλι –ακολουθεί
ξεχωριστά το σώμα
σε άλλο χρόνο·
απ’ την κοτσίδα τρέχει
το κεφάλι
κοτσίδα στο χέρι (σφιχτά)
το σώμα πιο κάτω
πάτωμα –σέρνεται ακόμη
σε χρόνους χελώνας.
φωνή δεν φαίνεται
μέχρι που
σπλατς
ακούγεται
ξανά και ξανά και ξανά
χείμαρροι τα σάλια απ’ το
κεφάλι της ποτάμια.
τα όρη τα βουνά τώρα
δεν είναι στίβος
του κορμιού του είναι
δικά της -μόνο-
χρώματος μωβ κόκκινα
μαύρα μπλε -άλλο τοπίο-
ανάλογα τον χρόνο που
ακέραια το χέρι
που προσεύχεται έπεσε
και ακούστηκε το σπλατς
ξανά και ξανά
να μην τα ξαναλέμε
γιατί υπάρχει και το όριο
η υπομονή που χάνεται
του χεριού που έπεσε
στο κορμί· του χεριού που
δέθηκε η κοτσίδα.
Δεν φταίει το χέρι
φυσικά
το κεφάλι της φταίει που
σκέφτεται, το σώμα
που δεν υπακούει όταν
πρέπει, το χέρι όχι -ποτέ-
γιατί να τώρα δα,
χέρι χαϊδεύει
το σώμα κουφάρι
αγκαλιάζει
τοπίο χρωμάτων στο
σώμα καλύπτει.
Έτσι, σε χρόνους
άτακτους
δημιουργούνται βουνά
εδώ κι εκεί ποτάμια
χείμαρροι μέχρι που
ήχος να βγει απ’ την
φωνή της
ήχος που σταματά το
χέρι όταν κραυγάζει
η τίσις.
Συρματένια Πλατανά
Σεισμός
Πήγε στο τμήμα· τα σημάδια στο πρόσωπο, στα πόδια, στην κοιλιά· μέσα στην κοιλιά η Δάφνη μηνών επτά· έξω από την κοιλιά η Αστυνομία είπε πως δεν είναι δυνατόν, αυτός είναι γιατρός· αυτή είπε: το ξύλο δεν είναι φάρμακο· της είπαν: είναι γιατρός τα υπόλοιπα είναι ιστορίες. Όλα γίνονταν ξανά και ξανά. Κύκλοι έκλειναν άνοιγαν άλλοι. Αυτός πετούσε στο παιδί ό,τι εύρισκε· τον ενοχλούσε. Η μάνα το κουνούσε στα γόνατα και έσκυβε λίγο στην αρχή, δεν κατάλαβε πως έχανε ύψος, ότι οι σπόνδυλοι γλιστρούσαν δεξιά και αριστερά· έσκυβε πάνω από το παιδί, στέγη.
Το παιδί είναι στα οκτώ. Κάθε δεκαπέντε ημέρες βλέπει τον γεννήτορα. Η δικαστής ρωτάει: τον αγαπάει; Τον αγαπάει και τον φοβάται λέει η μάρτυς, και γυρίζει στο σπίτι και τρέμει και η μαμά της την αγαπάει και την αγαπάει και παύει να τρέμει, μόνο κάποιες φορές πετιέται και φωνάζει: μαμά σεισμός. Αυτός μπροστά της χαρακώθηκε, την ανάγκασε να βλέπει τοκετούς, άλλες φορές οδηγούσε μεθυσμένος με το παιδί στα γόνατα, άλλες φορές άλλες φορές δεν θα υπάρξουν. Πλέον οι δυο τους.
Όταν έμαθε για τον θάνατό του γέλασε πολύ και ζήτησε επειγόντως συνεδρία.
Έκτακτες καταστάσεις ο θάνατος και η ελευθερία.
Κωνσταντίνα Σώζου-Κύρκου
Κηδειόχαρτο
«Μη φοβάσαι. Δεν θα μείνεις ποτέ μόνη σου,
Μόνο νεκρή θα φύγεις από μένα».
Οι λέξεις γλιστρούσαν μέσα απ’ τα δόντια σου
Όπως το νήμα διώχνει κολλημένα ψίχουλα.
Από τότε άρχισα να φοβάμαι.
«Αίσχος! Ποτέ δεν έρχονται
Όταν τους χρειαζόμαστε»
Έφτυνες τις λέξεις σαν κουκούτσια από
Παλιά ξινά σταφύλια.
Ποτέ δεν ήρθαν. Από τύχη ζω.
Ανακάλυψες ότι υπάρχουν
Ιδιωτικά ασθενοφόρα
Όταν αρρώστησες.
«Όσα κι αν πάρουν… Σε μιαν ανάγκη…»
Κατάπινες μπουκιές
Από ξερό ψωμί.
«Δεν γεννήθηκε ακόμα ο άνθρωπος που
Θα μου τη φέρει εμένα»
Ξεφλούδιζες χιτώνες και μεμβράνες
Απ’ τα μάτια μου
Τον ένα μετά τον άλλο,
Ώσπου να βρεις
Το φόβο.
Παίρνω τη βαλίτσα μου
Ένα βράδυ
Τα κλειδιά μου
Στο τραπέζι.
Στην εξώπορτα κολλημένο
Ένα κηδειόχαρτο
Με τ’ όνομά μου.
«Οι τεθλιμμένοι συγγενείς»
Πνιχτά γελάκια βγαίνουν
Απ’ το στήθος μου
Σα φλέματα ασθματικού.
Συνεχίζω την πορεία μου,
Η βαλίτσα χειροπέδη στον καρπό μου,
Τώρα σε κάδο απορριμμάτων
Βαδίζω για το πουθενά
Ή για το κάπου
Ή αν είμαι τυχερή για το παντού.
Τι να μου πει εμένα ένα παλιόχαρτο;
Είμαι σίγουρα η πιο ζωντανή νεκρή
Που έχει (ξανα)γεννηθεί.
Κατερίνα Λιβιτσάνου-Ντάνου*
Σύναξη γυναικών
Αγνοεί πώς εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ
μαζευτήκανε μπροστά στα μάτια του
όλες οι …τυχερές γυναίκες του κόσμου.
Κι αυτός, άγαλμα πια, τις πρόσεχε
χωρίς καθόλου να μπορέσει ν’ αντιδράσει.
Α
Οι έφηβες Ινδές φίλες, αγνά κορίτσια
που στο δένδρο κρεμαστήκανε,
αφού βιάστηκαν από «ανήσυχους» νέους
την ώρα που στο δάσος περπατούσαν
και τα αγνά όνειρά τους συζητούσανε.
Χτυπιούνταν οι δικοί τους, σαν τις βρήκανε
κι οι χωρικοί …το θέαμα κοιτάζανε στο δένδρο.
Β
Κι οι πνιγμένες όμορφες μανούλες
με τα παιδιά στην αγκαλιά, που οι «σοφοί»
σε σαπιοκάραβα τις βάλανε, κάπου
σε παραδείσου γη να βγουν, να ζήσουν
να μεγαλουργήσουνε. Κι αυτές ελπίσανε,
μα ξάφνου τις κατάπιε η θάλασσα
και στο βυθό ζωές και όνειρα χαθήκανε.
Γ
Κι η μικρή κόρη απ’ το Πακιστάν,
που τη σκοτώσανε δια λιθοβολισμού
οι οικείοι, ο πατέρας συγκεκριμένα,
γιατί τόλμησε παράφορα να ερωτευτεί
ένα νέο, πολύ κακό το τόλμημα και πιο πολύ
να κυοφορήσει τον καρπό του έρωτά τους.
Τι ικανοποίηση, σαν ξεψυχούσανε κι οι δύο!
Δ
Κι οι μαθήτριες από τη Νιγηρία,
πάρα πολλές, την εξαφάνισή τους
στήσανε σωστά οι «σκληροί» απαγωγείς
και την ευθύνη αναλάβανε έπειτα.
Της πρώτης κυρίας η δήλωση σκληρή
οι μαρτυρίες κάποιων συγκλονιστικές,
όμως κανείς τις μάνες τους δε σκέφτηκε.
Ε
Και τα κορίτσια απ’ το Μπαγκλαντές
στο κρεβάτι του πόνου, σε νοσοκομείο,
με τα καμένα ή δεμένα πρόσωπά τους
θρηνούν, που η ομορφιά τους χάθηκε
από κάποιους που εκτιμήσανε πως σεμνά
ντυμένες δεν ήταν και οξύ τους πετάξανε.
Τώρα η ζωή τους αγώνας για αξιοπρέπεια.
ΣΤ
Κι η μονάκριβη κόρη απ’ τη Β. Καρολίνα
που αλίμονό της από τα έξι της αδέρφια
κακοποιούνταν, με την ανοχή των γονιών τους.
Δέκα ολόκληρα χρόνια η απόλυτη φρίκη
κι ήρθε επιτέλους η σκληρή τιμωρία τους.
Μα πώς να λυτρωθεί μια αθώα ψυχή
που κάθε μέρα οι δικοί της την ταπείνωναν;
Πολλές φριχτές φιγούρες παρουσιάζονταν ∙
είχε καθηλωθεί ο άνθρωπος του σήμερα,
έβγαλε μια κραυγή και γύρισε το βλέμμα του.
Αντίκρισε ένα παιδί μ’ ένα πλατύ χαμόγελο
Αυτός ήθελε να’ ναι ο κόσμος του, ο Μέγας.
*Το ποίημα ανήκει στην ποιητική συλλογή της Κατερίνας Λιβιτσάνου-Ντάνου ‘Στη Σκιά Του Κόσμου’, Βακχικόν (2020)
Μαρία Λάτσαρη
Καντριγιέ
Με την πλάτη εκεί στο δέντρο
και μια περίεργη στο πρόσωπο έκφραση
― Ήσυχα μαύρο σύννεφο
πώς το φεγγάρι καταπίνει!
Η υγρασία το δέρμα γδέρνει ―
Μόνη και αβοήθητη
από την παραλία με μάζεψε
σε μια ξεβρασμένη λέμβο δίπλα.
Μες στην αντάρα άραγε
ποιος θα ζητούσε τον λογαριασμό
για δυο ροζ παπούτσια που κρύβονταν
κάτω απ’ την κουμπωμένη καμπαρντίνα;
Άννα-Μαρία Φ.
Όταν φεύγεις
όταν φεύγεις τα ρολόγια δε σταματάνε ποτέ διαμελίζουν την ώρα
λες και τα ενδεχόμενα μια αρμαθιά κλειδιά
είναι καθώς εφάπτονται στην κλειδαριά
κάποια πυροδοτούν εκρήξεις
με μόνη βεβαιότητα το ωστικό για σένα κύμα
και πόσο φυσικοί δεν είναι οι νόμοι
που ορίζουν την επαναληψιμότητα
ως ικανή συνθήκη
έχετε ανατιναχθεί ξανά από εκείνον;
Παίρνεις μόνο όσα βιβλία κουβαλάνε δυο χέρια
τα υπόλοιπα στο ράφι δόντια νεογιλά
επιβιώνω μ’ αυτά δαγκώνω
μέχρι να αιμορραγήσουν τα χείλη μου
νομίζω τα βιβλία μου κοιμούνται
τον ταραγμένο ύπνο που έκανα και ’γω.
Το σώμα σου, όταν φεύγεις, καλειδοσκόπιο αναμνήσεων
χαζεύεις απ’ την κλειδαρότρυπα
πώς ένας άντρας σπρώχνοντας ορίζει την τροχιά της πτώσης,
η ιστορία γράφεται από χέρια
που εξαναγκάζουν
μα ξαναγράφεται όπως την ουρλιάζουν τα μάγουλα
δε θέλω να αλλάξω μόνο το αύριο
μα και το τώρα ώσπου να λέμε
αγγίζομαι μόνο με τρυφερότητα.
Την ώρα της φυγής θες να ξηλώσεις
ακόμα και τον ουρανό καμιά φορά
τι γίνεται αν δεν κρυφτείς
ή σε προδώσει αυτό το φως
που αφήνουν τα αστέρια όταν πεθαίνουν
μη φοβάσαι το φως είναι απλά χαρτοπόλεμος
που μένει απ’ την καταστροφή του φεγγαριού
αρνήθηκε να γίνει καρτ ποστάλ
για αυτούς που αναπολούν ρομαντικά τη βία
και κάθε σώμα ουράνιο ξέρει καλά
πώς είναι να διαλέγει το όνομά σου κάποιος άλλος
γι αυτό δε φέρονται σκληρά σε όσες περιμένουν
με σάκους και μισοντυμένες τις φίλες να σχολάσουν
όμως υπάρχουν τα αφεντικά που σημειώνουν
άργησες το επόμενο πρωί ενώ εσύ
δεν ξέρεις αν πρέπει να επιλέξεις
ευρυαγγίες ή τενοντίτιδα
όσο κοιμάσαι σε στρωμένο καναπέ κρεβάτι
σαν να μην ήσουνα ποτέ εκεί και τον ξεστρώνεις
όταν φεύγεις περιφέρεσαι σε δρόμους
οδός γλάδστωνος εδώ ζητάς συγνώμη
εδώ τη σκότωσαν τη βίασαν της έκαναν κακό
αυτός ο κόσμος συνδεδεμένος στα μηχανήματα
χρόνια τώρα χανόμαστε σαν τις ανάσες του
όμως συχνά μας επουλώνουν τα λόγια
που έλεγαν πως δε γράφει σωστά
αλλά παρόλα αυτά τα έγραψε.
Επιβιώνω θα πει πως είχα κόστος να μοιραστώ
γι αυτό και δε θα μας ξεχωρίζω πια
αυτές που φύγαμε ή όχι
μέσα μας λειτουργεί το ίδιο αεικίνητο
από σιωπές και κρότους
*
κλικ κλακ κλικ κλακ
κοιμάμαι πιο ήσυχη πλέον
ακούω τα βήματά σου που πληθαίνουνε κοντά μου.
Βιογραφικά σημειώματα
Η Ανθούλα Αθανασιάδου γεννήθηκε το 1957 στην Αθήνα. Σπούδασε Σκηνοθεσία στην κινηματογραφική σχολή Λ. Σταυράκου και στο Παρίσι. Εργάστηκε στην παραγωγή διαφημιστικών ταινιών, καθώς και ταινιών μεγάλου μήκους (1982-1986), σε μεγάλα διαφημιστικά γραφεία και εταιρείες (1988-2002), ενώ από το 1998 μέχρι το 2000 έγραφε τα σενάρια της εκπομπής KTV του καναλιού NOVA. Το 1998 έγραψε και σκηνοθέτησε το θεατρικό έργο Για όλα φταίει ο Χάρρυ, ενώ το 2004 έγραψε την τηλεοπτική σειρά μυθοπλασίας Η αδελφή της αδελφής της αδελφής μου, βασισμένη στο πρώτο της μυθιστόρημα. Η σειρά προβλήθηκε από τον τηλεοπτικό σταθμό ΑΛΦΑ. Από το 2020 γράφει σενάρια στην σειρά Οικογενειακές Ιστορίες του ίδιου σταθμού. Από το 1984 γράφει στίχους για τραγούδια. Αναλυτικά τα βιβλία της: Πες μου πόσο μ’ αγαπάς; (Κέδρος, 2000), Πάμε για καφέ; (Κέδρος, 2001), Το λυπημένο αστεράκι. Ο Γαργαλούπης (Κέδρος, 2002), Μυριάνθη. Ο Λουκουμάκης στην Καραμελοχώρα (Κέδρος, 2002), Το βατραχάκι που δεν ήθελε να γίνει πρίγκιπας (Κέδρος, 2002), Το φιλί που καίει (Κέδρος, 2003), Το ροζ φουστάνι (Κέδρος, 2003), Τα δώρα της Πανδώρας (Κέδρος, 2003), Μια δύσκολη μετακόμιση (Μικρή Μίλητος, 2004), Η παρέα της πλατείας (Ελληνικά Γράμματα, 2004), Η αδελφή της αδελφής της αδελφής μου (Κέδρος, 2005), Σοφές ιστορίες και κερασόπιτες (Κέδρος, 2007), Ερωτευμένοι λουκουμάδες (Κέδρος, 2008), Ένα ξεχωριστό δώρο για την πριγκίπισσα (Κέδρος, 2010), Το μαγικό κουκλόσπιτο (Άγκυρα, 2010), Πρόσευχε (Κέδρος, 2012), Και του ύψους και του βάθους (Πικραμένος, 2014), Το αύριο και το θα (Κέδρος, 2018), Απρόβλεπτες ιστορίες μαμάδων…και λεύκωμα αναμνήσεων (Κίτρινο πατίνι, 2022).
Η Αναστασία Γκίτση γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Είναι καθηγήτρια Θεολογίας με μεταπτυχιακές σπουδές σε Γαλλία και Ελβετία. Τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στο Ελληνικό Λύκειο Νυρεμβέργης. Αρθρογραφεί σε έντυπο κι ηλεκτρονικό τύπο. Είναι υπεύθυνη ύλης του περιοδικού και των εκδόσεων Intellectum. Εμπνεύστρια και δημιουργός του καλλιτεχνικού τριπτύχου «Sygorma», όπου η ποίηση εναρμονίζεται με την μουσική και τα εικαστικά. Ποιήματα και μελέτες της έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους, εφημερίδες, περιοδικά (ελληνικά και ξένα). Στο θέατρο έχουν μεταφερθεί μονόλογοί της από την ομάδα «Contact Ensemble» και ποιήματά της από τις ομάδες «Trickortreat» και «Persona non grata». Η ομάδα «desThess» έχει οπτικοποιήσει ποίησή της. Πρόσφατα παρουσίασε ποίησή της στο Γερμανικό Εθνικό Μουσείο Νυρεμβέργης εν είδει performance. Συμμετέχει σε πειραματικά projects και Ιnternational Festivals Poetry (Αγγλία – Γερμανία) με video poems και διαδραστικές αναγνώσεις.
Η Άλεξ Λακάκη εργάζεται ως υποψήφια διδάκτωρ στη Γνωστική Σημειωτική στο Λουντ πανεπιστήμιο της Σουηδίας. Το πρώτο της βιβλίο, Αν-ν, αν και μόνο αν, θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Ενύπνιο.
Η Μαρία Λάτσαρη γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Βιολογία και έκανε διδακτορικό στις Νευροεπιστήμες ως υπότροφος του ΙΚΥ. Σήμερα εργάζεται ως μέλος ΕΔΙΠ στο Τμήμα Κτηνιατρικής του ΑΠΘ. Συμμετείχε στη μετάφραση των βιβλίων Φαντάσματα στον εγκέφαλο (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2004) και Όραση και Τέχνη (Παρισιάνου, 2010). Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές: Εν δυνάμει πραγματικότητα (Μανδραγόρας, 2016), η οποία περιλαμβανόταν στη μικρή λίστα για το βραβείο Πολυδούρη 2017 και Εμείς η Αντιγόνη (Νεφέλη, 2023).
Η Κατερίνα Λιβιτσάνου – Ντάνου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λευκάδα. Σπούδασε Κλασσική φιλολογία και υπηρέτησε ως φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Λυκαυγές (Πασχέντη, 2007), Εντός Ορίων (Γαβριηλίδης, 2012), Αγκαλιά από Κιμωλία (Γαβριηλίδης, 2014), Διαδρομές Παράλληλες (Γαβριηλίδης, 2018), Στη Σκιά του Κόσμου (Βακχικόν, 2020), Ο Άνθρωπος που Μιλούσε με τον Ήλιο (Βακχικόν, 2021) και τις συλλογές διηγημάτων Απόδραση στους Σφακιωτες (Πασχέντη, 2010), Ο Επισκέπτης του Χειμώνα (Γαβριηλίδης, 2016) και Δραπέτες της Καθημερινότητας (Βακχικόν, 2021). Ποιήματά της περιλαμβάνονται σε ποιητικές – φιλολογικές ανθολογίες, ενώ συνεπιμελήθηκε το λεύκωμα Κοπιάστε όπως μας ηύρατε του Δήμου Σφακιωτών Λευκάδας (2008). Έχει βραβευτεί από συλλόγους (ποίηση, διήγημα, παιδικό παραμύθι). Συμμετέχει σε ομάδες φιλαναγνωσίας, είναι μέλος διαφόρων συλλόγων, ασχολείται με τα πολιτιστικά δρώμενα του τόπου και κείμενά της (πεζά, ποιητικά, κριτικές βιβλίων) δημοσιεύονται σε ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα.
Η Κωνσταντίνα Μπιζέ γεννήθηκε το 1985. Είναι αρχιτέκτονας και ζει στη Θεσσαλονίκη.
Η Συρματένια Πλατανά γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Νοσηλευτική με ειδίκευση στην Παθολογία και εργάστηκε επί σειρά ετών στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο. Τα τελευταία χρόνια παρακολούθησε σεμινάρια ποίησης και θεατρικής γραφής. Ποιήματά της παρουσιάστηκαν στην Λογοτεχνική Σκηνή και δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Εντευκτήριο. Υπό έκδοση βρίσκεται το πρώτο της ποιητικό βιβλίο.
Η Κωνσταντίνα Σώζου-Κύρκου γεννήθηκε το 1968 στο Θύριο Αιτωλοακαρνανίας. Από το 1985 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων, Αγγλική Φιλολογία και Δημιουργική Γραφή (MA, Lancaster University). Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια πεζογραφίας και ποίησης. Διηγήματα και ποιήματά της έχουν εκδοθεί σε ελληνικά περιοδικά (Χάρτης, Πλανόδιον, Θράκα, Ποιείν, Περί Ου, Έννεπε Μούσα, Πνοές, Fractal κ.α.) και σε ξενόγλωσσα (Tincture Journal, Fairlight Books, Fantastic Books Publishing, The Missing Slate, Tales from the Forest, Ink Sweat and Tears, New Critique, 101 Words, Every Writer’s Resource, Lascaux Review, Flash Frontier κ.α.). Έχει εκδώσει δύο συλλογές διηγημάτων: Black Greek Coffee (Troubador Publishing, 2014) και Καρπούζι με Φέτα (Παράξενες Μέρες, 2019).

Η Νίκη Χαλκιαδάκη κατάγεται από την Κρήτη. Γεννήθηκε το 1980 στα Τρίκαλα Θεσσαλίας. Αποφοίτησε από το Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Εισήχθη με υποτροφία στο Μεταπτυχιακό «Δημιουργική Γραφή» του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Το βιβλίο της ανάσκελη με πυρετό τιμήθηκε με το Πρώτο Βραβείο καλύτερης ποιητικής συλλογής, νέου ποιητή, για το 2013 από το Συμπόσιο Ποίησης, στο Πανεπιστήμιο Πατρών και ήταν στη βραχεία λίστα, την ίδια χρονιά, για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης του ΥΠΠΟ. Ποιήματά της έχουν φιλοξενηθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γερμανικά και γαλλικά. Οι μικρές κανίβαλες είναι η τρίτη της ποιητική συλλογή. Τα τελευταία δέκα χρόνια ζει στη Σκωτία.
Η Βάσω Χριστοδούλου γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 1982. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στην Αθήνα. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές: 60 Αποχρώσεις του Μαύρου σε Φόντο Λευκό (Λογείον, 2012), Sati (Κύμα, 2019), Κάνε Με (Καζανάκι, 2023).