Το ιδεώδες της συμπάθειας
Αλέξιος Μάινας, “Προσκόμματα και ποιμαντικές λύσεις για την κατάβαση της αγέλης στον κάμπο σε περίπτωση αντάρας”, εκδ. Μικρή Άρκτος, 2021
Η τέταρτη ποιητική συλλογή του Αλέξιου Μάινα με τον αινιγματικό τίτλο Προσκόμματα και ποιμαντικές λύσεις για την κατάβαση της αγέλης στον κάμπο σε περίπτωση αντάρας (2021) εντυπωσιάζει τον αναγνώστη με την πολυσημία της. Διαθέτει καταρχάς στέρεα δομή και συνοχή. Διαιρείται σε δύο μέρη: 1. Θεωρία (Η κληρονομική ενοχή), και 2. Πράξη (Οι αποστάτες της αφής). Η αντίστοιχη διαίρεση του δεύτερου μέρους σε πέντε πράξεις υποδηλώνει μια σαφή αναφορά στο θέατρο, ενώ η γλωσσική επιλογή μια θεολογική νύξη. Ως βασικό θέμα αναγνωρίζεται το κυρίαρχο πρόβλημα των ημερών: εκείνο του πάσχοντος ανθρώπου και γενικότερα της «ασθένειας του αιώνα» – στην προκειμένη περίπτωση της πανδημίας. Η σκοπιά είναι φιλοσοφική-υπαρξιακή και οδοδείκτες στην πορεία της ανάγνωσης αποτελούν τα παραθέματα των ποιητών και φιλοσόφων (πρωτίστως του Μαρτιάλη και του Κίρκεγκορ ως προμετωπίδες όλης της σύνθεσης). Ο ποιητικός λόγος συμπυκνώνει καίρια νοήματα, τα οποία αναδύονται κάτω από τη φαινομενικά ήσυχη επιφάνειά του και δημιουργούν αφορμές για σκέψη, αλλά και για έμπνευση. Τα ποιήματα απαρτίζουν ένα πλήρες σύνολο, μια ολοκληρωμένη πρόταση για ανάγνωση, καθώς και μια απάντηση σε καίρια ζητήματα τέχνης και ζωής.
Το θέμα ορίζεται ως «το τοπίο ενός κατεστραμμένου και δύοντος κόσμου σε μια ποιητική στιγμή»1, για να παραφράσουμε τον Τρακλ. Τόπος, χρόνος, στοχασμός, συναίσθημα, ισορροπία ζωής και θανάτου, ο άνθρωπος σε αντίθεση με το πλήθος, τέχνη, ποίηση αποτελούν κάποιες παραμέτρους του. Ο Αλέξιος Μάινας αφήνει την πραγματικότητα της ιδιαίτερης ιστορικής στιγμής που διανύουμε να εισβάλει στο νοητικό και αισθητικό πεδίο της ποίησης2. Το διακειμενικό παιχνίδι εμπλουτίζει ιδιαίτερα τον διάλογο του ποιητή με τον κόσμο, ο οποίος στην πραγματικότητα είναι εσωτερικός μονόλογος. Υπόκειται η μοναχική φωνή που απευθύνει τις ερωτήσεις/απαντήσεις στον παρόντα/απόντα συνομιλητή. Συνεχίζεται επομένως με μεγαλύτερη ένταση ο προβληματισμός των προηγούμενων βιβλίων (Το περιεχόμενο του υπόλοιπου: 2011, Το ξυράφι του Όκαμ: 2014, Ο διαμελισμός του Αδάμ: 2018). Επισημαίνουμε ειδικότερα: «Δεν υπάρχει ποίηση / υπάρχει μονάχα ποιητική πρόσληψη κειμένων. / Ποιητική πρόσληψη είναι ένα είδος / ακουστικής προκατάληψης. / Είναι μια κατάφαση της μεταφυσικής / μπροστά στα βαρετά κουφάρια των / σημαινόντων» (Το ξυράφι του Όκαμ, εκδ. Μικρή Άρκτος, 2014). Πρόκειται για εναλλασσόμενη πολύσημη χρήση των μοτίβων σε διαφορετικά (προφορικά και γραπτά) συμφραζόμενα, με αποτέλεσμα να προκύψει ένας νέος κύκλος εικόνων και σημείων.
Η διάθεση του ποιητικού υποκειμένου είναι η συμπάθεια (η «κάθοδος στην ίδια ακτή», σ.13). (Εννοείται ότι ποιητικό υποκείμενο και ποιητής δεν ταυτίζονται. Τα καλά αισθήματα επίσης δεν δημιουργούν υποχρεωτικά καλά ποιήματα.) Συμπάθεια είναι η κατάσταση κατά την οποία ο άνθρωπος συμπάσχει με τα όντα και τη φύση. Μπορούμε να πούμε άλλωστε ότι διακρίνεται ένας ιδιότυπος ανιμισμός και ότι όλα διαδραματίζονται υπό το πρίσμα της αιωνιότητας. Ο κόσμος είναι μεστός από νόημα, αλλά το ον καταλήγει άδειο, αντί για κενό. (Άδειο, γιατί διατηρεί τη βασική του αθωότητα μέχρι τον θάνατο.) Η γραμμή, ο χώρος, η φυγή καταργούνται και το σύνορο οδηγεί προς το τέλος και το αόρατο. Σε αυτήν την περίπτωση, μένουν μόνο τα πράγματα για να τονίσουν την απουσία και τη σιωπή. Ο υποκειμενισμός άλλωστε κυριαρχεί («Όλα είναι εικόνες κι άποψη και ισχυρισμός», σ.91), καθώς και η τυχαιότητα (η ύπαρξη είναι «μια χούφτα τραπουλόχαρτα ριγμένα από τα τείχη», σ.20). Ο ποιητικός αφηγητής μπορεί να διασωθεί εντρυφώντας στην πρώτη ουσία, την πρώτη αρχή του κόσμου («Η ανασκαφή του γαλάζιου λιγνίτη»). Αποκαλυπτικό είναι το ποίημα «Άνθρωπος κι εντροπία», όπου ως εντροπία ορίζεται η έννοια μέσω της οποίας μετράται η αταξία3. Η μέγιστη τιμή της αντικατοπτρίζει την αποδιοργάνωση και την πτώση της ζωής, αποτέλεσμα των ανθρώπινων έργων.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου το κέντρο βάρους βρίσκεται στη φύση. Το σύμπαν συνεχίζει την αέναη κίνηση στον χώρο και τον χρόνο, σύμφωνα με τη ροή του ποταμού και το δόγμα για τη natura naturans (φυσιούσα/δρώσα φύση, η οποία λειτουργεί με δικούς της νόμους). Η φύση είναι πανίσχυρη, καθώς «δεν χωράει ολόκληρη στο τζάμι» (σ.70). Ο Μάινας δεν αρκείται ωστόσο να τη χρησιμοποιήσει μόνο ως παρακαταθήκη εικόνων, αλλά και παραδείγματος. Η αρχή που ισχύει, «μετά τη σωφροσύνη η φύση, μετά τη φύση η φύση» (σ.86) αποτελεί τη βάση της Μεταφυσικής, η οποία φαίνεται να απασχολεί τον ποιητή. Η κίνηση συνδυάζεται με τη σκέψη («Σκέφτομαι, άρα είμαι / αλλού», σ.74) και την αναζήτηση νοήματος στα πράγματα. Πρόκειται άραγε για ματαιοπονία; Στόχος του υποκειμένου είναι η γνώση, αποτέλεσμα όμως ο δισταγμός («Κι αυτό που μοιάζει σκέψη είναι ο δισταγμός», σ.85). Οι άνθρωποι παρ’ όλα αυτά αναγνωρίζονται ως «απλοί θεοί» και ταυτόχρονα διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο «στις ζωές των άλλων» (σ.75).
Η οπτική γωνία είναι εκείνη του παρατηρητή «από μέσα» – ίσως από το παράθυρο ενός εγκαταλειμμένου σπιτιού. Η «Προσέγγιση από το κτήμα» δημιουργεί μουσικές παραλλαγές πάνω στο ίδιο θέμα – «στην απελπισία της ρίζας» (σ.26). Η προοπτική άλλωστε φαίνεται σκοτεινή (νύχτα, ημίφως, σκιές). Καλλιεργείται με αυτόν τον τρόπο το αίνιγμα και το όραμα, καθώς και η προσδοκία της επιστροφής. Τα (δύο) παραθέματα/μότο στην αρχή κάθε ενότητας υλοποιούν τις επιστροφές των συγγενικών με τον ποιητή πνευμάτων. Σε προσωπικό επίπεδο, το παρελθόν αναβιώνει και δημιουργεί αλυσίδα από συνειρμούς. Έπονται «νοηματικές αμφισημίες, πολύσημες εικόνες»4 στη θέση ενός παρακμάζοντος πολιτισμού. Η τεχνική βασίζεται στην οπτική εικόνα, πάνω στην οποία κτίζονται οι υπόλοιπες (ακουστικές, οσφρητικές κ.λπ.). Η αφή έχει ιδιαίτερη σημασία εξαιτίας των περιστάσεων της πανδημίας («Οι αποστάτες της αφής», «Τα πρωτόκολλα της αφής»), αλλά και θρησκευτικών αναφορών που μπορεί να προκύψουν («μη μου άπτου»). Θα μπορούσε να παρατηρηθεί το φαινόμενο της συναισθησίας, του συνδυασμού των αισθήσεων, κατά το οποίο ένα χρώμα συνοδεύεται από ήχο (υπάρχει και στον τίτλο του βιβλίου Όσο ακούω σε χρώμα [1985] του Γ.Τζανετάκη, που σημειώνει ο Α.Μ.).
Οι ποιητικές εικόνες ενισχύουν την επικράτηση του τυχαίου στον κόσμο («Σκίτσο με όσα έμειναν», «Επιστροφή στην Παγγαία»). Την απουσία σταθερότητας και βεβαιότητας στη ζωή μαρτυρά η υπόθεση («Θα υπήρξε κάποιο σύνορο», σ.15), αλλά την αναπληρώνει η δημιουργία και ειδικά η τέχνη. Ο άνθρωπος σκέπτεται «δια το χείρας έχειν» και η τέχνη ξεκινά από τα χέρια («Απομύθιο»). Τα δείγματα της ανθρώπινης δραστηριότητας αναπληρώνουν τα κενά των καταστροφών. Αυτή είναι και «Η μέθοδος του καιρού»: «η αθόρυβη / συνεχής δημιουργία / του ανυπεράσπιστου» (σ.29). Τα ανθρώπινα έργα συχνά αποτυγχάνουν. Ύστατο καταφύγιο όμως θεωρείται η μακρινή («Εσχάτη») Θούλη, δηλαδή η ουτοπία. Όταν η καθημερινή ζωή –ακόμα και η ποιητική/φιλοσοφική στάση – αποτυγχάνει, υπάρχουν οι «ποιμαντικές λύσεις». Μένει όμως να εξεταστεί, αν μπορούν να εφαρμοστούν σε ατομικό επίπεδο.
Οι ατομικές περιπτώσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα: ο κόσμος είναι ένα τραγικό μέρος («Όλη η αλήθεια για τον Σπάικ»). Ο θάνατος, το πένθος βιώνονται μέσα από τα δάκρυα των αψύχων (lacrimae rerum). Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά έχει ο Παράδεισος των μικρών παιδιών, ο οποίος αποτελείται από στιγμές ακινητοποιημένες στον χρόνο – ίσως με την παλιά φωτογραφική τεχνική. Κυριαρχεί η αναδρομική ματιά, η αμφιβολία για την τύχη των παιδιών αυτών και η ερώτηση «και τι ’ναι επιτυχία;». Υπόκειται η κληρονομική ενοχή της γέννησης με τον τρόπο που την αντιλαμβάνεται ο Παπαδιαμάντης στη Φόνισσα. (Τα μικρά κορίτσια είναι καταδικασμένα στη δυστυχία από τη γέννησή τους ως φορείς ατομικών και κοινωνικών δεινών. Η γέννηση και η ζωή αποτελούν από μόνες τους μια πτώση από μια κατάσταση μακαριότητας.) Ο ποιητής, ωστόσο, εστιάζει στην ευτυχία στην παρούσα κατάσταση: «Μόνο τις φωτεινές [εύθυμες] ώρες μετρώ» (Horas non numero nisi serenas, όπως κάνει το ηλιακό ρολόι, σ.52). Ειδική ενότητα αποτελούν οι στιγμές της οικογενειακής ιστορίας, στην πρώτη πράξη (Το κοπάδι των τεφρών), με έμφαση στα πρόσωπα του δράματος (μητέρα, πατέρας, παιδιά, νήπια). Οι οπτικές καταγραφές συμπυκνώνουν άλλοτε υπαινικτικά και άλλοτε λεπτομερειακά μια ποιητική αφήγηση. Η εναλλαγή του β΄ και του γ΄ ενικού προσώπου εξασφαλίζει ποικιλία προοπτικών. Σε όλο το δεύτερο μέρος του βιβλίου εξετάζεται η κοινωνική προοπτική (το πλήθος, ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος) και ειδικά στην τρίτη πράξη οι υποθέσεις του ποιητή ως ιδιώτη. Περιγράφεται ο χαμηλόφωνος βίος και η συσπείρωση της ύπαρξης που επικεντρώνεται στα στοιχειώδη και ουσιαστικά.
Ψυχή, κι εσύ / θα φύγεις κάποτε – / απ’ τη λύπη. (σ.52)
Ιδιαίτερη θέση στη συλλογή κατέχουν οι εσωτερικοί χώροι (αστικοί χώροι σε παρακμή). Απεικονίζεται το σπίτι ως λαβύρινθος αλλά και καταφύγιο της ιδιωτικότητας, το οποίο σηματοδοτεί τα όρια του εσωτερικού και του εξωτερικού. Η ανθρώπινη ζωή στεγάζεται εκεί αλλά και στεγάζει τις ατομικές περιπτώσεις, με τέτοιο τρόπο ώστε το παρελθόν να αναβιώνει και να εκβάλλει στο παρόν. Ο χρόνος αποτελεί το μεγάλο πρόβλημα του ανθρώπου, ο οποίος χάνεται γιατί δεν μπορεί να ενώσει την αρχή με το τέλος, σύμφωνα με τους Προσωκρατικούς. Στην πραγματικότητα τίποτε δεν χάνεται οριστικά, καθώς υπάρχει η αιώνια επιστροφή (Νίτσε) και ο χαμένος είναι ο ξανακερδισμένος χρόνος. Διέξοδος είναι πάντα ο δρόμος, ο οποίος «χάνεται στο βάθος της πραγματικότητας». Ο διαβάτης τον ακολουθεί γνωρίζοντας παρ’ όλα αυτά, ότι καταλήγει σε αδιέξοδο. Τον Α.Μ. ενδιαφέρει το στιγμιότυπο της ζωής, που περικλείει την αιωνιότητα. Εφαρμόζει με αυτόν τον σκοπό μια ιδιαίτερη αποσπασματικότητα που βασίζεται σε fragmenta και αποδίδει ταυτόχρονα την εικόνα του συνόλου. Ο αναγνώστης συναρμολογεί τα θραύσματα αυτά αναγνωρίζοντας ότι «ο ρόλος της αδράνειας» είναι η συμβολή μας (ποιητή-αναγνώστη). «Η επιστροφή στην Παγγαία» αποτελεί μια προσωπική μυθιστορία, η οποία περιλαμβάνει στιγμές-σταθμούς, υπαινικτική εξιστόρηση, καθώς και «Απομύθιο», «Απολογισμό και Επισχόλιο» με την παρατήρηση: «παραλίγο να ’χαμε ευτυχήσει» (σ.19). Η εμπειρία των προγόνων συμβάλλει αποφασιστικά στον σχηματισμό της εμπειρίας του ποιητή, ο οποίος τους προσεγγίζει διαισθητικά και αναβιώνει το παρελθόν τους. Εννοείται ότι τελικά η λήθη θα καλύψει τα πάντα με ένα πέπλο ομορφιάς.
Το χιόνι έπεσε πάνω
στις μηλιές και τους φράχτες
και τους σκέπασε.
(«Rebus», σ.25)
Τι επιμένει στον χρόνο; Η τέχνη, φυσικά. Είναι «πρώτη στην αλήθεια», γι’ αυτό συνοδεύεται από «ανατροπή» και «αγκάθια» (σ.68, 69). Συντελεί επίσης στις Μεταμορφώσεις. Η γραφή ωστόσο αποτελεί «πένθος», αν αναλογιστούμε την τύχη της Έμιλι Ντίκινσον και της Μαρίνας Τσβετάγιεβα (που έχουν το δικό τους ποίημα στο βιβλίο). Η ποίηση άλλωστε «είναι πτώση. / Πέφτει εκεί όπου το φως / νικάει πάντοτε η σκιά» (σ.69). Η εναλλαγή φωτός και σκιάς τονίζεται στην ποίηση του Α.Μ., όπου το φως/ήλιος διαδέχεται τη νύχτα/σκοτάδι, αλλά και τα χρώματα περιγράφονται σε όλη τους την κλίμακα και την ένταση. Η ποίηση τελικά είναι αφαίρεση και άσκηση λιτότητας των μέσων. Ο Μάινας αναπτύσσει φαινομενικά απλά αλλά στην ουσία δύσκολα θέματα με μια απόλυτη φυσικότητα, σαν να είναι μέρος μιας συζήτησης σε ατμόσφαιρα οικειότητας. Εννοείται ότι αντιλαμβάνεται το βάρος της ευθύνης του, γι’ αυτό προσπαθεί να βρει λύσεις για τον αναγνώστη. Συχνά η ποίησή του έχει εικαστικές ιδιότητες και κάποιες αντιστοιχίες με την ιαπωνική ζωγραφική αλλά και το χάι-κου («Προσωπογραφία με καλλωπιστικό και ιαπωνική στέρνα»). Οι λέξεις ωστόσο προβάλλουν σοβαρή αντίσταση στη δημιουργία του ιδανικού (;) κόσμου. Ο αντικατοπτρισμός προκαλεί σύγχυση ανάμεσα στην ιδέα και το είδωλο (η μεταμόρφωση εξυπηρετεί τον Πλάτωνα αλλά και τον Πρωτέα).
Οι λέξεις έχουν ένα δεύτερο σώμα
έξω απ’ τα πράγματα που υποδύονται,
γιατί δίπλα στον αναίτιο κόσμο
υπάρχει ένας άλλος με τις πληγές του.
(«Λίγος τελευταίος καθαρός αέρας», σ.107)
Έργο του ανθρώπου είναι φυσικά η Ιστορία. Θραύσματα μνήμης από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο επανέρχονται κυκλικά στη συλλογή – πιθανόν από αταβιστική γνώση. Ο Μάινας νοσταλγεί την ομορφιά αλλά όπως όλοι βρίσκεται αντιμέτωπος με την πραγματικότητα. Αναγνωρίζει ότι η γνώση αποτελεί βάρος, καθώς «σκοτώνει κάθε κίνητρο» για δράση (σ.122). (Ο Τρακλ σημειώνει αντίστοιχα: «Μόνο σ’ αυτόν που περιφρονεί την ευτυχία, έρχεται η γνώση»5.) Στο ποίημα με τίτλο «Ο Χάιντεγγερ αποφασίζει ν’ ανοιχτεί στη σόμπα», ορίζει ως εξής την Ιστορία: είναι «το αψέντι μεγαλομανών»-«η νόσος της αγέλης»-«η εμπειρία που θα χρειαζόταν (η αγέλη)/για να μην τη συλλέξει»-«το σώμα σου στις φλόγες»-«η χόβολη». Οι ορισμοί αυτοί αποδεικνύουν το βάρος που ασκεί η τρέχουσα κατάσταση στην ποιητική συνείδηση. Ο Χαίλντερλιν άλλωστε έχει διατυπώσει αντίστροφα την ερώτηση: «Κι οι ποιητές τι χρειάζονται σ’ έναν μικρόψυχο καιρό;» Η πίεση της Ιστορίας δημιουργεί σύμφωνα με τον τίτλο της συλλογής τα «προσκόμματα» (μάλλον πρόκειται για ευφημισμό) και απαιτεί «ποιμαντικές λύσεις» (θεολογική –ειρωνική– νύξη) «για την κατάβαση της αγέλης» (σκοπός) «στον κάμπο» (καταφύγιο, ουτοπία) «σε περίπτωση αντάρας» (ειδική συνθήκη). Ο τίτλος υπερκαλύπτει το βιβλίο. Έχει παραμυθιακή προέλευση και θυμίζει θρησκευτική αφήγηση (Ιστορίες από κτίσεως κόσμου). Είναι γεγονός ότι δημιουργεί ένα γνώριμο ερέθισμα στη μνήμη του αναγνώστη. Μπορεί όμως ο τελευταίος να τον οικειοποιηθεί;
Το λεξιλόγιο της εποχής της πανδημίας παρεισφρέει στη συλλογή. Ο τεχνολογικός πολιτισμός αφήνει παντού τα ίχνη του («Όλα είναι οθόνη», σ.89). Σε τέτοιες περιστάσεις υφίσταται άραγε ο ιδανικός έρωτας; Ίσως, ανάμεσα στον Κίρκεγκορ και τη Ρεγγίνε. Η ίδια η ποίηση συχνά συνοδεύεται από την απομυθοποίηση, αλλά και την ειρωνεία και τον σαρκασμό («Η αλήθεια εντέλει απλή: Ουδείς σοφός. / Γέρνει ο καθείς απ’ το λοξό μυαλό του», σ.86). Τα σχόλια του Α.Μ. –κάποτε σε παρένθεση– αφήνουν να διαφανεί η «λοξή» ματιά πάνω στα πράγματα, η βάση της ειρωνείας. Ισχυρή παρουσιάζεται και η αντίθεση ανάμεσα στο είναι και το φαίνεσθαι, σε ένα παιχνίδι μίμησης με υπαρξιακή βάση. «Η ύπαρξη είναι ηχώ» (σ.125) – «Είμαστε ακόμα αυτό / που πια δεν φαίνεται πως ήταν» (σ.113). Η φωτοσκίαση των πραγμάτων μεταφέρεται στην ψυχή του ανθρώπου. Στο σημείο αυτό εντοπίζεται και η έννοια της αγωνίας για την ανθρώπινη κατάσταση.
Ποιος μίλησε, σκοτάδι μου;
Κανείς;
Απλά φυσάει; (σ.116)
Η συλλογή τονίζει το αμφίβολο και εφήμερο της ανθρώπινης ευτυχίας. Διαπιστώνεται η συνύπαρξη ζωντανών και νεκρών, καθώς και «η ιδέα της ένταξης των νεκρών στην ομορφιά του περιβάλλοντος»6. Τα πάντα επικεντρώνονται γύρω από ένα μυστικό κέντρο, στην προκειμένη περίπτωση την ψυχή. Είναι το σημείο όπου εξομαλύνονται οι αντιθέσεις και ισορροπούν τα αντίθετα (αθωότητα/ενοχή, γνώση/άγνοια, παρόν/παρελθόν, κενό/άδειο, αποξένωση/συμφιλίωση). Η υπαρξιακή απειλή που διαφαίνεται απαιτεί άμεσες λύσεις. Ο κόσμος τείνει προς το μηδέν και –σε γλωσσικό επίπεδο– προς το άλεκτο, το άρρητο, το άφατο. Ο Α.Μ. αισθάνεται υποχρεωμένος να εκφράσει αυτή την κατάσταση του υποκειμένου, στην οποία το εγώ εκφράζεται με θραύσματα, εκδοχές, εμμονές που τον οδηγούν στα όρια της γλώσσας. Προκύπτει επομένως μια αλληλουχία παραδειγμάτων και κάποτε η αμφισβήτηση της γλώσσας ως μέσου έκφρασης της πραγματικότητας. Εμφανίζονται με αυτόν τον τρόπο οι νεολογισμοί («απομύθιο», «ανυπάρχτηκε» κ.ά.). Είναι ορατή η διάθεση του ποιητή να εκφραστεί σε δική του ιδιόλεκτο, διαρρηγνύοντας τις νόρμες της γλώσσας στο έπακρο. (Ο ίδιος άλλωστε χρησιμοποιούσε τα λογοτεχνικά ψευδώνυμα Απόμυθος –το υποκείμενο ενόψει των μεγάλων απομυθοποιήσεων– και Αθήρατος –αυτός που δεν μπορεί να πιαστεί στο κυνήγι– κατά τη δεκαετία του ’907.) Η μελέτη του Απ. Ηλιόπουλου αποδεικνύει επιπρόσθετα τις αναζητήσεις του Μάινα στο επίπεδο της μορφής, καθώς και «τη μεθοδική άρση όλων των συμβάσεων που περιβάλλουν την ομοιοκαταληξία»8. Ο «σπασμένος» στίχος ισοδυναμεί με ρήξη στο περιεχόμενο και τις αυταπάτες που το συνοδεύουν.
Πέθανε χωρίς να δει / ούτε αυτόν τον κόσμο. (σ.51)
Η ποιητική γραφή επιβεβαιώνει το ενδιαφέρον για τον αναγνώστη. Πρέπει οπωσδήποτε να ακολουθήσει τη σωστή πορεία – έστω και με μαιάνδρους. Σημασία έχει και η χρήση των παρενθέσεων ως σχολίων ή αυτοσχολιασμών του ποιητικού υποκειμένου. Παρατηρείται έμφαση στην παρομοίωση και τη μεταφορά («σαν», «όπως») αλλά και υπαινικτικότητα. Επιβιώνει ο συμβολισμός με σταθερά επαναλαμβανόμενα θέματα (το ρόδο, το σκοτάδι, ο φράχτης, η πόρτα, το δωμάτιο). Οι συχνοί υποθετικοί λόγοι («αν υπήρξε κάτι», σ.14) δηλώνουν το ανεκπλήρωτο και το ανέφικτο – ή τις πολλαπλές εκδοχές ενός θέματος. Συνήθως φυσικά επικρατεί το ανεπανόρθωτο. Συχνές είναι και οι ερωτήσεις (πλάγιος, ευθύς λόγος), οι διάλογοι και οι ρητορικές αποστροφές. «Ο αγρός του κεραμέως» εκφράζει ανάγλυφα την ενοχή του ατόμου μπροστά στο πανόραμα του κόσμου που δημιούργησε, καθώς και ένα είδος εσχατολογίας. Ιδιαίτερα ισχυρό είναι το ενδιαφέρον του Α.Μ. για το νόημα (του κόσμου/του ποιήματος) ακόμα κι αν αυτό πρόκειται να καταργηθεί. Το επιγραμματικό ύφος μεταφέρει τη συμπυκνωμένη εμπειρία. Η ειρωνεία επιμένει.
Αν είχαμε νόημα, θα είχαν και τα πράγματά μας.
Μα ούτε αυθεντία υπάρχει, ούτε Ρώμη, ούτε Γάγγης. (σ.125)
Η μέθοδος περιγραφής βασίζεται στην προοπτική και υλοποιείται με επιρρήματα («πάνω», «ψηλά», «στο βάθος»). Μέτρο των πραγμάτων είναι ο άνθρωπος. («Κάτω απ’ τα κλαδιά / ψηλά πάνω από τ’ άστρα / ο άνθρωπος», σ.39). Οι περιγραφές του φυσικού κόσμου αντιστοιχούν σε εκείνες των εσωτερικών χώρων, ακόμα κι αν όλες καταλήγουν σε «Τόπο κρανίου», δηλαδή σε τόπο φθοράς, παρακμής και ερήμωσης. Τα ρόδα άλλωστε είναι εφήμερα και συμπυκνώνουν το ουράνιο τόξο και τους ιριδισμούς του, μολονότι τα συνηθέστερα χρώματα στο βιβλίο είναι το λευκό, το μαύρο και το κόκκινο. Κάποτε οι συνειρμοί είναι αναπάντεχοι («λευκές τουλίπες σαν ακάλυπτες επιταγές», σ.49). Η εικόνα συχνά θυμίζει «Προσωπογραφία» ή σύνθεση ζωγράφου («Μπλε περίοδος»). Η ωραιότερη αφήγηση του κόσμου –εκείνη της ζωής του Χριστού– υποκρύπτεται σε σύμβολα, σε ρωγμές και αγκάθια (σ.42). Υπάρχει ακόμα και ο Παράδεισος-Κήπος με τις ιστορίες των Ιώβ και Ιακώβ. Ο Παράδεισος της παιδικής ηλικίας ωστόσο μεταφέρεται στα «Προβλήματα της μέρας του ψαρέματος» με σύντομες, επαναλαμβανόμενες, αδρές πινελιές. Τα επίθετα και το γλωσσικό παιχνίδι σε όλες τις περιπτώσεις παίζουν τον ρόλο τους. («Ήταν ωραία. Ήταν ώρες. Ήταν ώριμος», σ.47). Οι λέξεις και τα σύμβολα συσπειρώνονται γύρω από δύο πόλους, το θεϊκό και το ανθρώπινο.
Οι γραμμές στην παρούσα συλλογή ακολουθούν ποικίλες κατευθύνσεις και οδηγούν σε διαφορετικούς προορισμούς. «Ο δρόμος καταλήγει σε αδιέξοδο», η ζωή/γλώσσα παραμένει «αμετάφραστη», «η ποίηση είναι πτώση», η τέχνη αποτελεί «ανατροπή» και η γραφή μεταφέρει το πένθος. Διαπιστώνεται η εσωτερική αστάθεια και οι ψυχικές εντάσεις του υποκειμένου, το οποίο προσπαθεί να ερμηνεύσει τον κόσμο. Βρίσκεται πάνω σε μια φανταστική θεατρική σκηνή και κάποτε δίνει σκηνικές οδηγίες «εις εαυτόν». Θέατρο αποτελεί και η φύση, η οποία «ανεβάζει» το δικό της έργο. Όλες οι οπτικές γωνίες δημιουργούν εξίσου παράδοξες εικόνες και ερμηνείες. Το τελευταίο ποίημα της συλλογής, «Ο μορφασμός της ενόχλησης», αποτελεί ένα είδος ποιητικό credo. «Ό,τι κατατέθηκε λοιπόν / είναι ένα είδος αφαίρεσης – / η λεγόμενη ποίηση» (σ.137). Σημασία δεν έχει εντέλει τόσο η αλήθεια, αλλά η μαγική εικόνα που προκύπτει από τα θραύσματα της γλώσσας – έστω και με αυτοτραυματισμό του ποιητή. Πίσω από τη γλώσσα βρίσκεται η συμπάθεια, η απόπειρα ταύτισης με το αντικείμενο. Κι αν αυτή αποτύχει, υπάρχουν πάντα παρήγορα τα σκοτεινά δηλητήρια9 της ποίησης.
ΣΤΥΛΙΑΝΗ ΠΑΝΤΕΛΙΑ
Σημειώσεις
- Georg Trakl. Από τα τέλη του 19ου στις αρχές του 20ου αιώνα. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου για τον Γκέοργκ Τρακλ. Πανεπιστήμιο Αθηνών, 24 Νοεμβρίου 2007. Επιστημονική επιμέλεια Κατερίνα Μητραλέξη–Εύη Πετροπούλου, εκδ. Ύψιλον/Βιβλία, Αθήνα 2009, σ.23
- Σημείωμα για το βιβλίο στη διεύθυνση των εκδ. Μικρή Άρκτος και στη βιβλιονέτ
- Wikipedia, στο λήμμα «εντροπία»
- Οπ.παρ, σημ. 1, σ.99
- Οπ.παρ, σ.25
- Οπ.παρ, σ.24
- Αποστόλης Ηλιόπουλος, «Στο εργαστήρι της στιχοποιητικής του Αλέξιου Μάινα. Προσκόμματα και αναλύσεις του ποιητή για την κατάβαση στο μορφο-λογικό βάθος», περιοδικό Χάρτης, τεύχος 37, Ιανουάριος 2022
- Οπ.παρ.
- Οπ.παρ, σημ. 1, σ.132