Την 25η Νοεμβρίου, Διεθνή Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας Κατά των Γυναικών, η Θράκα δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «#NoExcuse: 11 Ποιήματα για τη Διεθνή Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών». Στόχος του άρθρου ήταν η ευαισθητοποίηση πάνω στο ζήτημα της έμφυλης βίας. Σε εκείνο το άρθρο, καλέσαμε επίσης και άλλες/ους δημιουργούς να συμμετάσχουν με κείμενά τους σε ένα δεύτερο μέρος. Ο αριθμός των σπουδαίων έργων που λάβαμε μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε πόσο πολύ χρειάζεται στη χώρα μία σειρά κειμένων που εστιάζουν στο ζήτημα και, έτσι, αποφασίσαμε να επεκτείνουμε το αρχικό άρθρο σε αφιέρωμα με τίτλο «Αφιέρωμα στην Έμφυλη Βία» που επιμελείται η Βάγια Κάλφα.

Μετά τη δημοσίευση του β’ μέρους (18 Δεκεμβρίου 2023), όπου φιλοξενήθηκαν κείμενα της ομάδας Sister Outsider, δημοσιεύουμε, σε τρεις συνέχειες, κείμενα από το Δίκτυο Γυναικών Συγγραφέων Κατά της Έμφυλης Βίας και των Γυναικοκτονιών, «η φωνή της». Το σημερινό είναι το τελευταίο μέρος που αφορά στο Δίκτυο. Τα δύο προηγούμενα αναρτήθηκαν στις 11 και 12 Ιανουαρίου 2024, αντίστοιχα.

Σε αυτό το μέρος γράφουν οι: Ελένη Αράπη, Ελένη Γούλα, Σίσσυ Δουτσίου, Σόνια Ζαχαράτου, Εύα Μ. Μαθιουδάκη, Ελένη Μπουκαούρη, Ελευθερία Παραγιουδάκη (Λυκαία Ιεροφίλη), Ιφιγένεια Σιαφάκα, Εύα Στάμου, Έλενα Χουσνή.

Ακολουθεί, κατά τη διάρκεια του Φεβρουαρίου, η ανάρτηση επιλεγμένων ποιημάτων από δημοσιευμένες συλλογές και ατομικές συμμετοχές που μας στείλατε.

Σας ευχαριστούμε όλες από καρδιάς για το υλικό που μας εμπιστευτήκατε.

Περιοδικό Θράκα

 

“Η Φωνή της”(Καστανιώτης, 2023)

 

Ελένη Αράπη

Δεκάξι και κάτι 

Με λένε δεκάξι και κάτι. Μην μου ζητάτε στοιχεία. Μια ακόμη
γυναικοκτονία. Όχι, μην τρέμετε. Δεν πέθανα ακόμη. Με απλωτές
στον τάφο βαδίζω.
Με λένε δεκάξι και κάτι. Βρέθηκα σε ένα παγκάκι στο τμήμα. Ξέρετε,
στο Ιωσηφόγλειο κτήμα. Με χώσανε στη στενή, μου είπανε προχώρα
και μίλα:

-Όνομα πατρός, μητρός και τράβα κατούρα. Να δούμε αν είσαι
μαστούρα.
-Αγνώστου πατρός, σκύλας μητρός και τράβα πηδήξου. Στα μούτρα
σου φτύνω. Με λένε δεκάξι και κάτι.

Με μάτια, τάχα μου υγρά -μια στη Γαδά- έψαξε στα αρχεία να βρει
τα στοιχεία.

Γιατί με γέννησε η σκύλα, η μαύρη μου μάνα. Γιατί με ξέσκιζε ο
αγνώστου πατρός, εκκλησίας μητρός, απ’ τα έξι. Γιατί όλοι εσείς στη
Δομή μαθαίνατε κέντημα και ραπτική πάνω στο δικό μου κορμί.
Γιατί χεστήκατε μόλις τέλειωνε η βάρδια, για όλ@ εμάς τα δεκάξι και
κάτι. Γιατί δεν είμαι η ιστορία με το happy στο end.

Γιατί είμαι η δεκάξι και κάτι και
δεν είμαι η τελευταία στη λίστα.

 

 

Σόνια Ζαχαράτου

Το κάτι της αβύσσου*

Πώς το είπατε αλήθεια αυτό; Μήπως δεν άκουσα καλά; Θα με περιμένετε μακριά από το πεζοδρόμιο ετούτο εδώ; Πώς τολμήσατε και μου είπατε αυτό το «περιμένω»; Τη λέξη που φουντώνει μέσα μου το «κάτι»; Μια άβυσσος το «περιμένω», μια άβυσσος και το «κάτι», μια άβυσσος που μπροστά μου ανοίξατε, και κοντεύω μέσα να πέσω. Δεν είμαι όμως, πιστέψτε με, για τέτοια γυρίσματα του νου που φεύγει και ταξιδεύει όπου θέλει. Όχι, δεν πρέπει. Δεν πρέπει και δεν είμαι. Και σίγουρα δεν το κάνατε σκοπίμως.

Δεν με ξέρετε άλλωστε, δεν γνωριζόμασταν κι εχθές… Δεν είδατε τα μάτια μου ποτέ πριν από αυτό το βράδυ. Με το φτιασίδωμα και τις σκιές του φεγγαριού, που το γιασεμί προσπαθεί να ξεγελάσει. Ναι, καταλαβαίνω… σας φέρνω σε δύσκολη θέση. Σας γυρίζω, χωρίς να κοκκινίζω από ντροπή, στην πραγματικότητα και στην υψηλή κοινωνική σας θέση. Σας επιστρέφω στο πεζοδρόμιο που εργάζομαι, στο πεζοδρόμιο που στεκόμαστε και σας επιστρέφω άθικτο. Δεχτείτε το αυτό! Αναγνωρίστε το, σαν να κάνω υπόκλιση θεατρική μπροστά σας, ζητώντας το χειροκρότημα και παρακαλώ φορέστε ξανά το λαμπρό χαμόγελό σας! Το ωραίο σας χαμόγελο. Δεν παίζω μαζί σας! Το βλέπετε. Δεχτείτε το κι ελάτε να δώσουμε τα χέρια για τον αποχωρισμό, χωρίς το «κάτι» να πλανιέται πάνω μας. Χωρίς αύριο. Να ενώσουμε τα χέρια για όσα λίγο πριν, με σχέση πελατειακή, μας ένωσαν. Πριν με σαγηνεύσετε και πριν σας ξεφυλλίσω την καρδιά μου…

Ξέρετε, εδώ, να εδώ, το πεζοδρόμιο αυτό για μένα είναι… θέλω να πω… πώς να το πω αλλιώτικα… απ’ το πεζοδρόμιο αυτό ξεκινά πάντα η πάλη μου. Η πάλη με τα σώματα. Βγάζω τότε τα μακριά κόκκινα γάντια μου που, σαν αιματοβαμμένοι λαιμοί κύκνων το παρακάτω περιμένουν. Τα βγάζω για λόγους εντιμότητας απέναντι στον όποιον αντίπαλό μου. Δεν θα μπορούσα μ’ ένα κόκκινο γάντι να τον χτυπήσω. Από τακτ. Θα ήταν αδικία. Καταλαβαίνετε τι εννοώ. Γι’ αυτό άλλωστε σκεπάζω τα μάτια μου και μ’ ένα βέλο. Βέλο αραχνοΰφαντο που μόνον εγώ το βλέπω και βλέπω και τους απέναντι σε ρόμβους τεμαχισμένους. Ναι, ναι, ξέρω τι θα με ρωτήσετε. Ναι, όχι, δεν το φοράω πάντα. Το βγάζω στο σκοτάδι λίγο πριν τα μάτια μου σφαλίσω, για να ονειρευτώ. Ναι, ονειρεύομαι κι εγώ.

Δε γίνεται, δεν μπορώ, δεν γίνεται να βλέπω όλα αυτά τα σώματα να διαπερνούν το δικό μου σώμα. Τα σώματα που, μέσα έξω, τη σάρκα μου αναποδογυρίζουν. Τα σώματα τα ξένα, τ’ αρπακτικά και τ’ άρρωστα, τα μολύσματα τα περαστικά και τ’ αλλόκοτα ξεπλύματα της φύσης με την μπόχα. Κι άλλοτε πάλι τα σώματα καράβια φορτηγά, βαριά καράβια που ανοίγουν τ’ αμπάρια τους και ξεφορτώνουν. Μη βλέπετε, εσείς φαίνεστε αλλιώτικος﮲ είστε αλλιώτικος.

Γελάτε; Κι εγώ γελάω τώρα με αυτό που μόλις είπα, «τα καράβια», μοιάζει να μην είναι κόσμιο. Μοιάζει με χοντροκομμένο αστείο, με μια αποφορά ζωής παρατημένης. Εγώ όμως έτσι τους βλέπω. Γι’ αυτό κι έχω τα μάτια μου κλειστά και δεν χρειάζομαι το βέλο. Γι’ αυτό μαζί σας κράτησα τα μάτια μου ανοιχτά. Να σας κοιτώ. Γι’ αυτό και σας είπα στο τέλος της βραδιάς: «και τώρα, μακριά»! Γι’ αυτό η λέξη «περιμένω» μού είναι εχθρική και δεν θέλω ποτέ να περιμένω στη ζωή μου. Δεν αντέχω την αγωνία της μελλοντικής συνάντησης, της προσμονής, των συναισθημάτων. Τώρα, γίνεται; Ό,τι είναι να γίνει, να γίνει τώρα! Αν, όχι…

Εγώ, όμως, πρέπει να ξέρετε, εγώ που σας είπα ότι γελάω, εγώ πρέπει να ξέρετε ακόμη κι ότι κλαίω. Κάποιες φορές. Και δεν μπορώ να ξεχωρίσω πότε γελώ και πότε κλαίω. Είναι πολύ κοντά αυτά τα δυο, μοιάζουν να ξεπηδούν μέσα από την ίδια τσέπη. Τραβώ το ένα, βγαίνει το άλλο. Ό,τι θέλουν κάνουν από μόνα τους τα γέλια μου και τα δάκρυά μου ή βγαίνουν και τα δυο μαζί, για να με κοροϊδέψουν κι εγώ για να κοροϊδέψω εμένα. Εσείς το κάνετε αυτό ποτέ; Κλαίτε ή γελάτε, χωρίς να θέλετε; Ω, με συγχωρείτε που ρωτώ, αλλά… Ξέρω. Ξέρω. Μου έχουν πει ότι πρέπει οι άλλοι να μιλούν κι ότι είναι αποκοτιά μια ερώτηση απ’ το δικό μου μέρος… Αλλά, να, ξεχάστηκα τώρα που μιλάμε… Σας εξομολογούμαι πως η πρόθεσή μου απέναντί σας είναι ευγενική. Άλλωστε, το σαβουάρ βιβρ το έμαθα από παιδάκι, είτε φορώ τα γάντια είτε επιμελώς τ’ αφήνω δίπλα στο μαξιλάρι. Παίζω τους καλούς τρόπους στα δάχτυλα, όπως και με την ηδονή ξέρω πάντα να παίζω. Μόνο που, εκ του πονηρού, πολλές φορές λέω αντί για «τι ηδονή», «αχ, τι οδύνη» κι όταν σε προστυχιές εκτυλίσσεται ο πόθος τους, εγώ «όνειδος» λέω, αλλά πιστέψτε με, κανείς δεν αντιλαμβάνεται τι λέω.

Μη βλέπετε που εσείς, που εγώ μ ’εσάς, που εσείς και… Ξέρετε, ο λόγος τους την ώρα της δικής τους έσχατης στιγμής είναι συχνά χυδαίος και να τον εξευγενίσω προσπαθώ ή να τον μεταμφιέσω ή να τον μεταστρέψω στους δρόμους τους παράλληλους του παιχνιδιού της γνώσης. Ο λόγος της δικής τους έσχατης στιγμής. Πώς στο μυαλό μου στάθηκε τώρα αυτή η λέξη… της εσχατιάς… του τέλους… του τέλους του αναπότρεπτου.

Το αναπόφευκτο, λοιπόν…

Σκεφτήκατε, κύριε, ποτέ να περιγράψετε με λόγια δυνατά, κοιτώντας τον εαυτό σας στον καθρέφτη, ό,τι εκείνη την ώρα σας συμβαίνει; Την ώρα του πόθου, όταν την τελευταία λέξη προφέρετε κι εσείς; Κι έπειτα «θα σε περιμένω» λέτε; Πάντα; Σε όλους τους έρωτες της μιας νυχτιάς; Όπως είπατε πιο πριν σε μένα και την ακοή μου χάιδεψε; Και τρόμαξε η ονειρική υπόσχεση και η πρόσκλησή σας; Και πώς νομίσατε ότι θα έρθω να σας ανταμώσω; Ντυμένη σαν ετούτη τη στιγμή, με τα χρώματα τα χτυπητά και το βέλος και τα μακριά άλικα γάντια; Προκαλούν τον πόθο άραγε; Το πάθος; Το αίμα;

Είδατε ο λόγος, κύριε, τι μπορεί να κάνει;

Ω! για μια στιγμή! έχετε αλλάξει όψη. Σας βλέπω τρομαγμένο με ένα φτερό γυπαετού κάτω από τα μάτια. Ω! για μια στιγμή! μοιάζει να φοβάστε. Εμένα; Πώς είναι δυνατόν; Ο λόγος μου είναι όρκος. Και θα σας το πω κι αυτό· θεός μου είναι ο λόγος.

Λοιπόν; Τα λόγια μου σας τρόμαξαν; Όσα σας λέω τώρα εδώ, κουβάρια ξετυλίγω, ξεγυμνώνοντάς με. Γιατί τα μάτια σας είναι θάλασσες βαθιές και ήρθατε πολύ κοντά και σκύψατε και σκόνταψε το ξέφρενο γαλάζιο σας με τις αστραπές του πάνω στο μαύρο των δικών μου.

Σκύψατε κι είναι τα μάτια σας γεμάτα ζωή. Πλέουν βαθιά τους μέδουσες, ιππόκαμποι, αστερίες… Αναγνωρίζω κι εμένα εκεί να κολυμπώ και να κτυπώ τα χέρια, κρυστάλλινοι πίδακες πετούν ψηλά. Και κολυμπώ κι όλο με κοιτώ τα μάτια σας, κι όλο με κοιτώ…

Φύγετε! Φύγετε μακριά! Φύγετε! Θα καταστραφούμε! Δεν ακούτε; Δεν απαντάτε; Σιωπή που μας τυλίγει. .. Παγωμένη θάλασσα!… Παγωμένοι ήχοι!… Παγωμένη νύχτα!… Το βλέμμα σας, σκοτάδι… Οχυρό… Φοβάμαι… Κάνει ψύχρα… Να τυλιχτώ θέλω, να τυλιχτώ! Να φύγουμε! Να φύγετε! Σκοτάδι, ψύχρα…. Γιατί; Δεν απαντάτε… Τι περιμένετε, λοιπόν;

Όσο περνά η ώρα, φοβάμαι τη σιωπή σας. Και τα μάτια σας… νύχτωσαν, έδιωξαν το γαλάζιο τους. .. Γίνατε άλλος… Νύχτα πυκνή, ησυχία, απειλή. Απειλή… Ψύχρα. Κρύο… Η κίνησή σας… Όχι, μην έρχεστε κοντά, θέλω να φύγω. Να πάω εκεί που τάχθηκα. Μη με ακουμπάτε, μη! Κάτι ετοιμάζετε, κάτι σκέφτεστε κακό… σαν… Μα, τι σας έπιασε και χάθηκε η ευγένειά σας; Αφήστε μου το χέρι, μη! Φοβάμαι… Λυγίζουν τα γόνατά μου. Δεν είναι άγγιγμα δικό σας αυτό. Φοβάμαι! Εσείς… Μη! Σκοτάδι! Δεν το μπορώ! Μη! Μη, σας λέω! Πονώ! Μη, τα γάντια μου! Μη! Μην τα πατάτε! Μη! Το βέλο μου, μη! Τα χείλη μου, τα μάτια μου! Αφήστε με! δεν βλέπω! Πονάω! Αααα! Το «κάτι» που περίμενα, δεν είναι αυτό! Όχι, δεν είναι αυτό! Όχι! Το κάτι που περίμενα δεν είναι αυτό. Δεν είναι. Όχι. Μη! Πονάω!

 

*Το διήγημα «Το κάτι της αβύσσου» ανήκει στη συλλογή διηγημάτων της Σόνιας Ζαχαράτου, “Σκέπασέ με μονάχα”, Συρτάρι, 2022

 

 

Σίσσυ Δουτσίου

Η επικηρυγμένη

Ταξίδι στο χρόνο με μυστικές
εξομολογήσεις ανάμεσα σε γυναίκες
και πεθαμένες γοργόνες
Η μοναξιά της θάλασσας επί μήνες
Νίκη Δελλή μόνη στο ελληνικό πέλαγος
Λία Σαρρή μόνη της για έξι μήνες στον ωκεανό
Μυρτώ Ντέλλη ειρηνικός ωκεανός
Αθηνά Γεωργίου ατλαντικός ωκεανός.
Xλωμά χείλια καπνίζουν
πίνουν αλκοόλ, βρίζουν
και φτύνουν ξημερώματα τον πόνο τους
επάνω σε ένα στοιχειωμένο κατάστρωμα.
Γάμπες χοντρές χορεύουν με ναύτες και πόρνες
σε μακρινά λιμάνια στην Ασία
Όμορφα πρόσωπα ζωγραφισμένα σε μυς
και άλλα τόσα πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας
τα σύννεφα γίνονται τοπία με σκηνές βίας
σε έναν κινηματογραφικό ουρανό
Δράκοι σκοτώνουν κορίτσια
τεράστια αιλουροειδή γευματίζουν
άντρες με πλούσιο στήθος κάνουν έρωτα σε αφέντρες
Τώρα
παχιά μπούτια λερωμένα με γράσο
αντέχουν τη βρώμικη γλώσσα
τις φαρδιές ζώνες γύρω από παντελόνια
τις γυρισμένες ωμοπλάτες
το ίδιο και ο καπνός – αγορασμένος από την Αφρική
ένας θησαυρός απών

Κάθε φορά μια καταιγίδα που δεν –
την περίμενε κανένας –
ειδικά αυτή – αυτή η μαύρη σκύλα –
η κοκκινομάλλα ιρλανδή
η ξανθιά αγγλίδα
αυτή που θέλουν όλοι οι άντρες και όλες οι υπόλοιπες γυναίκες
να γαμηθούνε μαζί της
αυτή που αντέχει κάτω από μαύρα σύννεφα
να στέκεται όρθια – ντυμένη όπως τότε –
Αυτή η βρωμιάρα με το άγριο βλέμμα
και τα σχιστά μάτια
κρυμμένα πίσω από το μελαχρινό δέρμα της
αυτή
με τα λερωμένα ρούχα από τη δουλειά
λάσπη, νερό, αλάτι, αίμα, λάδι
αυτή που σε κοιτάζει καθώς εσύ φεύγεις
σου τρώει τις τελευταίες σου λέξεις για να σε προειδοποιήσει
δεν σε αφήνει να την ξευτιλίσεις δημοσίως
αυτή που σου φέρνει μια φίλη της με λευκό δέρμα και μακριά μαλλιά
να ξαπλώσετε μαζί το βράδυ
η μεθυσμένη
η βωμολόχα
η άθρησκη
η ψεύτρα

Κάθε βυθισμένο καράβι
ρητορεύει με βραχνιασμένη φωνή
δεν υπάρχουν λένε πειρατές
δεν τους πιστεύει κανείς
δεν υπάρχουν
γυναίκες με μαχαίρια μέσα στα εσώρουχα τους
-λένε-

δεν ξέρουν

Αυτή είναι εδώ
με ουλές στα μπούτια της
σημάδια γύρω από τις ρόγες της
ξαπλώνει στο κρεβάτι της με όποιον θέλει και
όποια θέλει την γλύφει – της φιλάει το στόμα
και την δένει στην προβλήτα της
Αυτή έχει δικιά της σημαία
με το δικό της οικόσημο
μια μήτρα – έναν σκελετό μονάχα με μια μήτρα –

Αυτή η πρόστυχη
αυτό το ωραίο μουνί που τολμούσε
τολμούσε τόσο πολύ
που μπροστά της όλα τα θαρρετά του κόσμου
πολλαπλασιάζονταν
Αυτή η λευκή παχουλή κοιλιά
που χειροκροτούσε σε πρόστυχα σχόλια
με θράσος πολύ
μόνο και μόνο για να πιεί περισσότερο ρούμι και παλιό κρασί

Αψήφησε αγάπη και θάνατο μαζί
δεν κατάφερε να βρει ένα ταίρι
κάποια σώματα να μοιράζεται
αυτή τη γνωστή αγκαλιά – αυτή την αγκαλιά που σε ζεσταίνει όταν
τα ρούχα σου είναι τόσο βαριά μουσκεμένα από την υγρασία
και δεν έχεις το κουράγιο να γδυθείς και να τα στύψεις –
αυτή την αγκαλιά που σου ρουφάει όλα τα περιττά υγρά από πάνω σου
Έζησε παρόλα αυτά πολλά χρόνια
όσο χτυπούσε η καρδιά της είχε τη φήμη της
γυναίκας
της γυναίκας που λατρεύει να ταξιδεύει
της γυναίκας που λατρεύει να βρίζει και να χουφτώνει σφιχτούς κώλους από νεαρές πόρνες
της γυναίκας που τα δάχτυλα της είναι χοντρά για να μπορεί να απολαμβάνει περισσότερο
πόνο από τις άλλες όταν τα βάζει μέσα της
της γυναίκας που είναι όμορφη
της γυναίκας που είναι παχουλή με λευκή σάρκα και αντρικά ρούχα
της γυναίκας που της αρέσει να πηδιέται με πολλούς άντρες συγχρόνως
Είχε τη φήμη της αιώνιας καύλας
που προσπερνάει τους ωκεανούς μέσα σε ένα μήνα και διαλέγει
30 πολιτισμούς για να μεθύσει μαζί τους –
προσκυνάει σαμανικά ιερατεία
Βόρεια Αμερική, Σιβηρία, Ινδονησία, Ωκεανία
είχε τη φήμη ότι
λατρεύει ποιητές που περιφέρονται στον κόσμο των πνευμάτων
ότι αντέχει στον πόνο – έχει μέγιστη αντοχή στον πόνο –
και υφίσταται τραυματισμούς

Αυτή είναι
αυτή
η γυναίκα που
δεν διάβασε ποτέ της κανένα αλφάβητο
μόνο πρόφερε τις συλλαβές και τους φθόγγους
με ένα ψεύδισμα που ξεσήκωνε τους πάντες ακόμα και
τα ερμάρια στο δωμάτιο της
– τρίβονταν επάνω τους όταν δεν την έπαιρνε ο ύπνος
μέσα στο απόλυτο σκοτάδι –
γνώριζε όμως όλους τους δικαστές, τους εμπόρους, τους τοξικομανείς,
τους καταδιωγμένους συγγραφείς
Ένα καινούργιο ποίημα οι συναντήσεις μαζί τους.

Όλες και όλοι την θαύμαζαν
άφησε το σαρκίο της κρεμασμένο από ένα βαρύ μεθύσι
στο κατάρτι ενός ξένου πλοίου
της έφτιαξαν μια σχεδία από φτηνό ξύλο
έδεσαν μαζί πολλούς κορμούς
με χοντρά σχοινιά
την έβαλαν επάνω την έδεσαν
αυτή
αυτή που τώρα είναι με κλειστά τα μάτια της
με ξεραμένα δάκρυα
αυτή
τα στήθια της ήταν γεμάτα αγάπη για το ανεπάντεχο
αυτή
τα χέρια της είναι γεμάτα σημάδια από ελβετικούς σουγιάδες
τα εσώρουχα της δεν έχουνε καμιά σημασία
δεν έχει καμία σημασία τι χρώμα είναι
είναι φτηνιάρικα και πια πεθαμένα
κάψανε μαζί της όλα τα βρακιά της
δεν θέλανε να έχουνε τίποτε από δαύτη στο καράβι τους.
Αντίο επικηρυγμένη
διαβόητη
Πηνελόπη Ρις.
Θα γραφτούνε πολλά ποιήματα για εσένα.

 

 

Ελευθερία Παραγιουδάκη (Λυκαία Ιεροφίλη)

Εξομολόγηση (Μητέρα – Πόρνη – Παναγιά)

«ΣΙΧΑΘΗΚΑ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ»

Παράλυτη στην παραβίαση του, με σαλεμένο λογικό, άκουσα τα βήματά του να
φτάνουν στο κατώφλι μου.
Με τη γλώσσα στο φάρυγγα και ακατοίκητο κορμί, κουφάρι καταραμένο της
σιχασιάς μου, στο παραπέντε να πηδήξω, έφτασα συχνά, δίνοντας τέλος σε ζωή
ανώφελη.

Να κατεβάσω μονοκοπανιά τα υπνωτικά που μου ’δωσε o τρελογιατρός, για να
ησυχάζω λίγο τις νύχτες.
Κάθε μέρα, κάθε – κάθε μέρα σκεφτόμουν πως μου άξιζε.
Κάθε – κάθε μέρα έλεγα στον εαυτό μου:
«Φαίδρα είσαι μια άχρηστη, μια πουτάνα, σου αξίζει το φέρσιμό του! Νόμισμα που
ταιριάζει, στης σάπιας σου ζωής το χρηματιστήριο.
Μη μιλάς! Μη κουνιέσαι! Μην ανασαίνεις! Γίνε διάφανη ή τράβα στη θανή σου!
Όσο υπάρχεις σε βλέπει κι όσο σε βλέπει, θα πεθαίνεις!»
Στον καθρέφτη μου μπροστά, μετά την κατάρα του έρωτά του, σαν χορτάτος με
παρατούσε κατασπαραγμένη λεία για του σπιτιού του το καταφύγιο και την ιερή του
οικογένεια. Έβλεπα το ναυάγιο του κορμιού μου και την δύση στα μάτια μου.
Ναυάγιο, ναυάγιο! Μόνον αυτό.
Ήθελα να ξαπλώσω στο χώμα και μαγικά να χωθώ μέσα του, να με προστατέψει.
Να γίνω σκόνη, λυτρωμένη απ’ το μαρτύριο.

Μια μέρα πριν πάω στον ψυχίατρο, ήρθε το πρωί, μόλις δύο μερών ξέμπαρκος. Τον
περίμενα σαν φύλλο τρεμάμενο.
Πριν ακόμα διαβεί την πόρτα, απ’ το κατώφλι, δάγκωσε τα χείλη μου.
Πεθυμιά του, το αίμα μου.
Έτρεμα! Απούσα η ηδονή κι η νοσταλγία του, μα ο φόβος κι η αηδία εκεί, με εμένα
αποδέκτη.
Αφέθηκα να με πετάξει στο κρεβάτι, χωρίς κανέναν σεβασμό. Άθυρμα!
Άνοιξε τις θύρες μου χωρίς αντίσταση.
«Πουτάνα!» βρυχήθηκε και χύθηκε στο κορμί μου, αρπάγη στην τροφή του.
Μιλούσε ακατάπαυστα. Αγριάδα και γλύκα μπερδεμένες μες του μυαλού του την
τρικυμία, σα να ’χε κι ο ίδιος αποτρελαθεί.
Το παραλήρημα του, σαν κάθε φορά απαράλλαχτο:
«Η διχοτόμηση της Φαίδρας! Έτσι να ονοματίσεις το επόμενο έργο σου. Και θα
μιλάς για μας τους καψούρηδες για πάρτη σου, που ξαναγεννιόμαστε στα σκέλια σου
ανάμεσα!»
Με μάτια τρελού, πυρετικά, έδωσε στάση στο κορμί μου συνήθειο του, από γυναίκες
μουσουλμάνες των λιμανιών, την ισορροπία της φύσης μου να συλήσει.
«Τόσα λιμάνια, τόσες πόρνες! Σαν κι εσένα, καμιά δεν υπάρχει!»
Ο ζωώδης και διεστραμμένος τρόπος του, με έκοψε στα δυο. Η μόνη βεβαιότητα, ο
άφατος πόνος, μου θύμισε πως είμαι ακόμα ζωντανή.
Με φαγωμένη γλώσσα και στο μυαλό την υπακοή, αντίσταση καμιά να μην του
φέρω, έμεινα παγωμένη.
Να μην πονάω, να είμαι υπάκουη, να μην αντιστέκομαι, να μη μιλάω, να μη μου δίνει
σημασία. Να μην πονάω. Να μη πονάω! Να μη πονάωωωω!

Το βράδυ βγήκα στην πίσω αυλή και ξάπλωσα στο χώμα.
Κουκουλώθηκα σκόνες και χώματα κι άγια λάσπη κι έβαλα σκουλήκια και μιαρά να
φυλάν τον ύπνο μου.
Σα να ’νοιωσα μεγαλύτερη συγγένεια με δαύτα. Πιο τίμια μου φάνηκαν, πιο
αυθεντικά. Κι ύστερα ζουλώντας και σκάβοντας τη γης κάτω απ’ την κοιλιά μου,
σκέφτηκα, πως θα μεταφερθώ, στα Ηλύσια πεδία, στις νήσους των Μακάρων, στον
Παράδεισο των χριστιανών με τους αγγέλους, ή σ’ εκείνο τον τούρκικο παράδοξο, με
τα πιλάφια.
Στα χέρια του δε μένω. Πήρα απόφαση!

Ξημερώματα με βρήκε η Κική και με το ζόρι, μου ετοίμασε επίσκεψη στον
ψυχίατρο.
«Σταμάτα! Όλα γίνονται», με ενθάρρυνε, πληρώνοντας εξέταση και φάρμακα, για
συμπαράσταση μου. Μου ’χε πετάξει εκείνος ένα πεντακοσάρικο στο κομοδίνο, δεν
τ’ άγγιξα αυτά τα λεφτά, δε τ’ άγγιξα. Τίποτα δικό του! Απόφασή μου η πείνα,
παρά οτιδήποτε δικό του. Έτσι ξεκίνησε η σκλαβιά μου.
Μικρό κορίτσι με βρήκε – ο πρώτος που ‘κανα έρωτα. Έτσι νόμιζα πως είναι ο
έρωτας! Κι αν αυτό είναι το κέρασμά του, ποτέ μα ποτέ στη ζωή μου. Σπίτι, ρούχα,
φαγητό, λογαριασμοί στην ευθύνη του, κι εγώ μία ευθύνη: ν’ ανοίγω τα πόδια!
Σιχάθηκα τέτοιας ζωής μαρτύριο. Σήμερα, υπάρχει λόγος εξομολόγησης. Κάποιος να
ξέρει!
Δε πρόλαβα να τελειώσω το βιβλίο μου. Πόσο αποζητώ ηρεμία, ξεκούραση! Γι’
αυτό ήρθα κοντά σου κι αν δε με δεχτείς εσύ, θα βρω άλλο τρόπο!
Θέλω ν’ αγαπήσω τον εαυτό μου, ν’ αντικρίσω το σώμα μου χωρίς αποστροφή.
Εγώ με σιχαίνομαι. Με σιχαίνομαι!
Θέλω επιτέλους να μιλήσω! Να μιλήσω.
Αυτή η σιωπή! Η σιωπή. Σιωπή!»

Μια αιφνίδια ζάλη την υποχρέωσε να ξαπλώσει στο κρεβάτι της.
Μια σκιά χοροπήδησε στο τοίχο, σαν μαριονέτα απ’ τα φώτα των διερχόμενων
αυτοκινήτων.
«Έλα μάνα κι άργησες σήμερα».
Μυρωδιά από λιβάνι και κοκκινιστό χτύπησε τα ρουθούνια της.
«Η Κική μαγειρεύει του Φώτη», σκέφτηκε
Νύχτα, κι ο Κωστάκης των νεανικών της χρόνων σ’ εκείνο το μοναδικό μπλουζ, στο
πρώτο της πάρτι.
«Πόσο ήμουνα άραγε; Δεκαπέντε.
Αξημέρωτα η Κική, φύλακας άγγελος, με το αντικλείδι της, άνοιξε στο όργανο της
τάξης.

Η Φαίδρα από ώρες νεκρή στο κρεβάτι , με ξέπλεκα τα μακριά μαλλιά της, να
στολίζουν πρόσωπο, ίδιο φεγγάρι βασιλεμένο.
Στο μικρό τραπεζάκι μπροστά στο παράθυρο, στέκει μνημόσυνο μια φωτογραφία της
μάνας της, με το τρεμάμενο καντήλι να καίει ακόμα.
Ένα δημοσιογραφικό μαγνητοφωνάκι, άδειο από μπαταρίες, το κενό κουτί με τα
ηρεμιστικά και του καναρινιού της η φυλακή, με πόρτα ορθάνοιχτη, να χάσκει στο
κενό.
Μαρτυρία ομαδικής δραπέτευσης.
Το βλέμμα της μοναδικής φίλης της, ραντάρ, επόπτευσε στα γρήγορα τον χώρο.
Τράβηξε τις μπούκλες από τα μάτια της νεκρής και δίνοντας της ύστερο φιλί
αποχαιρετισμού, άνοιξε την πόρτα:
-Πέταξε το πουλί, είπε.

Και βγήκε στην αυλή κλαίγοντας.

 

 

Ελένη Μπουκαούρη

Les tricoteuses

Στην ακρογιαλιά
μου διηγήθηκες μια ιστορία προδοσίας
χωρίς να με κοιτάζεις
οι λέξεις σου υγρές
με καταβρόχθισαν
κι άρχισα να κλαίω απαρηγόρητη

γιατί θυμήθηκα εκείνο το καλοκαίρι στο Παρίσι, ένα βράδυ σε μία Τράπεζα που έμενε 24 ώρες ανοιχτή, αυτή την πανύψηλη, μαύρη καλλονή με το λεοπάρ παλτό που παραμόνευε, εκεί στα Ηλύσια Πεδία κι ο άντρας έφυγε μαζί της, και η γυναίκα κάπνιζε όλη νύχτα μέσα σ’ ένα στενό δωμάτιο του Hotel de la Havane, κάπνιζε κι έπλεκε δαιμονισμένα το αχάριστο πλεκτό μιας μέτριας ζωής, έπλεκε τον θυμό και την εγκατάλειψη, οι ατσάλινες βελόνες της κροτάλιζαν στην ερημιά και το πλεχτό της αυγάτιζε αξιολύπητο, φθαρμένο, σπίθες έβγαζαν οι βελόνες της, σπίθιζε και η κάφτρα των τσιγάρων της, παρακολουθώντας μ’ εκείνα τα άλλα μάτια των εγκαταλειμμένων και μόνων γυναικών τη νύχτα έξω από το παράθυρό της, κοίταζε τη ζωή της που αποκεφαλιζόταν μπροστά της, σαν άλλη tricoteuse στην εποχή του Ροβεσπιέρου.

Τέλος πάντων
ο γέγονε, γέγονε
και τώρα μπορώ να σε διαβεβαιώσω
πως ένα γεγονός για να γίνει
χρειάζεται τις tricoteuses του

από την αυγή, στημένες και αφοσιωμένες στο πλεχτό τους, γύρω από την εξέδρα με τη γκιλοτίνα έτοιμη, καλά ακονισμένη, α, να, έρχεται η κυρά Victorine, ή μήπως είναι η δεσποινίς Pauline, παρέα με τη γριά Louise, θέλουν να νιώσουν το ρίγος στη ράχη, το μούδιασμα χαμηλά στην κοιλιά, ορέγονται σβέρκους χοντρούς ή τρυφερά λαιμουδάκια στη λαιμητόμο και οι βελόνες αφηνιάζουν, οι γλώσσες γεννάνε το γεγονός πριν καλά-καλά συμβεί, πριν επιληφθεί ο δήμιος με τη μαύρη του κουκούλα και τα χοντρά μπούτια, νομίζω πως σήμερα είναι ο μπάρμπα Charles, λίγο κουρασμένος, δεν τον άφησαν να κοιμηθεί χθες τη νύχτα τα εφτά του κουτσούβελα, πεινούσαν γιατί το τσουκάλι με την ταγκή αποφορά αδειάζει στην τρίτη κουταλιά και μιξοκλαίγανε, όμως… όμως, ιδού τώρα ανεβαίνει στο ικρίωμα η νεαρή Charlotte, η περήφανη φόνισσα που κοκκίνισε το νερό στη μπανιέρα του Τυράννου, οι πολίτισσες κραδαίνουν τις βελόνες τους και παρακολουθούν ηδονικά το θέαμα του θανάτου.

Στην ακρογιαλιά
χωρίς λέξη καμία
τώρα πια
απαλά με φίλησες στο λαιμουδάκι
κι όταν βουτήξαμε κόλλησες επάνω μου σαν το χταπόδι
δεν θα βγεις, δεν μπορείς να βγεις, δεν σ’ αφήνω
θα πνιγώ
μην φοβάσαι
πνίγομαι
μην φοβάσαι
αγάπησέ με
φοβάμαι

Όταν έφυγε ο άντρας, η γυναίκα έπλεξε όλα της τα νήματα και κάπνισε όλα της τα τσιγάρα, κομμένη στα δυο από τη λαιμητόμο της εγκατάλειψης, όμως πέρασε ο καιρός της νιότης κι ο άντρας, που τριπόδιζε ανέμελα, πνίγεται τώρα στα φλέματα, φασκιωμένος με γάζες, γιατί έχει «ανοίξει», κίτρινο αίμα στάζει από σωληνάκια, είναι σαν ρομπότ, σαν παιχνίδι επιστημονικής φαντασίας, καλωδιωμένος, διασωληνωμένος, ψυχορραγεί, το άρρωστο σώμα του αποσυντίθεται και μυρίζει, α, δεν είναι καθόλου αξιοπρεπής, μόνο πεθαίνει, και η γυναίκα στο πλάι του πλέκει αφοσιωμένη, κραδαίνοντας μια μυτερή βελόνα

ήθελα να σε δω, ψιθυρίζει
αλλά είδα μόνο εμένα
εμένα που είχα θάψει μέσα βαθιά
και τώρα, πριν σε σκοτώσω
σε ρωτάω και θέλω να μου απαντήσεις:
ποιος είναι ο φονιάς;

 

 

Έλενα Χουσνή

«Εγώ αγαπάω τις γυναίκες»

«Εγώ αγαπάω τις γυναίκες», λες και εγώ ένα πράμα έχω να πω, ότι όλα σωστά τα έκανα, όπως μου έμαθαν και όπως μου είπαν, τίποτε δεν άφησα απ’ έξω, όλα τα χώρεσα, όλα τα χώνεψα, σε όλα κατάφαση, σε όλα προσχώρηση, να προλάβω, να φτάσει ο χρόνος, ο κόπος, αυτό το άπειρο εικοσιτετράωρο που μεγεθύνεται για να μην αφεθεί στην τύχη του, μαζί και η ζωή, η κοινή ζωή που μοιράζεται τόσο άνισα, στη μια ζυγαριά τα πρέπει, στην κοινή ζυγαριά όσα πετυχαίνουν, πάλι στην μονή όσα απέτυχαν, αυτή τη μονή ζυγαριά και ζυγό χρεώθηκα, να γεμίζει με βάρη και αντίβαρα, με δώρα χωρίς αντίδωρα, ακόμη ζυγίζω και βαραίνω- εμένα- ζυγίζω κι αλαφραίνω -τους άλλους- και στην απόδειξη, στο ταμείο, ποτέ δεν περισσεύουν, δεν έχει ρέστα για μένα, τα ρέστα μου θέλω να φωνάξω μην μείνω ρέστη.

«Εγώ αγαπώ τις γυναίκες», όλο λες, στα οικογενειακά τραπέζια, αυτά που παρίστασαι, τι τιμή, και ιδροκοπάς ν’ ανοίξεις την πόρτα όταν έρχονται και να την κλείσεις όταν φεύγουν οι καλεσμένοι κι έπειτα κατάκοπος να πετάξεις τα ρούχα σου στο πάτωμα και να ξαπλώσεις, γδυτός και ελεεινός, στα σεντόνια που χθες σιδέρωσα και τώρα μυρίζουν χοληστερίνη κι ακριβό αλκοόλ, αυτό που βγάζεις τέτοιες νύχτες, στο ενδιάμεσο της «κούρασής» σου προλαβαίνεις να πεις στις γυναίκες του τραπεζιού, ομοτράπεζες αλλά ποτέ ομότιμες, ότι «εγώ αγαπώ τις γυναίκες», ήδη έχεις φτιάξει στο μυαλό σου, τη βιτρίνα με τη συλλογή από μινιατούρες, όλες μικρές, όλες κινούμενες από σένα, χαριτωμένες μαριονέτες, να τις κλείσεις στη βιτρίνα, να μη σκονίζονται, να μεγαλώνει η συλλογή, να μη βαριέσαι, να πληρώνεις ακριβά, οι μινιατούρες κοστίζουν για να παραμείνουν έτσι μικρές και γητεύτρες, θέλουν τα έξοδά τους, ναι τις αγαπάς, όπως αγαπάς και τις άλλες, αυτές που ξεσκονίζουν το σπίτι και εσένα για να μπορείς να συνεχίζεις τη συλλογή σου από τις γυναίκες που αγαπάς.

«Εγώ αγαπώ τις γυναίκες», που πάει να πει, αυτό το είδος, αυτό το τσουβάλι όπου χωρούνε όλες, με κλειστά μάτια βάζεις το χέρι μέσα, ψάχνεις να βρεις το γουρούνι της ημέρας, γουρούνι στο σακί, όλα ίδια είναι εκεί μέσα ε; τι σημασία έχει ποιο θα τραβήξεις, γεμάτο να ’ναι το σακί, αυτό έχει σημασία, αυτό σε θρέφει, τα κορίτσια που είναι όπως τα περιέγραφε η Κοκό, έχουν δύο πράγματα, είναι κομψές και υπέροχες, και αν το λέει η Σανέλ πως έτσι πρέπει να είναι, ποια είμαι εγώ να πω όχι, σε σένα που αγαπάς τις γυναίκες, αυτές τις γυναίκες, της βιτρίνας, της μη – σκόνης, τις μινιατούρες, τις μαριονέτες; μπα όχι, μαριονέτα είμαι εγώ, έχω όλα τα σχοινιά δεμένα, αυτή είναι η ζωή σου, η πόρτα ανοιχτή και τα σκυλιά δεμένα, κι εγώ το σκυλί, πιστό, υπάκουο, δεμένο με τα σχοινιά, κοίτα, κοίτα πόσες κινήσεις μ’ αφήνεις να κάνω, κοίτα λυγίζω τα χέρια, λυγίζω τα πόδια, και τη μέση λυγίζω, πάντα προς τα μπρος, στην υπόκλιση της υποταγής και της συμφωνίας, δεν έχω άλλη υπόκλιση, εκείνη που λυγίζεις τα γόνατα και ακουμπάς την περιποιημένη παλάμη στο στήθος, με το κορμί ολόισιο και τις βλεφαρίδες γεμάτες, αυτή την υπόκλιση δεν την έχω, αλλά τι σημασία έχει; εσύ αγαπάς τις γυναίκες και μ’ αφήνεις να λυγίζω τους αγκώνες, τα γόνατα, και κυρίως… τη μέση!

«Εγώ αγαπώ τις γυναίκες», που πάει να πει πως πίσω από κάθε σπουδαίο άντρα υπάρχει μια ακόμη σπουδαιότερη γυναίκα γιατί ξέρει να υπηρετεί με αφοσίωση την αφάνειά της, τόσες εξαφανίσεις έχει επιτύχει, ο Χουντίνι του οικιακού παραδείσου, να λύνει τα δεσμά, όσα και να του βάζεις τα λύνει, αλλά μόνο για ν’ αλλάξει δωμάτιο και δεσμά, χολ και υποταγή, κρεβατοκάμαρα και παραίτηση, κουζίνα και αφοσίωση, παιδικό δωμάτιο και μηχανή κοινωνικής υπεροχής, μπάνιο κι αποστείρωση, κάθε δωμάτιο και ένας μικρός Χουντίνι, να μπορεί ο σπουδαίος να περιφέρει αυτή τη σπουδαιότητα, την αγαπάμε τη σπουδαιότητα, είναι σπουδαία η σπουδαιότητα και πίσω της έχει τόση αυτό-εξαφάνιση που την κάνει ακόμη πιο πολύτιμη, εσύ αγαπάς τις γυναίκες, αυτές που βρίσκονται πίσω από έναν σπουδαίο άνδρα, είναι υπέροχες οι ανύπαρκτες γυναίκες που κάνουν check-in σε όλα τα μυστήρια, γάμους, βαφτίσια, κηδείες και check-out, αναγκαστικό, στη ζωή, δεν χωράνε ούτε σε νυφικά, ούτε σε κολυμπήθρες που ξεπλένουν αμαρτίες, ούτε σε φέρετρα, είναι νεκροζώντανες και για τους νεκροζώντανους δεν προβλέπονται φέρετρα, μόνο γυάλες, όχι αυτές με τις μινιατούρες, οι άλλες, με τον αναπνευστήρα και το οξυγόνο που μοιράζεται με δόσεις.

«Εγώ αγαπάω τις γυναίκες», είπες πάλι σήμερα, στο καινούριο τραπέζι, αφού κατάκοπος άνοιξες την πόρτα, ξανά και ξανά, για να μπουν ένας – ένας οι υποψήφιοι χειροκροτητές σου και ένας από αυτούς είπε ότι οι γυναίκες φτιάχτηκαν για να τις αγαπάμε, όχι να τις καταλαβαίνουμε, δεν είναι δικά του λόγια αυτά, είναι του Όσκαρ Ουάιλντ είπε, δεν τον ξέρω αυτόν τον Όσκαρ, αλλά για να ’χει τέτοιο όνομα, όνομα-βραβείο, όνομα για ρόλους, κάτι παραπάνω θα ξέρει, τον έψαξα για να είμαι σίγουρη, κι ας κούνησα τον κεφάλι μου σαν να τον ήξερα, είδα ότι αυτός τις αγαπούσε πράγματι τις γυναίκες, δεν έκανε συλλογή από μινιατούρες, αγαπούσε τους ανθρώπους, ίσως λίγο παραπάνω τον εαυτό του, για να τον προστατεύσει τον αγαπούσε, να τον προφυλάξει από την ανελέητη αγάπη, γι’ αυτή την αγάπη τον φυλάκισαν, τον ένιωσα τόσο δικό μου τον Όσκαρ, τόσο φίλο μου, κι εγώ στη φυλακή είμαι γι’ αυτή την αγάπη, αυτή την αγάπη για τις γυναίκες, που πάει να πει μόνο για σένα, μόνο για τον εαυτό σου, ήθελα να στο πω την άλλη μέρα, όταν άνοιξες την πόρτα, κατάκοπος, μόνο για να μπεις εσύ, όμως δεν είχα το χρόνο, έπρεπε να δείξω κατανόηση για την κούρασή σου, να βεβαιωθώ ότι θα συρθείς χωρίς πρόβλημα σε όλα τα σημεία ξεκούρασης του σπιτιού, θα είναι όλα έτοιμα να σε υποδεχτούν κι έτσι δεν πρόλαβα να σου πω πόσο πολύ μ’ αρέσει ο Όσκαρ.

«Εγώ αγαπώ τις γυναίκες», μου είπες, όταν σε ρώτησα αν μ’ αγαπάς, και μετά νευρίασες που είπα, «εμένα;», ερώτηση ήταν απλή, φώναξες ότι αυτό έχει ήδη απαντηθεί, έτσι απαντούν και οι άλλοι εκπρόσωποι, των κυβερνήσεων, κι αυτή γυναίκα είναι, η κυβέρνηση, αλλά είναι μία τουλάχιστον, εγώ μπήκα πάλι στο τσουβάλι και δεν ξέρω όταν θα βάλεις το χέρι σου μέσα στο σακί, αν θα τραβήξεις εμένα, αν θα είμαι εγώ το γουρούνι της ημέρας, είμαι άτυχη, συνήθως παραμένω στο σακί, δεν με τραβάς ποτέ εμένα και κυλιέμαι στις λάσπες, κυλιέμαι και τις καθαρίζω, την ίδια στιγμή, πόσο με μπερδεύει αυτό να ’ξερες, που αγαπάς τις γυναίκες, ακούγεται τόσο επαγγελματικό, σαν να λανσάρεις την καινούρια γραμμή παραγωγής, βλέπω ήδη τον ιμάντα ν’ ανεβάζει ταχύτητα, τα προϊόντα ξαπλωμένα περνούν από μπροστά σου για την τελική διαλογή, να μην βρεθεί ψεγάδι, νευριάζεις όταν βρίσκεις ψεγάδι, το παίρνεις και το πετάς έξω, ο ιμάντας συνεχίζει την πορεία του, στον ίδιο κύκλο με νέα προϊόντα, εγώ δεν μπορώ να μπω εκεί, η δική μου γραμμή παραγωγής δεν είχε άλλα προϊόντα, μόνο εμένα και μόνο για μερικά check-in, τα πέρασα τα τεστ και κρίθηκα κατάλληλη, έπειτα η γραμμή παραγωγής σταμάτησε, δεν έχει νόημα, δεν χρειάζεται άλλη μαριονέτα, μια φτάνει, μόνο να μην ξεχνάς τα σχοινιά και χαλαρώσουν κι αποκτήσουν ελευθερία οι αγκώνες, κι αρχίσουν και τα γόνατα να ξεστρατίζουν κι η μέση να λυγίζει προς τα πίσω, πρέπει να τα κρατάς τα σχοινιά σφιχτά αλλιώς μπορεί να σηκωθούν ψηλά τα χέρια, ν’ αρχίσουν να τρέχουν τα πόδια και η μέση να λυγίζει δεξιά – αριστερά και κόβοντας με ψαλίδι τα σκοινιά, όλες οι γυναίκες που αγαπάς θα μείνουν μέσα στην βιτρίνα, γεμάτη σκόνη θα τις βρωμίσει κι αυτές, πάει το λούστρο, θα μείνουν οι μινιατούρες στα αζήτητα, θα βγουν οι μαριονέτες στο σεργιάνι, τελευταίο check-out για όλες τις γυναίκες που λες πως αγαπάς. Μ’ αρέσει αυτή η γενίκευση. Με κάνει να νιώθω ξεχωριστή!!

 

 

Εύα Μ. Μαθιουδάκη

Τα τρόπαια

Μάζευε τρόπαια, όχι από αυτά που μπαίνουν σε ράφια και σε
τοίχους.
Ροβήρος ο Κατακτητής! Μάζευε και προχωρούσε από τη μία
«άνοιξη» στην άλλη «νίκη», μάζευε και προχωρούσε.
Του έκλεινε ὁ έρωτας το μάτι και προχωρούσε, νόμιζε ότι έτσι
θα ‘ταν πάντα νέος και ωραίος, νόμιζε ότι αυτός είχε βρει το
μαγιοβότανο, νόμιζε.
Δεν είχε καταλάβει ότι τις νύχτες βγαίναμε από τα
ταριχευμένα κεφάλια του κυνηγιού, ψυχές ζωντανές που τον
στοιχειώνανε!
«Καληνύχτα σου λέω τώρα, κοιμήσου, να τις φας θες;»

 

 

Ελένη Γούλα

Από τον πάγκο

Μιλάει γρήγορα. Ασθματικά. 30+.

«Αν έβρισκα μία σαν τη μάνα μου», λέει. «Σιδερώνει, πλένει, μαγειρεύει, φροντίζει και δε μιλάει πολύ. Από όσο θυμάμαι, το σπίτι μας αστράφτει. Η αυλή, ο δρόμος, μέσα τα δωμάτια, η κουζίνα της, όλα. Αν είναι μια κοπέλα σαν τη μάνα μου… αν έβρισκα μια τέτοια κοπέλα, θα την πίστευα, θα την παντρευόμουν, θα ένιωθα μια κάποια ασφάλεια, ρε φίλε. Να με ξελασπώνει, να με ξεκουράζει, να με στηρίζει και όχι όλο να απαιτεί, να θέλει και τούτο και κείνο και γω να είμαι πάντα εκεί, ο τέλειος, ο δυνατός αλλά να μη της φέρνω και αντιρρήσεις, να την σέβομαι, να της αφήνω ελευθερίες…».

Απέναντί του δυο γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, κουνάν το κεφάλι και κοιτάζονται μεταξύ τους. «Α τόσο μαλάκας έχει γίνει λοιπόν, ο παλιός συμμαθητής μου», σχολιάζει αργότερα μια συνομήλική του που μαθαίνει το αντρικό παραλήρημα.

«Μαλάκας;»

«Και φασίστας μάλλον. Μαλάκας και φασίστας», ξεσπάει η νέα γυναίκα. «Άκου μια σαν τη μάνα του! Μήπως να τη δέρνει κιόλας! Άντε μετά να βρω εγώ κάποιον της προκοπής. Τι κι αν θέλω να γεννήσω κάνα παιδί όσο έχω καιρό. Ήδη πρέπει να καταψύξω ωάρια τώρα. Αυτούς δεν τους νοιάζει. Αυτοί δεν έχουν πρόβλημα. Ως τα ογδόντα, και βάλε, μπορούν να γίνουν πατεράδες. Βλέπω κάτι τύπους στις οθόνες – ηθοποιούς, τραγουδιστές και άλλους τέτοιους, δήθεν γνωστούς – που, πενηντάρηδες, ανακάλυψαν την πατρότητα και κορδώνονται λες και κάνανε κατόρθωμα. Δε μας λένε όμως πόσο χρονών είναι η μάνα. Γιατί εγώ να πρέπει να υποστώ όλη τη βία των εξωσωματικών; Γιατί να διακινδυνεύσω με τόσες ορμόνες στο σώμα μου; Αυτοί; τι τους νοιάζει αυτούς!»

Κάθομαι στον πάγκο. Δεν έχω πια ορμόνες αναπαραγωγής. Και οι λέξεις μου, κι αυτές έχουν παλιώσει. Δεν ξέρω πώς να μιλήσω και τι να πω. Φοβάμαι ότι κανείς δε θα με ακούσει.

Όμως, εσύ, που είσαι ποιητής και μιλάς όμορφα, ξεσπαθώνεις. Είσαι 50+.

«Έχουν αλλάξει οι καιροί», λες. «Φτιαχτήκανε νόμοι, γυρίσανε τα μυαλά, φύσηξε ο αέρας της ελευθερίας. Κι αν έχουν μείνει μερικοί μαλάκες, οι φίλοι επικροτούν: Ναι, να συνυπάρξουμε», λες ότι σχολιάζουν. «Ναι, ναι, να αγκαλιαστούμε. Αυτή είναι μια καινούρια αρχή. Όλα ξανά μπορούν να υπηρετήσουν την αγάπη. Και ο όφις στα σκέλια μου», συνεχίζεις, «να εξουσιάσει ορέγεται και αυτό δεν έχει σχέση με τον έρωτα ή έστω τη συνεύρεση των φύλων». Και διαρρηγνύεις τα ιμάτια σου. Και χτυπιέσαι. Όχι, όχι. Η φύση δε φταίει. Εμείς, εμείς τα διαστρέφουμε όλα. Εμείς και η λαχτάρα μας για εξουσία.

Βουίζουν τα αυτιά μου. Το στομάχι μου πάει κι έρχεται. Μαζί παρασέρνει και λέξεις.

Αυτές τις παλιές. Ό,τι διαθέτω.

«Είναι κάτι μεγαλύτερο», λέω. «Πιο μεγάλο από τις γυναίκες κι από τους άντρες κι από όλα τα φύλα που υπάρχουν, μαζί. Το υπηρετούμε – συνήθως αγνοώντας το, δεν θα γινόταν να το αντέξουμε αν το γνωρίζαμε – όσο σμίγουμε και μπορούμε να γεννήσουμε καινούρια ζωή. Φοβόμαστε. Όλοι φοβόμαστε. Αυτές μπορούν να σας ρουφήξουν, σκέφτεστε οι άντρες. Να σας κόψουν το πέος, να σας τρυπήσουν τα αρχίδια, να σας κάνουν ανίκανους για στύση και αναπαραγωγή. Τρελοί από το φόβο σηκώνετε σαν τα άλογα τα μπροστινά σας πόδια, χλιμιντρίζετε δυνατά, θέλετε να ορμήσετε στον κάμπο ελεύθεροι. Φτιάχνετε μυς και γραμμές για να γίνετε ακόμη πιο δυνατοί, να νικήσετε κάθε επιβουλή. Κάποιοι μαζεύετε τον φόβο και τον κάνετε ματωμένη χολή.

Και τα κορίτσια απέναντί σας, όλο και πιο πολύ σφίγγονται. Κι αν ανοίγουν τα πόδια

και επιτρέπουν ελεύθερη τη διείσδυση, όμως η καρδιά τους γίνεται σκληρή και παγωμένη. Γυμνάζουν το σώμα και μαθαίνουν τρόπους για την αυτοάμυνά τους. Οργανώνονται και φωνάζουν, όλο πιο πολύ φωνάζουν. Έχουν σημαδέψει τους δρόμους με κόκκινα σημαιάκια. Κι αυτό κίνδυνος, και το άλλο προμήνυμα, και κείνο τρομακτικό. Μικροκαμωμένα ή μεγαλόσωμα, πάντα έχουν μικρότερη ρώμη από τα αγόρια. Και ο αγώνας είναι άνισος! Δεν θα σας φτάσουν στη δύναμη, δεν θα σας ακινητοποιήσουν παρά μόνο με τεχνάσματα. Και όλος αυτός ο ανταγωνισμός που θα οδηγήσει;»

Μαζεύομαι πάλι στον πάγκο μου. Δεν ξέρω. Κανείς δεν ξέρει. Εσύ όμως έχεις σηκωθεί πάλι και αγορεύεις. Σαν άντρας πάλι.

Είσαι ερωτευμένος. Ακόμη και ένας τυφλός μπορεί να το δει. Έτοιμος να σηκώσεις βουνά, μια στάλα ουρανό θα τον κλέψεις αν χρειαστεί, για να αναπαύσει το βλέμμα της η αγαπημένη. Έτσι είναι ο έρωτας. Τον έχω νιώσει και ξέρω. Όσο είμαι στην αγκαλιά σου, εσένα του αγαπημένου, γυναίκα εγώ αδύναμη και δική σου, όσο με κρατάς και γυρεύω τα χείλη σου λες και από αυτά εξαρτιέται η ζωή μου…

Σκέψου όμως τι θα συμβεί σε λίγο. Όταν θα έχεις χορτάσει.  Είναι δύσκολο να το παραδεχτείς. Δεν έχω ακούσει σχεδόν κανέναν να το κάνει. Εσύ έχεις την καύλα σου κι εγώ τον τρόμο στα μάτια. Λες ότι δίπλα σου είμαι ασφαλής. Και το πιστεύεις. Και ότι ο τρόμος στα μάτια μου είναι από άλλον εφιάλτη. Πέρα από σένα. Μακριά. Εσύ είσαι ο καλός.

Όμως δύσκολα θα σε εμπιστευτώ. Μόνο αν δεν ξέρω ή αν ξέρω καλά. Ή αν περάσουν τα χρόνια, οι εποχές και οι γενιές κι αδυνατίσει πολύ κείνο που φωλιάζει μέσα μου, υπόλοιπο της μάνας, της αδερφής, της θείας, της γιαγιάς και, ακόμη, εκείνης της αδικημένης προγιαγιάς μου. «Αχ, παιδάκι μου. Μια ημέρα να πέθαινα μετά απ’ αυτόν. Μια ημέρα. Μόνο μια ημέρα. Για να ιδώ πώς ζει ο κόσμος.»

Μη ρωτάς τι εφιάλτη βλέπω. Δε μπορείς να καταλάβεις. Εσύ είσαι εγγονός εκεινού του σατράπη προπάππου. Ό,τι και να κάνεις εσύ είσαι δισέγγονός του κι εγώ μια ακόμη σημαδεμένη εγγονή. Για να μη μιλήσω για τόσους προηγούμενους αιώνες.

 

 

Ιφιγένεια Σιαφάκα

Πυγολαμπίδες*

Πυρωμένα μαλλιά σε βράχια γαντζώθηκαν
Εκκρεμείς υποθέσεις απλώθηκαν έτσι
Σε δέρμα λευκό από λοστούς αναμμένο
Με γλώσσες φωτιάς κι αλαλίας κάθε φύσης
Που έξω απ’ το σώμα της βρέθηκε θύμα
Μανίας μ’ αφρούς από λύσσα στα σκέλια

Αν και οι Βάκχες έχουν λύσει το θέμα
Πριν λαλήσουν τρις οι φονιάδες γυναικών
Με πύρρειες νίκες, καβάλους ιππεύοντας –
Άγρια Δύση σε λιόγερμα πάθους και σβουνιές
Ροζ αλόγων, λαβάρων της λαβ στα ενύπνια

Αυτή με θανάτου απόθεμα άλειφε λιώμα
Πυγολαμπίδες στα μαύρα μυαλά τους
Όταν ο γίγας πατέρας στροβίλιζε βράχους
Στο κρεβάτι σαν στρώμα, και μ’ ένα λεπίδι
Δάχτυλα έπαιρνε στους μαστούς των μανάδων

Υ.Γ. : Ο μύθος θέλει τις μανάδες Μαινάδες

 

* Το ποίημα «Πυγολαμπίδες» είναι από την ποιητική συλλογή της Ιφιγένειας Σιαφάκα “Μικρό μνημόσυνο ερωδιών στις λέξεις” (Δρόμων, 2023)

 

 

Εύα Στάμου

Η κουλτούρα ανοχής στη βία κατά των γυναικών

Η βία κατά των γυναικών αποτελεί παγκοσμίως μία από τις συχνότερες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αν και δεν γίνεται πάντα αντιληπτή σε όλες τις διαστάσεις της και σε όλες τις μορφές της, ενίοτε ούτε και από τις ίδιες τις γυναίκες.

Κάποιες φορές δεν έχουμε την ικανότητα να κατανοήσουμε πλήρως ή να περιγράψουμε με ακρίβεια τις εμπειρίες μας, ιδιαίτερα όταν είναι αρνητικές, όχι μόνο επειδή νιώθουμε ντροπή ή ενοχές, μα και λόγω της απουσίας μια γενικότερης συνειδητοποίησης του τι συμβαίνει. Το γεγονός αυτό συχνά οφείλεται στην έλλειψη κατάλληλου λεξιλογίου που να αποδίδει ορθά την αδικία που έχουμε υποστεί, έλλειψη η οποία πηγάζει από την απουσία ευρύτερης συμφωνίας για το τι είναι ηθικά σωστό ή εσφαλμένο σε συγκεκριμένες κοινωνικές επαφές.

Μέχρι και λίγες δεκαετίες πριν, οι περισσότερες γυναίκες δεν μπορούσαν να αντιληφθούν τι ακριβώς συνέβαινε όταν κάποιος άντρας τους ασκούσε κάποιας μορφής συστηματική πίεση στον εργασιακό χώρο, δεν είχαν τα απαραίτητα ερμηνευτικά εργαλεία ώστε να καταλάβουν και να εξηγήσουν την προβληματική συμπεριφορά στο συγκεκριμένο πλαίσιο. Δεν μπορούσαν με ευκολία να απαντήσουν εάν επρόκειτο για εκφοβισμό, εκμετάλλευση ή σεξουαλική παρενόχληση. Ακόμα και ορισμένοι άντρες που παρενοχλούσαν γυναίκες υπαλλήλους ή συναδέλφους, αντιγράφοντας την συμπεριφορά άλλων αντρών, μπορεί να μην είχαν πάντα συναίσθηση του βαθμού στον οποίο η πράξη τους ήταν σεξιστική ή ανήθικη.

Η απουσία ερμηνευτικών εργαλείων, σε σχέση με την σεξουαλική εκμετάλλευση, την παρενόχληση και τη βία κατά των γυναικών, εμπόδιζε τα θύματα αυτών των συμπεριφορών να συνειδητοποιήσουν τη σημασία αυτού που ζούσαν και φυσικά να το περιγράψουν και να καταγγείλουν τους θύτες. Είναι σαν να έχει κάποιος συμπτώματα μιας ασθένειας που δεν έχει ακόμα καταγραφεί επιστημονικά και για την οποία δεν υπάρχει σαφής διάγνωση. Δεν είναι τυχαίο ότι για δεκαετίες αρκετοί άντρες αλλά και γυναίκες μπέρδευαν την σεξουαλική παρενόχληση με το φλερτ, τον βιασμό στο γάμο με την ερωτική πράξη, και την επιλόχεια κατάθλιψη με την υστερία.

Ένας από τους λόγους που αρκετές γυναίκες δεν μπορούσαν ακόμα και οι ίδιες να συνειδητοποιήσουν την αδικία που βίωναν ήταν ότι η σεξουαλική παρενόχληση στον εργασιακό χώρο ήταν μία ευρεία τακτική που βιωνόταν έμμεσα ή άμεσα από όλες τις γυναίκες.

Δυστυχώς, συμβαίνει κάποιες φορές μία συλλογική κοινωνική ανισότητα ή αδικία –θεσμική, οικονομική, σεξουαλική, φυλετική- να μην ερμηνεύεται ως κάτι παράλογο ή προβληματικό αλλά ως κάτι «φυσικό». Το αποτέλεσμα είναι ότι τα θύματα όχι μόνο περιθωριοποιούνται και υποφέρουν σιωπηλά, μα και χάνουν σταδιακά την πίστη στον εαυτό τους και στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται το περιβάλλον και ερμηνεύουν την συμπεριφορά των άλλων.

Για τον λόγο αυτό, είναι πολύ σημαντική η ένταξη στα σχολεία εκπαιδευτικών προγραμμάτων όπου θα διδάσκεται όχι μόνο ότι η βία πρέπει να εξαλειφθεί, αλλά και το πώς διακρίνεται η κακοποίηση από την εκμετάλλευση και την παρενόχληση, με ποιους τρόπους εκδηλώνονται αυτά τα φαινόμενα και πόση βλάβη είναι ικανά να προκαλέσουν στα θύματά τους.

Αρκετοί πολίτες δεν συνειδητοποιούν ότι ζούμε σε μία κουλτούρα που ανθεί οικονομικά από την οργανωμένη εκμετάλλευση του γυναικείου σώματος. Ευπώλητα βιβλία, περιοδικά ποικίλης ύλης, η μουσική βιομηχανία, ο κίτρινος Τύπος, οι σαπουνόπερες, δηλαδή όλα τα στοιχεία που συνθέτουν την τρέχουσα δημοφιλή κουλτούρα, προβάλουν εικόνες που υποτιμούν το γυναικείο φύλο προετοιμάζοντας νέες γενιές κοριτσιών για ένα συγκεκριμένο αξιακό σύστημα. Η βιομηχανία του σεξ, ειδικότερα, εκμεταλλεύεται το γυναικείο σώμα μέσω ταινιών, περιοδικών, ροζ τηλεφώνων, κονσομασιόν, pole dancing, παράνομων οίκων ανοχής, με τρόπους στους οποίους έχουμε τόσο εθιστεί ως κοινωνία ώστε να μην μας προκαλούν πια οργή ή απέχθεια. Η εσωτερίκευση φαλλοκρατικών στερεοτύπων από μεγάλο μέρος της κοινωνίας, οδηγεί δυστυχώς αρκετές γυναίκες να μην κατανοούν τις αρνητικές επιπτώσεις υιοθέτησης μισογύνικων προτύπων που εμπλέκονται σε τμήμα της βιομηχανίας του σεξ, και να θεωρούν ότι αν κάποιες γυναίκες ενστερνίζονται φαλλοκρατικά πρότυπα εκουσίως, τότε δεν υπάρχει πρόβλημα.

Είναι δυστυχώς γεγονός ότι τα σεξιστικά στερεότυπα που καθημερινά όλοι οι καταναλωτές αυτής της κουλτούρας εσωτερικεύουμε, διαβρώνουν τον τρόπο σκέψης μας σε σημείο που, αρκετοί από εμάς, αδυνατούμε ν’ αναγνωρίσουμε εύκολα τη βία όπου και όπως εμφανίζεται, να ευαισθητοποιηθούμε για τα όσα συμβαίνουν και, κατά συνέπεια, ν’ αντιδράσουμε αποτελεσματικά.

Εκτός από σωματική (ξυλοδαρμός, περιορισμός στο σπίτι, στέρηση τροφής) η βία κατά των γυναικών μπορεί να είναι ψυχολογική (πίεση, εκφοβισμός), λεκτική (υποτίμηση, εξύβριση, απειλές) σεξουαλική (βιασμός, μακροχρόνια κακοποίηση, σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία, stalking), οικονομική (στέρηση πόρων) ή ένας συνδυασμός δύο ή και περισσότερων μορφών.

Για αυτό και κινήματα όπως το #metoo είναι απαραίτητα, ώστε σε βάθος χρόνου να δημιουργηθεί μια ευρεία κοινωνική συναίνεση ως προς το τι αποτελεί αποδεκτή επαγγελματική επαφή μεταξύ συναδέλφων και τι, αντίθετα, συνιστά σεξουαλική παρενόχληση ή εκμετάλλευση στον εργασιακό χώρο – κάτι που πλέον αφορά βεβαίως μέλη όλων των φύλων.

Οι νέες γυναίκες και τα κορίτσια σήμερα έχουν την ευκαιρία να επωφεληθούν από τις γνώσεις, τις κατακτήσεις και την μακρά διαδικασία συνειδητοποίησης των μεγαλύτερων γυναικών που επιτεύχθηκε σε μία εποχή που δεν υπήρχαν ακόμα ούτε οι κατάλληλες λέξεις ώστε να περιγραφούν ορισμένες μορφές σωματικής μα και ψυχικής βίας.

 

 

Βιογραφικά σημειώματα (με αλφαβητική σειρά):

 

Η Ελένη Αράπη γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και εργάζεται ως καθηγήτρια φιλόλογος. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στη «Δημιουργική Γραφή» του Διιδρυματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών (Δ.Π.Μ.Σ) του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και του ΑΠΘ. Κριτικά σημειώματα και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Το 2016 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή της Με βράγχια ανασαίνω από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης και το 2021 η δεύτερη με τίτλο Μικρή Μεθόριος από τις εκδόσεις Ιωλκός. Τον Σεπτέμβριο του 2022 συμμετείχε ως εισηγήτρια στο 5ο Διεθνές Συνέδριο Δημιουργικής γραφής στο Παλέρμο. Τον Μάιο του 2023 συμμετείχε με ένα διήγημά της στον συλλογικό τόμο Η Φωνή της από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Τον Σεπτέμβριο του 2023 κλήθηκε να συμμετάσχει ως ποιήτρια στο 6ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης στην Πάτρα και τον Οκτώβριο του 2023 στη Λευκωσία ως εισηγήτρια στην επιστημονική ημερίδα για τον Γιώργο Βέη και το έργο του.

 

Η Ελένη Γούλα γεννήθηκε στο Βασιλίτσι Μεσσηνίας και εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση ως φιλόλογος. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά. Η πρώτη λογοτεχνική εμφάνισή της ήταν στο περιοδικό Big Bang (αρ. 3, Οκτώβριος 1997) με το διήγημα Σκοπευτής. Για μια δεκαετία συμμετείχε ως μέλος στη Συντακτική Ομάδα του περιοδικού Μανδραγόρας. Επίσης, συγκέντρωσε και κατέγραψε συνταγές μαγειρικής και άλλα λαογραφικά στοιχεία της παραδοσιακής διατροφής του Βασιλιτσίου, τα οποία βρίσκονται δημοσιευμένα στο ιστολόγιο. Έχει εκδώσει τα έργα: Θειάφι και άλλα δαιμόνια (Ενύπνιο, 2021), Το λαϊκό θέατρο στη Νεότερη Ελλάδα. Μια βιωματική περιήγηση στον χώρο (2000, β’ έκδοση 2020 – e book), Όταν περάσει η εποχή των ταξιδιών …και έρθει ο καιρός των δέντρων (Μανδραγόρας, 2015), Σοκολάτα και άλλες αμαρτίες (Μανδραγόρας, 2011), Τρεις ματιές τα αλλάζουν όλα (Φανταστικός κόσμος, 2007, συλλογικό έργο). Περισσότερες πληροφορίες για το έργο της θα βρείτε στο λογοτεχνικό ιστολόγιο.

 

Η Σίσσυ Δουτσίου είναι ηθοποιός με έδρα την Αθήνα. Πρωτοπόρος του spoken word στην Ελλάδα. Έλαβε το πτυχίο της στην Αστροφυσική στο Πανεπιστήμιο του Σάσεξ και αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή Δήλος. Συνέχισε την εκπαίδευσή της στην υποκριτική με εργαστήρια της Natalie Portman. Τα μεταπτυχιακά εργαστήρια με τους David Lynch, Martin Scorsese και Spike Lee καλλιέργησαν περαιτέρω τη δημιουργικότητα της. Είναι ιδρυτικό μέλος του Ινστιτούτου Πειραματικών Τεχνών και επιμελήτρια του ετήσιου Διεθνούς Φεστιβάλ Βίντεο Ποίησης και του Φεστιβάλ Πειραματικού Κινηματογράφου. Περιόδευσε με θεατρικά έργα, αναγνώσεις ποίησης, performances και διαλέξεις στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και την Ασία.

 

Η Σόνια Ζαχαράτου είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Έχει εργαστεί στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο, σε ραδιοφωνικούς σταθμούς και στην τηλεόραση. Έχει εκδώσει 11 βιβλία, ποίηση, μυθιστόρημα, θέατρο. Τρία έργα της έχουν ανεβεί σε θεατρικές σκηνές.

 

 

 

 

 

Η Εύα Μ. Μαθιουδάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης και ζει στην Κηφισιά. Σπούδασε οικονομικές επιστήμες στην Ελλάδα και τη Γερμανία και εργάζεται στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Βιβλία της: Αυτός ο ένας, ο Αρίστος (νουβέλα, Γαβριηλίδης, 2014), Μικρά πείσματα (διηγήματα, Το Ροδακιό, 2017), Ο φταίχτης (σε συνεργασία με τον Κωστή Σχιζάκη, μυθιστόρημα, Καστανιώτης, 2019) και Μέρες της Κηφισιάς (μυθιστόρημα, Καστανιώτης, 2021). Διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σε συλλογικούς τόμους, καθώς και σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά. Ασχολείται με τη συλλογή σπόρων και την άνυδρη κηπουρική, ενώ κείμενά της για την ελληνική χλωρίδα δημοσιεύονται σε ηλεκτρονικά περιοδικά και στο περιοδικό Γαστρονόμος της εφημερίδας Η Καθημερινή.

 

Η Ελένη Μπουκαούρη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1954. Σπούδασε Λογοτεχνία, Γλωσσολογία και Ιστορία στο Στρασβούργο. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στο ΑΠΕ και τον Ρ/Σ ΦΛΑΣ, στις διεθνείς ειδήσεις. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές (Η γυναίκα με τα κομμένα χέρια (2006), Ξένες γλώσσες (2009) και Δεν (2013), όλες από τον Γαβριηλίδη), μία συλλογή διηγημάτων (Οχτωμισάρια, Κέδρος, 2016), ένα μυθιστόρημα (Άθελά μας, Αλεξάνδρεια, 2020) και συμμετείχε με το διήγημα Κρύα Κυρία στο συλλογικό τόμο Η φωνή της. Από τις εκδόσεις Σμίλη κυκλοφορεί Το Πράον Παρόν, με μικρά πεζόμορφα ποιητικά κείμενα.

 

Η Ελευθερία Παραγιουδάκη (Λυκαία Ιεροφίλη) γεννήθηκε στην Αθήνα από Κρήτες γονείς. Το έργο της είναι επηρεασμένο από αφηγήσεις και γεγονότα του τόπου καταγωγής της. Σπούδασε συμβουλευτική και ασχολείται με το επάγγελμα ως ιδιώτης Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας. Είναι διαζευγμένη μητέρα ενός αγοριού. Συμμετέχει στην συλλογικότητα γυναικών συγγραφέων κατά της έμφυλης βίας «η φωνή της». Έχει δημοσιεύσει τη συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο V.I.T.R.I.O.L (Οσελότος, 2017). Έχει πάρει μέρος στα συλλογικά έργα: InteLLiGentsia Ο κύκλος των ποιητών (Εντύποις, 2015), Ανθολογία μικρού διηγήματος για τη νύχτα (Κύμα, 2017), Παράξενες ιστορίες με γάτες (Κύμα, 2018), Η Φωνή της (Καστανιώτης, 2023), καθώς και στην συλλογική έκδοση του ηλεκτρονικού περιοδικού Υδράνη με τίτλο Γραφών δείγματα. Ποιήματα και πεζά της έχουν πάρει μέρος σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Το 2020, ο Όμιλος για την UNESCO Τεχνών, Λόγου και Επιστημών Ελλάδος της απένειμε το Γ΄ Βραβείο Διηγήματος για το διήγημά της Ο Αξιαγάπητος κύριος Ιάσων Νικολαΐδης. Το διήγημα περιλαμβάνεται στη νέα, υπό έκδοση συλλογή διηγημάτων της.

 

Η Ιφιγένεια Σιαφάκα γεννήθηκε στην Αθήνα και ζει στις Βρυξέλλες. Αποφοίτησε από το τμήμα Κλασικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, και έκτοτε έχει εργαστεί ως εκπαιδευτικός, κειμενογράφος, μεταφράστρια και επιμελήτρια εκδόσεων. Έχει ασχοληθεί με το θέατρο και τη γραφιστική. Από τις εκδόσεις Γρηγόρη κυκλοφορούν βιβλία απευθυνόμενα σε σπουδαστές και εκπαιδευτικούς. Έχει εκδώσει επίσης: Μια ματιά στη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία (Γρηγόρης, 2000, δοκίμια), Το τραγούδι του λύγκα (Γρηγόρης, 2011, μυθιστόρημα), Το πλεκτό και άλλες πλεκτάνες, αφηΓηματα αναΔρομων πΛεξεων (Αrs Poetica, 2013), Μετάlipsi (Γρηγόρης, 2015, ποίηση σε πρόζα), Λευκό από χθες (Σμίλη, 2017, μυθιστόρημα), Σκαντζόχοιρος με παπιγιόν (Σμίλη, 2019, ποίηση σε πέντε πράξεις και αυλαία), Με πίστιν και ζήλον (Δρόμων, 2022, θέατρο/ συνέκδοση), Το ραβαγιό του Αργίρι (Έναστρον, 2023, διηγήματα/ βραχεία λίστα βραβείων ΙΒΒΥ 2023), Μικρό μνημόσυνο ερωδιών στις λέξεις (Δρόμων, 2023, ποίηση). Από το 2016 επιμελείται την περιοδική ανθολογία πεζού και ποιητικού λόγου diP generation (Θράκα, 2016 και Μανδραγόρας, 2017 έως σήμερα). Άρθρα, κριτικές και αποσπάσματα δημιουργικής γραφής έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και συνεχίζουν να δημοσιεύονται έως σήμερα. Έχει συμμετάσχει σε πολλές συλλογικές εκδόσεις και ανθολογίες. Περισσότερα για το έργο της θα βρείτε στην ιστοσελίδα της Ενύπνια ψιχίων.

 

Η Εύα Στάμου είναι πεζογράφος και διδάκτωρ Ψυχολογίας. Βιβλία και κείμενά της έχουν μεταφραστεί στα αραβικά, ιταλικά, αγγλικά, γαλλικά, δανικά, λιθουανικά. Έχει εκπροσωπήσει την Ελλάδα σε διεθνή φεστιβάλ βιβλίου και η συλλογή της Μεσημβρινές συνευρέσεις (Μελάνι, 2009) ήταν υποψήφιο για το Βραβείο του λογοτεχνικού περιοδικού Διαβάζω. Το τελευταίο βιβλίο της Η Επίσκεψη (2022) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός. Είναι μέλος του δικτύου γυναικών συγγραφέων κατά της έμφυλης βίας και των γυναικοκτονιών, «η φωνή της».

 

 

Η Έλενα Χουσνή γεννήθηκε στην Πέλλα και ζει στη Σάμο. Είναι μέλος της ΕΛΣΑΛ (Ελληνική Λέσχη Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας) και του Δικτύου γυναικών συγγραφέων κατά της έμφυλης βίας και των γυναικοκτονιών, «η φωνή της». Έργα της είναι: Στα άδυτα.. των δυτών (Δίαυλος, 2014), Χρυσή εκδίκηση (Κύφαντα, 2016), Το παιδί με τη ριγέ μπλούζα (Κύφαντα, 2017), Καταραμένες πολιτείες (Κύφαντα, 2018), Κλίμακα F (Κύφαντα, 2019), Παγωμένο νερό (Κύφαντα, 2020). Το 2021 κυκλοφόρησε το βιβλίο Τι κάνεις ρε; από τις εκδόσεις Κύφαντα σε συνεργασία με τον Άντυ Βρόσγο και το 2023 το τελευταίο της βιβλίο Τέταρτος Τοίχος. Έχει γράψει το σενάριο και έχει κάνει την παραγωγή σε 3 ταινίες μικρού μήκους σε συνεργασία το Τμήμα Κινηματογράφου του Πανεπιστημίου του Μαϊάμι (Dark Sea (2022), Tiropita (2023), Ιce cold water (2023), στηριγμένο στο βιβλίο της Παγωμένο Νερό). Το 2022 ήταν υπεύθυνη παραγωγής στα γυρίσματα της ταινίας μεγάλου μήκους Γυάλα του Κώστα Φραγκούλη που προβλήθηκε πρόσφατα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.