“Ιερεμιάδα” της Χλόης Κουτσουμπέλη
Η αναμέτρηση με τη Σφίγγα και τη μνήμη του τραύματος
γράφει η Λίλα Τρουλινού*
Χλόη Κουτσουμπέλη,
Ιερεμιάδα,
Εστία, 2023
ΕΠΙΚΑΤΑΡΑΤΟΣ ὁ ἄνθρωπος, ὃς τὴν ἐλπίδα ἔχει ἐπ’ ἄνθρωπον καὶ στηρίζει σάρκα βραχίονος αὐτοῦ ἐπ’ αὐτόν, καὶ ἀπὸ Κυρίου ἀποστῇ ἡ καρδία αὐτοῦ· καὶ ἔσται ὡς ἡ ἀγριομυρίκη ἡ ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὐκ ὄψεται ὅταν ἔλθῃ τὰ ἀγαθά, καὶ κατασκηνώσει ἐν ἁλίμοις καὶ ἐν ἐρήμῳ, ἐν γῇ ἁλμυρᾷ, ἥτις οὐ κατοικεῖται… βαθεῖα ἡ καρδία παρά πάντα, καὶ ἄνθρωπός ἐστι· καὶ τίς γνώσεται αὐτόν;
Ιερεμίας, 17, 5-9
Αυτός ο ιός, που ονομάσαμε Κέρβερο, αργά και σταθερά μας διαλύει. Στο τέλος όλοι καταντάμε ένα άδειο σαρκίο, κενό από οποιαδήποτε σκέψη ή συναίσθημα… Φαίνεται ότι ο πλανήτης Γη θέλει πια να ξεφορτωθεί αυτό το πομπώδες ζώο που με την ύβρη, την πλεονεξία του… απειλεί την ύπαρξή του.
Ιερεμιάδα, σσ. 28,31
Όλος αυτός ο θάνατος, μέσα, γύρω, παντού, θάνατος στην Αφρική, στην Ιεραποστολή, παιδιά να πεθαίνουν από την πείνα, παιδιά να πεθαίνουν από τον ιό, παιδιά πειραματόζωα στα ληγμένα φάρμακα της Ευρώπης, αυτός ο γηρασμένος κόσμος έπρεπε να πεθάνει. Αγαπημένη Δέσποινα, βασίλισσα του κόσμου, ήλιε της αγιοσύνης… άκουσέ με, προστάτεψέ μας.
ό.π., σελ. 92
Με γοητεύει ο γκρεμός. Κάθε φορά που πλησιάζω κοντά, αντικρίζω την άβυσσο, ακούω τον ψίθυρό της… Ποια είμαι; Ήμουν; Είχα αγαπημένους, γονείς, παιδιά; Είχα σπίτι;… Είμαι άνθρωπος; Ένας γκρεμός το πίσω, όπου πέφτω συνέχεια.
ό.π., σελ. 111
Θέλω το σώμα μου να είναι ένα νησί μέσα σε μία απέραντη θάλασσα. Κανείς να μην το φθάνει, κανείς να μην το αγγίζει. Να μην υπάρχουν πλοία, πλωτές γέφυρες, πορθμοί, ισθμοί.Να μην υπάρχουν κόλποι, κολπίσκοι, παραλίες. Μόνο απόκρημνες ακτές και βράχια κοφτερά.
ό.π., σελ. 116
“Ιερεμιάδα”, ένας θρήνος για την καταστροφή του πλανήτη Γη, που έσπειρε ο σκύλος του ερέβους, ο Κέρβερος, με τη μορφή ενός ιού, προσβάλλοντας πρώτα τις φωνητικές χορδές, και αφήνοντας όλους «άφωνους και μουγκούς μπροστά στη φρίκη», και ύστερα τα κύτταρα του εγκεφάλου, στερώντας τους τη μνήμη κι οδηγώντας τους σε κώμα και στον θάνατο,
και όλη η ανθρώπινη ιστορία ανασυντίθεται μέσα από τη λογοτεχνική αποτύπωση 2 ομάδων, η μία είναι μια μικρή επιστημονική κοινότητα και το βοηθητικό της προσωπικό, προστατευμένη από την αρρώστια, με συνεχή πειράματα σε υπόγειο καταφύγιο για την καταπολέμηση του ιού, εξουσιαστική, άτεγκτη, υπολογιστική, απάνθρωπη, απομονωμένη, και τελικά αναποτελεσματική μέσα στην περιχαράκωσή της και την αλαζονική αποστασιοποίησή της από τα τελευταία ίχνη ζωής στον πλανήτη, και η δεύτερη το πλήρωμα ενός πλοίου, μιας νέας Κιβωτού του Νώε, που βρίσκει καταφύγιο σε ένα νησί του Αιγαίου, σε έναν επίγειο παράδεισο, που όμως έχει κι αυτός μολυνθεί, αναπαράγοντας εκεί τις προηγούμενες συνθήκες ζωής της κοινωνίας, με τους αποκλεισμούς, τους διαχωρισμούς, την έμφυλη βία, τη σκληρότητα αλλά και την ανθρωπιά και την καλοσύνη, και το οποίο σιγά σιγά αποδεκατίζεται, εκτός από λίγους που επιβιώνουν και συνέρχονται με την σταδιακή υποχώρηση του ιού μέσα σε λίγα χρόνια,
από τους επιζήσαντες στο νησί, στην πλειοψηφία τους άρρωστοι και άφωνοι, παρουσιάζονται 5 αφηγηματικές φωνές (εσωτερικοί μονόλογοι), ένας γιατρός, μία ανθρωπίστρια επιστήμονας, η Άννα, ένα παιδί, ο Ιερεμίας, ένας εργάτης, μια ντόπια «μάγισσα», γνώστρια των βοτάνων,
καθώς και οι αφηγηματικές φωνές 7 γυναικών με τα ονόματα των 7 ημερών της εβδομάδας, (τα δικά τους τα κατάπιε η λήθη), κλεισμένων σε ένα πρώην μοναστήρι, στα σώματα και τις ψυχές τους αποτυπωμένα όλα τα τραύματα, οι πληγές, η κακοποίηση, η κτηνωδία του κόσμου,
κάθε Γυναίκα και μία Μέρα,
Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη,
κάθε Μέρα και μια Οδύνη,
Παρασκευή, Σαββατιανή και Κυριακή
κάθε Μέρα ένας Κοπετός,
μια απέλπιδα Ικεσία,
μια Ιερεμιάδα,
ένας Θρήνος για την εγκατάλειψη,
την περιφρόνηση, τα μαρτύρια,
τη ζωή που έχει χαθεί,
κάθε Μέρα ένας Δραματικός Μονόλογος,
όμως το αέναο ξεφύλλισμα της Εβδομάδας
ένας εξορκισμός στην οπισθοδρόμηση της Μνήμης
και στην κατάργηση του Χρόνου,
και να που οι γυναίκες αντικαθιστούν την ομιλία με τη γραφή, και είναι «η γραφή αυτή που θα συντηρήσει την ύπαρξη και θα γίνει μια κάψουλα χρόνου», και αγωνίζονται να διαφυλάξουν τη ζωή που ενσαρκώνει η εύθραυστη παρουσία του μικρού παιδιού, του Ιερεμία, του μόνου ανέγγιχτου από τον ιό, του μόνου που μιλάει σε έναν βουβό πλανήτη, αλλά κανείς δεν μπορεί να του απαντήσει, προορισμένος ωστόσο να φυτέψει νέα ζωή, να ξεριζώσει το κακό, όπως και ο εκλεγμένος από τον Θεό συνονόματός του προφήτης:
«ἰδοὺ καθέστακά σε σήμερον ἐπὶ ἔθνη καὶ ἐπὶ βασιλείας ἐκριζοῦν καὶ κατασκάπτειν καὶ ἀπολλύειν καὶ ἀνοικοδομεῖν καὶ καταφυτεύειν.»
(Ιερεμίας, 1,10),
και όταν ο ιός υποχωρεί και επανέρχεται η μνήμη, που οδηγεί και στην έξοδο από τον εγκλεισμό στη μονή, είναι αυτές οι γυναίκες που θα θυμηθούν βαθμηδόν τα πάντα, και θα λογαριαστούν με τον ασύλληπτο πόνο της βιωμένης τραυματικής εμπειρίας της προηγούμενης ζωής τους, που είχε προς στιγμήν παγώσει μέσα στην αμνησία, κι ενώ στον διπλανό οικισμό κυριαρχεί ο φόβος, το μίσος και η καχυποψία, αυτές θα αυτο-οργανωθούν και θα στήσουν μια νέα κοινότητα, βασισμένη στην αγάπη και την αλληλεγγύη,
και όπως λέει η Άννα στον μονόλογό της στο μοναστήρι, τότε που η μνήμη άρχιζε σιγά σιγά να επιστρέφει: «Θέλω να ξαναθυμηθώ τα πάντα, κάθε μικρή λεπτομέρεια. Γιατί είμαστε οι αναμνήσεις μας. Όλα αυτά τα σπασμένα κομμάτια του καθρέφτη, που όταν συναρμολογηθούν, θα αντικρίσουμε ολόκληρη την εικόνα μας. Χωρίς τη μνήμη χάνουμε το πρόσωπό μας. Και τότε στο μοιραίο σταυροδρόμι, όταν έρθουμε αντιμέτωποι με τη Σφίγγα, τι θα απαντήσουμε στην κρίσιμη ερώτηση;» (σελ. 186)
Αν όμως μνήμη είναι η μνήμη του τραύματος, και χωρίς τη μνήμη δεν υπάρχει ζωή, τότε πώς θα αντέξουμε μια ζωή τρομαχτική; Εδώ έρχεται η αρωγή της λογοτεχνίας, η οποία ανατέμνοντας την προσωπική αλλά και τη συλλογική κόλαση, μπορεί να μας βοηθήσει να υπερβούμε την φρίκη μέσω της μυθοπλασίας και του ποικιλότροπου αφηγηματικού της κώδικα, που βασίζεται στο βίωμα αλλά και τη φαντασία, στην ιστορία και τον μύθο, στη λογική και το συναίσθημα, στον ρεαλισμό και την ουτοπία, στην κριτική ματιά και τη νοηματοδότηση, προσφέροντάς μας έτσι διέξοδο και φως. Μόνο η λογοτεχνία μπορεί να εγκαθιδρύσει ξανά τη μνήμη, το νόημα.
Αυτό κάνει και η Χλόη Κουτσουμπέλη στο μυθιστόρημά της που είναι βαθιά ανθρώπινο και πολιτικό συνάμα: όταν οι κακοποιημένες γυναίκες της Ιερεμιάδας μπορούν και αναμετριούνται με τη Σφίγγα και με τη μνήμη του τραύματος σε μια δική τους οργανωμένη κοινότητα, αγάπης και συντροφικότητας, τότε γεννιέται ξανά σε όλους εμάς η ελπίδα.
Francis Bacon, Oedipus and the Sphinx after Ingres, 1983
* Η Λίλα Τρουλινού είναι πεζογράφος και εκπαιδευτικός. Τελευταίο της έργο η νουβέλα «Χρυσοβαλάντη και Ονούφρης – Μεταμορφώσεις», Περισπωμένη 2023.