Τρία ποιήματα – Louise Glück, μετάφραση Άγγελος Λουκάκος
Μεταφράσεις από το βιβλίο «Οι επτά εποχές»
Σημείωση του μεταφραστή
Το έργο της βραβευμένης με Νόμπελ Λουίζ Γκλικ, είναι μεγάλο και ποικίλο. Μέσα στα δεκατρία ποιητικά της βιβλία, οι φωνές ηρώων, θεών, λουλουδιών, πιστών, αλλά και απλών ανθρώπων, συνομιλούν, αντιμάχονται και φτάνουν σε καθολικές διαπιστώσεις για την ανθρώπινη ύπαρξη. Στο βιβλίο της «Οι Επτά Εποχές» (2001), η Γκλικ αποδίδει φόρο τιμής στην παιδική ηλικία, την αθωότητα και το νεαρό ενός καιρού που δεν γυρνά πίσω. Ένα έργο για τον θάνατο, την μνήμη και την προσπάθεια του νου να μην διαβρωθεί από τις εποχές που περνούν από πάνω του.
Αγία Ιωάννα
Όταν ήμουν επτά, είχα ένα όραμα:
πίστευα ότι θα πέθαινα. Θα πέθαινα
στα δέκα, από πολιομυελίτιδα. Είδα τον θάνατό μου:
ήταν ένα όραμα, μια ματιά στο μέλλον─
όπως και αυτό της Ιωάννας, για να σώσει την Γαλλία.
Θρήνησα πικρά. Στερημένη
γης, στερημένη
όλης της παιδικότητας, τα σπουδαία όνειρα της καρδιάς μου
που ποτέ δεν θα γίνονταν αλήθεια.
Κανείς δεν τα ήξερε όλα αυτά.
Κι ύστερα έζησα.
Συνέχισα να ζω
ενώ θα έπρεπε να καίγομαι:
ήμουν η Ιωάννα, ήμουν ο Λάζαρος.
Μονόλογος
της παιδικής ηλικίας, της εφηβείας.
Ήμουν ο Λάζαρος, ο κόσμος μου δόθηκε ξανά.
Νύχτες ξάπλωνα στο κρεβάτι, περιμένοντας να με βρουν.
Και οι φωνές γυρίσανε, αλλά ο κόσμος
αρνούταν να υποχωρήσει.
Ξάπλωνα ξύπνια, με αυτιά ανοιχτά.
Πενήντα χρόνια πριν, όταν ήμουν μικρή.
Και φυσικά τώρα.
Τι ήταν αυτό, που μου μιλά; Τρόμος
του θανάτου, τρόμος του σταδιακού χαμού‧
φόβος αρρώστιας σε γαμήλια λευκά─
Όταν ήμουνα επτά, πίστευα ότι θα πεθάνω:
μόνο οι ημερομηνίες ήταν λάθος. Άκουσα
μια ζοφερή πρόβλεψη
να σηκώνεται μέσα στο σώμα μου.
Σου έδωσα την ευκαιρία σου.
Σε άκουσα, σε πίστεψα.
Δεν θα σε αφήσω να με έχεις ξανά.
Το ώριμο ροδάκινο
1.
Κάποτε,
μόνο η σιγουριά, με έκανε
χαρούμενη. Φαντάσου─
η σιγουριά, ένα νεκρό πράγμα.
2.
Κι ύστερα ο κόσμος,
το πείραμα.
Το απαίσιο στόμα
λιμοκτονεί για αγάπη─
σαν αγάπη:
η απότομη, σκληρή
σιγουριά του τέλους─
3.
Στο κέντρο του νου,
το σκληρό κουκούτσι
η κατακλείδα. Λες και
το ίδιο το φρούτο
δεν υπήρξε, μονάχα
το τέλος, το σημείο
αναμεταξύ
αναμονής κα νοσταλγίας─
4.
Τόσος φόβος.
Τόσος τρόμος για τον επίγειο κόσμο.
Το μυαλό μανιασμένα
προστατεύει το σώμα από
τα περαστικά, τα προσωρινά,
το σώμα ζορίζεται να αντισταθεί─
5.
Ένα ροδάκινο στο τραπέζι της κουζίνας.
Ρεπλίκα. Είναι η γη,
η ίδια
γλύκα που εξαφανίζεται
και περικυκλώνει το πέτρινο τέλος,
και σαν την γη
κι αυτό προσβάσιμο─
6.
Μια ευκαιρία
για ευτυχία: γη
που δεν μπορούμε να έχουμε
μόνο η εμπειρία─Και τώρα
η αίσθηση: το μυαλό
το σιγάζει το φρούτο─
7.
Δεν έχουνε
φιλιώσει. Το σώμα
εδώ, το μυαλό
ξέχωρο, όχι
μονάχα φύλακας:
έχει άλλες χαρές.
Είναι ο νυχτερινός ουρανός,
τα λαμπρότερα αστέρια είναι
η αψεγάδιαστη διαφορά του─
8.
Μπορεί να επιβιώσει; Υπάρχει
φως που επιβιώνει στο τέλος
και μέσα οι δουλειές του μυαλού
να συνεχίζουν να ζουν: σκέψη
που περιφέρεται στο δωμάτιο,
πάνω από το μπολ με τα φρούτα─
9.
Πενήντα χρόνια. Ο νυχτερινός ουρανός
γεμάτος πεφταστέρια.
Φως, μουσική
από κάπου μακριά─πρέπει να έχω
χαθεί σχεδόν. Πρέπει να είναι
πέτρα, αφού η γη
με κυκλώνει─
10.
Υπήρχε ένα
ροδάκινο στο ψάθινο καλάθι.
Ένα μπολ με φρούτα.
Πενήντα χρόνια. Μεγάλος ο δρόμος
από την πόρτα στο τραπέζι.
Έρος
Τράβηξα την καρέκλα μου στο παράθυρο του ξενοδοχείου, να δω την βροχή.
Ήμουν σε κάποιο όνειρο ή κάποια ύπνωση─
ερωτευμένη μα και πάλι
δεν ήθελα τίποτα.
Έμοιαζε αχρείαστο να σε αγγίξω, να σε ξαναδώ.
Ήθελα μόνο αυτό:
το δωμάτιο, την καρέκλα, τον ήχο της βροχής που πέφτει,
ώρα με την ώρα, στην ζέστη της ανοιξιάτικης νύχτας.
Δεν χρειαζόμουν άλλο‧ ήμουν χορτάτη.
Είχε γίνει η καρδιά μου τόσο μικρή‧ χρειαζόταν τόσα λίγα να την γεμίσεις.
Έβλεπα την βροχή να πέφτει σαν βαριά φύλλα πάνω στην πόλη─
Δεν ενδιαφερόσουν‧ θα μπορούσα να σε αφήσω
να ζήσεις όπως το χρειαζόσουν.
Ξημερώματα ηρέμησε η βροχή. Έκανα όσα
κάνει κανείς στο φως, με αθώωσα
μα κινούμουν σαν υπνοβάτης.
Όλα ήταν αρκετά, μα εσύ δεν ανήκες μέσα τους πλέον.
Λίγες μέρες σε μια παράξενη πόλη.
Μια συζήτηση, ένα άγγισμα των χεριών.
Και μετά, έβγαλα την βέρα μου.
Αυτό ήθελα: να μείνω γυμνή.
Σύντομο βιογραφικό του μεταφραστή
Θεσσαλονικιός. Αν δεν διαβάζει στο λεωφορείο, θα τον βρείτε να αράζει σε πάρκα. Γράφει, διαβάζει, διαβάζει και γράφει. Αυτά κυρίως. Καμιά φορά τα λέει, καμιά φορά τα καίει βράδια με πανσέληνο. Έχει ποιήματα δημοσιευμένα σε περιοδικά, και έχει εκδώσει ένα βιβλίο: και τον ονόμασαν φως, εκδόσεις ΤΡΙ.ΕΝΑ Πολιτισμού.