Η μάνα δε μιλούσε ποτέ στα εγγόνια της για τον ξεριζωμό. Ούτε για την όμορφη πατρίδα μας που αφήσαμε πίσω τους νεκρούς μας. Αυτός ήταν κι ο μεγάλος καημός της. Μονάχα σαν λείπανε τα παιδιά άκουγα την όμορφη, ραγισμένη απ’ τον πόνο φωνή της να μοιρολογά κλεισμένη στο δωμάτιο.
«Όλα μας τα καράβια πίσω γυρίσανε, σπασμένα τα κατάρτια, σκισμένα τα πανιά,ήρθαν από τη Σμύρνη κι από τα Μουδανιά. Φέραν των εκκλησιών μας τα δισκοπότηρα, παιδιά, γυναίκες, γέρους, γένος ρωμιών πολύ,τις ρίζες της φυλής μας απ’ την Ανατολή».
Μια μέρα ξαφνικά, είπε στον Γιωργή τον μεγάλο μου γιο. «Πάρε μολύβι και χαρτί να γράψεις την ιστορία μας. Λαός που δεν έχει μνήμη και δεν ξέρει την ιστορία του δεν μπορεί να βρει το βήμα του στο αύριο παιδί μου». Κι άρχισε αμέσως μετά να του
ξεδιπλώνει τις λαβωμένες αναμνήσεις της…
«Για μας απ’ το Ερίκιοϊ ήτανε καταστροφή η Ανταλλαγή, ήρταμε στην Ελλάδα και δυστυχήσαμε. Στην πατρίδα μας περνούσαμε καλά με τους Τούρκους, ήταν καλοί άνθρωποι. Στα άλλα μέρη όμως της Ανατολής, οι Τούρκοι τυραννούσαν τους Έλληνες∙ γι’ αυτούς ήταν καλή η Ανταλλαγή, γιατί γλίτωσαν από τα χέρια των. Όταν ήταν οι μέρες να φύγομε από το χωριό μας, ερχόντουσαν οι Τούρκοι και πλήρωναν στους δικούς μας χρέη παλιά, ακόμα και των παππούδων των. Όπως φεύγαμε οικογενειακώς με τσι αραμπάδες, ένας καβαλάρης τρέχει κοντά μας, ήταν από τα χωριά του Γκέλβερι και χρωστούσε στο θείο μου. Δεν του ’φτασαν όμως τα λεφτά και λέει του θείου μου: “Tα υπόλοιπα θα σ’ τα στείλω στην Ελλάδα”. Αυτός του λέει: “Χαλάλι σου! Δεν τα θέλω”. Ησύχασε τότες ο Τούρκος γιατί δίνουν μεγάλη σημασία στο χαλάλι. Πιστεύουν πως, αν δεν πάρουν χαλάλι, στον άλλο κόσμο θα τσι κυνηγούν οι δανειστές και δε θα βρίσκουν ησυχία.
»Σαν φτάσαμε στη Σμύρνη μας κυνηγούσε η φωτιά και το βόλι του Τούρκου. Αλλοφροσύνη ήτανε, ο άνθρωπος έχανε τα λογικά του. Η συχωρεμένη η μάνα μου κουβάλαε μια στάμνα νερό για τα παιδιά. Εκεί που τρέχαμε, άκουσα πυροβολισμό πίσω μου κι όπως γυρίζω τη βλέπω κάτω πεθαμένη. Η μάνα σου είδε μπρος στα μάτια της να σκοτώνουν τη γιαγιά της. Δέκα χρονών κοριτσάκι ήτανε. Στα χέρια της μείνανε τα αίματα. Εγώ έτρεχα μπροστά με τα δυο μικρά. Λογικό δεν είχα πια! Προτού φύγομε ήθελε να ξεθάψουμε και να πάρουμε μαζί τσι νεκρούς μας, γιατί, όταν δεν βρέχει, πηγαίνουν οι Τούρκοι ανοίγουν ένα χριστιανικό μνήμα, κόβουν το κεφάλι του πεθαμένου Χριστιανού, το βάζουν στην κόγχη του ποταμού και, λένε πως, όταν το κάμουν αυτό βρέχει. Πέφτει λίγη βροχή και μετά το παίρνουν πάλι και το βάζουν στη θέση του, γιατί αν το πάρει ο ποταμός, πιστεύουν πως θα γίνει κατακλυσμός. Η μάνα δεν ήθελε να αγγίξουν τούρκικα χέρια τσι νεκρούς μας.
»Δεν πρόλαβα να την κλάψω. Ήρθε ένας Τούρκος μες στον χαμό και μ’ άρπαξε το ένα παιδί απ’ τα χέρια και το ’μπασε σ’ ένα σπίτι. Τότες με έπιασε η μεγάλη τρέλα. Φώναζα, έκλαιγα, τραβούσα τα μαλλιά μου. Ποιος να δώσει προσοχή σ’ εμένα! Όλοι χαμένοι ήτανε. Βρέθηκε ένας Τούρκος, φίλος του θείου μου, και με είδε έτσι που ήμουνα· μπήκε αμέσως στο σπίτι, μίλησε, φώναξε, και έβγαλε το παιδί και μου το παράδωσε στα χέρια μου.
»’Εφυγε το βαπόρι καμιά φορά. Μας έβγαλε στη Σαλαμίνα, ένα ξερό και άγονο μέρος. Εκεί μάζευαν λέει τσι “μολυσμένους πρόσφυγες” για να τσι απολυμάνουν. Μας βάζανε σε καραντίνα, σε απομόνωση στο λοιμοκαθαρτήριο. Το λέγαν και λαζαρέτο. Θα μέναμε μας είπαν δυο βδομάδες κι ύστερα θα μας δίνανε ένα χαρτί πως είμαστε “καθαροί” και θα φεύγαμε. Δεν προλάβαμε να πατήσουμε το πόδι μας και μας βγάλανε όλα μας τα ρούχα να τα κάψουνε, λες κι είχανε χολέρα. Μας άφησαν γυμνούς. Ύστερα μας κούρεψαν ούλους με τη μηχανή που κούρευαν τα πρόβατα. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, γέρους. Η αδερφή μου έπαθε νευρικό κλονισμό, μόλις έπιασε το κουρεμένο κεφάλι της. Είχε δυο κοτσίδες που έφταναν μέχρι τη μέση της. Μετά μας χωρίσανε σε θαλάμους. Γύρω γύρω τσι είχαν περιφράξει με συρματοπλέγματα και τσι φυλούσαν οπλισμένοι φαντάροι. Σε κάθε θάλαμο ήμασταν κοντά στους εκατό νομάτοι. Βάζαμε χαρτιά και τσουβάλια για να χωριστούμε οι φαμίλιες. Κοιμούμασταν ούλοι καταγής σε στρωματσάδα. Όταν έβρεχε γινούμασταν μούσκεμα ως το κόκαλο. Το νερό λιγοστό και γλυφό. Το έφερνε μια μαούνα από απέναντι. Λιποθυμούσαμε από τη δίψα και την πείνα. Μας έδιναν χαλασμένο φαγητό, ελιές σκουληκιασμένες, ρέγγες χαλασμένες. Έπεσε τύφος. Κάποιες μέρες έρχονταν έμποροι από τη θάλασσα και πουλούσαν νερό. Τσι έδινε ο κόσμος τα χρυσαφικά του για να τσι πληρώσει. Ό,τι είχε ο καθένας πάνω του. Μια φορά τσι έδωσα κι εγώ ένα δαχτυλίδι χρυσό της νόνας μου, για ένα κομμάτι ψωμί και λίγο νερό μονάχα για τα παιδιά. Το βρώμικο νερό κι οι αρουραίοι που μας περπατούσαν τα βράδια στις στρωματσάδες χειροτέρεψαν τις αρρώστιες. Πολλοί νομάτοι είχαν τα πρόσωπα παραμορφωμένα και τα ρούχα τσι σκισμένα απ’ τσι αρουραίους που μας περπατούσαν. Κάθε μέρα πέθαιναν σαράντα-πενήντα άτομα.
»Πολλές φορές έφτυνα στο στόμα των παιδιών μου για να τα ξεδιψάσω. Τούτα τα χέρια που βλέπεις, θάψανε σε μία βδομάδα μέσα δύο παιδιά! Μονάχη μου, με ένα σκεπάρνι άνοιξα το λάκκο. Πεθαίνει μια μέρα το κορίτσι μου, εφτάμισι χρονώ. Πάω, το θάφτω.Μετά από πέντε μέρες, πεθαίνει το αγοράκι μου, πεντέμισι χρονώ. Πάω, το θάφτω κι αυτό μόνη μου. Ανοίγω τσι λάκκοι μ’ένα σκεπάρνι, καρφώνω ένα σταυρό. Λωλάθηκα απ’ τον πόνο. Ποια μάνα το ‘καμε αυτό το πράμα και βάσταξε; Εννιά μέρες είχα να φάω ψωμί. Μόνο με λιγοστό νερό.
»Μετά μας βάλαν σ’ ένα παπόρι. Τρεις χιλιάδες κόσμο, ο ένας πάνω στον άλλονε! Βγήκαμε στη Χίο. Ηύραμε πολλές φουρτούνες. Στην αρχή μείναμε στο λιμάνι. Χάμω στα χώματα κοιμούμαστε. Παίρνουμε τα έχοντά μας στον ώμο και τραβούμε νότια και πάμε σ’ ένα περιβόλι. Ο νοικοκύρης μας διώχνει. Πάμε σ’ έναν ελιώνα. Μας διώχνουν κι από ‘κει. Εμείς δεν φύγαμε. Κάναμε σπιτάκια με τσι πέτρες, σαν τα παιδιά, και κάτσαμε. Ένα μήνα μείναμε στη Χίο, ούτε παράθυρο ούτε πόρτα χιώτικη είδαμε ανοιχτή. Μας φέρθηκαν χειρότερα κι από ζώα κι ας ήμασταν αδέρφια τους. Για κάθε κακό που γίνουνταν, εμάς τσι πρόσφυγες κατηγορούσαν. Τα παιδιά μας τα χτύπαγαν, ενώ τα δικά τσι τα φοβέριζαν, αν δεν ήταν φρόνιμα, ότι θα τα έδιναν στους πρόσφυγες να τα φάνε. Οι ντόπιοι μας φωνάζανε “τουρκόσπορους” και μας καίγανε στην καρδιά. Εμείς είχαμε ξεριζωθεί από την πατρίδα και οι ντόπιοι μας ξερίζωναν κι απ’ τον εαυτό μας.
»Μετά ακούσαμε πως γίνουνται οι συνοικισμοί, για να κάτσουμε εμείς οι πρόσφυγες, στον Ποδονίφτη, στους Ποδαράδες, στην Κοκκινιά. Ξέρεις πώς πιάνανε τότες τα σπίτια στους συνοικισμούς; Πήγαινες εκεί, κρεμούσες ένα τσουβαλάκι ή ό,τι είχες σ’ ένα δωμάτιο και το σπίτι ήτανε δικό σου. Ατέλειωτα ήτανε ακόμη κεραμίδια δεν είχανε, πόρτες δεν είχανε, παράθυρα δεν είχανε. Και μερικά που είχαν πόρτες και παράθυρα πηγαίνανε άλλοι τη νύχτα και τσι βγάζανε και ανάβανε φωτιές να ζεσταθούνε, να μαγειρέψουνε. Δυο χρόνια ύστερα που φτάσαμε εμείς στην Ελλάδα ήρτε και μας βρήκε στον Ποδονίφτη και ο παππούς σου. Αυτός ήρτε από τσι τελευταίους αιχμαλώτους, επειδή ήτανε τεχνίτης, τον κρατούσανε και τσι δούλευε. Δουλέψαμε, κουραστήκαμε και κάμαμε σπίτι… Κι είμαι δωναδά μέχρι τα σήμερα. Τα βάσανά μας όμως ποτέ δεν θα φύγουνε από μέσα μας.
»Κάθε βράδυ κλείνω τα μάτια και θυμούμαι το σπίτι της γιαγιάς Ελένης απ’ τη Σμύρνη. Ήτανε αρχοντικό. Θυμούμαι είχε τραπεζάκια πολλά, είχε παπαγάλους, σκυλιά, γατιά, χελώνες στην αυλή, είχε κεντήματα. Σε κάθε τραπεζάκι είχε ένα σερβίτσιο του καφέ, όλα διαφορετικά ή χάλκινα ή διάφορα κι είχε κι από ένα κομπολόι πάνου στο κάθε τραπεζάκι. Όποτε πήγαινα σπίτι της ήτανε όλα ήρεμα και μου ‘λεγε “τι να σε κεράσω”. Τα γλυκά του κουταλιού δεν λείπανε από κανένα σπίτι. Αυτή τη μυρωδιά κρατώ απ’ τη μάνα πατρίδα…»
Στο τέλος άρχισε πάλι να μοιρολογεί με τη γλυκιά φωνή της κι άφησε τα δάκρυα να κυλούν στο πρόσωπό της. Έμοιαζε με την Παναγιά που μοιρολόγαγε τον γιο της. Η μορφή της είχε γαληνέψει, φάνηκε πως της έκαμε καλό που αφηγήθηκε την ιστορία μας στον εγγονό της. Της έφυγε ένα βάρος.
«… Μα ένα μικρό καράβι πίσω δεν γύρισε, ποιους κάβους αρμενίζει ποια πέλαγα γυρνά, και πουθενά δεν βγαίνει, δεν φτάνει πουθενά. Τάχα να ‘χει βουλιάξει, τάχα να στοίχειωσε, δεν θα ξανά ‘ρτει τάχα στην πατρική του ακτή. Ωιμέ κι έχει φορτώσει το πιο ακριβό φορτί! Όλα τα χάσαμε όλα και μόνο φόρτωσε, το πιο στερνό καράβι την ώρα του χαμού, φόρτωσε την ελπίδα του ξαναγυρισμού».