1. Νανούρισμα για ένα κορίτσι που γυρνάει αργά στο σπίτι

Θα ’θελα να ’μαι άνδρας Σουηδός
που αναχωρεί για τη Δανία
απλώς και μόνο για να πιει μια μπίρα
κάποιος που μια ολόκληρη ζωή
σεργιάνισε νωχελικά στα βενζινάδικα,
πέρασε από βρόμικους σταθμούς
κι άλλαξε τρένα τοπικά,
κάποιος που τώρα
έχει δικό του φορτηγό
και την ενέργεια να βγει απ’ τα σύνορα
απλώς και μόνο για να πάρει μπίρα.

Θα ’θελα να ’μαι το μοναχικό αγόρι
που είν’ αποφασισμένο
να χαπακωθεί σ’ ένα electro festival
να είμαι η περιέργεια
μες στο μυαλό του
ο ενθουσιασμός του για οτιδήποτε
που είναι αδοκίμαστο και επικίνδυνο
το ρίσκο
η παραίτηση
και πάλι απ’ την αρχή
θα ’θελα να ’μαι ο ίδιος οδηγός του φορτηγού

ντυμένος με το φανελάκι που κοιμήθηκα
να μασουλώ το σάντουιτς που αγόρασα τυχαία
από το πρώτο βενζινάδικο
ένα σάντουιτς γεμάτο μαγιονέζα·
να έχω αναγούλα και να ξέρω ότι είναι απλά αναγούλα,
να φεύγω πιο μακριά με το δικό μου φορτηγό
ατάραχος,

με το ντεπόζιτο φουλαρισμένο
να βγαίνω από τα σύνορα της Σουηδίας,
να παίρνω στην καμπίνα μου
τυπάδες με σακίδια, μα και χαμένα αγόρια
που παν να νιώσουν την τρασίλα
στα φεστιβάλ electro
#noshamenoshame

Να έχω μαζί τη μπίρα μου
τον φόβο για τους ξένους
που ξέρω ότι είναι μόνο φόβος
για τους ξένους
κανένας δεν μπορεί να με πειράξει,
κανένα φανελάκι γι’ άλλαγμα
και ούτε ένα σχέδιο
μόνο να πιω
μια μπίρα στη Δανία,
να περιμένω να περάσει η αναγούλα, να μου ξανάρθει πείνα,
και να γυρίζω σπίτι
με πολλά, πολλά μπουκάλια.

Αργότερα,
θα ’θελα να ’μαι μια εικονική μορφή στον υπολογιστή
ένα γκαζόν άψογα κουρεμένο
το μπάρμπεκιου που θ’ απολαύσουν φίλοι
την ώρα που σειρήνες περιπολικών
ακούγονται αλλού,
μακριά από μας
κι έπειτα
ο κοφτός θόρυβος των πλήκτρων
όταν όλα αυτά
θα σβήνονται από την οθόνη.

Θα ’θελα να ’μαι άτομα αθλητικά
επιφανειακά και όμορφα
το είδος που δεν τρώει μαγιονέζα
για να μπορεί να ερωτεύεται καλύτερα
άτομα μ’ αψεγάδιαστους κοιλιακούς
σαγηνευμένα απ’ τον Βορρά
και εγκρατή
στους πόθους.

Θα ’θελα να ’μαι μια ομάδα ακροβατών
που ο ένας απ’ τον άλλον συγκρατιέται
στον αέρα
να είμαι η τρομάρα κι η ασφάλεια
κι όσα είν’ ανάμεσα σ’ αυτά
ανάμεσά τους
αυτά και πιο πολύ το χειροκρότημα στο τέλος

(και προπαντός το ντροπαλό αγόρι της ομάδας
που όλος ο κόσμος τού φωνάζει τ’ όνομά του
γιατί είναι η μέρα του,
τα πυροτεχνήματα
η αμηχανία
όταν ζητούν να κάνει μια μικρή επίδειξη
αφού είναι το birthday boy
οι θεατές που κάθονται αναπαυτικά στις θέσεις τους).

Ένας αγώνας ποδοσφαίρου θα ’θελα να είμαι
κάτι το τόσο χαλαρωτικό
για τον πλανήτη των φιλάθλων
ένας αγώνας ποδοσφαίρου υπνωτικός
που είν’ ικανός να φέρει τη γαλήνη στους συνοικισμούς
ένας αγώνας όμορφος, με παρατάσεις,
(αλλά χωρίς καμιά κόκκινη κάρτα)
και μακάρι μια μέρα
θα το ’θελα να είμαι
όλα εκείνα τα αισχρόλογα που δεν ακούγονται
παρά στο γήπεδο

(ο χώρος όπου θα μπορώ τα πόδια μου ν’ απλώνω
με την ευχέρεια ενός μεγάλου μάνατζερ ομάδας
ο Γιούργκεν Κλοπ
θα ήθελα να ήμουν)

ο Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς
γκολάροντας μετά από τρίπλα πέντε αντιπάλων
το χρυσαφένιο άγαλμα του Ζλάταν
το μέταλλο που χαίρεται να λιώνει στο καλούπι του
η ομιλία του
στα αποκαλυπτήρια του αγάλματος.

Ο Ζλάταν να βαδίζει σαν τον Ιησού επάνω στο νερό
δυο μέρες έπειτα από την εγχείρηση στο γόνατο
διότι τα λιοντάρια δεν αναρρώνουν όπως οι άνθρωποι
όσο καλοί κι αν είναι
καλύτερος μονάχα ο ένας
και πρέπει δίχως άλλο και να παραμείνει
κι αν ο καλύτερος
δεν παίρνει περισσότερα λεφτά
γίνεται σκάνδαλο
πηγαίνει σ’ άλλη ομάδα
#avidadolars

όχι ντίβα,
λιοντάρι, στον κόσμο αυτό
να είμαι
ένας θεός που στον Βορρά μεταναστεύει
μ’ αναμφισβήτητα καπρίτσια

οι δέκα κορυφαίες στιγμές απ’ την καριέρα του θεού
ή καλύτερα ο Τζωρτζ Μπεστ
ώστε να παίρνω δωρεάν όσα ποτά γουστάρω
σ’ όλα τα μπαρ του Μάντσεστερ.

Το δίκτυο των ταξιτζήδων θα ’θελα να είμαι
που στέλνουν σήματα για να σκοτώσουνε τη βαρεμάρα τους στην πιάτσα
τούς σπαν τα νεύρα, βρίζουν τους πελάτες
πιστεύουνε στον Ζάμολξι και ότι είν’ αλήθεια οι γίγαντες των Καρπαθίων
εκμυστηρεύονται όλες τις πεποιθήσεις τους
οι ίδιοι μεταξύ τους
οι ίδιοι με τους ξένους

ένα προειδοποιητικό σύστημα κλειστό
που δικαιώνεται και λειτουργεί
θα ήθελα να είμαι

εμείς μεταξύ μας.

Η κλειδωμένη πόρτα που πίσω της πετάω τ’ αθλητικά μου
όταν γυρίζω σπίτι
η κλειδωμένη πόρτα που πίσω της το σώμα μου λυτρώνεται, εν τέλει,
από τα ρούχα
η κλειδωμένη πόρτα στην άκρη των δρόμων
η κλειδωμένη πόρτα πίσω από τα γήπεδα
η κλειδωμένη πόρτα των αποδυτηρίων τους
η κλειδωμένη πόρτα των αυτοκινήτων τους
η κλειδωμένη πόρτα όλων των κήπων
και των αποθηκών
και των γκαράζ
και των πορτμπαγκάζ
τους

η κλειδωμένη πόρτα ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ όλα τα αστεία τους
και στα γραφεία τους
και στις συνελεύσεις τους

κλειδωμένη
με όλες τις ασφάλειές
τους

κι έπειτα
όταν γυρίζω σπίτι

(αποφεύγοντας τις ερωτήσεις τους
απορρίπτοντας τα τσιγάρα τους
παρακάμπτοντας τις σπόντες τους
αγνοώντας τις συμβουλές τους
παραμερίζοντας τα χέρια τους
συνεχίζοντας να μασάω, ανήσυχη, τσίχλα,
πάντα το μισό φυλλαράκι,
πάντα Five Cobalt
δροσερή μέντα –
συνεχίζοντας να με μέλει)

όταν εντέλει φτάνω σπίτι
θα ήθελα
απ’ όλα πιο πολύ θα ήθελα
να τα φτύσω όλα μαζί με την τσίχλα
απ’ την οποία έχει φύγει ήδη η μενθόλη
και ήσυχη να πάω να ξαπλώσω,
ήρεμη σαν τον Ζλάταν, μόλις ξύπνησε από εφιάλτη
όπως ο Ζλάταν αφού του είπαν
πως είναι πιο καλός απ’ τον Ρονάλντο τον Χοντρό
για να μπορεί ξανά να κοιμηθεί.

Να κοιμάμαι με τη φωνή ενός φανταστικού φίλου
που μου λέει πως ο Χοντρός Ρονάλντο δεν υπάρχει,
κι ούτε φορτηγά που τα οδηγεί χέρι σταθερό
ανδρών δυναμικών
κι ανέγγιχτων
εραστών της μπίρας και της ταχύτητας
δεν υπάρχουν,
ούτε ο κοφτός θόρυβος των πλήκτρων
όταν όλα αυτά θα σβήνονται από την οθόνη
δεν υπάρχει
μακάρι ούτε σ’ όνειρο.

Γιατί τώρα
μονάχα σκόνη μαγική υπάρχει
για ν’ απλωθεί στα βλέφαρα
μες στην οποία βυθίζεσαι
σαν σε γιγάντια πουδριέρα –
σαν μες στη θάλασσα μικρή:

κι αστράφτεις
κι αστράφτεις
κι αστράφτεις
μικρούτσικο άστρο.

 

 

 

 

 

 

 

Αγαπητή μου Gitte,

σ’ έχω ανάγκη πιο πολύ από ποτέ.
Είσαι στην Κοπεγχάγη, λαμπερή,
τριγυρίζεις στον παράδεισο των βίγκαν εδεσμάτων
σε μια απόδραση σαββατοκύριακου
ημι-χλιδάτη.

Εγώ περιφέρομαι, υπολογίζω και προσθέτω στο καλάθι.
Συνθηκολόγησα
η αφυπνισμένη συνείδησή μου αποσυντέθηκε.

Τις προσφορές
αυτή η συνείδηση δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει
σαν μια καινούρια αποστολή μου,
μέρα με την ημέρα πιο πανούργα
έπρεπε να δοκιμάσω
ό,τι περιτριγύριζα
και δεν αγόρασα
ό,τι για την εαυτή μου,
ανυπάκουη μπροστά στο πλαστικό και ταπεινή,
απέκρουσα και δαιμονοποίησα:
τα ρουζ
παλέτες με
τροπικές αποχρώσεις
σκιές σε τόνους
και υπο-τόνους
πικρά
κραγιόν υγρά
βαφές φρυδιών
προϊόντα λάμψης
και κρέμα διορθωτική.

Μ’ ακούς;
Σου γράφω από μεγάλη απόσταση
από το μπουντουάρ μου
σε κουτιά και κουτάκια
κοιτώ να βρω, σε όλα αυτά, με συστηματικότητα
όλο και περισσότερη
λαμπρότητα
συγκαταβατικότητα
αγαπητή Gitte,
αγγίζω με τη μεγαλύτερη αβρότητα
τις δίχρωμες σκιές ματιών
ονειρεύομαι, αγαπητή μου, μια make-up rehab
κάπου
σε μια παραλία
χωρίς μαύρισμα και χωρίς αμφιβολία.

Στα βλέφαρα,
χάδια, ακτίνες και γαλήνη
έτσι θα ήθελα να γίνει
σαν αγρυπνία.

Κερδίζω λίγα και συμπληρώνω τις wish-list-τες
κοιμάμαι με το site των Sephora ανοιχτό
κατά τα άλλα, είμαι ok
that bad it is.

 

 

 

 

Διευθύνσεις

Ζω στην Κοπεγχάγη
ζω στη Σεούλ
ζω στην Οσάκα
ώρες ολόκληρες, κάθε μέρα.

Η νύχτα ανοίγει τα παράθυρα
οθόνη δίπλα οθόνη δίπλα οθόνη
τρεμοφέγγει
κοιτάζω αναίσχυντα
στην άλω τους
το φως σβηστό μες στα δωμάτια
είναι ολόκληρο δικό μου
βιοφωταύγεια
ανασχηματισμένη
πίσω
ανάμεσα στους σταρ κάθε βραδιάς
κοιμάμαι κι ονειρεύομαι ότι κακό δεν κάνω.

Σ’ αυτό το όνειρο από νέον
το σκοτάδι καταπίνει κάθε σκέψη
(ενώ ο θάνατος καραδοκεί μέσα από μια σχισμή,
σε ένα βήμα απόσταση απ’ όλα αυτά που ξέρεις).
Σ’ αυτό το όνειρο από νέον
δεν εκπέμπω πόνο πια
ώστε να με πιστέψει κάποιος.

Ζω στην Κοπεγχάγη
ζω στη Σεούλ
ζω στην Οσάκα.

Να είσαι μόνη είναι πάντα κάτι άλλο –
σε όνειρο
γιγάντια πουλιά επιπλέουν
επάνω στον ωκεανό –
κατασπαραγμένες πετρελαιοκηλίδες.

Σε όνειρο
μία πετρελαιοπηγή μ’ όλες τις αναμνήσεις μας
επιπλέει σταθερή μες στο σκοτάδι
(πολύ μετά αφότου όλα θα έχουνε τελειώσει).
Ο ήχος του ωκεανού
άψογα σε κάψουλα κλεισμένος
δέκα χιλιάδες έτη φωτός μετά
από μια οποιαδήποτε καταστροφή.

 

 

 

Την αυγή

Η παλιά σύγκρουση
από καταβολής κόσμου που ήταν σκληρός
κι εσύ μάθαινες να είσαι σαν κι εκείνον
κι ακόμη πιο κακή από κείνον
να είσαι προετοιμασμένη
το παραδέχομαι

– μια γάτα δίχως σπίτι στην καρδιά σου,
η καρδιά της σκληρότητας που αρχίζει να χτυπάει δυνατά,
σε κάθε ένα σημάδι πως
μονάχα τιμωρία και απόρριψη
μπορεί ν’ ακολουθήσει.

Άλλοτε, εντελώς τυχαία
βρήκες μπροστά σου μια κονσέρβα με καρδιές για γάτες,
την πουλούσαν σαν τροφή, σε κάποιο μέρος.
Κάπως έτσι σαν φαγητό,
εν ονόματι τίνος;

Τίποτα απ’ όσα τότε μάζευες
δεν είναι τώρα χρήσιμο σε σένα.

Θάψε βαθιά ό,τι έχει απομείνει
θάψε και σκόρπισε την τέφρα
η βροχή θα σβήσει όλα τα ίχνη –
υπάρχουν πράγματα που ούτε καν εσύ
δεν μπορείς ν’ αμφισβητήσεις.

Τίποτα δεν είναι τώρα ίδιο,
κι ας τρέμεις, όπως έτρεμες,
και τρένα που μονάχα εσύ ακούς

τρέχουν σφυρίζοντας το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο
σ’ όλα τα μέρη όπου ξόδεψες οργή
και φαντασία
ίσαμε το black out
– και πάλι αυτή η σκηνή η πολυπαιγμένη
για την οποία κανείς δεν έχει, πράγματι,
υπομονή.

Τίποτα δεν είναι τώρα ίδιο
δεν είναι ανάγκη σε κανένα τρένο να πηδήξεις
εν κινήσει.

Κλείσε τα μάτια
είναι πρωί σε κάποια πεντακάθαρη αυλή,
όπως την ήθελες.
Τίποτα ανεπανόρθωτο δεν χάλασες,
χάιδεψε μόνο τη σκληρή καρδιά,
φύσα ζεστό αέρα στην αιθάλη.

Με τα μάτια κλειστά,
η αγάπη, σαν όργανο εσωτερικό
κατεστραμμένο από ντροπιαστικές πολιορκίες,
σαν όργανο εσωτερικό, η αγάπη
με τη μνήμη άθικτη
αναγεννάται.

Σύντομο βιογραφικό της ποιήτριας:

Η Alina Purcaru (γεν. το 1982) είναι συγγραφέας, μεταφράστρια και δημοσιογράφος. Είναι απόφοιτη του τμήματος Ξένων Γλωσσών και Φιλολογιών του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου και κάτοχος μάστερ στη Θεωρία Λογοτεχνίας και Συγκριτική Φιλολογία. Αρθρογραφεί, γράφει κριτική λογοτεχνίας για ρουμάνους και ξένους συγγραφείς και είναι συντάκτρια του περιοδικού Observator cultural. Εμφανίστηκε στη λογοτεχνία με συμμετοχή στο πειραματικό συλλογικό μυθιστόρημα Rubik (2008), έχει γράψει δύο βιβλία για παιδιά και έχει συμμετάσχει σε ανθολογίες.
Η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο rezistență εκδόθηκε το 2016. Ακολούθησε η συλλογή Indigo (2018) και το 2022 η συλλογή Tot mai multă splendoare (Όλο και περισσότερη λαμπρότητα, εκδόσεις Cartier), από όπου τα μεταφρασμένα ποιήματα (το ποίημα «Αγαπητή μου Gitte», από το οποίο προέρχεται και ο τίτλος της συλλογής, είναι το τρίτο και τελευταίο μιας σειράς ποιημάτων απευθυνόμενων στην Δανή μπλόγκερ με το όνομα Gittemary που προωθεί τον βιγκανισμό και ένα οικολογικό lifestyle). Η Purcaru έχει λάβει αρκετά βραβεία στη Ρουμανία, μεταξύ αυτών το Βραβείων Νέων Συγγραφέων για τη συλλογή Tot mai multă splendoare.