Γυναίκες στην αποθήκη με το στάρι

Υπάρχουν χωριά σ’ αυτόν τον τόπο που ακόμη και αν εξαφανίζονταν κανείς δεν θα το παρατηρούσε. Χωριά περάσματα, χωριά στις παρυφές ανώνυμων λόφων. Αδιέξοδα χωριά. Παίρνεις την ανηφόρα. Κάτι έχει τραβήξει την προσοχή σου. Ίσως μια στέγη μισογκρεμισμένη, ένα τοιχίο πρόσφατα ασβεστωμένο, ένα δέντρο φυτεμένο στην άκρη μιας αυλής. Κάτι λαμπυρίζει από μακριά, μα όταν φτάνεις δεν βρίσκεις θησαυρό. Ο κεντρικός δρόμος δεν συνεχίζει προς άλλον προορισμό. Όχι. Ή εγκλωβίζεσαι ή μπαίνεις στην διαδικασία της αναστροφής.

Στα ταξίδια μου, περιπλανώμενη σε δρόμους επαρχιακούς, έχω ακούσει τόσες κατηγόριες για την γυναικεία οδήγηση, της οποίας, μάλλον, αποτελώ κάποιου είδους  πρότυπο. Από τις πολλές φορές που απευθύνθηκαν σε μένα, ίσως τις έχω πιστέψει. Η αναστροφή, συνήθως, με δυσκολεύει, και αν συνοδεύεται από βλέμματα επιτίμησης, η αποτυχία είναι παταγώδης. Σ’ αυτά τα ημιορεινά χωριά η κατάσταση δυσχεραίνει. Αυτό το ημί με κάνει να νιώθω μισή. Σ’ ένα από αυτά, όμως, άκουσα την πιο παράξενη αφήγηση.

Ούτε που θυμάμαι το όνομα του χωριού. Μόνο το πέτρινο τοιχίο και εκείνο το δέντρο έχω σαν εικόνα. Μια γριά να κάθεται, νωθρή, κάτω απ’ τον ίσκιο της μουριάς. Πότε πότε γύριζε προς την πόρτα μια αποθήκης και μουρμουρίζοντας χειρονομούσε. Σταματούσε. Έπειτα επαναλάμβανε.

Τίποτα άλλο δεν άξιζε την παράκαμψη. Πέρασα από την πλατεία του χωριού και ρώτησα στο μοναδικό καφενείο για την συνέχεια.

«Α, κόρη μ’, παραπάνω σταματά ο δρόμος. Μην πας κατά κει, είναι χώμα και πέτρα. Θα σπάσεις τ’ αμάξι!»

Τέλος δρόμου, δίχως προειδοποίηση. Ανάγκη αναστροφής υπό το άγρυπνο βλέμμα των θαμώνων.

Στο δρόμο της κατηφορικής επιστροφής αποφάσισα να σταματήσω λίγο στο μέρος της γριάς. Βγήκα και κατευθύνθηκα προς την αυλή. Στ’ αριστερά, το τοιχίο να κάθονται οι αποσταμένοι διαβάτες. Το μεγάλο στρογγυλό παρτέρι γύρω απ’ την μουριά. Η θέση της γριάς. Ούτε που μου έδωσε σημασία καθώς περνούσα πλάι της.

Στο βάθος, ένα πέτρινο σπίτι δίπατο. Κάτω καθιστικό, πάνω ένα-δυο ιδιαίτερα δωμάτια, ως συνήθως. Κι η σκάλα εξωτερική. Λες και η ζωή της μέρας δεν μπορεί να συναντηθεί με τ’ όνειρο εσωτερικά. Πρέπει να γδύνεσαι την καθημερινή σκόνη. Να καθαρίζεσαι από τ’ αγιάζι της νύχτας, πριν περάσεις στο κόσμο του ύπνου.

Δυο αποθήκες με τσιμεντόλιθο στα δεξιά. Η μία δίπλα στην άλλη, ασβεστωμένες, σαν δίδυμες αδερφές καλοντυμένες. Μόνο οι σκουριασμένες πόρτες μαρτυρούσαν το μυστικό που κατέτρωγε τα σωθικά τους.

Κι όλα αυτά, στο ύψωμα με θέα όλο τον κάμπο ως τη θάλασσα.

«Θα τα πεις με την λωλή;», άκουσα μια φωνή να μου φωνάζει από το απέναντι σπίτι.

Χαμογέλασα, δήθεν αδιάφορα και πήγα δίπλα στην λωλή, όπως την έλεγαν. Τ’ όνομά της δεν το έμαθα ποτέ. Δεν τα κατάφερα, γιατί εκείνη έμοιαζε να μην το θυμάται και ο κόσμος το είχε πια ξεχάσει. Της μίλησα, αλλά δεν πήρα απόκριση. Μαζί με το όνομα, είχαν ξεχαστεί και οι συμβάσεις της επικοινωνίας. Κάθισα παράμερα και άκουσα τον μονόλογο της:

«Θυμάμαι τότε που άρχισε το κακό. Απ’ τις γυναίκες ξεκίνησε που κρύβονταν στην αποθήκη, μες στο στάρι.

Πάντα εκεί, όταν ήθελαν να μην τις βρουν.

Μικρά κορίτσια, μην απαντήσουν τους πατεράδες τους, κρύβονταν εκεί. Ζεσταίνονταν απ’ τη θέρμη των καρπών. Τόσο, που τις έπαιρνε ο ύπνος και βύζαιναν το δάχτυλό τους.

Σάλια  έτρεχαν απ’ το μισοταϊσμένο τους στόμα. Καμιά φορά κατουριόνταν, κιόλας, για περισσότερη θέρμη. Και γινόταν το κακό.

Υγραινόταν το στάρι. Σάπιζε.

Έπειτα έφηβες, πάλι στην αποθήκη έμπαιναν. Να αποφύγουν τους επίδοξους γαμπρούς. Μέσα στο στάρι έκαναν όνειρα για το ιδανικό τους ταίρι. Μέχρι που ίδρωνε όλο τους το κορμί. Πάλι τα ίδια.

Υγραινόταν το στάρι. Σάπιζε.

Μετά, σαν γίνονταν μανάδες κρύβονταν στην αποθήκη. Μην τύχει και τις βρουν οι γιοι τους στα πρώτα περπατήματα και δουν πως δεν υπήρξαν δυνατές μπροστά τους να σταθούν. Έκλαιγαν δάκρυα πολλά.

Υγραίνονταν το στάρι. Σάπιζε.

Στα μεσοπέλαγά τους, όμως, μόνο άνοιγαν την πόρτα και κοιτούσαν το σωρό. Δεν είχαν άλλα δάκρυα να χύσουν, στέρευε το κορμί τους. Έτσι έχωναν το κεφάλι μες στο στάρι ως να σκάσουν. Ή άλλοτε πάλι κρεμιόνταν από πάνω.

Εκείνες οι χρονιές ήτανε πλούσιες. Το στάρι δεν χαλούσε.»

Έπαψε και χειρονόμησε στην πόρτα. Λες και εκείνη έφταιγε για όλα τα δεινά της. Κινήθηκα προς την αποθήκη κι έκανα να σύρω την πόρτα της.

«Μη!», έσκουξε η γριά. «Ποτέ μην μπαίνεις στην αποθήκη με το στάρι. Ούτε καν από την πόρτα μην κρυφοκοιτάξεις. Μπαίνει ο αέρα, ανακατώνει τον καρπό και κείνος ψιθυρίζει.»

Μίνα Μοίρου