Το απαρηγόρητο θηρίο: Για το ΣΚΠ της Χριστίνας Λιναρδάκη

Γράφει ο Αντώνης Μπαλασόπουλος

ΣΚΠ είναι ο «αντιποιητικός» τίτλος της ποιητικής συλλογής της Χριστίνας Λιναρδάκη, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ενάντια. Πρόκειται για το ιατρικό ακρωνύμιο της Σκλήρυνσης Κατά Πλάκας. Και συνεπώς, για μια συλλογή, γραμμένη εξ ολοκλήρου, νομίζω, στο πρώτο πρόσωπο, η οποία πραγματεύεται το ζήτημα του πόνου: του σωματικού πόνου, του ψυχικού και συναισθηματικού πόνου.

Αλλά τι είναι ο πόνος; Ο πόνος είναι, ουσιαστικά, η εμπειρία του αδιαμεσολάβητου, ή καλύτερα η μία της όψη· η άλλη είναι η ηδονή. «Αδιαμεσολάβητο» σημαίνει αυτό απέναντι στο οποίο το σώμα δεν έχει άμυνες ή φίλτρα. Ο πόνος, όπως και η ηδονή, είναι άμεσα σωματικά συναισθήματα για τα οποία δεν υπάρχει καταφυγή και για τα οποία δεν υπάρχει επίσης, όταν τα νιώθουμε, γλώσσα. Η γλώσσα είναι πάντα εκ των υστέρων απέναντι στον πόνο, όπως είναι και απέναντι στην ηδονή, και είναι πάντα μια προσπάθεια διαμεσολάβησής τους και επεξεργασίας τους από τον νου.

Το ζήτημα αυτό έχει μιαν ιδιαίτερη βαρύτητα σε περιπτώσεις όπως αυτή που αφορά η συλλογή της Λιναρδάκη, όπου μια ιδιαίτερα επώδυνη και βαριά ασθένεια έρχεται, θαρρείς, από το πουθενά, χωρίς λογική εξήγηση, αυθαίρετα και τυχαία. Η βάσανος του σώματος γίνεται άμεσα βάσανος του νου, επειδή ακριβώς δεν είναι κάτι για το οποίο υπάρχουν εξηγήσεις ή απαντήσεις: αυτό που συμβαίνει, συμβαίνει. Και συνεπώς η γλωσσική του επεξεργασία, η επεξεργασία του από τη νόηση, και ειδικά από την τέχνη στις διάφορες μορφές της, αποτελεί μια προσπάθεια να εξαχθεί κάποια λογική από το παράλογο και κάποιο νόημα από αυτό που δεν έχει νόημα και είναι μονάχα η κραυγή του ευάλωτου σώματος. Η συλλογή της Λιναρδάκη είναι έντιμη και καθαρή ως προς αυτή την παράμετρο: δεν εκμεταλλεύεται και δεν εμπορευματοποιεί την ασθένεια και τον πόνο, δεν είναι «φτηνή» και εντυπωσιοθηρική, παλεύει με καθαρά χέρια απέναντι στην εμπειρία και για λόγους απόλυτα ανθρώπινους και προσωπικούς.

Χριστίνα Λιναρδάκη, “ΣΚΠ”. Εκδόσεις Ενάντια, 2024

Αλλά η μεγάλη δυσκολία όταν βρίσκεται κανείς απέναντι σ’ αυτό το αδηφάγο θηρίο που λέγεται πόνος είναι πως αφενός δεν μπορεί να το αναστήσει εκ των υστέρων παρά μόνο μέσα από κάθε λογής γλωσσικές «καταχρήσεις» της κυριολεξίας, που αποτελούν όχι μόνο βασικά μέσα για την ποιητική γλώσσα αλλά και μέσα διαμεσολάβησης, επεξεργασίας, αποστασιοποίησης και τελικά υπέρβασης ή ξεπεράσματος του αδιαμεσολάβητου συναισθήματος· αφετέρου όμως πρέπει να παλέψει ώστε αυτό το συναίσθημα να παραστεί αυθεντικά στο ποιητικό σώμα, να μη χαθεί και να μη θαφτεί κάτω από το μεταφορικό οπλοστάσιο, να μην «αισθητικοποιηθεί», να μην γίνει κάτι υπερβολικά αφηρημένα ή «εγκεφαλικό».

Πρόκειται, προφανώς, για ανεπίλυτο δίλημμα: δεν υπάρχει τρόπος να μιλήσεις για τον πόνο, δηλαδή το αδιαμεσολάβητο, με τρόπο που είναι ο ίδιος αδιαμεσολάβητος. Και δεν υπάρχει τρόπος να διαμεσολαβήσεις τον πόνο με τη γλώσσα και με τις τροπικότητες και σημειωτικές ολισθήσεις της γλώσσας χωρίς πάντοτε να κινδυνεύεις να παραχαράξεις κάτι από την αμεσότητα του πόνου. Το έργο της ποίησης με θέμα τον σωματικό (και κατόπιν τον ψυχικό και συναισθηματικό πόνο) είναι αδύνατο, ανέφικτο. Η διαφορά είναι ότι η αναγνώριση, η συνειδητοποίηση αυτού του αδύνατου δε σηματοδοτεί το τέλος της ποίησης. Σηματοδοτεί την αρχή της. Ο αυθεντικός ποιητικός λόγος είναι πάντα μια απόπειρα επίλυσης του ανεπίλυτου, που φυσικά αποτυγχάνει. Αλλά η καθορισμένη μορφή της αποτυχίας αυτής είναι πάντοτε η βάση της κρίσης για τον βαθμό στον οποίο ένα έργο καταφέρνει να αποσπάσει από τον πόνο κάτι που ο ίδιος επουδενί δεν περιέχει, όντας μάλλον κάτι σαν την πεμπτουσία της μονοτονίας των ερεθισμάτων και του μουδιάσματος κάθε σκέψης: να αποσπάσει το έργο τέχνης.

Η ποιητική του Paul Celan αποτελεί έναν πολύτιμο οδοδείκτη (όχι τυφλοσούρτη, βέβαια) για όσους αποπειρώνται να τα βάλουν εκ των υστέρων με το απαρηγόρητο θηρίο του πόνου. Αυτό συμβαίνει επειδή ο Celan δεν είναι ένας ποιητής που μιλάει για τον πόνο ωσάν αυτός να βρίσκεται κάπου επέκεινα της γλώσσας. Ο Celan μπολιάζει την ίδια τη γλώσσα με πόνο, κάνει τη γλώσσα να πονά. Ασφαλώς, αυτό ακούγεται σαν μια διατύπωση όχι λιγότερο μεταφυσική σε χαρακτήρα από την εντύπωση πως η ποίηση μπορεί να μεταφέρει αδιαμεσολάβητα και άμεσα το φυσικό συναίσθημα του πόνου. Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Η γλώσσα στον Celan πονά ασφαλώς μόνο μεταφορικά, αλλά επειδή η γλώσσα είναι το μόνο μέσο με το οποίο μπορούμε να μιλήσουμε για τον πόνο, η μεταφορά του πόνου από το περιεχόμενο στη μορφή έχει αποτελέσματα: η διστακτικότητα της πρότασης, η αίσθηση του ατελούς και του μετέωρου, η γλωσσική νεοπλασία, οι παύσεις, η υπονόμευση της συντακτικής ευκρίνειας, όλα αυτά τα πλήρως γλωσσικά μέσα μεταφέρουν ασυναίσθητα στον αναγνώστη ή την αναγνώστρια κάτι από αυτό για το οποίο ο Celan σπανιότατα δέχεται να μιλήσει ρητά ή ξεκάθαρα. Και επειδή τα μεταφέρουν ασυναίσθητα, τα μεταφέρουν, στην πρώτη τουλάχιστον ανάγνωση, αδιαμεσολάβητα, πριν ο νους καταφέρει να αντιληφθεί τι συμβαίνει. Με άλλα λόγια, δίνουν στη γλώσσα—την πλήρως διαμεσολαβημένη από λογής τεχνικές επεξεργασίας—τον απρόσμενο εκείνο χαρακτήρα που της επιτρέπει να διεισδύσει μέσα μας χωρίς να το καταλάβουμε και να επηρεάσει τη διάθεσή μας χωρίς να ξέρουμε γιατί και πώς. Ή, ακόμα απλούστερα: ο Celan δίνει στη γλώσσα τη μορφή του πόνου.

Θα παραθέσω δύο παραδείγματα από το ΣΚΠ, όπου θεωρώ πως η Λιναρδάκη κινείται στη γόνιμη κατεύθυνση μιας νικηφόρου αποτυχίας στην πάλη με το θηρίο του πόνου. Στο πρώτο, είναι η τελευταία αράδα («Οι διερχόμενοι δεν είχαν ιδέα»), αυτή που δεν αφορά τον πόνο του ποιητικού υποκειμένου αλλά την επιμονή της ζωής γύρω να συνεχίζει πλήρως αδιάφορα ως προς αυτόν τον πόνο, που για μένα καταφέρνει το συντριπτικό και πραγματικά επώδυνο χτύπημα στον αναγνώστη (γιατί βέβαια, μια ποιητική συλλογή για τον πόνο δεν αναζητά να πονά η ίδια αλλά να μας κάνει να νιώσουμε τι σημαίνει «πόνος»):

Mediterranean Hospital

Μάτια σφιγμένα δυνατά
μέσα στον μαγνητικό τομογράφο
η φωνή του τεχνικού ραγισμένη
μετά από μια αιωνιότητα
«τελειώσαμε» ανήγγειλε

Λίγες μέρες μετά
η γνωμάτευση έγραφε
«απομυελωνιτικές εστίες»
ο νους μου άδειασε
η Γη σταμάτησε ξαφνικά εκεί
στις περιστρεφόμενες πόρτες του Mediterranean

Οι διερχόμενοι δεν είχαν ιδέα

Στο δεύτερό μου παράδειγμα, που έχει τον εξίσου αντιποιητικό τίτλο «ΚΝΣ» (Κεντρικό Νευρικό Σύστημα), η κατεύθυνση είναι μάλλον η γενναία παραδοχή της ποιητικής διαμεσολάβησης, δια της οποίας όμως, και όλως παραδόξως, ο λυρισμός ως τέτοιος αποκτά εξ αρχής τη διάσταση της αμεσότητας, σπάζοντας τα δεσμά του «παραδοσιακού» ή και «ξεπερασμένου» του χαρακτήρα. Ας δούμε το ποίημα:

ΚΝΣ

τ’ άρρωστα, κιθάρα, τα παιδιά σου,
λόγια και σκοποί· τι κακό τα τρώει
Κωστής Παλαμάς, «Η κιθάρα»
Οι καημοί της λιμνοθάλασσας

 Χορδή ξεκούρδιστη
που κάνει κοιλιά
στο σκάφος της κιθάρας
στην κόγχη του ματιού
το οπτικό μου νεύρο

Χριστίνα Λιναρδάκη

Στο σύντομο αλλά εξαιρετικό αυτό ποίημα, η Λιναρδάκη προβαίνει σε μια σειρά τολμηρών κινήσεων: πρώτον, αντλεί άμεσα από τη θεματική του ύστερου ρομαντισμού περί σπασμένης, «ξεχαρβαλωμένης» (Καρυωτάκης), ξεκούρδιστης ή παράφωνης κιθάρας. Η θεματική αυτή αφορά, όπως έδειξε ενδελεχώς ο Διονύσης Καψάλης, και όπως ανέλυσα κι εγώ σε παλιότερο κείμενό μου [1], μια μεταφορά για τη σχέση του υποκειμένου και του σώματος με τον φυσικό κόσμο: ενώ ο κλασικός λυρισμός αναπαριστούσε τη σχέση αυτή ως αρμονική, ή ύστερη ρομαντική ποίηση και η ποίηση του μεσοπολέμου είδε, πολύ πιο απαισιόδοξα, την «κιθάρα» του ανθρώπου και του λυρικού ποιητή πιο συγκεκριμένα, ως ένα αδύναμο και σμπαραλιασμένο μέσο και συνεπώς την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη ως «παραφωνία», ως κάτι τελικά ασυμφιλίωτο με κάθε έννοια φυσικής αρμονίας.

Σε λίγες μόνο και λακωνικές αράδες, η Λιναρδάκη συνδέεται εδώ με όλη αυτή την παράδοση της «αντιρομαντικής» ή αντιλυρικής στροφής, η οποία δεν ισοδυναμεί με τον αντιλυρισμό αλλά με την εσωτερική κριτική του λυρισμού (πράγμα εντελώς διαφορετικό, προφανώς): δεν είναι απόρριψη εκ προοιμίου δηλαδή της λυρικής αποστολής της ποίησης αλλά δραματοποίηση εντός της ποίησης των οντολογικών ορίων ενός τέτοιου λυρισμού. Με απλά λόγια: Έχουμε σώμα, και το σώμα δεν είναι ποτέ προστατευμένο από τη δυσαρμονία. Η «φύση», αντίστροφα, δεν είναι με κανέναν τρόπο απλό συνώνυμο της αρμονίας. Αντιθέτως, είναι η ίδια πηγή της στρέβλωσης που κάνει την «χορδή» να είναι «ξεκούρδιστη». Αυτό δεν είναι άλλωστε η ίδια η Σκλήρυνση Κατά Πλάκας; Μια επώδυνη υπενθύμιση ότι η ρομαντική εξίσωση της φύσης με την αρμονία είναι ψευδής;

Αλλά η Λιναρδάκη δε σταματά εδώ. Η δεύτερη και κρίσιμη κίνησή της αφορά τη μετατόπιση από το πεδίο του ήχου και συνεπώς της ακοής (η ξεκούρδιστη χορδή, το σκάφος της κιθάρας), σ’ αυτό της όρασης: η έξοχη, ολότελα νέα μεταφορά με την οποία η ποιήτρια διεκδικεί την καταγωγή της από τον ύστερο ρομαντισμό και την ποίηση του Μεσοπολέμου είναι «το ξεκούρδιστο οπτικό νεύρο», με την «κόγχη του ματιού» να γίνεται το οπτικό ανάλογο του «σκάφους της κιθάρας». Η σύμφυση της κατάστασης αποσυντονισμού, φθοράς, και αποσύνθεσης στην ακοή με αυτή στο πεδίο της όρασης αιμοδοτεί εκ νέου την ποιητική παράδοση. Που σημαίνει: την κάνει ξανά να πονά, και να πονά, πάνω από όλα εμάς, τους αναγνώστες. Και να πώς η αποδοχή της διαμεσολάβησης του πόνου—στο πρώτο μου παράδειγμα, από την αδιαφορία του κόσμου γύρω μας, στο δεύτερο, από το σώμα της ποιητικής παράδοσης—δεν ισοδυναμεί καθόλου με κιβδηλοποίηση ή με εύκολη «αισθητικοποίηση». Απεναντίας, σε στιγμές όπως αυτές, η Λιναρδάκη αφήνει τεκμήρια της δυνατότητάς της όχι απλά να μιλήσει για το δύσκολο, αλλά να κάνει το δύσκολο.

Και αυτό—τι άλλο; —είναι η αποστολή της ποίησης.

Αντώνης Μπαλασόπουλος, Πανεπιστήμιο Κύπρου

Σημείωση

[1] Αντώνης Μπαλασόπουλος, «Ξεχαρβαλωμένες κιθάρες: Σκέψεις για τη Νεοελληνική λυρική ποίηση», στο Η μελαγχολική μούσα, επιμ. Σταύρος Γκιργκένης, Ξανθίππη Ζαχοπούλου. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος, 2022. Σελ. 9-18. Και βλέπε Διονύσης Καψάλης, «Κ.Γ. Καρυωτάκης: ‘Το φάσμα του ήχου’», στο Τα μέτρα και τα σταθμά. Αθήνα: Άγρα, 1998. Σελ. 160-167.

 

Bιογραφικό

Αντώνης Μπαλασόπουλος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμο Κύπρου, όπου διδάσκει αγγλόφωνη πεζογραφία του 18ου και του 19ου αιώνα, κριτική θεωρία και συγκριτικές λογοτεχνικές σπουδές. Στο ερευνητικό πεδίο έχει δημοσιεύσει πλειάδα άρθρων σε περιοδικά και συλλογικούς τόμους στο εξωτερικό και έχει επιμεληθεί, ανάμεσα σε άλλα, τους τόμους Χώρες της Θεωρίας: Ιστορία και γεωγραφία των κριτικών αφηγημάτων (με τον Απόστολο Λαμπρόπουλο, Μεταίχμιο, 2010), Reading Texts on Sovereignty (με τη Στέλλα Αχιλλέως, Bloomsbury Academic, 2021) και τη νέα έκδοση του The English Utopia του A.L. Morton (Peter Lang, 2023). Έχει επίσης εκδώσει τέσσερις συλλογές ποίησης, μία διηγημάτων (Ο Κύβος και άλλες ιστορίες, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος/Νουβέλας Κύπρου 2021) και δύο αφορισμών και δοκιμίων, καθώς και μια ανθολογία αμερικανικής ποίησης σε μετάφραση (Νέα Αγγλία: Dickinson, Frost, Stevens, 2022). Το πιο πρόσφατο λογοτεχνικό του έργο, Το βιβλίο των χεριών, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θράκα. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε μετάφραση στα περιοδικά Poetica Review, Ekphrastic Review, Evening Street Review και Wayne Literary Review.