«Εδώ βρήκες να παίξεις, βρε διάολε; Ξαφανίσου τώρα αμέσως», μούγκρισε ο γέρος.

«Έτσι όπως μιλάς στο κούτσικο, δεν θα σε θέλει στο τέλος ούτε το ίδιο σου το σπλάχνο, κακομοίρη, ε κακομοίρη», τον πρόγκηξε η γιαγιά.

«Του έχω πει εκατό φορές να μην ανεβαίνει στο στρώμα! Δεν καταλαβαίνει με το καλό, τι θες να κάνω; Να αρχίσω το ποδόσφαιρο πάνω στο κρεβάτι;»

Ο μικρός είχε ήδη απομακρυνθεί από την κρεβατοκάμαρα με προορισμό την κουζίνα. «Πότε θα έρθει η μαμά, θέλω να πάω σπίτι», κλαψούρισε.

«Ο παππούς σ’ αγαπάει πολύ, διαβολάκο μου. Μην τον ξεσυνερίζεσαι», είπε η γιαγιά δίνοντάς του, στα κρυφά, μια σοκοφρέτα, φυλαγμένη από καιρό για ειδικές περιστάσεις.

Ούτε αυτή επιτρεπόταν να αγγίζει το στρώμα του γέρου. Από όταν παντρεύτηκε η κόρη τους και έφυγε από το σπίτι, έστρωνε μια μαντανία στην ντιβανοκασέλα της κουζίνας και κοιμόταν εκεί. Ο μόνος άνθρωπος που είχε πρόσβαση στο «ιερό» ήταν η Στογιάνα, η γυναίκα που τους καθάριζε το σπίτι κάθε Δευτέρα. Ο γέρος τους έβγαζε όλους έξω, έβγαζε και τη μάλλινη φανέλα, ξάπλωνε στο στρώμα φαρδύς πλατύς και της ζητούσε να τον τρίψει με βιξ. Η γιαγιά δαγκωνόταν αλλά δεν έλεγε ποτέ τίποτε.

Μόνο ένα Σάββατο πρωί τόλμησε να κάνει επανάσταση, αλλά παραλίγο να αποδημήσει εις Κύριον, όταν ο γέρος την είδε να μιλάει στην αυλή με τον παλιατζή. Είχε παρκάρει ακριβώς έξω από το σπίτι.

«Τέτοια στρώματα τα παίρνω τζάμπα. Χάρη σου κάνω που το ξεφορτώνεσαι. Από την εποχή του Νώε πράγμα, τι θες να στο πληρώσω; έλα και βιάζομαι».

Ο γέρος, μόλις είχε τελειώσει το ξύρισμα και πρόβαλε στο κατώφλι της εξώπορτας, έτοιμος για το καφενείο. Με το που βλέπει σταματημένο το αυτοκίνητο, ψυλλιάζεται τη δουλειά, τρέχει σφαίρα στην κρεβατοκάμαρα, βεβαιώνεται ότι το στρώμα είναι απείραχτο και ξαμολιέται πάλι έξω. Αρπάζει τη γιαγιά από το μπράτσο και τη σέρνει μέσα στο σπίτι εξακοντίζοντας βρισιές που έκαναν τα παλιατζίδικα όλου του κόσμου να ντραπούν. Τα κλάματα και οι φωνές του μικρού ξεσήκωσαν τη γειτονιά και κάπως έτσι σώθηκε η γιαγιά από τη μήνι του γέρου.

Τα χρόνια πέρασαν, ο μικρός μεγάλωσε, ο γέρος βρήκε ήσυχο θάνατο στον ύπνο του. Την ημέρα της κηδείας του, ενώ η μανά του και η γιαγιά ήταν ακόμη στο καφενείο για τον καφέ της παρηγοριάς, ο μικρός γύρισε στο σπίτι αλαφιασμένος. Άρπαξε ένα μαχαίρι από την κουζίνα και κατευθύνθηκε στο άδειο υπνοδωμάτιο, όπου είχε ξεψυχήσει ο γέρος μόλις την προηγούμενη. Ξέστρωσε το λερωμένο σεντόνι από το κρεβάτι και άρχισε να σφάζει το στρώμα με λύσσα. Μια απόκοσμη δύναμη τον
είχε κυριεύσει. Το στρώμα έγινε ο αποδέκτης της απόγνωσης που έβλεπε στο πρόσωπο της γιαγιάς όλα τα χρόνια της σιωπής της. Με αλλεπάλληλες μαχαιριές, σε όλο το μήκος και το πλάτος του βρωμερού στρώματος, το ξεψάχνισε. Βλέποντας τα τελευταία κομμάτια να πέφτουν ανάμεσα στις ξυλοσανίδες του κρεβατιού στο
πάτωμα, αποκαμωμένος και ικανοποιημένος συνάμα, πέταξε το μαχαίρι και έφυγε τρέχοντας από το σπίτι.

Η γιαγιά, όσο έζησε, δεν ρώτησε τον μικρό για το στρώμα ποτέ. Μόνο έβαλε στη θέση του ένα παλιό αφρολέξ που τα βράδια, μερικές φορές, πότιζε με τα δάκρυά της.