Ένα κριτικό σημείωμα για τη νουβέλα της Λίλας Τρουλινού
Χρυσοβαλάντη και Ονούφρης
Της Εύης Κουτρουμπάκη*
Διαβάζοντας κανείς τον τίτλο της νουβέλας της Λίλας Τρουλινού πιθανόν το μυαλό του λόγω του τίτλου να πήγαινε στο ιπποτικό μυθιστόρημα. Θα υπέθετε ίσως πως πρόκειται γι ένα αφήγημα με μάγισσες δράκους και μαγικά δαχτυλίδια, διανθισμένο με καταλόγια και μοιρολογήματα. Αν το εξελάμβανε ως τέτοιο, σίγουρα θα διαπίστωνε από την πρώτη σελίδα ότι έκανε λάθος. Γιατί σε αυτό το ασυνήθιστο ποιητικό σύμπαν της νουβέλας αυτής, τα ξεχασμένα ιστορικά ονόματα Χρυσοβαλάντη και Ονούφρης χρησιμοποιούνται ως στοιχεία υπερβολής από τη γράφουσα για να φωτίσουν τα κρυφά ριζώματα του παρόντος στο οποίο διαδραματίζεται η νουβέλα, μένοντας μέχρι τέλους ανοιχτή σ’ αυτήν την προοπτική.
Η ‘’Χρυσοβαλάντη και Ονούφρης’’ είναι μια νουβέλα που παντρεύει το ρεαλιστικό στοιχείο με αυτό του φανταστικού, αναδεικνύοντας με μαεστρία την ποιητική και αισθητική λειτουργία του λόγου.
Το μεταφυσικό και το ανεξήγητο είναι αρμονικά ενταγμένα μέσα στην πραγματικότητα.
Με μια ρυθμικότητα που αγγίζει την προφορική αφήγηση, το κείμενο μιλιέται, με υφολογικές αρετές και αξεπέραστη καλλιέπεια. Η Λίλα Τρουλινού έγραψε, ας μου επιτραπεί η αυθαιρεσία, ένα βιβλίο περί ερώτων και αοράτων.
Η ιστορία εκτυλίσσεται σε ένα σκληρό περιβάλλον κοινωνικής περιθωριοποίησης ξεκινώντας από τα ήθη της κρητικής υπαίθρου μέχρι τη φοίτηση στα ΕΠΑΛ, όπου οι ήρωες αντιλαμβάνονται εαυτούς και αλλήλους ως πλάσματα φυσιολογικά και αναπόσπαστα από την πραγματικότητα τους.
Το ίδιο συμβαίνει και με τον αναγνώστη, ο οποίος συνεπαίρνεται από τη μαγεία της αφήγησης.
Αν και τα σύνορα μεταξύ του πραγματικού και του φανταστικού είναι ευάλωτα, η συγγραφέας προσδιορίζει με ακρίβεια ό,τι υπάρχει κυκλικά τοποθετημένο γύρω από τον κατοικημένο κόσμο και ότι είναι έξω απ αυτόν.
Οι αφηγήσεις της Τρουλινού βάζουν ψηφίδες στο παζλ ενός κόσμου πολυσύνθετου, πολυεπίπεδου, που συχνά αποκρύπτεται από το δημόσιο λόγο και από την πραγματική λογοτεχνία.
Δεν αφηγείται ορμώμενη από έναν Φολκλορικό ‘’Εαυτό’’ σε έναν Φολκλορικό ‘’Άλλο’’.
Κι έτσι, ζούμε κι όλοι εμείς οι αναγνώστες, εντός της δράσης του λόγου, ενός λόγου καταλυτικού. Όμως το λογοτεχνικό αυτό κείμενο όπως καταδεικνύει και ο Gilles Deleuze δεν μελετάται δι εαυτόν, αλλά αποτελεί μάλλον το αντικείμενο μιας δημιουργικής μετάπλασης των εννοιών που το διέπουν.
Η Τρουλινού , μέσα από αυτό το καταρρακτώδες κείμενο, θίγει ένα μεγάλο φάσμα ζητημάτων γύρω από τους κεντρικούς της άξονες. Θέματα σεξουαλικότητας, διαφορετικότητας, το θέμα του επιθετικού αλλά και του υπόρρητου ρατσισμού, του περίπλοκου εσωτερικευμένου ρατσισμού, τη φοίτηση στα ΕΠΑΛ, την επαχθή αγροτική ζωή, το θέμα της βεντέτας στην Κρήτη.
Ένα συγκλονιστικό γεγονός, όπως είναι ο φόνος, δεν μπορεί παρά να έχει και παράπλευρες απώλειες πέρα από τους άμεσα εμπλεκόμενους, τον θύτη και το θύμα. Και πολλές φορές οι παράπλευρες αυτές απώλειες είναι βαρύτερες καθώς συνοδεύονται από τον στιγματισμό και τα μικρά, τα ελάχιστα περιθώρια αντίδρασης που επιβάλλουν το φύλο, ο χρόνος και ο τόπος όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα.
Η Χρυσοβαλάντη και ο Ονούφρης. Οι ήρωες της νουβέλας. Ήρωες στους απόηχους του ιταλικού νεορεαλισμού. Ακηδεμόνευτοι, ανήλικοι δράστες πράξεων. Παιδιά αφημένα και παραδομένα στον εαυτό τους. Θα πρέπει να είναι πολύ επικίνδυνος αυτός ο άγουρος εαυτός εάν πρέπει να τον αντιμετωπίσεις μοναχός δίχως τον κηδεμόνα σου.
Σε εσχατιές όπου ζουν παραδομένα στον εαυτό τους, σε χώρες του αχωρήτου, σε ανοικονόμητες και ανοικοδόμητες ανοιχτωσιές στη φύση.
Αλλά και για τους αναχωρητές, οι ερημιές, η έρημος ή το δάσος ήταν οι κατεξοχήν τόποι των πειρασμών. Για τους μικρούς παγανιστές δεν υπάρχει διαβατικό τελετουργικό. Τα κατορθώματα τους στη φύση, με την βίαιη και έμφυλη τόλμη τους μοιάζουν πολύ με τελετές της πρώτης φοράς.
Η Χρυσοβαλάντη και ο Ονούφρης που λανθάνουν της ζωής, δεν είναι εμφανείς, δεν γίνονται αντιληπτοί, φουσκωμένοι από μιαν άκαμπτη οργή, περιθώρια και περιθωριακοί, χωρίς απρόσκοπτα περάσματα και διαδρομές.
Το ρήμα λανθάνω στην αρχαία ελληνική παρουσιάζει ενδιαφέρον γιατί από κει προέρχονται τα λάθη αλλά και η αλήθεια.
Στον Όμηρο συχνά χρησιμοποιείται για καταστάσεις ή για ανθρώπους που είναι εκεί παρόντες αλλά που κανείς δεν τους προσέχει. Παράδειγμα ο Οδυσσέας ‘’ένθα άλλους μεν πάντας ελάνθανε δάκρυα λείβων’’ δηλαδή οι άλλοι καν δεν πρόσεξαν που πνίγονταν στα δάκρυά ο ξένος. Αλλά και η Σμαραγδή κι η Ιωάννα που οραματίζονται και εν τέλει στήνουν δίκτυα. Δίκτυα αρωγής και συμπόρευσης.
Αυτό που θέλει η συγγραφέας (και το πετυχαίνει με εξαιρετικό τρόπο) είναι, μέσα από την πολυφωνία των αφηγήσεών της, να διερευνήσει, πέρα από τις συνήθεις υπεραπλουστεύσεις, τους πολλαπλούς τρόπους με τους οποίους διαμορφώνεται η εμπειρία, η ζωή κάθε πρωταγωνιστή-τριας, μέσα σε έναν κόσμο πατριαρχικό.
Η Τρουλινού, καταφέρνει αριστοτεχνικά να αποφύγει τη μεγαλύτερη παγίδα που μπορεί να καταστρέψει ένα τέτοιου τύπου βιβλίο: τους παγωμένους, σχηματικούς ιδεότυπους. Πλάθει χαρακτήρες ολοζώντανους, παλλόμενους, με αντιφάσεις, με συγκρούσεις γύρω τους αλλά και μέσα τους: χαρακτήρες ανθρώπινους, που βαδίζουν ψηλαφώντας τη ζωή, που αναρωτιούνται και αμφιβάλλουν, που αλλάζουν και ξαναλλάζουν, που αναζητούν δρόμους, που προχωρούν και πισωγυρίζουν, που προσπαθούν να επιβιώσουν, να αγωνιστούν, να επιβληθούν, να κατανοήσουν, να απολαύσουν, να χαρούν.
Επίσης, ενώ η Τρουλινού, διηγείται ζωές που οι περισσότερες μόνο εύκολες δεν είναι, ζωές που κάποιες φορές διαμορφώνουν ένα πλαίσιο τραγωδίας, αποφεύγει παρ’ όλα αυτά την ευκολία της θυματοποίησης των πρωταγωνιστών και των πρωταγωνιστριών της, την παγίδα των θυματοποιημένων ατόμων που θρηνούν μπροστά στα αδιέξοδα της ζωής τους.
Πνοή ριζικών καινοτομιών διαπνέει τη νουβέλα αυτή, στο θέμα της γλώσσας, του σημείου του γίγνεσθαι, του χρόνου του συμβάντος και τις φαντασιώσεις, με μία δύναμη απελευθέρωσης από τους κανονιστικούς περιορισμούς τους εδραιωμένους και σεβαστικά τηρούμενους στη Λογοτεχνία.
Ένα κείμενο ασθματικό που η τελεία σχεδόν απουσιάζει.
«Χωρίς τελεία τ’ όνειρό μας! Βάζαμε μόνο αποσιωπητικά…», γράφει ο Γιάννης Ρίτσος, «Το συνηθίζαμε πολύ… Μας άρεσε…» και παρακάτω: «Μάθαμε τέλος πάντων στίξη… Κι ωστόσο είναι χιλιάδες αποσιωπητικά, τ’ αστέρια κάθε βράδυ… Τι να πούμε; Πού να βάλουμε μια παύλα;…»
Που βρίσκεται ο τόπος που θα απαγγιάσουν η Χρυσοβαλάντη και ο Ονούφρης;
Πουθενά δεν μπορώ να σταθώ, για μένα είναι πατρίδα όπου δεν είμαι, μελαγχολεί ο ετερώνυμος του Πεσσόα , ο Ντε Κάμπος. Ίσως η πατρίδα μας το σπίτι μας δεν μπορεί παρά να είναι ο κοινός μας κόσμος ένας κόσμος ευρύχωρος και φιλόξενος του οποίου η συγγραφέας με αυτό το βιβλίο, ήδη σμιλεύει το πρόπλασμα. Το σπάσιμο της σιωπής, το ξέρω το μάθαμε από τον Πίνδαρο, είναι δύσκολο. Ίσως είναι και άχαρο να πλέκει κάνεις εγκώμιο με το σκοτεινό υφάδι του ψόγου.
Η νουβέλα τελειώνει στην εβδομηκοστή σελίδα αλλά οι διερωτήσεις που έθεσε και το ταξίδι όχι.
*Η Εύη Κουτρουμπάκη είναι φιλόλογος συγγραφέας