Μύχια κομμάτια της ψυχής

Πριν από λίγες μέρες βοηθούσα την έφηβη βαφτισιμιά μου σε μια άσκηση στη γλώσσα. Έπρεπε να σχολιάσει τη φράση «Σήμερα γνωρίζουμε ότι, όταν πεθαίνει μια γλώσσα, χάνεται μαζί της και μια “κοσμοαντίληψη”, μια ορισμένη αναπαράσταση του κόσμου, διαφορετική από όλες τις άλλες».* Μεταξύ άλλων λέγαμε ότι η γλώσσα είναι στοιχείο του πολιτισμού και αποτυπώνει τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις ιδεολογίες μιας κοινωνίας και πως συνεπώς αν εξαφανιστεί μια γλώσσα χάνεται κι ένας πολιτισμός.

Το ίδιο βράδυ τελείωσα το βιβλίο της Μπουζάροφσκα Δεν πάω πουθενά (Εκδόσεις Gutenberg, Μτφρ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου) και αμέσως θυμήθηκα τη συζήτηση που είχα με τη μικρή. Συνειδητοποίησα ότι διαβάζω ένα βιβλίο που έχει μεταφραστεί απευθείας από τα μακεδονικά κι αναρωτήθηκα πόση σημασία έχει αυτό για αυτόν τον λαό και ειδικότερα για την ίδια τη Μπουζάροφσκα.

Μετά η σκέψη μου πήδηξε στο ότι καθώς διάβαζα ένιωθα λες και μιλάει για εμένα, την οικογένειά μου και τους φίλους μου. Οι ήρωες και οι ηρωίδες του βιβλίου είναι άνθρωποι που μιλάνε δυνατά, φέρονται άξεστα, έχουν άποψη για όλα, σχολιάζουν τους γύρω τους, νιώθουν ότι οι ίδιοι είναι πιο έξυπνοι από τους άλλους. Είναι άνθρωποι που προσπαθούν να δυτικοποιηθούν, να πετάξουν από επάνω τους τη νοοτροπία της χώρας τους γι’ αυτό και σχεδόν όλοι οι ήρωες και οι ηρωίδες έχουν φύγει στο εξωτερικό. Καταλήγουν όμως να επιστρέφουν στην πατρίδα, είτε φυσικά, είτε νοητά, μέσω της συμπεριφοράς τους. Γιατί στο τέλος τέλος, όπου κι αν πας τις καταβολές σου κουβαλάς. Όλα αυτά με έκαναν να συνειδητοποιήσω πόσο μοιάζουμε ως λαός αλλά και ως άνθρωποι γενικότερα.

Κι επειδή η σκέψη μου μονίμως πηδάει σαν βατραχάκι από τη μια μεριά στην άλλη, μου ήρθε αυτό που είχε πει η Βιρτζίνια Γουλφ ότι τα βιβλία είναι ο καθρέφτης της ψυχής μας. Σε κάθε σελίδα του βιβλίου σημείωνα (ναι είμαι από αυτές τις περίεργες που γράφει, υπογραμμίζει, ζωγραφίζει με έναν μαύρο στυλό) σκέψεις και συναισθήματα με τα οποία ταυτιζόμουν. Ένιωσα ότι η Μπουζάροφσκα είχε βάλει μια κάμερα στη ζωή μου κι ακόμα χειρότερα στην ψυχή μου κι ανακάτευε όλα τα σκοτεινά και μύχια κομμάτια μου. Μέσα από τις ιστορίες της μου σύστησε ανθρώπους με πάθη, που μισούν, ζηλεύουν, εκδικούνται, απογοητεύονται, ματαιώνονται. Έξυσε δικές μου πληγές και με έκανε να νιώσω άσχημα που κάποτε ζήλεψα το καινούριο φόρεμα της φίλης μου, που κοίταξα περίεργα ένα μωρό που έκλαιγε δυνατά μέσα στη βιβλιοθήκη και τη μάνα του που το κοίταζε άπραγη, που έκρινα αυστηρά τους γονείς μου.

Το τελευταίο άλμα της σκέψης μου ήταν σχετικά με τη γραφή της. Φαντάστηκα τη Μπουζάροφσκα να κυκλοφορεί με μικρά τετράδια στην τσάντα της και εκατομμύρια στυλό και να σημειώνει όλες τις λεπτομέρειες που υπήρχαν τριγύρω της· τι φοράει ο διπλανός της στο καφέ, τι μυρωδιά έχει το σπίτι της φίλης της, τι είπε το παιδάκι στη μαμά του στο μπροστινό κάθισμα του αεροπλάνου.

 

 

 

*«O θάνατος των γλωσσών», ένθετο «Bιβλιοθήκη», εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡOΤΥΠΙΑ, 2000, Από το σχολικό εγχειρίδιο της Νεοελληνικής Γλώσσας της Γ’ Γυμνασίου.

 

Η Χριστίνα Ραφτοπούλου γεννήθηκε (1994) και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία στο ΑΠΘ και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Δημιουργική γραφή στο ΑΠΘ. Εργάζεται ως δασκάλα δημιουργικής γραφής στο εργαστήρι της Λογοτεχνώ και ως επιμελήτρια κειμένων. Διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και έχουν βραβευθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Ο θεατρικός της μονόλογος «Ένα κουβάρι είμαστε» έχει παρουσιαστεί ως Contemporary Performance στο Φεστιβάλ Θεάτρου Αντίσκηνο στην Κύπρο. Μιλά για τα βιβλία που διαβάζει σε άρθρα της αλλά και στον λογαριασμό της στο Instagram. Αν δεν την βρεις να γράφει ή να διαβάζει, θα τη βρεις παρέα με τον σκύλο της σε μια βόλτα στη φύση.