Την 25η Νοεμβρίου, Διεθνή Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας Κατά των Γυναικών, η Θράκα δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «#NoExcuse: 11 Ποιήματα για τη Διεθνή Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών». Στόχος του άρθρου ήταν η ευαισθητοποίηση πάνω στο ζήτημα της έμφυλης βίας. Σε εκείνο το άρθρο, καλέσαμε επίσης και άλλες/ους δημιουργούς να συμμετάσχουν με κείμενά τους σε ένα δεύτερο μέρος. Ο αριθμός των σπουδαίων έργων που λάβαμε μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε πόσο πολύ χρειάζεται στη χώρα μία σειρά κειμένων που εστιάζουν στο ζήτημα και, έτσι, αποφασίσαμε να επεκτείνουμε το αρχικό άρθρο σε αφιέρωμα με τίτλο «Αφιέρωμα στην Έμφυλη Βία» που επιμελείται η Βάγια Κάλφα.
Μετά τη δημοσίευση του β’ μέρους (18 Δεκεμβρίου 2023), όπου φιλοξενήθηκαν κείμενα της ομάδας Sister Outsider, δημοσιεύουμε σε τρεις συνέχειες, κείμενα από το Δίκτυο Γυναικών Συγγραφέων Κατά της Έμφυλης Βίας και των Γυναικοκτονιών, «η φωνή της». Αυτή εδώ είναι η συνέχεια του μέρους που αναρτήθηκε χθες (11 Ιανουαρίου 2024). Το μέρος του αφιερώματός μας στο Δίκτυο ολοκληρώνεται αύριο, 13 Ιανουαρίου.
Θυμίζουμε πως επιλεγμένα ποιήματα από δημοσιευμένες συλλογές και ατομικές συμμετοχές που μας στείλατε θα δημοσιευτούν, σε δύο συνέχειες, κατά τη διάρκεια του Φεβρουαρίου.
Αυτό το άρθρο εμπεριέχει κείμενα από τις: Βασιλική Δραγούνη, Γεωργία Βεληβασάκη, Νατάσσα Ρεμούνδου, Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, Αλέκα Πλακονούρη, Κατερίνα Ι. Παπαντωνίου, Κώστια Κοντολέων, Ισμήνη Παφίτη, Όλγα Μπακοπούλου και Γιούλη Βολανάκη.
Σας ευχαριστούμε όλες από καρδιάς για το υλικό που μας εμπιστευτήκατε.
Περιοδικό Θράκα
Βασιλική Δραγούνη
Κάτι απαλό, ίσως ανεξίτηλο
Το νερό της μπανιέρας ζεστό στην αφή
αλλά όχι ανυπόφορο, σκύψε στο σώμα σου
βρες τον ήσυχο χώρο σου.
Η πόρτα πρέπει να είναι κλειδωμένη.
Κανείς να μην μπορεί να σε ενοχλήσει.
Το νερό είναι καυτό, το δέρμα εύκαμπτο,
μία μείξη φόβου και μία μείξη άγχους
όταν κάποια από τα πράγματα που σε ενδιαφέρουν
γίνονται πράγματα που δεν αντέχεις άλλο,
όταν λυγίζεις αγκαλιάζοντας τα γόνατά σου
και όταν χάνεις την επαφή σου με τον εαυτό σου.
Και αν το μέταλλο κάψει το δέρμα
κι αν ένα σύννεφο γίνει στερεό και μια ομίχλη ιδρώσει
άκουσε προσεκτικά τα μάτια σου.
Τα δάκρυα είναι συχνά σωτήρια
και οι λυγμοί ο μόνος τρόπος για να βγεις απ’ το νερό.
Μην επιτρέψεις ποτέ στον εαυτό σου να πνιγεί.
Γεωργία Βεληβασάκη
Απλή μηχανή κεκλιμένου επιπέδου*
Αυτή, δεν στέκεται στη γη
ούτε στο νερό
ούτε στον αέρα
δεν είναι άνθρωπος
ούτε θεός
ούτε ζώο.
Δυνατή σαν βράχος που λιώνει.
Φανερώνει το κρυμμένο και
υποφέρει.
Η ζωή της κρέμεται από μια σχισμή.
*Το ποίημα «Απλή μηχανή κεκλιμένου επιπέδου» ανήκει στην υπό έκδοση συλλογή της Γεωργίας Βεληβασάκη, “Αυτή, το Άτομο Μηδέν”, Σμίλη
Νατάσσα Ρεμούνδου
νανούρισμα 1ο
πολύ δεμένη ήτανε
η οικογένεια όλη
με μητρική ειδίκευση
σ’ ακούσιες πτώσεις πρώτες
από σαράντα σύγνεφα
γκρεμούς κι ανεμοσκάλες
φτιάχνει η κλωθώ
σταυρόκομπους
μ’ ένα κουβάρι λώρο:
το παιδί μου το μικρό
ρίχ’ το στο βασιλικό
έφηβες ετοιμάζουνε
θηλ(ει)ές θεσπέσιες
παστρικές
για τη λευκή σημαία:
κοιμήσου συ, παιδάκι μου
κι η μοίρα σου δουλεύει.
λεβέντες από μηχανής
με βίας τέχνη πλέρια
και με μοσχογαρούφαλα
παίζουν κρυφτό κινάνε
σε οικείους τους λαβύρινθους
σέρνουν χορό αντρίκιο
με καραβόσκοινο τραχύ: την τσούπα τη ρουφιάνα
κάποιου πατέρα προίκα: πέτα τη στη ματζουράνα
άγνωστο –είπαν- το παιδί
ανώνυμο το πέλαγος
μην πατάτε, μη βροντάτε
το παιδάκι μου κοιμάται
*Σημ. οι στίχοι σε πλάγια γραφή προέρχονται από παραδοσιακά ελληνικά νανουρίσματα
Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη
Κι ας λένε πως η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο…*
στης νύχτας τον παγετό
πιάσε το μέσα αχνάρι
στήσε τον αργαλειό
σύρε το υφάδι
ύφαινε ξύφαινε στο βυθό
το ματωμένο φεγγάρι
Κάθεται μπροστά στο τζάκι. Μονάχος. Κοιτάζει με άδειο βλέμμα το περίτεχνο μαρμάρινο διάκοσμο γύρω από την εστία και κάτω από την ποδιά. Την επένδυση της εξωτερικής επιφάνειας με τα πορσελάνινα πλακάκια. Τα είχε περάσει ο ίδιος με τη βοήθεια ενός τεχνίτη που είχε φέρει ειδικά για την διακόσμηση του τζακιού. Τί χαρά που είχε πάρει. Πόσο καμάρωνε.
Ρίχνει ξύλα στη θράκα. Κοιτάζει χωρίς να βλέπει τη φωτιά που πυρώνει. Χειμώνας. Όπως τότε. Το κρύο τσουχτερό. Πότε πότε ανακατεύει τα κάρβουνα. Όλη μέρα περιφέρεται μονάχος στον κήπο. Σαν την άδικη κατάρα. Μετά ξαναμπαίνει και ζαρώνει καθηλωμένος μπροστά στο τζάκι. Έχει κλειστεί στον εαυτό. Είχε βγει σε πρόωρη συνταξιοδότηση από τότε ακόμη. Δεν τον έπαιρνε να παραμείνει στη δουλειά. Τα ιδιαίτερα είχαν κοπεί κι αυτά μαχαίρι. Κι ας ήταν από τους πρώτους κομπιουτεράδες εκείνη την εποχή. Κι ας εκπαίδευσε νέους και νέους να σερφάρουν στο διαδίκτυο, να σχεδιάζουν πάουερ πόιντ, να δημιουργούν και να αναρτούν ερασιτεχνικά βίντεο στο γιουτουμπ. Με τις αφορολόγητες απολαβές που είχε μαζέψει από τα ιδιαίτερα και με ατέλειωτες ώρες προσωπικής εργασίας κατόρθωσε να χτίσει την βίλα τους στα βόρεια προάστια. Να στεγάσει την οικογενειακή ευτυχία τους. Αυτός ήθελε πραγματικά να την κάνει βασίλισσα. Όμως μια βασίλισσα χρειάζεται και τον βασιλιά δίπλα της και στο κρεβάτι της βεβαίως. Η αυτού υψηλότης, ο μικρός εαυτός του δεν αξιώθηκε. Αυτός δούλευε απ’ το πρωί ως το βράδυ μέχρι που έπεφτε ξερός στο καναπέ μπρος στην τηλεόραση.
Με τους γείτονες έτσι κι αλλιώς από πάντα δεν είχε και πολλά πάρε δώσε. Ένα που τους χώριζαν οι μεγάλες αυλές τους και δεύτερο που δεν είχαν προλάβει καλά καλά να γνωριστούν, να ριζώσουν στον νέο τόπο. Ύστερα ήταν και η δουλειά, αλλά το κυριότερο ήταν η ντροπή. Ντρεπόταν. Ντρεπόταν πολύ να βγει έξω στον κόσμο. Ένιωθε λες και το έφερε στο κούτελο σαν το σημάδι του Κάιν. Τους έβλεπε πως κατέβαζαν το κεφάλι και τον προσπερνούσαν. Ή μήπως ήταν αυτός που κατέβαζε το κεφάλι και τους προσπερνούσε πιστεύοντας το αντίθετο; Δεν ήταν πια βέβαιος. Το βέβαιο ήταν ότι είχε χρόνια να κοιταχτεί στα μάτια με άνθρωπο. Να καθρεφτιστεί. Να δει ποιος είναι τελικά. Πώς έφτασε εδώ που έφτασε. Να τον δρόσιζαν κάποιες σταγόνες ελέους επιτέλους. Να τον ανακούφιζαν κάποια ιχνοστοιχεία συμπόνιας.
Τα παιδιά έφυγαν κι αυτά απ’ το σπίτι. Από τότε. Μεγάλωσαν πια, έκαναν όπως μπόρεσαν τις ζωές τους. Αλλού. Δεν τα χωρούσε ο τόπος. Πότε πότε σηκώνουν το ακουστικό για κάνα δυο κοφτές κουβέντες. Τα άκρως απαραίτητα. Δεν θέλουν να έρχονται. Δεν θέλουν να θυμούνται. Κι ύστερα πώς θα μπορούσε να τα κρίνει. Φυσικό δεν είναι, να μη θέλουν να δουν στα μάτια τον πατέρα τους, τον φονέα της μάνας τους; Βέβαια ποτέ δεν ομολογήθηκε κάποιο έγκλημα. Ούτε στα παιδιά, ούτε στο δικαστήριο. Μπορεί να είχε βουίξει ο τόπος με την εξαφάνιση της συζύγου. Μπορεί για αρκετό καιρό να διασύρθηκε από τον ημερήσιο τύπο σ’ ολόκληρη τη χώρα. Μπορεί τα σενάρια και οι υποθέσεις των ανακριτών, της αστυνομίας, της κοινωνίας να ξεπέρασαν και τα πιο φρικαλέα θρίλερ. Τίποτε όμως δεν ήταν αρκετό για να τον ενοχοποιήσει. Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν αθωωτική, ελλείψει αποδείξεων. Μόνο κάποιες γυναικείες οργανώσεις διαμαρτυρήθηκαν έξω από το δικαστικό μέγαρο για ατιμωρησία γυναικοκτονίας. Κάποιοι που τον γνώριζαν, ήσυχο και προκομμένο, έπαιρναν όρκο για την αθωότητά του. Αυτοί που ήξερα την αδυναμία που της είχε παρ’ ό,τι του φορούσε απροκάλυπτα το κέρατο, τον λυπόντουσαν. Κάποιοι άλλοι νοσηροί, τον δικαίωναν για το ενδεχόμενο έγκλημα. Ναι, ενδεχόμενο, βάσει ενδείξεων και υποθέσεων μόνο. Ενδείξεις και υποθέσεις σε αντιπαράθεση με τον πρότερο έντιμο βίο του κατηγορούμενου. Και πώς να είχε καταδικαστεί άλλωστε αφού ποτέ δεν βρέθηκε πτώμα.
Όμως τα μάτια μιλάνε. Τα παιδιά γνωρίζουν· κι ας μη ήθελαν να το ομολογήσουν ούτε στον ίδιο τον εαυτό τους. Σηκώνεται βαριεστημένος. Παίρνει από τον πάγκο το σκεύος με τα κομμάτια κρέας. Ανέκφραστος. Με κάποια αδιόρατη θλίψη, καλυμμένη από ένα σκληρό προσωπείο. Αυτό το κρύο πιάτο κρέας πρέπει να φαγωθεί πριν χαλάσει κι αρχίσει η σήψη. Όχι δεν πάει άλλο. Πρέπει να φαγωθεί. Στη στιγμή τα μάτια αστράφτουν. Εκπέμπουν εύφλεκτες ατσάλινες δεσμίδες. Αντανακλούν αποφασιστικότητα, μεθοδική εκτέλεση. Λες και αφορά σε καθιερωμένη τελετουργία. Δαγκώνει αργά. Ανόρεχτα. Καταπίνει σχεδόν αμάσητα τα κομμάτια. Σηκώνεται απότομα. Τον κυριεύει ταραχή κι ένα ανεξέλεγκτο τρέμουλο. Τεντώνει το σώμα. Πετυχαίνει να το ελέγξει. Πιάνει αποφασιστικά ένα από τα μισοφαγωμένα κομμάτια. Το πετάει στο πυρωμένο τζάκι. Με αποφασιστικότητα και ακρίβεια παίρνει έναν ένα τα κομμάτια και τα πετάει στα κάρβουνα. Τα βλέπει να σηκώνουν μια πυκνή κάπνα, να σιγοκαίγονται. Τα γόνατα λυγίζουν. Σωριάζεται στο πάτωμα άδειο τσουβάλι. Κλείνει με τις παλάμες το ανοιχτό στόμα για να μην ουρλιάξει. Πιάνει την μύτη. Τον πνίγει πάλι ο καπνός. Εκείνη η τσίκνα απανθρακωμένης σάρκας και οστών. Αυτός ακόμα σωριασμένος, ένα με το πάτωμα. Όλα τα αντέχει. Τις αϋπνίες, τη ντροπή, τη μοναξιά, την καταδίκη του περίγυρου. Τα χαμηλωμένα βλέμματα. Τα άδεια από τον τρόμο μάτια της εκείνη την αναθεματισμένη στιγμή. Όμως αυτή την τσίκνα δεν την αντέχει με τίποτα. Με τίποτα. Εισβάλει από κάθε πόρο του σώματος στον νου, στο μεδούλι, στη ραχοκοκαλιά. Πυροδοτεί τον κάθε νευρώνα. Του καίει τα σπλάχνα. Τον τσουρουφλίζει νύχτα μέρα στον ύπνο και στον ξύπνο…
Κι ας λένε πως η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο…
*Το διήγημα «Κι ας λένε πως η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο…» ανήκει σε ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη και δημοσιεύτηκε σε μια πρώτη μορφή στο Διάστιχο
Αλέκα Πλακονούρη
Εκδίκηση*
Καθόμασταν στο σαλόνι, εκείνη διάβαζε ένα βιβλίο κι εγώ μισοκοιμόμουνα στην πολυθρόνα ‒ μια από τις σπάνιες στιγμές ηρεμίας που τόσο απολαμβάναμε, ενώ έξω η πόλη ησύχαζε σκοτεινή. Άκουσα πρώτη τα βήματά του στον διάδρομο και πετάχτηκα τρομαγμένη. Το ίδιο τρομαγμένη κι εκείνη με κοίταξε, σαν να μου έλεγε να φύγω αμέσως. Σηκώθηκα κι έτρεξα στην κουζίνα.
Τον άκουσα που ξεκλείδωνε βρίζοντας. Μου μύριζε ήδη το αλκοόλ στην ανάσα του. Τον άκουσα που έσερνε τα πόδια του στα πλακάκια. Τον άκουσα που μπαίνοντας της έβαλε τις φωνές. Τον άκουσα που πέταξε τα κλειδιά του στο πάτωμα. Τον άκουσα που τη ρωτούσε πού γύριζε πάλι απόψε και τώρα του παρίστανε τάχα την οσία παρθένα. Την άκουσα να ψελλίζει πως ήταν όλο το βράδυ στο σπίτι. Τον άκουσα να φωνάζει ακόμη περισσότερο. Κι ύστερα άρχισαν οι υπόκωφοι γδούποι. Ήξερα τι ακριβώς γινότανε δίπλα και η καρδιά μου χοροπηδούσε στο στήθος μου. Είχα γνωρίσει κι εγώ τη δύναμη των χεριών του και των ποδιών του κι ήξερα πως δεν μπορούσα να κάνω τίποτα απολύτως, με μία κίνηση θα με κολλούσε στον τοίχο. Ήξερα τώρα πως αυτά τα χέρια του και τα πόδια χτυπούσαν το κορμί της, χωρίς να βρίσκουν καμία απολύτως αντίσταση. Ήξερα πως εκείνη δεν μίλαγε, γιατί, αν έλεγε οτιδήποτε, εκείνος εξαγριωνόταν ακόμη περισσότερο. Ήξερα πως κουλουριαζόταν προσπαθώντας να προφυλάξει το κεφάλι της και την κοιλιά της. Ήξερα πως οι πνιγμένοι λυγμοί που άκουγα ήταν δικοί της. Ήξερα πως η βαριά, λαχανιασμένη ανάσα ανήκε σ’ εκείνον. Συγκεντρωμένος στο έργο του, δεν μίλαγε, πού και πού έφταναν στ’ αυτιά μου μόνο κάποιες βρισιές, «Πουτάνα, που θα κοροϊδέψεις εμένα…», «Θα σε ξεκάνω…», για να επιστρέψει σιωπηλός στο κοπιαστικό έργο του πάλι. Ύστερα άκουσα έναν ήχο βαρύ να επαναλαμβάνεται πολλές φορές, ίσα με δέκα. Και μετά απόλυτη ησυχία.
Προσπαθούσα για ώρα να ηρεμήσω. Μετά σύρθηκα εντελώς αθόρυβα ως την πόρτα, για να δω τι συμβαίνει… Εκείνη ήταν πεσμένη μπρούμυτα κάτω, ακίνητη. Στο κεφάλι της μια θάλασσα αίματα. Αίματα στα απλωμένα μαλλιά της. Και μέσα σε κύματα αίματος μούλιαζε ανοιχτό το βιβλίο της. Εκείνος καθόταν στον καναπέ, κάπνιζε και την κοίταζε πολύ σκεφτικός. Σαν τελείωσε το τσιγάρο του, σηκώθηκε, πήγε στην τουαλέτα και κατούρησε κι όταν γύρισε, την τύλιξε προσεχτικά στο χαλί. Την έσυρε εύκολα μέχρι την πόρτα, ξεκλείδωσε κι έφυγε τραβώντας την ξοπίσω του έξω.
Εγώ έμεινα μόνη μου εκεί τρέμοντας σύγκορμη, με εκείνη τη θάλασσα αίματα. Πλησίασα, ήταν ζεστά και μύριζαν έντονα… Βούτηξα τα πόδια μου στα αίματα, ξανά και ξανά, κι ύστερα έφυγα τρέχοντας. Γλίστρησα εύκολα απ’ το ανοιχτό παράθυρο του μπάνιου στο μπαλκόνι και ύστερα, ισορροπώντας προσεχτικά στο κάγκελο, πέρασα το διαχωριστικό, για να βρεθώ στη φωτισμένη βεράντα της φοιτήτριας δίπλα. Η μπαλκονόπορτα ήταν ανοιχτή όπως πάντα, μα όλα στο σπίτι έδειχναν πως εκείνη έλειπε πάλι. Δεν ερχόμουν πρώτη φορά εδώ, αλλά περπάτησα τρελαμένη στα άσπρα πλακάκια του καθιστικού πολλές φορές, σαν να μην ήξερα καθόλου το μέρος, άγγιξα τρελαμένη το λευκό γραφείο της φοιτήτριας, πήγα κι ήρθα ακροπατώντας στις μεγάλες μαξιλάρες που βρίσκονταν σκόρπιες στο δάπεδο κι ύστερα κάθισα τρέμοντας στον γαλαζωπό καναπέ της. Είχα αφήσει κόκκινα ίχνη παντού…
Η φοιτήτρια γύρισε στο σπίτι όταν έξω ξημέρωνε. Μόλις άναψε το φως, το βλέμμα της έπεσε στα ματωμένα χνάρια που είχα αφήσει ολόγυρα και μετά με κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα:
«Μπιάνκα, τι στο καλό…» ψέλλισε.
Την κοίταξα κι εγώ κι ανατρίχιασα σύγκορμη. Με πλησίασε έντρομη, και τότε άρχισα να κλαίω σπαρακτικά επιτέλους. Ύστερα εκείνη έβγαλε το κινητό της και ξεκίνησε να παίρνει τηλέφωνα.
Την επομένη γινόταν απίστευτη φασαρία δίπλα, κόσμος έμπαινε κι έβγαινε στο διαμέρισμά μας ‒τα άκουγα όλα απ’ τον καναπέ της φοιτήτριας‒ και πού και πού της χτυπούσανε το κουδούνι κι εκείνη έβγαινε έξω για λίγο. Την υπόλοιπη ώρα πηγαινοερχόταν στο καθιστικό κι όλο μίλαγε στο τηλέφωνο. Η τηλεόραση έπαιζε δυνατά: «Η γάτα του θύματος αποκάλυψε το αποτρόπαιο έγκλημα», έλεγε κάποιος. Η φοιτήτρια, όταν επιτέλους σταμάτησε να μιλάει στο τηλέφωνο, με πλησίασε κι άρχισε να με χαϊδεύει.
«Γενναίο κορίτσι μου», είπε.
Ποτάμι δάκρυα τρέχαν στα μάγουλά της και στάζαν απ’ το πιγούνι της στην άσπρη μου γούνα, που ακόμα δεν είχα καταφέρει να την καθαρίσω τελείως. Με έσφιξε στην αγκαλιά της.
«Θα είσαι η γάτα μου και θα σε λέω Εκδίκηση», είπε.
*Το διήγημα «Εκδίκηση» περιλαμβάνεται στην επόμενη συλλογή διηγημάτων της Αλέκας Πλακονούρη που θα έχει τίτλο “Τρύπα στο ταβάνι” και θα κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Κέδρος
Κατερίνα Ι. Παπαντωνίου
Μαύρος Ποντικός
Στη διαδρομή από τον Κορυδαλλό έως τον Ελαιώνα, κράτησε λιγότερο από μια ώρα, διάβαζες συλλαβιστά τις ταμπέλες: Καπανδρίτι, Οινόφυτα, Σχηματάρι∙ στο ύψος της Τανάγρας έχασες κάθε ελπίδα μήπως λοξοδρομήσει η κλούβα και η μεταγωγή στις νέες φυλακές της Θήβας γίνει εκδρομή σαν αυτές που έκανες μέσα στο μπλε Suzuki κι ένα εικοσάευρο στη τσέπη. Μέτρησες τα τελευταία χιλιόμετρα από την Εθνική μέχρι την πύλη, λες και σε κυνηγούσε η Έμπουσα, φάντασμα σταλμένο από την Εκάτη ως προάγγελο κι άλλων δυστυχιών, λες και δεν σου έφταναν εκείνες των τελευταίων χρόνων. Στον αόριστο χρόνο της σύλληψης που έγινε καταδίκη, πιάστηκες από τη λογική που έγινε το κατάρτι σου, μόνο από τη λογική, για να μην σε πατήσει η Έμπουσα στη φτέρνα με τα νύχια είτε του χάλκινου είτε του γαϊδουρίσιου ποδιού της. Η εκλογίκευση ήταν ο τρόπος σου για να αποφύγεις την πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που σπάει σβέρκους, με την ίδια ευκολία και φυσικότητα όπως τα σπαστήρια αμυγδάλων, κρακ κρακ -μόνο που εδώ είναι δύσκολο να βρεις ψίχα.
Δείξε μας, κοριτσάκι, τι έχεις μέσα στη μαύρη τσάντα, σε καλωσόρισε η Φοράδα στον Ελαιώνα. Ένα ζευγάρι μονόσολα παπούτσια, ένα καλσόν μαύρο, μαξιλαροθήκη, οδοντόβουρτσες, τα ντεπόν δεν περνάνε, κι ένα βιβλίο, λεξικό. Για να μάθεις τις καινούργιες λέξεις, σε ρώτησε, δίχως να περιμένει απάντηση. Αργότερα, σ’ έστειλαν στο λιγδιασμένο μαγειρείο μαζί με τη Γίτσα που βρέθηκε μέσα για διακίνηση. Η Φοράδα ερχόταν καθημερινά κι έτρωγε από το συσσίτιο. Δεν έφτανε ο μισθός, έλεγε, να ταΐσει τα τέσσερα ανίψια και τον πατέρα της. Με τον καιρό, (πόσο καιρό σου πήρε;), ξέχασες ότι η εκείνη ήταν ελεύθερη, ενώ εσύ μέσα κοιμόσουν και μέσα ξύπναγες, αποκομμένη, στοιβαγμένη στο δεσμωτήριο μαζί με άλλες τετρακόσιες γυναίκες και είκοσι οκτώ παιδιά.
Και τώρα, τώρα ξυπνάς κάθε πρωί στον καναπέ της ξαδέρφης σου, ωστόσο δεν ξέχασες ούτε τη Φοράδα ούτε τον ενύπνιο, μαύρο ποντικό που πέρναγε τρέχοντας, σχεδόν πετώντας πάνω από την κουβέρτα σου, φοβισμένος περισσότερο κι από σένα, περισσότερο κι από τον Ρομπέρτο Τσούκο όταν ακροβατούσε επάνω στις σκεπές, πριν εκραγεί σαν πυροτέχνημα προς τον ουρανό. Τώρα ξυπνάς πάνω στον καναπέ της ξαδέρφης σου, ακούς το σομιέ που δεν υπάρχει, κρακ κρακ ακούγονται τα καρύδια που πέφτουν στο τσιμέντο της αυλής, ανοίγεις τα μάτια κάτω από την πράσινη, διπλή κουβέρτα, κάτω από τα παραθυρόφυλλα της ξαδέρφης σου που μπάζουν, ψάχνεις το μαύρο ποντικό που γρατσούνισε την κουβέρτα τρέχοντας να κρυφτεί. Χώνεψέ το, κοριτσάκι, αποφυλακίστηκες, εξέτισες την ποινή για υπόθαλψη. Την ημέρα που κράταγες το αποφυλακιστήριο με το αριστερό και με το δεξί τη μαύρη τσάντα, η ξαδέρφη ήταν εκεί, περίμενε από το πρωί, σου πήρε την τσάντα από το χέρι και, χωρίς να σε ρωτήσει, σ’ έφερε σπίτι της.
Ο μαύρος ποντικός έμεινε πίσω να χοροπηδάει στην κουβέρτα του Τάσου αλλά αυτός δεν ξυπνάει εύκολα γιατί τα βράδια, και πιο πολύ στη χασοφεγγαριά, ονειρεύεται το Λευκό Γιασεμί, έτσι είχε βαφτίσει την Ξανθιά.
Στρώσου στο ντιβάνι κι άσε τα νοικοκυριά για αργότερα, σου είπε όταν πρωτομπήκες στο κελί κι αντίκρισες ένα σγουρομάλλικο μισογκριζαρισμένο αρσενικό να κάθεται οκλαδόν στο δυτικό ράντζο. Οι σομιέδες είχαν ξεχειλώσει από το βάρος. Τάσος, στο εξηγώ από τώρα για να μην έχεις απορίες. Άλλα γράφουν τα χαρτιά αλλά έτσι μ’ έκανε η μάνα μου. Ο Τάσος μοίραζε τις δουλειές στον όροφο χωρίς να σηκώνει αντιρρήσεις. Κανόνιζε ποιες θα σφουγγαρίσουν, ποιες θα πλύνουν τοίχους, ποιες θα γυαλίσουν τα ακροστόμια της λεκάνης, αυτός ξεβούλωνε τους απόπατους και κανόνιζε με τη Διεύθυνση ποιες από τις μικρές θα πάνε σχολείο. Το μόνο που τον έκανε θηρίο ανήμερο ήταν όταν δεν έβρισκε χάπια για την Ξανθιά. Γύρναγε το ράντζο ανάποδα, πέταγε το τραπέζι πάνω στα κάγκελα, έβαζε το κεφάλι στο συρταρωτό άνοιγμα της πόρτας και το κοπάναγε. Ο θόρυβος σου τρύπαγε το κεφάλι μέχρις ότου ο Τάσος να πέσει κάτω ανάσκελα και να γεμίσει με το σώμα του το ρυπαρό πάτωμα. Λέσι ήταν η φουκαριάρα, κηλιδωμένη από μικροαπάτες και αφροδίσιους σπασμούς.
Σήκω τώρα να κάνεις καφέ, άσε τον Τάσο και τα κρεμασμένα στα κάγκελα σαν καμπάνες εσώρουχα, κάνε έναν διπλό ελληνικό, ζάχαρη στη μύτη από το κουτάλι, βάλε κι άλλη ζάχαρη. Βάλε όση ζάχαρη θες. Δεν θα ξεμείνεις από ζάχαρη για να παρακαλάς τη Γίτσα να κλέψει από το μαγειρείο, ο μόνος μεταλλικός ήχος προέρχεται από το κουταλάκι μέσα στο μπρίκι.
Κώστια Κοντολέων
Γράφουν κι οι φόνισσες παραμύθια… *
Ζεστό απομεσήμερο καλοκαιριού.
Κάγκελα παντού, στα παράθυρα… στο πρόσωπο… οι σκιές τους αποτυπώνονται στο δέρμα, ιδιότυπες σφραγίδες ταυτότητας, της ζωής που έμεινε απ’ έξω και της άλλης που οδήγησε μέσα.
Το βλέμμα, κενό, σταματάει στον περίβολο της εσωτερικής αυλής, το μυαλό γεμίζει εικόνες μιας ζωής που κάποτε έδειχνε πως ίσως θα ήταν αλλιώς. Υποσυνείδητες ερωτήσεις που δυσκολεύονται να βρουν απαντήσεις…
Ποια ήμουν τότε;
Ποια έχω γίνει τώρα;
Θυμάται…
Το λευκό νυφικό, τα όργανα που συνόδευαν τα σταθερά βήματά της στα καλντερίμια του ορεινού χωριού της ως πόρτα της μικρής εκκλησίας.
Μπήκε μέσα στηριγμένη στο μπράτσο ενός άντρα που θα όριζε τη ζωή της από εδώ και πέρα.
Η γυνή να φοβείται τον άντρα, άκουσε τον παπά να λέει, μα αυτή άλλον άντρα θα φοβόταν αργότερα, κι ας μην το ήξερε ακόμα…
Το λευκό νυφικό κρύφτηκε στην παλιά κασέλα όταν εκείνη άδειασε από τα προικιά της, στόλισμα του καινούργιου σπιτικού της. Όταν θα έβγαινε ξανά έξω στο φως μ’ άλλο χρώμα θα βαφόταν κι η κασέλα θα γέμιζε ξανά, ως απάνω θα γέμιζε, κλείνοντας μέσα της το ανείπωτο.
Στο χρόνο απάνω έφερνε στον κόσμο την κόρη της.
Στον επόμενο έφευγε από τον κόσμο η μάνα του άντρα της.
Κι έμενε πίσω ο πεθερός της.
Μετά τα σαράντα «θα έρθει να μείνει μαζί μας ο γέρος», αποφάσισε ο άντρας της. Κι εκείνη «δε βαριέσαι, ένα στόμα παραπάνω το αντέχουμε», απάντησε. Κι έτρεξε να του φτιάξει δικιά του κάμαρη, στο κατώι του σπιτιού τους.
Τον πρώτο καιρό ο γέρος, ήσυχος και καλοσυνάτος, συμβίωνε μαζί τους χωρίς προβλήματα. Μα σιγά σιγά το «αρνάκι» άρχιζε να βελάζει «νύφη, αυτό» και «νύφη, το άλλο» και να μεταμορφώνεται αργά αλλά σταθερά σε κάτι «αδιευκρίνιστο ακόμη» και γι’ αυτό ανησυχητικό.
Κι όταν ο άντρας έφυγε λίγες μέρες για δουλειές στο γειτονικό χωριό, ο γέρος σαν να ζωντάνεψε ξαφνικά. Πέταξε τη μαγκούρα κι άρχισε να την παίρνει από πίσω όπου κι αν πήγαινε, «να τη βοηθήσει», δήλωνε στις δουλειές της πως ήθελε. Κι όλο σκόνταφτε και πάνω της κρατιότανε απ’ όπου έβρισκε, συνήθως από το στήθος της, για να μην πέσει, έλεγε… Μα αυτή ευγενικά τον απωθούσε.
Κι ήταν το δεύτερο βράδυ μιας άναστρης νύχτας που το «αρνάκι» έγινε «λύκος» κι όρμησε αγριεμένος στην κάμαρή της την ώρα που εκείνη βύζαινε το μωρό της, είδε το γυμνό της στήθος, το μάτι του γυάλισε κι όρμησε πάνω της…
«Μη», φώναξε εκείνη, «ντροπή, ούτε το μωρό δεν λογαριάζεις, γέρο;».
Μα ο λύκος πάντα λύκος παραμένει παραδομένος στα ζωώδη ένστικτά του. Την έριξε ανάσκελα στο κρεβάτι κι αναζήτησε τη λεία του κάτω από το νυχτικό της. Το μωρό έσκουζε παρατημένο μόνο του στο πάτωμα. Πού βρήκε τη δύναμη, κι αυτή δεν ξέρει, να τον σπρώξει από πάνω της, να προλάβει να του ξεφύγει και να τρέξει να χωθεί στην κουζίνα κλειδώνοντας την πόρτα πίσω της, ενώ αυτός τη βρόνταγε να ανοίξει, το ξύλο έτριζε στους μεντεσέδες, λίγο ακόμα και θα σπάγανε. Άκουγε το μωρό της να σπαράζει στο κλάμα και τον γέρο να βρίζει θεούς και δαίμονες. Εκείνο το μεγάλο μαχαίρι που είχαν για να μακελεύουν τα ζώα πώς βρέθηκε από τον πάγκο της κουζίνας στο χέρι της, ποια δύναμη την έσπρωξε να το σηκώσει -την ώρα που η πόρτα ξεχαρβαλωνόταν κι αυτός σαν σε κορνίζα, θεριό ανήμερο, παρουσιαζόταν στο άνοιγμά της- και να το κατεβάσει με λύσσα, ξανά και ξανά, στο λιπόσαρκο κορμί, στον ζαρωμένο λαιμό, στο ξαναμμένο πρόσωπο.
«Έλεος, νύφη…», πρόλαβε εκείνος μόνο να φωνάξει πριν σωριαστεί ξέπνοος στο πάτωμα.
Κι η παλιά κασέλα άνοιξε πάλι, το λευκό νυφικό, σύμβολο αγνότητας κάποτε, βγήκε ξανά στο φως για να γίνει σύμβολο γάμου ματωμένου. Σκούπισε στην άκρη του το αίμα από την κοφτερή λάμα του μαχαιριού του φονικού και το φόρεσε, μάζεψε από κάτω το, σαν τραγί σφαγμένο, κουφάρι και το έριξε στην κασέλα που κάποτε φύλαγε τα προικιά της. Ύστερα πήρε το μωρό στην αγκαλιά της και κίνησε για τη σπηλιά του βουνού, να κρυφτεί στα σκοτάδια της από την ανείπωτη πράξη της.
Τρεις μέρες έμειναν εκεί μάνα και μωρό.
Την τέταρτη ο γιος μπαίνοντας στο σπίτι είδε την ξεχαρβαλωμένη πόρτα, τα αίματα στο πάτωμα, κι ακολούθησε τα ίχνη τους. Το καπάκι της κασέλας, ξεχασμένο μισάνοιχτο πάνω στη βιάση, τον προετοίμαζε ήδη για το αποτρόπαιο θέαμα που θ’ αντίκριζε, δεν άντεξε και το ξανάκλεισε.
Η φόνισσα την ίδια ώρα κατέβαινε βρόμικη και ματωμένη με το μωρό στην αγκαλιά να παραδοθεί…
«Ποια ήταν τότε;» το έχει κιόλας ξεχάσει.
«Ποια έχει γίνει τώρα;» το ξέρει, κρατούμενη στις γυναικείες φυλακές της Θήβας.
Το Χριστινάκι, το κοριτσάκι της, μπερδεύεται στα πόδια της. Ως τα τέσσερά της θα είναι μαζί της, να της λέει παραμύθια τις νύχτες και με νανουρίσματα του τόπου τους να την κοιμίζει στο κελί τους.
Κοιτάει το ρολόι της.
«Αργήσανε», μονολογεί.
Το μαύρο αυτοκίνητο διασχίζει, αργά το απομεσήμερο, τον ελαιώνα.
Οι τέσσερις επιβάτες του σ’ αυτόκλητη αποστολή.
Ανάμεσά τους κι εκείνη, η συγγραφέας, εκούσιος παρατηρητής. Μέσα από τη συγκεκριμένη εμπειρία ν’ αλιεύσει στοιχεία για το θέμα του επόμενου βιβλίου της.
Οι ελιές αραιώνουν σιγά σιγά για ν’ αποκαλύψουν το αυστηρό, μουντό, γκρίζο κτήριο των φυλακών. Κάποιες από τις φυλακισμένες του ήδη περιμένουν…
Οι τέσσερις επισκέπτες περνούν την πόρτα.
Τυπικός έλεγχος ταυτοτήτων στην είσοδο, τυπικό και το πέρασμα από τον μηχανισμό ελέγχου, η καρδιά της χτυπάει δυνατά – από ταραχή ή προσμονή; Πρέπει να ενδυθεί μέσα της τον ρόλο της κρατούμενης, την αίσθηση που μπορεί να της προκαλέσει μια εικονική απειλή κινδύνου, για να μπορέσει να τον περιγράψει αυθεντικά, αργότερα, στο γραπτό της. Να ξεχάσει προσώρας πως η παραμονή της εκεί είναι προκαθορισμένη σε διάρκεια και το δικαίωμά της στην ελευθερία αναφαίρετο.
Είναι μαζί με ανθρώπους που οικειοθελώς διαθέτουν κάποιο χρόνο από το βαρυφορτωμένο, μ’ επιλεγμένες πράξεις φιλανθρωπίας, πρόγραμμά τους, σε χώρους που δεν διαταράσσουν τις εκλεπτυσμένες ζωές τους και που τους επιτρέπουν να διατηρούν ταυτόχρονα το κύρος της τάξης τους.
Σ’ όλη τη διαδρομή εκείνη αναρωτιόταν…
«Πώς θα είναι η ατμόσφαιρα εκεί, θα φοράνε χειροπέδες και ειδικές στολές οι κρατούμενες;». Στις αστυνομικές ταινίες της τηλεόρασης, κυρίως αμερικάνικων παραγωγών, στις φυλακές κυριαρχούν συνήθως η βία και ο φόβος. Αυτά στις ταινίες…
Στην πραγματική ζωή, δηλαδή εδώ μέσα, ο χώρος έξω και πέρα από τα κελιά είναι πεντακάθαρος, η υποψία μυρωδιάς μαγειρεμένου φαγητού πλανιέται στην ατμόσφαιρα ερεθίζοντας ευαίσθητες μύτες, ενώ υγρά μαντιλάκια κολόνιας προστατεύουν ήδη τα ρουθούνια τους, είμαστε οι απ’ έξω και πρέπει να το δείχνουμε!
Μία νέα ψηλή γυναίκα έρχεται προς το μέρος μας βιαστική. «Αργήσατε σήμερα», λέει λιγάκι αγχωμένη. Ένα νήπιο κρύβεται πίσω από τη φούστα της, εκείνη σκύβει και το παίρνει αγκαλιά. «Είναι η κόρη μου, το Χριστινάκι μου», λέει καμαρώνοντας η μάνα και μπαίνει μαζί μας στον χώρο της «προγραμματισμένης» λέσχης ανάγνωσης.
Έξι γυναίκες, με το ίδιο βιβλίο στο χέρι, βιάζονται να μιλήσουν, να ρωτήσουν λεπτομέρειες για τους ήρωες, να πουν οπωσδήποτε τη γνώμη τους για την ιστορία. Έξι γυναίκες γελαστές ρωτάνε χαρούμενες για το επόμενο βιβλίο που θα διαβάσουν…
Εκείνη δεν βλέπει σε κανένα πρόσωπο έστω ψήγματα θλίψης.
Δεν προσπαθούν να δικαιολογηθούν για την πράξη τους ή ό, τι τις οδήγησε στον εγκλεισμό τους.
Κάνουν σχέδια για όταν θα βγουν, είναι σίγουρες πως θα βγουν και θα ξαναρχίσουν τις ζωές τους από εκεί ακριβώς που τις είχαν αφήσει. Κι εκείνη, η συγγραφέας, λευτερωμένη από τους κατασκευασμένους φόβους της. Αισθάνεται την ανάγκη να ξανάρθει, να τις γνωρίσει καλύτερα, να πάρει κάτι από την αθεράπευτη αισιοδοξία τους, φοβερό υλικό για το μελλοντικό βιβλίο της…
Στην πόρτα πια, φεύγοντας, η νέα γυναίκα, με το νήπιο πάντα στην αγκαλιά της, τους προλαβαίνει λίγο πριν βγουν.
«Ξεχάσατε το βιβλίο σας στο τραπέζι», λέει λαχανιασμένα στη συγγραφέα. «Ξέρετε, γράφω κι εγώ παραμύθια κι όταν γίνουν πολλά θα τα κάνω βιβλίο… ». Τα μάτια της έχουν μια περίεργη λάμψη.
Ασυνήθιστη περίπτωση, σκέφτεται εκείνη, μα την έχει ήδη ξεχάσει λίγο πριν μπουν στο αυτοκίνητο που θα διασχίσει ξανά τον ελαιώνα, αφήνοντας πίσω του φυλακές και περίκλειστες ζωές γυναικών.
Θα της την θυμίσουν οι σκόρπιες κουβέντες των συνεπιβατών της, καθώς σχολιάζουν κάποιες από τις κρατούμενες, ανάμεσά τους κι εκείνη τη νέα γυναίκα με το νήπιο. Ακούει… «Απίστευτα πράγματα, κατακρεούργησε τον πεθερό της και τον έκλεισε μετά σε μια κασέλα…». Ακούει και δεν μιλάει.
Εκείνη, η «συγγραφέας», στο σπίτι της πια, καθώς βγάζει το «ξεχασμένο» βιβλίο από την τσάντα της, βλέπει την άκρη λευκού χαρτιού να εξέχει από κάποια σελίδα.
Το τραβάει…
Κομμένο φύλλο, από ριγωτό τετράδιο.
Ανορθόγραφες λέξεις…
Συνθέτουν προτάσεις…
Διαβάζει…
Για το Χριστινάκι μου
Μία φορά κι έναν κερό, σε ορινό χωριό, ζούσε ένα ζευγάρι με το πεδάκι τους. Δούλεβαν κι οι δυο ολημερίς στα χοράφια τους. Ο καγμένο το πεδάκι τους, Χριστινάκι το λέγανε, έμενε με τον παπού του στο σπίτι. Το αγαπούσε το πεδάκι ο παπούς του, το πήγενε βόλτες στην πλατία του χοριού, του έλεγε παραμήθια για να φάη και για να κοιμηθεί το βράδυ. Ο παπούς..
Το χαρτί στα χέρια της τρέμει.
Γράφουν κι οι φόνισσες παραμύθια…
Δεν αναρωτιέται…
Πρώτα ανατρίχιασε. Μετά δάκρυσε.
*Το διήγημα «Γράφουν κι οι φόνισσες παραμύθια…» (Καστανιώτης, 2023) έχει συμπεριληφθεί στη συλλογική έκδοση του Δικτύου γυναικών συγγραφέων κατά της έμφυλης βίας και των γυναικοκτονιών, «η φωνή της»
Ισμήνη Παφίτη
Πικροδάφνη
«Μη μιλήσεις, σ’ έφαγα! Να βγάλεις το σκασμό όπως οι άλλες, ακούς;!» ψιθύρισε έξαλλα με φωνή σαν να τριβόταν πιρούνι σε πιάτο πορσελάνης, ραντίζοντας τα μούτρα της με σταγόνες θυμωμένου σάλιου.
Έκλεισε το φερμουάρ στον καβάλο και γύρισε να φύγει. Τον έβλεπε να απομακρύνεται σαν σε αργή κίνηση, ενώ η ανάσα με τους χτύπους της καρδιάς της χόρευε ένα σφιχταγκαλιασμένο, ξέφρενο ταγκό. Αφαίρεσε μηχανικά τα φύλλα και τους ανθούς πικροδάφνης που είχαν πλεχτεί στα σγουρά μαλλιά της και τίναξε το χώμα απ’ τα ρούχα.
Δεν ένιωθε καλά, όλα γύριζαν στο κεφάλι της. Κάθισε στο έδαφος για να μην πέσει. Στο άλσος δεν φαινόταν να υπάρχει κανείς κοντά για να ζητήσει βοήθεια και δεν είχε τη δύναμη να φωνάξει. Τα αυτιά της είχαν κλείσει, άκουγε μόνο το μέσα της. Έκλεισε και τα μάτια, ξάπλωσε χάμω, πήρε εμβρυική στάση για ώρα. Ευχόταν να μπορούσε να βγει από το σώμα της, ένιωθε τον πόνο που πήγαζε απ’ τον πυρήνα της να την καθηλώνει. Οι γοφοί της ήταν υγροί, κρύωνε. Από το νοτισμένο χώμα ή από αίμα; Δεν την ένοιαζε.
Ο άνεμος τής έδινε αδύναμα χαστούκια, η μυρωδιά της βρεγμένης γης έμπαινε με το ζόρι στα ρουθούνια σαν υπενθύμιση πως ακόμα ζει, της ξαναφορούσε την ύπαρξή της με στοργή. Η Γη… Η Μητέρα Γη…Η μητέρα…
Πετάχτηκε πάνω σαν να τη κτύπησε ρεύμα. Η αδρεναλίνη ξεχύθηκε στις φλέβες της ορμητική, ασυγκράτητη. Η καρδιά της συνέχισε να κτυπά μανιασμένα, αλλά για άλλο λόγο. “Να βγάλω το σκασμό όπως οι άλλες!”;… Υπάρχουν κι άλλες!… Θα υπάρξουν κι άλλες! Η αδρεναλίνη συνέχισε να ρέει σαν νιτρογλυκερίνη που όδευε προς εξαέρωση.
Ο κόσμος καθόταν μπροστά από την ξύλινη εξέδρα και παρακολουθούσε την εορταστική τελετή. Ο Πρύτανης τού απένειμε με περηφάνεια τον τίτλο του Επίτιμου
Διδάκτορα και όλοι άρχισαν να χειροκροτούν επευφημώντας, υπό τους ήχους θριαμβευτικής μουσικής.
Οι υπόλοιποι Καθηγητές τού έσφιγγαν το χέρι με προσποιητή ευγένεια, ενώ το βλέμμα τους έπεφτε αναπόφευκτα στο σκούρο ροζ φυλλαράκι από ανθό πικροδάφνης που εξείχε αταίριαστα από το μαύρο πέτο του. Εκείνος τους ευχαριστούσε χαριτολογώντας, με θριαμβευτική αυτοπεποίθηση.
Την είδε με την άκρη του ματιού του από μακριά και της έριξε ένα αυτάρεσκο χαμόγελο. Την είδε να πλησιάζει σαν σφαίρα, έπρεπε όμως να μείνει και να βγάλει ευχαριστήριο λόγο. Την έβλεπε να πλησιάζει ακάθεκτη, ευθυτενής κι αγέρωχη ανάμεσα στο πλήθος και της έριξε μια προειδοποιητική, δολοφονική ματιά, για να σταματήσει. Εκείνη δεν πτοήθηκε, δεν δίστασε, το βλέμμα έμεινε καρφωμένο πάνω του, είχε γίνει ολόκληρη μια διόπτρα εν κινήσει. Ιδρώτας άρχισε να κυλά στο μέτωπό του.
Ανέβηκε στην εξέδρα. Του άρπαξε το μικρόφωνο και έκανε λίγα βήματα μπροστά. Η μουσική σταμάτησε. “Βλέπετε έναν βιαστή!” ούρλιαξε καθώς ο δείκτης του χεριού της τον σημάδευε. “…Με βίασε πριν λίγο, εδώ πιο κάτω στις πικροδάφνες!… Υπάρχουν κι άλλες! Δεν είμαι η μόνη, δεν είμ—”, πρόλαβε να πει πριν την ρίξει κάτω και καλέσει την ασφάλεια.
Τράβηξε το μικρόφωνο απ’ τα χέρια της βίαια και, μειδιώντας, ανακοίνωσε σε όλους
πως είναι σίγουρα μεθυσμένη, ίσως και τρελή. Απολογήθηκε με γλοιώδη αβρότητα για την αναστάτωση, βρίσκοντας την ευκαιρία να κάνει “χιούμορ” για το νεαρό και το επιπόλαιο της ηλικίας της, σε μια προσπάθεια να ελαφρύνει την πηκτή ατμόσφαιρα.
Εκείνην την είχαν αρπάξει από τις μασχάλες δύο σεκιουριτάδες και την έσερναν προς τα σκαλοπάτια. Δεν πρόβαλε αντίσταση, είχε παραδοθεί. Όλες της τις δυνάμεις τις είχε ξοδέψει προηγουμένως, είχε στραγγίξει σαν σφιχτοστυμμένο πανί.
Πριν προλάβουν να κατεβούν το πρώτο σκαλοπάτι, βρέθηκαν στην εξέδρα άλλες πέντε φοιτήτριες που στάθηκαν μπροστά τους σαν τείχος. Τα μάτια τους πετούσαν σπίθες, μπορούσες να καείς αν τα έβλεπες για ώρα. «Δεν είναι η μόνη!» ακούστηκε η φωνή τους σαν ιαχή, σαν άνεμος, σαν βροχή, σαν θύελλα.
Οι σεκιουριτάδες την άφησαν μαλακά στην τρυφερή αγκαλιά τους και έκαναν μεταβολή προς το μέρος του. Εκείνος είχε παγώσει. Το ροζ φυλλαράκι από ανθό πικροδάφνης στο μαύρο πέτο, τον συνόδεψε περήφανα καθώς τον τραβούσαν στο πικρό του μέλλον…
Όλγα Μπακοπούλου
Ιστορία αγάπης
Τετάρτη. Ώρα 7 παρά δέκα. Ξυπνάς με κεφάλι βαρύ και ζαλάδα από το χθεσινό ξενύχτι. Το μυαλό σου κολλημένο στο διαγώνισμα χημείας που δεν κατάφερες να διαβάσεις, παρότι προσπάθησες. Πηγαίνεις σχολείο και προσεύχεσαι σ’ ένα θαύμα: Ν’ αρρωστήσει ο καθηγητής, να γίνει κατάληψη, να στην πέσουν εξωγήινοι.
Φτάνεις στην πύλη και περιμένεις το μήνυμα της κολλητής για να μπεις μέσα. «Έλα, όλα εντάξει», είναι το συνθηματικό σας μετά το «περιστατικό». Το «περιστατικό», ο Γιώργος, ο τύπος από την Τρίτη που στην έπεφτε για μήνες, σε κατάφερε να πάτε για καφέ. Μετά φασωθήκατε και σου άρεσε, αλλά όχι απόλυτα. Όμως εκείνος άρχισε τα μηνύματα σεντόνια μ’ έναν ενθουσιασμό και μεταξύ σοβαρού κι αστείου το «σ’ αγαπώ». Εσύ στράβωσες. «Από που κι ως που ρε φίλε; Πως μου το πετάς έτσι δηλαδή; Τι σημαίνει σ’ αγαπώ;». Θύμωσες και τον αποφεύγεις. Τρέχεις για να μη σε δει. Η κολλητή σε βρίζει, αλλά ό,τι και να πει σε καλύπτει. Στέλνει το μήνυμα κάθε μέρα για να μπεις στην τάξη με «ασφάλεια».
Σήμερα όμως καίγεσαι. Μήπως να κάνεις κοπάνα καλύτερα; Ούτε για αστείο. Αν σε βουτήξει η Ελευθερία, η μάνα σου, τίποτα δεν σε γλιτώνει από τις φωνές της. Υπάρχουν βέβαια και οι στιγμές που μιλάτε χωρίς υψηλά ντεσιμπέλ. Όταν έγινε η φάση με τον Γιώργο ας πούμε, σε είδε στον καναπέ μουτρωμένη και κάθισε δίπλα σου. «Τι σκέφτεσαι να κάνεις;» σε ρώτησε ήρεμα. «Δεν έχω ιδέα». «Τι θέλεις;». «Δεν θέλω. Αυτό είναι το θέμα.». Έκανε μια μικρή παύση και συνέχισε: «Να του το πεις τότε ξεκάθαρα. Μην τον αφήνεις να τρέφει άδικα ελπίδες. Δεν είναι σωστό». Τη ρώτησες τότε τι γίνεται όταν κάτι τελειώνει μετά από καιρό. «Τι κάνεις σ’ αυτή την περίπτωση;». Κόλλησε. Αναστέναξε. Σηκώθηκε. «Το συζητάς. Όταν κάτι τέλειωσε, τέλειωσε. Είναι σημαντικό να είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου.». «Όπως είσαι εσύ με τον μπαμπά;». Σε κοίταξε περίεργα με εκείνο το βλέμμα που δεν καταλάβαινες ποτέ τι έκρυβε. Έφυγε χωρίς απάντηση, αλλά δεν χρειάστηκε. Το βράδυ που τους άκουσε πάλι η γειτονιά, την πήρες την απάντηση. Γι’ αυτό δεν βγήκε και το διάβασμα για το διαγώνισμα, κι ας μην το παραδέχεσαι.
Δεύτερο μήνυμα η κολλητή. «Έλα!! Πού είσαι;». Στο διάλειμμα την τρέλανες με τη χημεία και τον βαθμό σου που θα πέσει και τη μάνα σου που θα σου φωνάζει πάλι. «Ας μη γράψεις και μια φορά, Αθηνά. Πολύ σπασικλάκι είσαι. Τι θα γίνει στο Λύκειο;».
Στο δεύτερο διάλειμμα βλέπεις τον χημικό να ανεβαίνει τις σκάλες. Ο Γιώργος κάνει πως δεν σε βλέπει και οι εξωγήινοι δεν εμφανίστηκαν ακόμα. Σε λιγότερο από πέντε λεπτά θα βρίσκεσαι αντιμέτωπη με ένα διαγώνισμα που θα σου είναι αδύνατον να λύσεις. Μόνο ένα θαύμα σε σώζει.
Το κουδούνι χτυπάει και η γαλλικού κατευθύνεται στην μεριά σου με ταχύτητα. «Αθηνά πάμε, σε ζητάει ο διευθυντής», κοιτάζεσαι με την κολλητή σου. «Πλάκα μου κάνεις!». Φεύγεις ρίχνοντας της ένα βλέμμα γεμάτο έκπληξη και σηκώνοντας τον ώμο με απορία. «Τι συμβαίνει;». «Τίποτα. Να, θα σου πει ο διευθυντής», κομπιάζει. Πριν μπεις στο γραφείο, κοιτάζεις την πόρτα της τάξης σου, στο βάθος του διαδρόμου που κλείνει χωρίς εσένα. Λες να τη γλιτώσεις τελικά; Σκας ένα δειλό γελάκι και μπαίνεις μέσα.
Απέναντί σου η θεία Τόνια, η μεγαλύτερη αδερφή του μπαμπά. Αχτένιστη, ταραγμένη με κατακόκκινα μάτια. Σε χώνει στην αγκαλιά της πριν προλάβεις να πεις κουβέντα. «Τι έγινε; Τι συμβαίνει;», ξεφεύγεις από το σφίξιμό της και νιώθεις μια ανεπαίσθητη αιώρηση. «Θα σου πω…», κόλλησε. «Έλα πάμε», κόλλησε ξανά. «Τι έγινε, γιατί ήρθες, που πάμε;». «Θα τα πούμε, πρέπει να φύγουμε… τώρα». Πάγωσες. «Τα πράγματά σου.». Μπαίνεις στην τάξη και όλα τα σκυμμένα κεφάλια γυρίζουν στη μεριά σου. «Αναγνώστου;». «Πρέπει να φύγω», απαντάς βάζοντας τα βιβλία στην τσάντα. «Καλά δε σε πιστεύω!», ψιθυρίζει η κολλητή και συνεχίζει σκύβοντας το κεφάλι: «Θαύμα, θαύμα!». Θα της απαντούσες αν μπορούσες να αρθρώσεις λέξη. Όμως αυτή τη στιγμή το μόνο που σε νοιάζει είναι να φύγεις. Τρέχεις στον διάδρομο και ξαφνικά σκαλώνεις. «Η γιαγιά. Κάτι έπαθε η γιαγιά!». Μπαίνεις γρήγορα στο αυτοκίνητο. «Πες μου. Έγινε κάτι με τη γιαγιά;». «Θα τα πούμε σπίτι», μιλάει και κλαίει σιωπηλά. «Τι συμβαίνει; Γιατί δεν μου λες;». «Πρέπει να είσαι δυνατή», μου πιάνει το χέρι. «Πες μου τι έγινε!!». Βάζεις τις φωνές. «Η Ελευθερία…». «Η μαμά; Τι έπαθε η μαμά;». «…είχε ένα ατύχημα…», συνεχίζει και ξεσπάει σε λυγμούς. Σταματάς να μιλάς. Όχι, δεν θα το ακούσεις αυτό. Κλείνεις τα μάτια. Εσύ τώρα βρίσκεσαι μέσα σε μία τάξη, μπροστά από ένα διαγώνισμα χημείας, αντιμέτωπη με την πρώτη ερώτηση θεωρίας. «Γιατί ήρθαμε εδώ;», τη ρωτάς καθώς μπαίνει στην πυλωτή. «Θα μείνεις μαζί μας λίγες μέρες.». «Θέλω να πάω σπίτι», ουρλιάζεις. «Θα πάμε σε λίγο. Πάμε πρώτα πάνω.». Στυλώνεις τα πόδια. «Δεν πάω πουθενά.». «Σε παρακαλώ», σε ξαναπαίρνει αγκαλιά. «Πού είναι; Τι έπαθε η μαμά; Είναι στο νοσοκομείο;», σκέφτεσαι. Θέλεις να μάθεις τι έχει συμβεί, αλλά δεν τολμάς. Όχι. Τίποτε από αυτά δεν συμβαίνει. Φτάνετε στον τρίτο, βουβές. Η πόρτα του διαμερίσματος είναι ανοιχτή. Ακούς κουβέντες. Η θεία Ασπασία, η μεσαία αδερφή του μπαμπά, ο θείος Ηλίας και η γιαγιά. Σταματάνε απότομα με το που σε βλέπουν. Κλάματα και αγκαλιές. Η γιαγιά προσπαθεί να σηκωθεί και ξαναπέφτει στην πολυθρόνα. «Τι έγινε επιτέλους; Θα μου πει κανείς;». Αρχίζεις να ουρλιάζεις, ξανά.
Στο δωμάτιο του Αντρέα δεν έχεις μπει πολλές φορές. Ο ξάδερφός σου, αν και μόλις 3 χρόνια μεγαλύτερος δεν ήθελε ποτέ πάρε δώσε με τα μικρά της οικογένειας. Τώρα όμως ένα ατύχημα έγινε η αφορμή να εισβάλλεις στο άδυτό του. Περιφέρεις το βλέμμα στη συλλογή από κόμικ anime και στις φιγούρες που έχει στο ράφι, αλλά δεν τα βλέπεις. Η Ελευθερία είναι στο νοσοκομείο σε κρίσιμη κατάσταση, μετά το ατύχημα, που κανείς δεν σου είπε τι ήταν ακριβώς. Τόνισαν ότι δεν επιτρέπονται επισκέψεις και θα περιμένουν όλοι μαζί τα νεότερα.
Από το σαλόνι ακούγονται δυνατές ομιλίες. Έφτασε ο θείος Μηνάς, μάλλον από το νοσοκομείο, σκέφτεσαι και ξεκλειδώνεις. Οι φωνές σταματάνε απότομα. Μετά βίας ξεχωρίζεις τις συζητήσεις. Θέλεις να ορμήσεις στο σαλόνι, αλλά από ένστικτο πλησιάζεις αργά και προσεκτικά. Στέκεσαι πίσω από την κολώνα που παίζατε κρυφτό πριν μερικά χρόνια.
«Πότε έγινε ρε Μηνά;». «Το πρωί, όταν έφυγε η μικρή για το σχολείο. Με πήρε ο Μάνος κι έτρεμε. Τρέξε, τη σκότωσα, χτυπιόταν. Πήγα και τον βρήκα να κλαίει σαν παιδί.». «Πως ρε γαμώτο, γιατί;». «Είχαν θέματα εδώ και καιρό. Η Ελευθερία ήθελε να τον χωρίσει.». «Τα είχε με άλλον;», δεν είδες το θετικό γνέψιμο του κεφαλιού, αλλά το συμπέρανες από τη σιωπή που ακολούθησε.
Ο μπαμπάς σκότωσε τη μαμά!
Κάθεσαι στο πάτωμα. Σφίγγεις το σώμα σου τόσο σφιχτά που νομίζεις ότι θα σπάσει.
Η συζήτηση συνεχίζεται. Ο μπαμπάς. Κάνεις προσπάθεια για ν’ ακούσεις τη συνέχεια. «Πήρες τη Νάντια;». «Ναι, της είπα ότι έγινε κάτι και να έρθει με το πρώτο ΚΤΕΛ.». «Η μικρή;», χαμήλωσε τη φωνή της η θεία Τόνια. «Είναι μέσα και κοιμάται.». Αναπνέεις διακεκομμένα.
«Ο Μάνος;», η γιαγιά του έχει αδυναμία. Το στερνοπαίδι της. «Πως να ’ναι; Χτυπιόταν. Δεν το ’θελα και θόλωσα, μου έλεγε όλη την ώρα.». «Τώρα τι θα γίνει το αγόρι μου;». «Άκου, μάνα. 20 χρόνια θα φάει για το φόνο. 15 θα γίνουν με καλή διαγωγή. 10 αν δουλέψει μέσα και δεν μπλέξει• και με τις κατάλληλες συγκυρίες στα 7 θα είναι έξω. Είναι έγκλημα πάθους. Υπάρχουν ελαφρυντικά.». Η γιαγιά μιλούσε ψιθυριστά. Δεν είσαι σίγουρη ότι το είπε, αλλά ακούστηκε σαν «μακάρι, για τα παιδιά». Ο θείος Ηλίας συμπλήρωσε: «Δυο κορίτσια και σε αυτή την ηλικία να στερηθούν και τον πατέρα που τον έχουν τόση ανάγκη.». Κλείνεις τα μάτια. «Ναι, συνέχισε ο Μηνάς, μου είπε πως ο μόνος λόγος που δεν αυτοκτόνησε μετά ήταν γιατί σκέφτηκε τα κορίτσια του. Τις αγαπάει τρελά!».
Γιούλη Βολανάκη
Τρόπαια
Θυμάται πάντα τον ήχο της τζαμαρίας που θρυμματιζόταν. Τις φωνές, έντρομες, εκείνων που κάθονταν ακριβώς από κάτω – αυτή απέναντι γελούσε με κάποιες φίλες και είχε γείρει, σχεδόν ξαπλώσει, ακουμπώντας κάποια, όταν συνέβη. Αναταραχή, αγωνία για κάποιο τραυματισμό, διερώτηση αν ήταν σκόπιμο ή όχι, αστυνομία…
Το γυαλί εκείνο ήταν αυτή που ράγιζε πρώτη φορά, όταν τη φώναξαν έξω από το ημιυπόγειο στέκι της πόλης τους – μαζεύονταν για παρέα, σκάκι, διοργάνωση θεατρικών και αναβάσεων βουνών.
Ήταν ο δικός της πατέρας. Ήταν αυτή που πυροδότησε τον θυμό του. Ήταν αυτός που με την κλωτσιά του φανερώθηκε. Ήταν αυτή που παρακολουθούνταν. Ήταν αυτός που της είπε: «Είδες τι μου έκανες;». Ήταν εκείνη που παρακάλεσε να μην τον μηνύσουν.
Από τις ρωγμές της τρύπωσε η ντροπή. Μια ντροπή χωρίς ενοχή: Δεν κάπνιζε, μιλούσε. Δεν ήταν με αγόρι ούτε φιλιόταν, γελούσε.
Όταν του είχε πει «Ποτέ ξανά» –χτυπούσε τη μάνα κάποια νύχτα– είχε νιώσει περηφάνια για τον εαυτό της. Όμως ήταν μόνοι. Κι αυτός άρχισε να κλαίει. Τώρα, κανείς δεν έκλαψε. Ούτε αυτός ούτε εκείνη. Δημόσια διαπόμπευση και των δύο. Συγνώμες απανωτές – προς γνωστούς και ξένους. Απομάκρυνση από τις παρέες της. Το έμαθαν άραγε στη δουλειά του;
Αυτοΐαση με ραφές χρυσές – σαν kintsugi.
Απ’ το κλουβί της σιωπηρής ντροπής γρήγορα πέταξε μακριά. Μα, δεν απέδρασε, εντέλει. Μόνον όταν έγραψε ελευθερώθηκε.
Ήταν το πρώτο της ράγισμα. Μετρά τόσα όσα τα δάχτυλα του ενός χεριού. Όχι πολλά, εδώ που τα λέμε. Τρόπαια ζωής – ανισόρροπης.
Βιογραφικά σημειώματα (με αλφαβητική σειρά):
Η Γεωργία Βεληβασάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ηράκλειο Κρήτης. Ζει στην Αθήνα. Γράφει ποίηση, στίχους, έμμετρα παραμύθια, μικρά θεατρικά και διηγήματα.
Ασχολείται με το τραγούδι, το μουσικό θέατρο και την τέχνη της performance, ως ερμηνεύτρια, ερευνήτρια και δημιουργός, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Από το 2020 συνεργάζεται ως διδάσκουσα Επιτελεστικής Ποίησης (Performance Poetry) με το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Δημιουργική Γραφή» του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Είναι μέλος του δικτύου γυναικών συγγραφέων κατά της βίας και των γυναικοκτονιών, «η φωνή της». Περισσότερα: εδώ.
Η Βασιλική Δραγούνη (γενν. Αθήνα) έχει σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία στο ΕΚΠΑ, Ευρωπαϊκή Συγκριτική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης και είναι κάτοχος μεταπτυχιακού στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Είναι συντάκτρια του διεθνούς διαδικτυακού λογοτεχνικού περιοδικού Writers Edition – The complete magazine, καθώς και διαχειρίστρια του λογοτεχνικού ιστολογίου Artifact Spirit. Ποιήματα και διηγήματά της έχουν βραβευθεί σε Πανελλήνιους και Διεθνείς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Από το 2012 έχει συμμετάσχει σε 155 συλλογικά έργα, καθώς και σε λογοτεχνικά περιοδικά. Έχει εκδώσει έντεκα ποιητικές συλλογές, μία πολύγλωσση συλλογή ποιημάτων και μικροδιηγημάτων από τις Εκδόσεις Edizioni Universum, Italy, καθώς και τη δίγλωσση ποιητική συλλογή Άλεκτες Προφητείες / Prophecies Untold (2023) από τις Εκδόσεις Writers International Edition. Στο πεζογραφικό της έργο περιλαμβάνονται η συλλογή μικροδιηγημάτων Το κόκκινο φοριέται στην καρδιά (2020) από τις Εκδόσεις Πνοές Λόγου και Τέχνης, οι συλλογές διηγημάτων Κυρτά Κάτοπτρα (2021) και Ρωγμές στο προσωπείο (2022) από τις Εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές, οι μικρο-νουβέλες Σύζυγος-Τρόπαιο (2016), ένα ebook από τις Εκδόσεις Easywriter, Η άλλη (2022) και Happy Valentine (2023) από τις Εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές, καθώς και η πολύγλωσση συλλογή μικροδιηγημάτων Ανιχνεύοντας το Εφήμερο / Tracing the Ephemeral (2023) από τις Εκδόσεις Edizioni Universum, Italy. Εργάζεται στον αεροπορικό χώρο.
Η Γιούλη Βολανάκη σπούδασε Οικονομικά επιμορφώνεται διά βίου. Είναι επιμελήτρια και συνεργάζεται με εκδοτικούς οίκους, λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ και του Δικτύου Γυναικών Συγγραφέων κατά της Έμφυλης Βίας και των Γυναικοκτονιών, «η φωνή της». Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Σημειώσεις στο περιθώριο του χρόνου (Γαβριηλίδης, 2003) και Λόγος κόσμου σκιά. Μνήμη Κώστα Αξελού (Μικρή Άρκτος, 2015), καθώς και τα αφηγήματα Το ταξίδι του Αλ του Χημιστή (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2016). Έχει συμμετάσχει σε εκθέσεις με Οπτική Ποίηση. Ενδεικτικά κείμενά της είναι εδώ και εδώ. Διατηρεί το ιστολόγιο Μηνολόγιο.
Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη ζει στις Σέρρες. Είναι κλινικός ψυχολόγος (Msc), μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και εγκεκριμένη μεταφράστρια του Εθνικού Συμβουλίου Πολιτισμού της Σουηδίας. Εξέδωσε έξι ποιητικές συλλογές, με τελευταία τη συλλογή με λένε Εύα (Μανδραγόρας, 2023). Έχει εκδώσει, επίσης, τη συλλογή διηγημάτων Ο τόπος μέσα μας (Αρμός, 2020) και έχει ανθολογήσει και μεταφράσει τρία βιβλία σουηδικής ποίησης, με τελευταίο το Στον πυθμένα των πραγμάτων (Εντευκτήριο, 2023). Δημοσιεύει κριτικές αναγνώσεις, ποιήματα και διηγήματα, ορισμένα από τα οποία έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά, σουηδικά και βουλγαρικά και έχουν συμπεριληφθεί σε ποιητικές ανθολογίες και δίγλωσσες συλλογικές εκδόσεις.
Η Κώστια Κοντολέων είναι συγγραφέας έξι μυθιστορημάτων και δυο συλλογών διηγημάτων και μεταφράστρια περισσοτέρων από εκατό βιβλίων μεταξύ των οποίων έργα των: Τζόις Κάρολ Όουτς, Φίλιπ Πούλμαν, Μάγια Αγγέλου, Τόμας Σάβατζ, Ρόαλντ Νταλ, Μάρκους Ζούσακ, Ρόμπερτ Κόρμιερ, Πένελοπ Φιτζέραλντ, Ρ. Κ. Νάραγιαν, Μέλβιν Μπέρτζες κ.ά. Έχει συνεργαστεί με πολλούς εκδοτικούς οίκους: Πατάκης, Καστανιώτης, Ψυχογιός, Μεταίχμιο, Ρόπτρον, Μίνωας, Άγκυρα, Λιβάνης, Έναστρον. Έχει τιμηθεί με διάφορα βραβεία· ανάμεσά τους, το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης 1992, το Βραβείο Ελληνικής Εταιρείας Μεταφραστών Λογοτεχνίας 2003 και η διπλή αναγραφή της στον Τιμητικό Πίνακα της Διεθνούς Οργάνωσης Βιβλίων για τη Νεότητα (ΙΒΒΥ).
Η Όλγα Μπακοπούλου είναι σεναριογράφος, συγγραφέας και φωτογράφος. Σπούδασε Κοινωνιολογία και Αγγλική Φιλολογία. Μέλος της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδος, έχει γράψει σενάρια και έχει σκηνοθετήσει ταινίες μικρού μήκους, προωθητικό υλικό, τηλεοπτικά και κινηματογραφικά ντοκιμαντέρ. Το 2015 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Momentum το μυθιστόρημά της Μια ανάσα πριν και το 2021 από τις εκδόσεις Δωδώνη το lipstick. Το 2017 ίδρυσε την οπτικοακουστική εταιρεία PHOTOLEXI. Σενάρια, και φωτογραφίες της έχουν διακριθεί σε εγχώριους και διεθνείς διαγωνισμούς.
Η Κατερίνα Ι. Παπαντωνίου είναι πεζογράφος, νομικός και ιδρυτικό μέλος του δικτύου «η φωνή της» (Γυναίκες Συγγραφείς Κατά της Έμφυλης Βίας και των Γυναικοκτονιών). Δημοσιεύει από το 2010. Έργα της είναι: Δεν θα είσαι εκεί (νουβέλα, Τόπος Μοτίβο, 2016), Σκοτεινό Ασανσέρ (νουβέλα, Τόπος Μοτίβο, 2019). Έχει συμμετάσχει στα συλλογικά έργα: H φωνής της (Καστανιώτης, 2023), Φόνος (ανθολογία ελληνικών αστυνομικών διηγημάτων, Książkowe Klimaty, Πανεπιστήμιο Βαρσοβίας, 2022), Ξένο σώμα (Κοινωνία των (δε)κάτων, 2021), Όλα είναι χάος (Πατάκης, 2014), Ιστορίες Μπονζάι (Πλανόδιον, 2011). Έργα της έχουν δημοσιευτεί στον Χάρτη, τον Αναγνώστη, τη Bookpress, το Fractal, την ΕφΣυν.
Η Ισμήνη Παφίτη γεννήθηκε και ζει στην Λευκωσία. Έχει σπουδάσει στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και είναι Aρχιτέκτoνας. Το πρώτο της βιβλίο Ιούνιος στο Κάστρο της Μέντας (Άνω Τελεία, 2021) περιλήφθηκε στη βραχεία λίστα των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας Κύπρου για τις εκδόσεις 2021 στην κατηγορία Λογοτεχνία για Μεγάλα Παιδιά και Εφήβους. Το παραμύθι της Με το Νι και με το…Βήτα πήρε το Α’ Βραβείο σε Ελληνικό Λογοτεχνικό Διαγωνισμό και θα εκδοθεί μέσα στο 2024 από την Ελληνοεκδοτική. Το διήγημά της Σκωραμίδα διακρίθηκε στον 1ο λογοτεχνικό διαγωνισμό του κυπριακού πολιτιστικού περιοδικού Νέα Εποχή τον Απρίλιο 2023 και διατίθεται στην ψηφιακή βιβλιοθήκη READ. Το διήγημά της Βάλε τελεία έχει συμπεριληφθεί στον συλλογικό τόμο του Δικτύου Γυναικών Συγγραφέων κατά της Έμφυλης Βίας και των Γυναικοκτονιών, «η φωνή της». Το ποίημά της «Σείεται η ίδια γη» συμμετείχε στους 38ους Ποιητικούς Αγώνες των Δελφών (2023) και πήρε Τιμητική Διάκριση από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών. Tο ποίημά της «Εν σε ξέρω», σε κυπριακή διάλεκτο, πήρε τη διάκριση Menzione di Merito στον Διεθνή διαγωνισμό «Nosside». Κείμενά της έχουν δημοσιευθεί σε κυπριακά και ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά.
Η Αλέκα Πλακονούρη γεννήθηκε στα Φιλιατρά Μεσσηνίας. Σπούδασε στη Νομική Σχολή Κομοτηνής και στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ. Από τις εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων της Οι δαίμονες του Αρέτσο (2021). Συμμετέχει στη συλλογική έκδοση Η φωνή της (Καστανιώτης, 2023) του Δικτύου γυναικών συγγραφέων κατά της έμφυλης βίας και των γυναικοκτονιών «η φωνή της». Το θεατρικό της Φιλαινίδα, Φιλαρέτη, Φωτεινή ανέβηκε στο θέατρο Τόπος Αλλού. Ζει στην Αθήνα και εργάζεται ως επιμελήτρια εκδόσεων. Το ποιητικό της έργο είναι αδημοσίευτο.
Η Νατάσσα Ρεμούνδου (Αθήνα, 1976) είναι διδάκτωρ Αγγλικής Λογοτεχνίας και Κλασσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Γκόλγουεϊ, μεταφράστρια, ποιήτρια και κριτικός. Διδάσκει και ερευνά πάνω στα ανθρώπινα δικαιώματα, το φύλο και την πολιτισμική πολιτική στην αγγλόφωνη λογοτεχνία. Το έργο της έχει εκδοθεί σε ιρλανδικές, ιταλικές, και ελληνικές ανθολογίες και λογοτεχνικά περιοδικά. Ζει στην Ιρλανδία από το 2003. Είναι η μαμά της Μαριέττας, της Φρέγιας, του Μάρτιν, και της Ήρας.