Την 25η Νοεμβρίου, Διεθνή Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας Κατά των Γυναικών, η Θράκα δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «#NoExcuse: 11 Ποιήματα για τη Διεθνή Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών». Στόχος του άρθρου ήταν η ευαισθητοποίηση πάνω στο ζήτημα της έμφυλης βίας. Σε εκείνο το άρθρο, καλέσαμε επίσης και άλλες/ους δημιουργούς να συμμετάσχουν με κείμενά τους σε ένα δεύτερο μέρος. Ο αριθμός των σπουδαίων έργων που λάβαμε μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε πόσο πολύ χρειάζεται στη χώρα μία σειρά κειμένων που εστιάζουν στο ζήτημα και, έτσι, αποφασίσαμε να επεκτείνουμε το αρχικό άρθρο σε αφιέρωμα με τίτλο «Αφιέρωμα στην Έμφυλη Βία» που επιμελείται η Βάγια Κάλφα.

Μετά τη δημοσίευση του β’ μέρους (18 Δεκεμβρίου 2023), όπου φιλοξενήθηκαν κείμενα της ομάδας Sister Outsider, δημοσιεύουμε σε τρεις συνέχειες, ξεκινώντας από σήμερα, κείμενα από το Δίκτυο Γυναικών Συγγραφέων Κατά της Έμφυλης Βίας και των Γυναικοκτονιών, «η φωνή της». Τα επόμενα δύο μέρη του αφιερώματος στο Δίκτυο θα δημοσιευτούν στις 12 και στις 13 Ιανουαρίου, αντίστοιχα.

Επιπλέον, όπως είχαμε αναφέρει στο εισαγωγικό σημείωμα του αφιερώματος (β’ μέρος), επιλεγμένα ποιήματα από δημοσιευμένες συλλογές και ατομικές συμμετοχές που μας στείλατε θα δημοσιευτούν κατά τη διάρκεια του Φεβρουαρίου, σε δύο συνέχειες.

Αυτό το άρθρο εμπεριέχει κείμενα από τις: Λίλα Κονομάρα, Χρυσάνθη Ιακώβου, Εύη Λαμπροπούλου, Ελένη Λιντζαροπούλου, Κατερίνα Καριζώνη, Στέλλα Κουρμούλη, Τζούλια Γκανάσου, Έφη Καλογεροπούλου, Μαριάννα Νικολάου και Χάρις Παρασκευοπούλου.

Σας ευχαριστούμε όλες από καρδιάς για το υλικό που μας εμπιστευτήκατε.

Περιοδικό Θράκα

 

“Η Φωνή της” (Καστανιώτης, 2023)

 

Λίλα Κονομάρα

Η γυναικεία φωνή στη λογοτεχνία*

Από την αρχαιότητα έως σήμερα, η παγκόσμια λογοτεχνία έχει να παρουσιάσει μια πλειάδα γυναικείων χαρακτήρων που διαθέτουν εξαιρετικό πλούτο και ποικιλία. Αντιγόνη, Μήδεια, λαίδη Μάκβεθ, Άννα Καρένινα, μαντάμ Μποβαρύ, πόσες και πόσες αξιομνημόνευτες ηρωίδες! Πόσες μοναδικές προσωπικότητες! Ωστόσο, αν παρατηρήσουμε τα πράγματα από πιο κοντά, θα διαπιστώσουμε τα εξής:

Κατά πρώτον, ότι όλες σχεδόν αυτές οι ηρωίδες είναι δημιουργήματα ανδρών συγγραφέων.

Κατά δεύτερον, ότι μέχρι τις αρχές του 20 αιώνα, αναπαράγοντας και διαιωνίζοντας συγκεκριμένα στερεότυπα, οι άντρες συγγραφείς παρουσιάζουν τις γυναίκες σε πολύ συγκεκριμένους ρόλους: της μούσας, της ιδανικής συζύγου και μητέρας, της αγνής, ευαίσθητης, ρομαντικής, υπάκουης ύπαρξης ή αντίθετα της άπιστης, της δολοπλόκας, του ολέθριου θηλυκού, της femme fatale, της μάγισσας που πρέπει να καεί στην πυρά επειδή αρνείται να υποταχθεί. Είτε άγγελος είτε διάβολος, η γυναίκα στη λογοτεχνία δεν προσδιορίζεται ως αυθύπαρκτο ον και όποτε δε αποκλίνει από τους ρόλους που της επιφυλάσσονται και εναντιώνεται στα κοινωνικά πρότυπα, η τιμωρία δεν αργεί.

Κατά τρίτον, θα διαπιστώσουμε ένα ακόμα παράδοξο. Η γυναίκα, όπως λέει η Βιρτζίνια Γουλφ, στο Ένα δικό της δωμάτιο, «από πλευράς φαντασίας, έχει ύψιστη σημασία, από πρακτικής πλευράς είναι εντελώς ασήμαντη. Στη μυθοπλασία κυριαρχεί στις ζωές βασιλέων και κατακτητών, στην πραγματικότητα ήταν η σκλάβα οποιουδήποτε αγοριού, όταν οι γονείς του της περνούσαν με το στανιό ένα δαχτυλίδι στο δάχτυλο. Μερικά από τα πιο εμπνευσμένα λόγια, μερικές από τις βαθύτερες σκέψεις στη λογοτεχνία βγήκαν από τα δικά της χείλη. Στην πραγματική ζωή με δυσκολία μπορούσε να διαβάσει, μετά βίας μπορούσε να γράψει…».

Μέχρι και τις αρχές του 20 ου αιώνα, λοιπόν, η ζωή της γυναίκας είναι συνυφασμένη με δεκάδες απαγορεύσεις, περιορισμούς και αποκλεισμούς που συχνά θέτουν σε κίνδυνο την ψυχική, πνευματική και σωματική της ακεραιότητα. Δεν έχει τη δυνατότητα να μορφωθεί, να βγει στην αγορά εργασίας χωρίς τη συγκατάθεση του πατέρα ή του συζύγου της, να επιλέξει τον σύζυγό της, να διαθέσει το σώμα της όπως εκείνη θέλει και, πάνω απ’ όλα, να έχει λόγο για όλα αυτά. Στον χώρο της τέχνης, ακόμα και σήμερα εξακολουθούμε να λέμε «ο δημιουργός», «ο καλλιτέχνης».

Είναι ευρέως γνωστό ότι η γυναικεία λογοτεχνική δημιουργία πολεμήθηκε κατά κόρον τους προηγούμενους αιώνες. Αμφισβητήθηκε η αξία του έργου των γυναικών, απορρίφθηκαν επανειλημμένα τα γραπτά τους, οι ίδιες αναγκάστηκαν να κρύψουν το φύλο τους πίσω από ένα ανδρικό ψευδώνυμο προκειμένου να εκδώσουν τα βιβλία τους όπως η Ζορζ Σαντ, η Τζωρτζ Έλιοτ και τόσες άλλες. Πολλές είδαν τα έργα τους να τα σφετερίζονται άντρες συγγραφείς, όπως η Κολέτ που ο σύζυγός της τα παρουσίαζε ως δικά του. Ακόμα πιο πολλές παραγκωνίσθηκαν από την παγκόσμια Ιστορία.

Ωστόσο, οι γυναίκες δεν έπαψαν ποτέ να γράφουν. Ξεκινώντας από τη Σαπφώ και φτάνοντας έως σήμερα, τα παραδείγματα είναι αμέτρητα. Ήδη τον 10o αιώνα, στην επαρχία Χουνάν της Κίνας, οι γυναίκες, μην έχοντας δικαίωμα στην εκπαίδευση, επινόησαν τη δική τους μυστική γραφή προκειμένου να εκφραστούν, την οποία και μετέφεραν από μάνα σε κόρη. Πέραν της ευρύτατης θεματολογίας που ανέπτυξαν ανά τους αιώνες, γυναίκες συγγραφείς, όπως η Κριστίν ντε Πιζάν τον 15ο αιώνα, οι Σοφολογιότατες τον 17ο, η Σαρλότ Μπροντέ και πολλές άλλες ομότεχνές της του 19ου αιώνα, καθώς και πλήθος συγγραφέων του 20ου αμφισβήτησαν τους κυρίαρχους θεσμούς, στηλίτευσαν τις διαφόρων ειδών αδικίες και αποκλεισμούς που υφίσταντο λόγω του φύλου τους, μίλησαν για καταπιεσμένα συναισθήματα και απαγορευμένες επιθυμίες, διεκδίκησαν μια άλλη θέση στην κοινωνία. Συγγραφείς όπως η Σιμόν ντε Μποβουάρ, η Βιρτζίνια Γουλφ, η Τόνι Μόρισον, η Ελέν Σιξού ανανέωσαν με τον δικό τους πρωτοπόρο λόγο τη γραφή, απεκδυόμενες τον πατριαρχικό Λόγο που επί αιώνες αναγκάστηκαν να εσωτερικεύσουν.

Και πώς θα μπορούσαν άλλωστε να σιωπήσουν όταν αυτό που πρέπει πρώτα απ’ όλα να αποκτήσουν όλες οι γυναίκες στον κόσμο είναι μια φωνή. Μια φωνή έτσι ώστε να μπορέσουν να διεκδικήσουν τον λόγο και τον ρόλο που τους αναλογεί στην επίσημη Ιστορία. Μια φωνή έτσι ώστε να μπορέσουν να αρθρώσουν ένα τεράστιο ΟΧΙ σε κάθε μορφή κακοποίησης και ένα μεγάλο ΝΑΙ σε σχέσεις βασισμένες στον σεβασμό της γυναικείας τους υπόστασης, της πνευματικής, ψυχικής και σωματικής τους υγείας. Με την ελπίδα ότι οι επόμενες γενιές ανδρών και γυναικών θα μεγαλώσουν, όχι αναπαράγοντας ρόλους αφέντη και υποτελούς, δυνάστη και δέσμιου, θύτη και θύματος, αλλά με πρότυπα που θα προωθούν ανάμεσα στα φύλα σχέσεις ισότητας και αλληλοσεβασμού.

 

*Απόσπασμα από το κείμενο που εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του συλλογικού τόμου διηγημάτων “Η φωνή της” (Καστανιώτης, 2023) στις 24 Νοεμβρίου 2023 στο Κέντρο Νεότητας Δήμου Χαλανδρίου.

 

 

Χρυσάνθη Ιακώβου

Αντιστρόφως ανάλογες σχέσεις

Θα σε φροντίζω,
μικρή εγώ
θα μεγαλώνεις εσύ
το σπίτι δεν θα σε χωράει
εγώ θα πιάσω μια γωνιά στον καναπέ
να μην ενοχλώ
δεν θα μιλάω
σιωπηλή
θα σε δέχομαι,
το σώμα μου θα γεμίζει χαρακιές
για τις στιγμές που είμαστε μαζί
τα κόκαλά μου θα πονάνε
το δέρμα μου θα διαβρώνεται
καθώς θα μικραίνω
για να μεγαλώνεις εσύ,
μια μέρα θα εξαϋλωθώ
θα υπάρχω και δεν θα υπάρχω
μια βουβή οπτασία στο εφτασφράγιστο σπίτι,
όμως θα είμαστε μαζί
μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος
ο δικός μου θάνατος

 

 

Εύη Λαμπροπούλου

Θες να παντρευτούμε;*

Ο Άρης λέει.
«Θες να παντρευτούμε; Αν παντρευόμασταν, θα είχαμε ένα σπίτι. Όταν είχαμε κόσμο θα μαγείρευα εγώ. Ενόσω θα μαγείρευα για δέκα άτομα, εσύ θα έφτιαχνες μια σαλάτα.
»Θα έπαιρνα ένα λαμπραντόρ. Όταν μαλώναμε, θα το έβγαζα βόλτα. Εσύ θα έπαιρνες γάτα, ανεπιτυχώς, διότι για χάδια θα ερχόταν σε μένα. Τα ζώα με λατρεύουν. Θα ’λεγα κρυάδες στη μάνα σου κι αυτή θα γελούσε αμήχανα.
»Αν έγραφες μπροστά σε παράθυρο, θα φύτευα απ’ έξω ένα δεντράκι. Μια αζαλέα, και θα την κλάδευα συνέχεια, ώστε να βρίσκομαι, τάχαμου αμέριμνος, στο οπτικό σου πεδίο.»
» Θα κάναμε και παιδί. Αν ήταν κοριτσάκι θα είχε τη μαλλούρα σου και τα ζυγωματικά μου. Αν ήταν αγοράκι θα το έκανα πυγμάχο. Θα ήταν όμορφο επειδή θα σου έμοιαζε, ελπίζω όχι στο ύψος – τα αγόρια παίρνουν συνήθως από τη μαμά τους.» λέει.

Κολυμπάω μέσα στο όνειρο σα σε χλιαρό νερό μήτρας – και βλέπω το δεντράκι κι ακούω την αγάπη και χαϊδεύω το σκύλο. Το κοριτσάκι γαυγίζει. Η γάτα περνάει από πάνω μου και, όπως είμαι ξαπλωμένη στο πάτωμα, κάθεται στην κοιλιά μου και γουργουρίζουμε όλοι μαζί σαν παγωτομηχανή.
Δεν θέλω παιδί αλλά. Κάτι μέσα μου λιώνει.
Μένω για λίγο εκεί. Και θέλω να πω, Αυτό είναι.
Λέω: «Θέλω να βγω. Να ξαπλώσω στον αφαλό της πόλης. Να κάνω τα γενέθλιά μου πάνω στην κοιλιά
της.»
«Μη χάσει ο κώλος σου.»
«Θέλω να δω τους φίλους μου»
«Τους έχεις ακόμα;», λέει.
Νιώθω μια σουβλιά.
«Να σε γαμήσουν θέλουν.», λέει.
Ώστε δεν αξίζω τίποτ’ άλλο.
«Έχω γενέθλια. Σε παρακαλώ. Πάμε.»
«Θα με ξεχάσεις και θα χαριεντίζεσαι μαζί τους.», φωνάζει.
«Το ορκίζομαι. Στο πουλί σου. Όχι!»
«Μείνε να ζήσουμε το όνειρο που βαριέσαι».
«Είναι ωραίο όνειρο.»
«Αλλά δεν είναι δικό σου.»

Πιάνω το κινητό.
Μου το παίρνει από το χέρι.
«Πώς θα πας; Ποιος γελοίος θα σε μαζέψει πάλι;»
«Λεωφορείο.»
«Όταν σωριαστείς με κρίση πανικού, μη με φωνάξεις να σε μαζέψω», λέει.
Κάτι στο στήθος μου φτερουγίζει. Θέλει να βγει. Έξω. Πόσο καιρό έχω να πάω στο κέντρο;

«Πήγαινε στους λούμπεν τους φίλους σου. Που μιλάνε για Γκυ Ντεμπόρ» λέει. «Φύγε. Δε θα ξαναβρείς τέτοιο σκηνικό για το γράψιμο που τόσο σ’ ενδιαφέρει. Πήγαινε σε κανέναν βρωμερό τεκέ, με κάναν μαλάκα» φωνάζει.
Ο Κάφκα από τον τοίχο με κοιτάζει.

Μπαίνω στο υπνοδωμάτιο. Χώνω στην τσάντα μου μαγνήσιο, φακούς επαφής, ζάναξ.
Έρχεται ο Άρης. Μου δίνει μια σακούλα.
«Για τις κρίσεις πανικού», λέει.
Ξεκίνησαν εδώ και έξι μήνες.
Αγγίζει το μούτρο μου με μια γκριμάτσα αποστροφής.
«Δεν κοιμήθηκες; Φαίνεσαι δέκα χρόνια μεγαλύτερη.», λέει. «Πρέπει ν’ αρχίσεις να κοιμάσαι. Πάτησες τα σαράντα πια.».
Ώστε γέρασα. Σωριάζομαι στο πάτωμα. Γερασμένη. Δίχως φίλους.
«Έλα, εγώ θα σ’ αγαπώ και όταν είσαι ογδόντα, το ξέρεις. Δε με νοιάζουν τα μούτρα σου.» Λέει.

Σηκώνομαι. Παρ’ όλα αυτά. Φοράω την τσάντα.
Βγαίνει με έναν πήδο από το δωμάτιο.
«Θα σε κλειδώσω.», λέει.
Ξάφνου βρίσκεται απ’ έξω κι έχει ήδη γυρίσει το κλειδί στην πόρτα. Την ψηλαφώ. Απεγνωσμένα. «Θα γλυτώσεις από τους γελοίους. Θα ’ταν αηδία, να πας με κανένα φλώρο. Θα σου κάνω χάρη», λέει. Τα πόδια μου λυγίζουν. Μου το ’χε πει. Θέλω να σε κλειδώσω, είσαι δικιά μου. Τότε ακουγόταν σέξι.
«Θέλω να βγω.», ψιθυρίζω στην πόρτα. Την κλωτσάω. Ξανακλωτσάω.

Γονατίζω στο πάτωμα με σφίξιμο στο στήθος και ταχυπαλμία. Δε θα πεθάνω, σκέφτομαι. Είναι μια κρίση πανικού. Αναπνέω μέσα στη σακούλα.
Μετά από μια-δυο ώρες, ο Άρης ξεκλειδώνει.
«Φτιάχνω μοσχαράκι λεμονάτο που σ’ αρέσει ε; Για το μωρό μου», λέει γλυκά.
«Ναι», ψελλίζω.

 

*Το “Θες να παντρευτούμε;” είναι απόσπασμα από το αδημοσίευτο βιβλίο της Εύης Λαμπροπούλου “Ω Άθενς”

 

 

Ελένη Λιντζαροπούλου

Βαρέθηκα να βρέχει

Η Άνοιξη του έτους φέτος δεν θα συμφωνούσε με τα ενδεχόμενά μας
Μια νευρικότητα είχε καταλάβει ολόκληρη την πόλη
Παρενοχλώντας τους διερχόμενους
Υγραίνοντας ώμους
Βρέχοντας τις άκρες των παντελονιών
Μια συνήθεια χρόνων, ένα συμβόλαιο σχεδόν με τις αισθήσεις, καταπατιόταν
Ο περιπτεράς μάζευε τις εφημερίδες κάτω από πήχες νάιλον μονολογώντας
Οι ειδήσεις επαναλάμβαναν νέα για το φαινόμενο
Οι νοικοκυρές, για τον φόβο της μπουγάδας, παρακολουθούσαν καθημερινά τα
Δελτία
Ένα μονόλεπτο σποτ για την ευαισθητοποίηση του κοινού αποπειράθηκε να
διαπεράσει την επικαιρότητα
Αντικειμενικά δεν τα κατάφερε
Η απουσία συναίνεσης δεν θεωρείται ακόμη βιασμός

Σημ. Μετά από πιέσεις του φεμινιστικού κινήματος, από το 2019 η απουσία συναίνεσης θεωρείται από το νόμο βιασμός, βλ. 

 

 

Κατερίνα Καριζώνη

Συμβίωση

Η γυναίκα ήταν σκυμμένη
σε μια τσίγκινη λεκάνη και καθάριζε χόρτα
έμοιαζε να καθαρίζει μαζί και τις σκέψεις της
τα αισθήματά της, την χορταριασμένη της ψυχή
το μαχαίρι γυάλιζε στα χέρια της
το νερό έβραζε σε μια μεγάλη χύτρα
κι εκείνη έκλαιγε συνεχώς.

Κάποια στιγμή σήκωσε τη λεκάνη
κι έχυσε τα απονέρια στον κήπο
σκούπισε το μαχαίρι απ’ τα νερά
τα δάκρυα απ’ τα μάτια της
κι έστρωσε το τραπέζι.

Μετά από λίγο
ένα άγαλμα μπήκε από την πόρτα
του σπιτιού
κάθισε μόνο του στο τραπέζι
κι άρχισε να τρώει τα χόρτα.

 

 

Στέλλα Κουρμούλη

Η εποχή των κερασιών

Μια ανάμνηση. Ζωντανή. Κάτι να θυμάμαι και να χαμογελώ. Ξενυχτάω με τον ουρανό για παρέα. Πασχίζω να θυμηθώ μια ανάμνηση ευτυχίας σ’ αυτά τα 25 χρόνια ζωής. Φέρνω στον νου μου τις ευτυχίες άλλων. Το γάμο της Ανθής. Ζηλευτός, ολάνθιστος. Το μπουκέτο της με πέτυχε στο κεφάλι. Κακό σημάδι. Κατέληξε στην αγκαλιά της Δόμνας. Καλοπαντρεύτηκε. Όλες τους στάθηκαν καλότυχες, κι ας παντρεύτηκαν οι μισές με προξενιό.

Θυμάμαι τις γέννες τους. Πώς βόλταραν στους δρόμους με τα χαριτωμένα μωρά τους. Και γελούσαν. Περνούσαν απ’ την αυλή μας με τα καρότσια, με χαιρετούσαν και χάνονταν. Τις άκουγα από μακριά, σταματούσα για λίγο το σκούπισμα, το κλάδεμα, το πότισμα, το σκάψιμο, το ξεχορτάριασμα, στέγνωνα τον ιδρώτα απ’ το μέτωπο με το ξεφτισμένο μανίκι μου. Ανυπόφορος ο καυτός ήλιος στο πρόσωπό μου. Περίμενα να με χαιρετίσουν. Είχαν πάψει πια να με καλούν στις βόλτες τους. Γνώριζαν. Περνούσαν από μπροστά μου με τα χρωματιστά φορέματα, τα ροζ μάγουλα, όμορφες, φροντισμένες. Με κοιτούσαν, σώπαιναν, μου χάριζαν ένα νεύμα συμπονετικό, χαμογελούσα, όσο επώδυνο κι αν ήταν κάποιες φορές. Είχαν πάψει πια να μου μιλούν. Γνώριζαν, όπως όλοι στο χωριό. Οι καλότυχες, οι πολύχρωμες, οι ανέμελες συνέχιζαν τον δρόμο τους, τα γέλια τους, και πάντα χάνονταν. Έμενα πίσω να τις χαζεύω, θολή κι άχρωμη. Κι άθελά μου να θυμάμαι… Τον γάμο μου. Το «πετυχημένο» προξενιό.

«Θα τον πάρεις! Δε φτάνει που σου βρήκαμε κάποιον να σε ανέχεται! Αχάριστη! Τι περίμενες; Ότι θα σε φορτωνόμασταν εμείς μια ζωή; Τα μιλήσανε με τον πατέρα σου. Τα συμφωνήσανε. Σε θέλει και χωρίς προίκα. Θα τον πάρεις. Τελείωσε!»

Συνηθισμένη στα σκληρά λόγια της μάνας, τα δεχόμουν με σκυμμένο κεφάλι. Αν σήκωνα το βλέμμα, θα το πλήρωνα με χαστούκια. Τον πήρα. Ίσως και να γλίτωνα, σκέφτηκα. Ίσως ήμουν καλότυχη κι εγώ. Ούτε κατάλαβα πώς μου ήρθε το πατσαβούρι στα μούτρα τη δεύτερη μέρα του μέλιτος.

«Σήκω να καθαρίσεις. Άντε! Τζάμπα θα τρως εδώ μέσα;» Ο βιασμός του κορμιού, της ψυχής μου μια αβάσταχτη καθημερινή ιστορία. Πόσες φορές δεν έπεσα στα πόδια της μάνας! «Σε ικετεύω! Άσε με να γυρίσω!» Με σήκωνε απ’ το μπράτσο αγριεμένη. Δεν τη συγκινούσαν ούτε τα κλάματα ούτε οι μελανιές.

«Εσύ φταις! Δεν τον φροντίζεις όπως πρέπει. Γυναίκα του είσαι. Θα σηκώσει και χέρι. Τράβα σπίτι σου! Θα μάθεις ν’ αντέχεις, όπως έμαθα κι εγώ!» Ούτε η κλωτσιά που έφαγα στην κοιλιά κι έχασα το παιδί μου δεν ξύπνησε μέσα της τη στοργή. «Άχρηστη! Δεν είσαι άξια να κρατήσεις μέσα σου ένα παιδί!»

Οι κερασιές μας έχουν καρπίσει. Ωραία εποχή, ευωδιαστή. Η μάνα, ο πατέρας, το «πετυχημένο» προξενιό μου, όλοι καθισμένοι στο τραπέζι. Περιμένουν την περίφημη κερασόπιτά μου. Μόλις ξεφουρνίστηκε. Ανακατεύω την άχνη με το φαρμάκι για τους αρουραίους. Πασπαλίζω την πίτα. Μοσχομυρίζει ο τόπος. Κόβω από ένα μεγάλο κομμάτι στη μάνα, στον πατέρα, στο στεφάνι μου. Ένα χαμόγελο σχηματίζεται στα πονεμένα χείλια μου. Απολαμβάνουν το γλυκό και μιλούν για τα χωράφια και τις σοδειές τους. Βγαίνω στην αυλή. Ακούω πίσω μου την πόρτα να κλείνει. Ο καυτός ήλιος μού καίει τα μάγουλα. Κόβω ένα ζουμερό κεράσι απ’ το καρποφόρο δέντρο μας. Η γλύκα του σαν χάδι Θεού στη μαραμένη ψυχή μου. Κι η ανάμνηση… Μια ζωντανή, αειθαλής Άνοιξη.

 

 

Τζούλια Γκανάσου

«Εκεί έξω…»

Βουβαθήκατε; Γιατί σωπαίνετε τώρα; Εσείς δεν μου είπατε να φύγω απ’ το σπίτι; Εσείς δεν συστήνατε να μη μείνω αδρανής; Να μιλήσεις, να ξεφύγεις από αυτή την κατάσταση, να βρεις μια δουλειά, να πατήσεις στα πόδια σου, ναι, στα δικά σου πόδια! Οι γυναίκες έχουν μείνει τόσα χρόνια πίσω από τοίχους και τείχη, πρέπει να βγουν, να συμμετέχουν στον δημόσιο βίο, να αλλάξουν τον κόσμο έστω λίγο… Αυτά δεν έλεγες; Γιατί τα αναιρείς; Επειδή κουβαλάω ένα παιδί; Επειδή σε απειλεί; Επειδή είμαστε ανειδίκευτες, δαρμένες και λίγο, τόσο δα, φοβισμένες; Επειδή δεν κατόρθωσα να πλανέψω τα ξωτικά την αυγή ώστε να με βοηθήσουν να φύγω; Ξέρω, είναι ζεστά μες στη γυάλα, είναι μια μήτρα άγρια, αλλά θελκτική. Ξέρω, θα υπάρχει τίμημα αν αντισταθώ, αν παλέψω, αν δράσω με δυναμική. Ωστόσο, κοίτα με… Φτύνω αίμα κάθε μέρα επειδή παραμένω σε αυτό που ονομάζουμε «σπίτι». Δεν με νοιάζει που έχω μώλωπες και εκδορές. Θυμώνω γιατί δεν τολμώ να αντιδράσω. Θυμώνω γιατί προτείνεις να μην προσπαθήσω να βγω. Οργίζομαι γιατί ο εαυτός μου επιμένει να μην ξαναβγώ. Οργίζομαι γιατί με αντιμετωπίζουν σα να μην μπορώ ή να μην πρέπει να βγω. Θυμώνω γιατί είναι πολύ ωραία εκεί έξω.

 

 

Έφη Καλογεροπούλου

Ναρκοπέδιο*

Κι αν ο τοίχος
είναι κάτι περισσότερο;

Ας πούμε
ένα τοπίο απέραντο
έρημος ή ναρκοπέδιο
που διασχίζεις
σαν δραπέτης συμβάντων
δραπέτης ζωής
συχνά με την πλάτη σύρριζα
κι άλλες
έχοντας κατά νου τον πυροβολισμό
η μια έκρηξη ακαριαία
έτσι
χιλιοστό χιλιοστό
μέχρι το μαύρο δάσος
με τα πανύψηλα ρολόγια
και τα άφωνα πουλιά στους λεπτοδείχτες
τα άφωνα πουλιά
του φόβου.

 

* το ποίημα είναι από την ποιητική συλλογή της Έφης Καλογεροπούλου “Έρημος όπως έρωτας” (Μετρονόμος, 2017)

 

 

Μαριάννα Νικολάου

Φωτογραφία II_Χαϊκού

Η Κουζίνα σου
στη ζωή – στον θάνατο
θυσία ψυχής
Αιώνια φυλακή

Μάτια ανοιχτά
στο πάτωμα ψίχουλα
Κουφάρι βαρύ
πνιγμένη στο αίμα σου

Μπροστά απ’ τον φούρνο
ψήνεται το αρνάκι
Σφαχτάρι, Εσύ
Μαχαίρι κατάστηθα

 

 

Χάρις Παρασκευοπούλου

Ορισμός

Αυτό που με σφάζει είναι εκείνο το πιατελάκι. Με τις θήκες τις ρηχές για τα αυγά τα βαμμένα. Δώρο. «Τώρα που είσαι νοικοκυρούλα στο σπίτι σου». Στο σπίτι μου. Νοικοκυρούλα. Αυτό ακριβώς. Υποκοριστικό.

[γραμματική]: παράγωγο ουσιαστικό που δηλώνει ό,τι και το πρωτότυπο αλλά σε μικρό μέγεθος, ποσότητα, ηλικία κ.τ.λ.

Ό,τι και το πρωτότυπο αλλά σε μικρό μέγεθος.

Ό,τι και το πρωτότυπο αλλά.

Όλα σε σετ. Φλιτζανάκια με τα πιατάκια τους, με τη ζαχαριέρα και την κρεμιέρα και τη γαλατιέρα και την τσαγιέρα. Και του ελληνικού. Και πιρουνάκια, κουταλάκια, μαχαιράκια. Ίδια. Και τα πιάτα, όλα. Σετ. Του φαγητού, της σούπας, του γλυκού, του πιο μικρού γλυκού. Γλυκούλα. Γλυκούλα μου.

Υποκοριστικό.

Με μεγάλη προσοχή. Πορσελάνινη ευαισθησία με συνοδεία τα κρύσταλλα. Θέλει προσοχή το κρύσταλλο, μια στιγμή απροσεξίας και τίποτα πια δεν θα είναι το ίδιο. Μετά, όλα θα είναι μισερά και μίζερα. Μια ρωγμίτσα και στα σκουπίδια. Απευθείας. Δεν κάνει εκπτώσεις η ποιότητα.

Δεν κάνει εκπτώσεις η ποιότητα.

Μεγάλη Πέμπτη, πρωί – πρωί, το πιατελάκι στο κέντρο της τραπεζαρίας. Έτοιμο να υποδεχτεί το εξίσου ευαίσθητο περιεχόμενο του. Αυγά. Κατακόκκινα. Αυγουλάκια.

Υποκοριστικό.

Μέχρι σήμερα τη θυμάμαι. Τη μυρωδιά από το ξίδι. Να κρατήσει η βαφή. Και το κουρέλι με το λάδι. Για να γυαλίσουν. Φέτος, τα πιο ωραία. Έμαθα. Και μου έσπασαν και ελάχιστα. Απωλειούλες.

Υποκοριστικό.

Δίπλα στο μάτι μου πέρασε. Θυμάμαι τον ήχο. Χίλια κομμάτια. Γέμισαν τα ντουλάπια κόκκινα. Γέμισε η κουζίνα. Κατακόκκινα όλα. Το άλλο πρωί, Μεγάλη Παρασκευή ήταν, ακόμα έβγαζα θρυψαλάκια από τα μαλλιά μου.

Θρυψαλάκια.

Υποκοριστικό.

 

 

Βιογραφικά σημειώματα (με αλφαβητική σειρά):

 

Η Τζούλια Γκανάσου σπούδασε Πληροφορική (Ο.Π.Α. & Πανεπιστήμιο Λονδίνου), Λογοτεχνία (ως υπότροφος, Πανεπιστήμιο Σορβόννης & Πανεπιστήμιο Εδιμβούργου) & Ευρωπαϊκό Πολιτισμό (Ε.Α.Π.). Έχει εκδώσει τα εξής έργα: Σε μαύρα πλήκτρα (Μυθιστόρημα, Γκοβόστης 2006 & Πανεπιστήμιο Εδιμβούργου 2007, συλλογή «Παγκοσμιουπόλεις»), Ομφάλιος λώρος (Μυθιστόρημα, Γκοβόστης 2011 – 4ο  Διεθνές Λογοτεχνικό Φεστιβάλ Dasein, 1ο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών Αθήνας, 9ο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών Γλασκώβης), Ως το τέλος (Νουβέλα, Γκοβόστης 2013 – υποψήφιο για το «Βραβείο Νέου Λογοτέχνη 2013» του λογοτεχνικού περιοδικού Κλεψύδρα και για το «Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2014»), Γονυπετείς (Νουβέλα, Γκοβόστης 2017, Γ’ Έκδοση – Βραβείο Αφηγήματος «Μεσόγειος 2018» Πανεπιστήμιο Έξετερ & «Βραβείο Διηγήματος» Βραβεία Βιβλίου Public 2018), Γόνιμες Μέρες (Νουβέλα, Γκοβόστης 2021, Β’ Έκδοση – υποψήφιο για το βραβείο «Ιστορίες Εγκλεισμού 2021» του λογοτεχνικού περιοδικού World Literature Today και για το «Βραβείο Μυθιστορήματος» Βραβεία Βιβλίου Public 2022).

 

Η Χρυσάνθη Ιακώβου έχει σπουδάσει Ελληνική Φιλολογία και εργάζεται ως δημοσιογράφος και επιμελήτρια κειμένων. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές: Αχ-έρων (Βακχικόν, 2013), Τεθλασμένοι χρόνοι (Βακχικόν, 2017), Lacrimosa (Βακχικόν 2021). Έχει συμμετάσχει με ποιήματα και διηγήματα σε συλλογικές εκδόσεις. Συνεργάζεται με λογοτεχνικά περιοδικά, στα οποία δημοσιεύει κριτικές βιβλίων και συνεντεύξεις με συγγραφείς, ενώ κατά καιρούς αρθρογραφεί σε διάφορες ιστοσελίδες για θέματα που αφορούν τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο. Έχει πάρει μέρος σε φεστιβάλ, σε εκδηλώσεις και δράσεις πολιτιστικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος και έχει συμμετάσχει σε παρουσιάσεις βιβλίων. Έχει ασχοληθεί με το ραδιόφωνο και έχει παρουσιάσει εκπομπές σχετικές με το βιβλίο και το σινεμά. Είναι μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και του Δικτύου γυναικών συγγραφέων «η φωνή της». Διατηρεί την προσωπική ιστοσελίδα www.chrisanthiiakovou.gr .

 

Έφη Καλογεροπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι φυσικός και θεατρολόγος και εργάζεται στην εκπαίδευση. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: Σκεύη ταξιδίου (Ενδυμίων, 2008), Ήχος από νερό (Ενδυμίων, 2010), Άμμος (Μετρονόμος, 2013) Έρημος όπως Έρωτας – Desert as Desire (δίγλωσση έκδοση, μτφ. Γιάννης Γκούμας, Μετρονόμος, 2015), Χάρτης Ναυαγίων – Chart of Shipwrecks  (δίγλωσση έκδοση, μτφ. Γιάννης Γκούμας, Μετρονόμος, 2017), Στην εξορία του βλέμματος – Banished look (δίγλωσση έκδοση, μτφ. Γιάννης Γκούμας, Κουκκίδα, 2019). Ποίησή της και θεατρική κριτική έχει δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά, σε ανθολογίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και έχει μεταφραστεί στα αγγλικά, ισπανικά, γερμανικά και ιταλικά. Συμμετείχε στο 5ο και 7ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Αθηνών. Υπήρξε finalist του Ευρωπαϊκού Διαγωνισμού Ποίησης Mediterranean Poetry Prize (Ρώμη, Οκτώβρης 2021). Είναι μέλος του Κύκλου Ποιητών.

 

Η Κατερίνα Καριζώνη (γενν. Θεσσαλονίκη) σπούδασε Οικονομικά στο ΑΠΘ και είναι διδάκτωρ των Οικονομικών Επιστημών. Έχει γράψει ποίηση, μυθιστορήματα και παραμύθια και έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις. Μερικοί από τους τίτλους των βιβλίων της είναι: (ποίηση) Σκοτεινός χρόνος (Καστανιώτης, 2017), Αρχαία δίψα (Καστανιώτης, 2020)• (μυθιστορήματα) Βαλς στην ομίχλη (Καστανιώτης, 2014), Τσάι με τον Καβάφη (Καστανιώτης, 2004)• (παιδικά) Χίλιες και μία νύχτες των Βαλκανίων (Ερμής, 1989/ Βραβείο του Κύκλου Παιδικού Βιβλίου) κ.ά.

 

Η Λίλα Κονομάρα γεννήθηκε στην Αθήνα. Ως λογοτέχνης πρωτοεμφανίστηκε το 2002 με το βιβλίο Μακάο (Πόλις, 2002/ Μεταίχμιο, 2005/ Κέδρος, 2018), για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο του πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού Διαβάζω. Εξέδωσε τα μυθιστορήματα Τέσσερις εποχές – Λεπτομέρεια (Μεταίχμιο, 2004), Στις 11 και 11 ακριβώς (παιδικό μυθιστόρημα, Παπαδόπουλος, 2005), Η αναπαράσταση (Μεταίχμιο, 2009), Το δείπνο (Κέδρος, 2012), Ο χάρτης του κόσμου στο μυαλό σου (Κέδρος, 2018), καθώς και τη συλλογή διηγημάτων Οι ανησυχίες του γεωμέτρη (Κέδρος, 2014). Το τελευταίο της μυθιστόρημα Ο μπόγος (2022) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και ιδρυτικό μέλος της συντακτικής ομάδας του ηλεκτρονικού περιοδικού για το βιβλίο Ο Αναγνώστης. Παράλληλα μεταφράζει γαλλική λογοτεχνία και αρθρογραφεί σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά.

 

Η Στέλλα Κουρμούλη γεννήθηκε το 1976. Είναι διηγηματογράφος. Σπούδασε Αγγλική λογοτεχνία, Mετάφραση και Εγκληματολογία. Τώρα, σπουδάζει Συμβουλευτική – Ψυχολογία. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια γραφής και σεναρίου στον πολυχώρο σεμιναρίων τέχνης «Μικρό Πολυτεχνείο» και σεμινάρια θεατρικής γραφής στο Θέατρο των Αλλαγών. Είναι ραδιοφωνική παραγωγός στον Toc-Radio, το web ραδιόφωνο του ΘτΑ. Το 2021, το θεατρικό έργο Το Μπαούλο Της Μαρου-sos, που συνέγραψε με την Κατερίνα Γκουρογιάννη, ανέβηκε σε σκηνοθεσία του Στέφανου Καρυδάκη στο Ευριπίδειο Θέατρο Σαλαμίνας και απέσπασε τρία βραβεία, έναν έπαινο και πέντε υποψηφιότητες στους 4ους Πανελλήνιους Αγώνες Θεατρικών Εργαστηρίων που διοργανώνει το Θεατρικό Εργαστήρι Σπερχειάδας. Μονόλογοί της έχουν ανέβει σε θεατρικές σκηνές. Διηγήματά της έχουν διακριθεί σε πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Το μικροδιήγημά της «Βασιλεία η Εφτάψυχη» απέσπασε το Α’ Βραβείο σε πανελλήνιο διαγωνισμό πεζογραφίας. Κείμενά της φιλοξενούνται σε συλλογικά έργα (εκδόσεις Nightread/Ars Nocturna, Συμπαντικές Διαδρομές, τοβιβλίο, Παράξενες Μέρες, Ενάλιος/Ωκεανός, Κέφαλος, Υπερρεαλιστική Ομάδα Θεσσαλονίκης/Γράφημα, Φίλντισι) και στις ιστοσελίδες 121 Words, τοβιβλίο.net, Bonsaistories, Tales of the Mind, Friday Flash Fiction.

 

Η Εύη Λαμπροπούλου έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα Χάπι Λου (Οξύ, 2001/ Κέδρος, 2007), Σχεδόν Σούπερ (Κέδρος, 2005) και Όλα τα μήλα (Κέδρος, 2009). Στο πρότζεκτ της «HEART, NOT SHOES!» πρόσφυγες έγραψαν ποίηση. Πεζά και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και ανθολογίες. Πήρε βραβεία διηγήματος. Τελευταία κάτι ποιήματα πετούσαν χαμηλά στο καθιστικό και κάθισε να τα γράψει – το πρώτο της δημοσιεύτηκε στη Θράκα το 2022. Το «Θες να παντρευτούμε» είναι απόσπασμα από το επερχόμενο μυθιστόρημά της Ω Άθενς που ξαναέγραφε χρόνια.

 

Η Ελένη Λιντζαροπούλου γεννήθηκε στην Νίκαια το 1962. Είναι θεολόγος και ποιήτρια, υποψήφια διδάκτωρ στο ΕΚΠΑ και συντονίστρια του Δικτύου για τον Πολιτισμό και την Εκπαίδευση στις Φυλακές «Γεώργιος Ζουγανέλης». Είναι μέλος του Δικτύου Γυναικών Συγγραφέων για την καταπολέμηση της Έμφυλης Βίας και των Γυναικοκτονιών, «η φωνή της». Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές, μικρά κείμενα, μελέτες και βιβλία για παιδιά. Κείμενα, δοκίμια και κριτικές της δημοσιεύονται σε διάφορα περιοδικά και στο διαδίκτυο.

 

Η Μαριάννα Νικολάου γεννήθηκε το 1983 στη Θεσσαλονίκη. Από το 2008 ζει με τον σύζυγο και τα δύο της παιδιά στη Ρόδο, όπου εργάζεται ως εκπαιδευτικός και διοικητικός υπάλληλος στην εκπαίδευση. Είναι υποψήφια διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου με θέμα την Αρχαία Τραγωδία στην Εκπαίδευση. Απόφοιτος Αγγλικής Γλώσσας & Φιλολογίας, και Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ, έχει μεταπτυχιακό στην Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία & τον Πολιτισμό (ΑΠΘ). Σπούδασε, επίσης, Εφαρμοσμένο Θέατρο στο Πανεπιστήμιο του Έξετερ και Δημιουργική Γραφή στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Μιλά αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά. Γράφει ποίηση, διηγήματα, θεατρικά κείμενα, παραμύθια και δημιουργεί βιντεοποιήματα. Συντονίζει εργαστήρια δημιουργικής γραφής για παιδιά δημοτικού και έχει ιδρύσει την ομάδα δημιουργικής γραφής, ανάγνωσης και αφήγησης για την ενδυνάμωση των μαμάδων στο γονεϊκό τους ρόλο «Μαμάδες Νίντζα». Είναι μέλος του Δικτύου Γυναικών Συγγραφέων κατά της Έμφυλης Βίας και των Γυναικοκτονιών, «η φωνή της» και μέλος του Πανελλήνιου Δικτύου για το Θέατρο στην Εκπαίδευση. Έργα της έχουν εκδοθεί σε συλλογικούς τόμους και έχουν βραβευτεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά όπως στον Χάρτη, το Εντευκτήριο, το Περί ου, το Fractal, το «Γραφείον ποιήσεως» του Culture book και την Κοινωνία των (δε)κάτων.

 

Η Χάρις Παρασκευοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα, Νοέμβρη του ’73, μέσα στις φωτιές. Έτσι συνέχισε. Και σήμερα, αν τη ρωτήσεις, έτσι θα σου πει. Η κάθε μέρα, ένα σκάσιμο ενός μπουκαλιού γεμάτου με βενζίνη. Το στουπί ο χρόνος. Αναγκαίος, αλλά όχι επαρκής. Διαβιεί υπηρετώντας την ψυχή των ανθρώπων. Πραγματοποιώντας τα όνειρά της. Σκορπίζοντας ραδιοφωνικές σκέψεις. Μεγαλώνοντας πλάι σε μια υπέροχη κόρη, ίδια παραβολή της ζωής. Αγαπώντας μια υπέροχη σύντροφο, μαξιλάρι στους φόβους της. Ταξιδεύοντας. Ζώντας.