Το βιβλίο που δεν γράφτηκε στο βιβλίο που γράφτηκε:
Μια σημείωση για το «Παλτό» του Νικολάι Γκόγκολ

γράφει ο Αντώνης Μπαλασόπουλος

Κοντά στο ξεκίνημα της αφήγησης στο «Παλτό» του Γκόγκολ, όταν ακόμα ο αφηγητής μας γνωρίζει τον δύσμοιρο πρωταγωνιστή του, Ακάκι Ακακίεβιτς, διαβάζουμε τα πιο κάτω:

«Μονάχα όταν το αστείο καταντούσε αφόρητο, όταν του έσπρωχναν το χέρι και τον εμπόδιζαν στη δουλειά του, τότε μόνο έλεγε: ‘Αφήστε με ήσυχο, γιατί με πειράζετε;’ Και υπήρχε κάτι περίεργο στα λόγια και στη φωνή του, κάτι που προκαλούσε τόσο τον οίκτο ώστε μια φορά που κάποιος νεαρός, ο οποίος είχε πρόσφατα διοριστεί, ήταν έτοιμος να κάνει ένα αστείο, ακολουθώντας το παράδειγμα των συναδέλφων του, έμεινε ξάφνου σαν να τον χτύπησε κεραυνός, κι από τότε όλα άλλαξαν και του φαίνονταν διαφορετικά. Κάποια αφύσικη δύναμη τον χώρισε από τους συντρόφους του, με τους οποίους είχε γνωριστεί και τους οποίους είχε πάρει για αξιοπρεπείς και κοσμικούς κυρίους. Και πολύ αργότερα, στις πιο χαρούμενες στιγμές της ζωής του, έβλεπε μπροστά του το μικροκαμωμένο υπάλληλο με την καραφλίτσα και άκουγε τα φοβερά του λόγια: ‘Αφήστε με ήσυχο, γιατί με πειράζετε;’ Και σ’ αυτά τα φοβερά λόγια αντηχούσαν κάποια άλλα: ‘Είμαι αδερφός σου.’ Κι έκρυβε το πρόσωπό του στα χέρια του ο φτωχός νέος και πολλές φορές στη ζωή του ανατρίχιασε, βλέποντας πόση απανθρωπιά υπάρχει στον άνθρωπο, πόση θηριώδης χοντροκοπιά κρύβεται στην εκλεπτυσμένη και μορφωμένη κοσμικότητα, ακόμα και —Θεέ μου! — στους ανθρώπους που όλοι θεωρούν ευγενείς και τίμιους.» (Το παλτό και το Ημερολόγιο ενός τρελού, μτφρ. Γιώργος Τσακνιάς, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 24-25).

Πρόκειται, εκ πρώτης όψεως, για μια παρέκβαση: Ο «νεαρός», ο οποίος δεν έχει όνομα, δεν ξαναεμφανίζεται ποτέ στο αφήγημα. Ο χώρος και ο χρόνος του είναι μονάχα εδώ, ως μάρτυρα της συστηματικής κακοποίησης του Ακάκι Ακακίεβιτς από τους συναδέλφους του στο γραφείο, ο οποίος στοιχειώνεται από τη φράση με την οποία ο φτωχός και αδύναμος Ακάκι προσπαθεί να αμυνθεί απέναντι σ’ έναν κόσμο σκληρό και άκαρδο, έναν κόσμο που αργότερα ο «νεαρός» θα αναλογιστεί ως κόσμο «απανθρωπιάς».

Ilia Bronskiy

Επί της ουσίας όμως, πρόκειται για ένα παράλληλο αφήγημα, το αφήγημα το οποίο Το Παλτό δεν είναι: Σ’ αυτές τις λίγες αράδες περιέχεται σπερματικά ένα δεύτερο και παράλληλο Παλτό, όπου η οπτική γωνία της αφήγησης θα μπορούσε να έχει δοθεί στον «νεαρό», μέσα από τα μάτια του οποίου θα περιγραφόταν ο Ακάκι και η άθλια ένδειά του, η εμμονή του με την αντιγραφή εγγράφων, η ευσυνειδησία του, και τα λοιπά. Ο αφηγητής αυτός θα μπορούσε, ως συνάδελφος στο γραφείο, να παρακολουθήσει τη ζωή και τον θάνατο του Ακάκι και κατόπιν να αναδείξει πώς αυτή η ζωή και ο θάνατος τον αλλάζουν, δημιουργούν τις προϋποθέσεις μιας ψυχολογικής και ίσως και ιδεολογικής κρίσης συνείδησης στον αφηγητή αυτόν, καθώς αντιμετωπίζει στοχαστικά το νόημα όλων όσων είδε, περιλαμβανομένης της φράσης η οποία «αντηχεί» στη φράση του Ακάκι: «είμαι αδερφός σου.» Αυτό το αφήγημα θα ήταν του κλασικού τύπου των αφηγημάτων του Κόνραντ, δηλαδή ένα αφήγημα διπλής εστίασης, τόσο στον πρωταγωνιστή Ακάκι όσο και στον παρατηρητή/αφηγητή, για τον οποίο ο Ακάκι αποκτά υπόσταση και σημασία παρά την απόλυτη κοινωνική του ασημαντότητα ή, μάλλον, εξαιτίας της, εξαιτίας της κοινωνικής εξάλειψής του ως ανθρώπου με αισθήματα και με ανάγκες.

Ο Γκόγκολ παρουσιάζει την σπερματική αυτή δεύτερη αφήγηση, το εναλλακτικό Παλτό, και συνεχίζει με την πρώτη, αυτή που συνιστά το Παλτό που ξέρουμε. Αλλά οι δύο αφηγήσεις δεν είναι ασύνδετες: το κεντρικό ιδεολόγημα της δεύτερης και σπερματικά δοσμένης αφήγησης είναι το «στοίχειωμα»: Στη συνείδηση του «νεαρού» ο Ακάκι μετατρέπεται στο αντίθετο από ό,τι είναι στην πραγματική του ζωή· σε κάτι σημαντικό, κρίσιμο, σε μια «αφύσικη δύναμη», που αλλάζει τη συνείδηση του νεαρού, προκαλώντας της μια κρίση που κρατάει χρόνια, πιθανώς χρόνια μετά τον φυσικό θάνατο του Ακάκι. Αλλά βέβαια το «στοίχειωμα», η άρνηση του Ακάκι να πεθάνει με τον θάνατό του, η επιστροφή του ως φαντάσματος που τρομάζει τους κατοίκους της Πετρούπολης, είναι το «φανταστικό» τελείωμα του Παλτού. Με άλλα λόγια, η σπερματικά δοσμένη αφήγηση σχετίζεται με την κύρια αφήγηση με όρους ρεαλισμού προς το φανταστικό: και οι δύο εκδοχές του πώς θα μπορούσε να ειπωθεί η ιστορία περιέχονται στο Παλτό, με τη ρεαλιστική εκδοχή να αφορά ένα μεταφορικό, συνειδησιακό στοίχειωμα και την φανταστική εκδοχή να αφορά την κυριολεξία του, την εμφάνιση του Ακάκι ως φάντασμα που κλέβει τα παλτά των περαστικών τις νύχτες στην Πετρούπολη. Πράγμα που με τη σειρά του σημαίνει ότι το «φανταστικό» στοιχείο δεν είναι ένα «αυθόρμητο» ή «αφελές» στοιχείο στο αφήγημα: Δεν ισχύει, δηλαδή, ότι το Παλτό κινείται στην κατεύθυνση του φανταστικού όταν φτάνει στην ολοκλήρωσή του επειδή ο Γκόγκολ δίνει χώρο σε επαρχιακές δοξασίες για παραφυσικά φαινόμενα. Ο Γκόγκολ γνωρίζει ήδη πολύ καλά πώς θα μπορούσε να είχε γράψει Το Παλτό με τον τρόπο, για παράδειγμα, του Τσέχοφ, και αφήνει εντός του αφηγήματος αυτή την αφηγηματική δυνατότητα ως ίχνος. Επιλέγει όμως το φανταστικό συνειδητά έναντι της ρεαλιστικής εκδοχής και έτσι μας αναγκάζει και να αναλογιστούμε το διακύβευμα αυτής της επιλογής.

Ilia Bronskiy

Το διακύβευμα είναι αρκετά εμφανές όταν ζυγίσουμε τις δύο εκδοχές σε ό,τι αφορά τα υπονοήματά τους: στη ρεαλιστική εκδοχή, το στοίχειωμα δεν είναι απλά μεταφορικό, αλλά και ατομικό: μόνο ο «νεαρός», ίσως λόγω μιας αυξημένης και ίσως για καιρό ασυνείδητης ευαισθησίας, υποβάλλεται σε μια διαδικασία συνειδησιακής κρίσης. Στη φανταστική εκδοχή, όλη η Πετρούπολη στοιχειώνεται από τον Ακάκι Ακακίεβιτς. Μάλιστα, αν και ο αφηγητής μας πληροφορεί πως μετά την κλοπή του παλτού του σκληρού και άκαρδου ανώτερου αξιωματούχου που τον άφησε αβοήθητο όταν κλάπηκε το δικό του παλτό, ο Ακάκι σταμάτησε να στοιχειώνει την πόλη, προσθέτει αμέσως μετά ότι υπάρχουν περιστατικά όπου ξαναεμφανίστηκε το φάντασμα, με μορφή όμως διαφορετική από του Ακάκι και με άγνωστη ταυτότητα. Το αφήγημα «κλείνει» αμφίσημα, δηλαδή δεν κλείνει καν, καθώς διαφαίνονται διάφορες προοπτικές, περιλαμβανομένης μιας κάποιας επιδημίας φαντασμάτων στην Πετρούπολη, που τρομοκρατούν την πόλη διαδοχικά. Αλλά αυτή ακριβώς η πρόκριση του συλλογικού και κυριολεκτικού στοιχειώματος έναντι του ατομικού και μεταφορικού—δεν είναι άραγε αυτή η επιλογή μια επιλογή πιο σθεναρής πολιτικότητας; Δεν είναι αυτό που επιλέγει ο Γκόγκολ, σε τελική ανάλυση, η πολιτική αλληγορία έναντι του ρεαλισμού; Ένα φάντασμα στοιχειώνει την Πετρούπολη, κι αυτό το φάντασμα, σε τελική ανάλυση, δεν είναι παρά η ίδια η ταξική πάλη: η συντριβή των αδυνάτων, η απαίτησή τους για δικαιοσύνη, το φάσμα του ταξικού μίσους και της ταξικής εκδίκησης: «και του μοστράρισε μια γροθιά τόσο τεράστια, που δεν τη βλέπεις ούτε σε ζωντανό».

Ilia Bronskiy

 

Αντώνης Μπαλασόπουλος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμο Κύπρου, όπου διδάσκει αγγλόφωνη πεζογραφία του 18ου και του 19ου αιώνα, κριτική θεωρία και συγκριτικές λογοτεχνικές σπουδές. Στο ερευνητικό πεδίο έχει δημοσιεύσει πλειάδα άρθρων σε περιοδικά και συλλογικούς τόμους στο εξωτερικό και έχει επιμεληθεί, ανάμεσα σε άλλα, τους τόμους Χώρες της Θεωρίας: Ιστορία και γεωγραφία των κριτικών αφηγημάτων (με τον Απόστολο Λαμπρόπουλο, Μεταίχμιο, 2010), Reading Texts on Sovereignty (με τη Στέλλα Αχιλλέως, Bloomsbury Academic, 2021) και τη νέα έκδοση του The English Utopia του A.L. Morton (Peter Lang, 2023). Έχει επίσης εκδώσει τέσσερις συλλογές ποίησης, μία διηγημάτων (Ο Κύβος και άλλες ιστορίες, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος/Νουβέλας Κύπρου 2021) και δύο αφορισμών και δοκιμίων, καθώς και μια ανθολογία αμερικανικής ποίησης σε μετάφραση (Νέα Αγγλία: Dickinson, Frost, Stevens, 2022). Το πιο πρόσφατο λογοτεχνικό του έργο, Το βιβλίο των χεριών, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θράκα. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε μετάφραση στα περιοδικά Poetica Review, Ekphrastic Review, Evening Street Review και Wayne Literary Review.